Ήταν αρχές της δεκαετίας του 2010. Ένας πνευματικός αδελφός λόγω που έχουμε κοινό πνευματικό πατέρα τον π. Αντώνιο, νέος στην ηλικία, έπεσε σε ένα σοβαρό αμάρτημα. Δυσκολευόταν να το εξομολογηθεί. Ποτέ δεν φοβηθήκαμε τον Γέροντά μας αλλά σκεφτόμαστε καμιά φορά την λύπη που θα του προκαλέσουμε με τις αμαρτίες μας. Έπεσε σε τέτοιους δισταγμούς ο αδελφός, πάλευε με τους λογισμούς του και τελικά μπόρεσε να πάει μέχρι το σπίτι της Γερόντισσας. Ήταν απόγευμα. Καθόταν μόνη της, στο σημείο που πάντα καθόταν. Μόλις τον είδε, του είπε: «έλα! Πάρε μια καρέκλα και κάθισε απέναντί μου. Να ακουμπήσουν τα γόνατά σου τα δικά μου γόνατα». Έπραξε το παλληκάρι όπως του είπε. Όταν ενώθηκαν τα γόνατά τους, διοχετευόταν μια ενέργεια από πάνω της πάνω στο παλληκάρι με σημείο αναφοράς την καρδιά του! Και ενώ μέχρι τότε είχε απελπισία και φοβία θανάτου, γέμισε, φούσκωσε η καρδιά του από αυτή την ενέργεια και ζούσε χαρά, ενθουσιασμό, παράδεισο! Χωρίς να ανταλλάξουν δεύτερη λέξη, πήρε το χέρι του παλληκαριού η γιαγιά, το έβαλε πάνω στα πόδια της και το χάιδευε...ταυτόχρονα τον κοίταζε σιωπηλά στα μάτια και τα δικά της μάτια έτρεχαν βρύσες τα δάκρυα. Άρχισε το παλληκάρι να κλαίει ήρεμα και ασταμάτητα. Κράτησε αυτό κάποια ώρα. Έπειτα έπεσε ο νεαρός πάνω στην αγκαλιά της Γερόντισσας και ξέσπασε σε λυγμούς. Την ώρα που ήταν έτοιμος να φωνάξει με ασυγκράτητο ενθουσιασμό «Ζει Κύριος ο Θεός», γιατί η καρδιά του ήταν έτοιμη να εκραγεί από τη θεϊκή δύναμη, την παραδεισένια ευφροσύνη, του είπε με τον ίδιο πανηγυρικό τόνο η γιαγιά: «Στο Ιερό του Άη Γιώργη (στην κεντρική Εκκλησία της Πόμπιας) είναι και γλάκα (τρέξε)». Χωρίς να σκεφτεί ποιος είναι στο Ιερό του Άη Γιώργη και γιατί τον στέλνει η γιαγιά, άρχισε να τρέχει με ενθουσιασμό. Όντως! Έφυγε με άλλη δύναμη, με άλλη διάθεση ο νεαρός. Εκεί συνάντησε τον πνευματικό του τον π. Αντώνιο και κατάλαβε γιατί του είπε να τρέξει να τον συναντήσει. Εξομολογήθηκε με θάρρος και αντιμετώπισε την συνηθισμένη πατρική στοργή του πνευματικού μας. Έπειτα, του διηγήθηκε αυτά που είχαν προηγηθεί. Απόρησε ο π. Αντώνιος πώς γνώριζε ότι ήταν στην Εκκλησία αφού δεν την είχε ειδοποιήσει... «Φαντάσου Γέροντα, απάντησε, την έκπληξη τη δική μου, που ήξερε τα πάντα για μένα όταν πήγα σπίτι της, χωρίς να πω το παραμικρό». Αυτή ήταν η γιαγιά μας η Γαλακτία! Ωκεανός αγάπης, διάκρισης, στοργής και σιωπηλής διδαχής. Και τόσων άλλων αγίων ιδιοτήτων που δεν απαριθμούνται.
Κάποτε την βρήκαμε στο σπιτάκι της, μόνη να κρατάει το κεφάλι και να αναστενάζει. Ρωτήσαμε τί συμβαίνει και είναι τόσο στενοχωρημένη. Απάντησε με σχετική δυσκολία: «προσεύχομαι παιδί μου και μου φαίνεται πως χύνω αίμα για όλο τον κόσμο που έζησε και ζει πάνω στη γη! Μου φαίνεται πως φταίω εγώ για όλα τα κακά που γίνονται και ζητώ έλεος από το Θεό για εμένα και τους άλλους που παίρνουνε από εμένα την κακοσύνη των αμαρτιών μου! Λέω <παράτεινον Κύριε το έλεός Σου...μην επιτρέψεις δοκιμασίες...παράτεινον...παράτεινον...παράτεινον...> όμως, έρχεται απάντηση εδώ μέσα (έδειξε την καρδιά). Στο βάθος, βάθος...ολόκληρη νοιώθω την πληροφορία του Θεού από την κεφαλή μέχρι τα νύχια των ποδιών...όλα πάνω μου (οι αισθήσεις) γίνονται ένα... Απάντησε ότι αιματοκυλίστηκε η γη από τις εκτρώσεις, από τα χάπια που σκοτώνουν τα παιδάκια (αντισυλληπτικά) και τα μηχανήματα που βάζουν στα σπλάχνα τους οι γυναίκες και σκοτώνουν τα καημένα τα αγέννητα παιδάκια, όταν γίνονται μικρά μικρά σποράκια στην κοιλιά της μάνας τους (σπιράλ). Είπε ακόμη η απάντηση του ουρανού, πως έχουν καλιά (καλύτερα) οι άνθρωποι τις ανωμαλίες που κάνουν από το ψωμί που τρώνε! Είναι και οι κίναιδοι (ομοφυλόφιλοι) και τα πλιά πολλά ζευγάρια που τα κάνουνε αυτά... είναι ικανοί να μαχαιρώσουνε όποιο τοσε πει την αλήθεια! Εμαγάρισε το αίμα των αθρώπων! Εβρώμισε ο γάμος η πηγή της κοινωνίας. Γι’ αυτό θα περάσομε πόνους αβάσταχτους για να ξαναγενούμε άθρωποι και να ξεμαγαρίσομε... Αυτά έλεγε το γράμμα (μήνυμα, επιστολή) που ήρθε από πάνω (από τον Θεό). Είναι να μη λυπάσαι παιδί μου....».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΣΟΥΡΑΚΗΣ