Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

"Εκατομμύρια άγγελοι".....

Εμείς διαλέξαμε να πάμε στο μοναστήρι των Ταξιαρχών, στον πανηγυρικό εσπερινό των Αγγέλων, την ώρα που στη Βουλή συζητούσαν πάλι κάπια μέτρα...
Όχι πως δεν μας ενδιαφέρουν τα της επικαιρότητας αλλά αυτή δεν μας αναπαύει (όπως και κανέναν νομίζω). Στα όσα ακουμπάμε ανάμεσα στα σπαθιά και στα φτερά των Αρχαγγέλων αναζητούμε -και ο Θεός ευδοκεί και βρίσκουμε- την γαλήνη και την ελπίδα.
Το απογευματάκι, ανηφορίζοντας στο βουνό, άρχισαν οι σιωπές και όταν φάνηκε το μοναστήρι ήταν ήδη σε καλό δρόμο οι εντός μας ικεσίες....

Σαν φτάσαμε, ατέλειωτες οι ουρές κόσμου που είχε προτιμήσει τις αόρατες από τις ορατές εξουσίες, κεριά, δάκρυα (άλλα φανερά και άλλα κρατημένα να λαμπυρίζουν τους οφθαλμούς), ο λαός τελικά ήταν εδώ. Ναι, ο λαός επιστρέφει πάντα εκεί όπου είναι οι Άγιοι -τελικά- και νομίζω ότι το αδιαχώρητο του χθεσινού απογεύματος, είναι σημάδι ομαδικής επιστροφής και ταυτόχρονης αποστροφής σε όσα βλάσφημα έντυσαν με τον μανδύα της "προόδου" και αποπειράθηκαν να τα περάσουν ως "σωτηρία", οι εξουσιαστές.
Ένας λαμπρός ναός, οι Άγιοι όλοι παρόντες, η Μάνα ως Παραμυθία να σκύβει πάνω στις συγκινήσεις και τις κινήσεις των προσκυνητών και ο Κύριος όλος παρών, ως Κύριος των κυριεύοντων (ούτε και Αυτός ήταν στην Βουλή - ολοφάνερο άλλωστε).
Μαύρα ράσα, ανεμίζοντα στη βιασύνη της φιλοξενίας, έγιναν τα κάτοπτρα της ελπίδας μας (για άλλη μία φορά), τα ονόματα που γνωρίζαμε απέκτησαν την αίγλη της γιορτής των Αγγέλων χθες καθώς δεν ήξερες σε ποιά Νικοδήμη, σε ποιά Μακρίνα, σε ποιά Αγάθη, Θέκλα, Χριστονύμφη, Ταξιαρχία ή όποια άλλη καλογρίτσα πετούσε ο Αρχάγγελος την ώρα του εσπερινού, σε ποιάς Θεολογίας, Ευγενίας, Αναστασίας, Χρυσοστόμης ή Φιλοθέης το κομποσκοίνι έπαιζαν τα φτερά Του.
"Των ουρανίων στρατιών Αρχιστράτηγοι" έψαλες και συ και το ένιωθες πως γύριζαν οι Αρχιστράτηγοι και σου έλεγαν περίπου "ορίστε", όπως ποτέ δεν σου είπαν οι δυνατοί της γης.....
"Δυσωπούμεν υμάς, ημείς οι ανάξιοι, ίνα ταις υμών δεήσεσι τειχίσητε ημάς, σκέπη των πτερύγων της αύλου υμών δόξης" και το ψυχανεμιζόσουν πως άνοιγαν τα φτερά για σένα (ξέρετε αυτή η γλύκα -στο απείρως δυνατότερό της- που νιώθαμε όταν η μητέρα μας σκέπαζε με την κουβέρτα στο παιδικό κρεβάτι και μας σταύρωνε "καληνύχτα"), "φρουρούντες ημάς προσπίπτοντας, εκτενώς και βοώντας. Εκ των κινδύνων λυτρώσασθε ημάς, ως Ταξιάρχαι των άνω Δυνάμεων."
 Και μεγάλωνε το μειδίαμα των Αρχαγγέλων και προσέπιπτες εσύ συνέχεια και καταλάβαινες (ξαφνικά) πως όλο το "παιχνίδι" της ζωής σου παιζόταν και θα παίζεται στο να είσαι προσπίπτων.
Σ' αυτή την μεγάλη "μαγκιά" που ποτέ ο εγωισμός δεν σ' άφησε να ολοκληρώσεις. Δηλαδή να είσαι διαρκώς προσπίπτων, που πάει να πει ελεύθερος!

