Από το 2011 όμως πολλά έχουν αλλάξει στην περιοχή. Η σημαντικότερη αλλαγή έγκειται στην γένεση και ισχυροποίηση του Ισλαμικού Κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
ΗΠΑ και Ρωσία βρίσκονται σε επαφή για το Συριακό, από το 2012. Τότε είχαν διαφανεί οι πρώτες ενδείξεις, ότι οι δύο δυνάμεις μπορεί να καταλήξουν σε έναν αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό, με τη Ρωσία να αποδέχεται την απομάκρυνση του Άσαντ ως προσώπου, αλλά όχι του μηχανισμού του καθεστώτος.
Οι Αμερικανοί είχαν αποδεχθεί, σε γενικές γραμμές, τις ρωσικές προτάσεις, καθώς θεωρούσαν ότι το κενό εξουσίας που θα προκαλούσε η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ θα ενίσχυε το ακραίο Ισλάμ σε όλη τη Μέση Ανατολή με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τότε όμως, χάρη σε γερμανική αστοχία, ξέσπασε η ουκρανική κρίση και οι σχέσεις ΗΠΑ- Ρωσίας έφτασαν στο χαμηλότερο σημείο τους, από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Τώρα, φαίνεται πως η λογική επιστρέφει, μετά την -ομολογουμένως- κίνηση Ματ της Ρωσίας να εμπλακεί ενεργά στη συριακή κρίση ενισχύοντας με όπλα τον Συριακό Στρατό και αφήνοντας να εννοηθεί πως, αν χρειαστεί, δεν θα διστάσει να αποστείλει ακόμα και στρατεύματα στην Συρία.
Η κίνηση αυτή υποχρέωσε τους Αμερικανούς να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Ρώσους. Και οι Ισραηλινοί όμως θορυβήθηκαν και ο πρωθυπουργός της χώρας Μπέντζαμιν Νετανιάχου ζήτησε εκτάκτως, συνάντηση εργασίας με τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν για τις εξελίξεις στην Συρία.
Ο μεγάλος ηττημένος της αμερικανορωσικής προσέγγισης στο Συριακό είναι δίχως άλλο, η Τουρκία. Η σουνιτική Σαουδική Αραβία, φανατικός πολέμιος αρχικά του καθεστώτος Άσαντ, έχει σε μάλλον εγκαταλείψει τις υπερβολικές συριακές της φιλοδοξίες, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στη σύγκρουση με το σιιτικό Ιράν, τον βασικό ανταγωνιστή της για κυριαρχία στη Μέση Ανατολή, με έμφαση στη “γειτονιά” της, στην κρίση της Υεμένης.
Η Τουρκία όμως και το καθεστώς Ερντογάν ειδικότερα, είχαν «ποντάρει» τα πάντα στη Συρία, θεωρώντας ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση την αποπομπή Άσαντ και τη δημιουργία ενός σουνιτικού συριακού χαλαρού κρατικού μορφώματος, υπό τον έλεγχό της.
Στόχος της Άγκυρας ήταν επίσης, να αποτρέψει πάση θυσία την ανάδυση κουρδικού κρατικού μορφώματος στη βόρεια Συρία, καθώς οι Κούρδοι της Συρίας, αντίθετα με τους Πεσμεργκά του Ιράκ, είναι φίλα προσκείμενοι προς το ΡΚΚ, ενώ γενικότερα, θα δημιουργηθούν νομοτελειακά φυγόκεντρες τάσεις που θα χαράξουν εν καιρώ, εκ νέου, τα σύνορα στην περιοχή.
Αυτός ήταν ο λόγος που εξαρχής η Τουρκία απαιτούσε από τις ΗΠΑ, εκβιάζοντας μάλιστα με τη μη παραχώρηση της βάσης του Ιντσιρλίκ, τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» στη βόρεια Συρία και ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στην ίδια περιοχή, ώστε να δημιουργήσει μια βάση, από όπου θα μπορούσαν να επιχειρούν με ασφάλεια οι αντικαθεστωτικοί αντάρτες, προστατευμένοι από τις αεροπορικές δυνάμεις της, κατά του Ισλαμικού Κράτους και των συμμάχων του.
Δύο όμως εξελίξεις σηματοδοτούν την τραγική κατάληξη της τουρκικής πολιτικής. Αυτές είναι η ρωσική παρουσία στη Συρία και η αμερικανική ενίσχυση προς τους Κούρδους της περιοχής. Διαχρονικά, όταν ΗΠΑ και Ρωσία προσεγγίζουν, ο ρόλος της Τουρκίας υποβαθμίζεται και αυτό είναι, καταρχήν, θετικό για τον Ελληνισμό.
Αυτό θα συνεχίσει να ισχύει, εάν η Τουρκία καθηλωθεί στρατιωτικά στην περιοχή και δεν έχει την πολυτάλεια να αναζητήσει μια νίκη σε κάποιο άλλο μέτωπο, για να συσπειρώσει το εσωτερικό ακροατήριο, καθώς σε αυτή την περίπτωση, το Αιγαίο θα φαινόταν εξαιρετικά ελκυστικό…
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν το οριστικό ναυάγιο της υπερφίαλης πολιτικής Ερντογάν – Νταβούτογλου και αλλάζουν τα δεδομένα και εντός Τουρκίας, με άξονα τους Κούρδους της Τουρκίας, ειδικά μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου.
Διότι αν οι Αμερικανοί θέσουν υπό την αιγίδα τους σταδιακά τους Κούρδους (φίλα προσκείμενους προς το ΡΚΚ Κούρδους της Συρίας με πρόσχημα τον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους), ίσως να μην αργήσει η στιγμή που και οι Κούρδοι της Τουρκίας θα διεκδικήσουν περισσότερα, μετά τη de facto δημιουργία κουρδικής πολιτικής οντότητας και στη βόρεια Συρία.
Πηγή ΜIgnatiou