Έπεσε η νύχτα, έπεσε η πατρίδα στα νύχια των εναντίων αλλά εμείς, κατηφορίζοντας από το βουνό, είχαμε ακόμη την απαλοσύνη των Φτερών πάνω μας, την βεβαιότητα του ελέους, τις ευχές των μοναχών να ανακατεύονται με τους φόβους μας και το κομμάτι της λεύτερης πατρίδας που ορίζει το βλέμμα της Παναγιάς, το δόρυ των Ταξιαρχών και ένα κομματάκι άρτου που μας υπενθυμίζει τον ρεαλισμό του "πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού".
"Δεν μας ενδιαφέρει τόσο να πτωχεύσουν οι πλούσιοι αλλά να είμαστε εμείς οι εκζητούντες" σκεφτόμουν, όταν έβαζα χειρόφρενο μπρος στο σπίτι. "Εκζητούντες" μονολογούσα, ανάβοντας τα φώτα, "εκζητούντες τον Κύριον" και ένιωσα μια απέραντη γλύκα, πώς να το πω, σαν να έλιωνε αργά στο στόμα μου μαμαδίστικο κέϊκ σοκολάτας (περίπου, δηλαδή).
Ε, τί ήθελα και το μουρμούριζα τόσο πολύ (ή μάλλον ευτυχώς το μουρμούριζα)....το πρωί στο δρόμο συνάντησα ένα από τους γνωστότερους εκζητούντες: Τον Φώτη!

Ο Φώτης είναι ο πιο παράξενος και πιο αγαπημένος άνθρωπος, στην πόλη. (Βόλος)                                                                                                                                                                         
Δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια του, γυρίζει στο κέντρο της πόλης (εδώ και πάρα πολλά χρόνια) μοιράζει λουλούδια,αφήνει μικρά κέρματα στα καταστήματα "για το καλό"...
 Ότι τον φιλεύουν το δίνει ελεημοσύνη ενώ ο ίδιος είναι ρακένδυτος και ξαφνικά σου λέει για τον Κύριο, να είσαι καλός, να αγαπάς και άλλα τέτοια.....
                                                                                   
  Και μεγάλωνε το μειδίαμα των Αρχαγγέλων...
  Πέφτω λοιπόν πάνω του και μου λέει ο εκζητών δούλος του Θεού: "Καλημέρα ομορφούλα. Το πρόσωπό σου είναι πιο λαμπερό από τον ήλιο. Χρόνια πολλά και να ξέρεις ότι στους δρόμους της πατρίδας μας κυκλοφορούν εκατομμύρια άγγελοι...Εκατομμύρια! Να το θυμάσαι".
Υστερα, με μια ξαφνική κίνηση, πριν προλάβω να αντιδράσω, μου φίλησε το αριστερό χέρι λέγοντας "να φιλήσω το χέρι της καρδιάς σου" κι' εγώ -αυθόρμητα- έσκυψα και φίλησα το δεξί του χέρι, το χέρι του εκζητούντος.
Ο Φώτης απομακρύνθηκε, λέγοντας "Εκατομμύρια άγγελοι" κι' εγώ ήμουν πιο σίγουρη από ποτέ, για την αλήθεια των λόγων του....
 

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...