Ἂν αὐτὸ τὸ καλοκαίρι βρεθεῖς κάπου ν’ ἀποθαυμάζεις τὰ μεγαλεῖα τῆς θείας Δημιουργίας·
Ἂν κάποιο πρωινὸ ζυγιάζεις τὸ βλέμμα σου πάνω ἀπ’ τ’ ἀχανὴ πλάτη ἀπείρου γαλάζιου, ἐκεῖ ποὺ τὸ πέλαγος ἀγκαλιάζει τὸν οὐρανό·
Ἂν κάποιο ἀπομεσήμερο μένεις νὰ παρατηρεῖς τὰ ὥριμα στάχυα τοῦ κάμπου νὰ σείονται ἀπὸ τ’ ἀγέρι σὰν κύματα θάλασσας χρυσῆς·
Ἂν πάλι σούρουπο σὲ βρεῖ νὰ βαδίζεις μονοπάτι στὸ βουνό, βουτηγμένος μὲς στὸ πράσινο, καὶ ξαποστάσεις σὲ ταπεινὸ ρημοκκλήσι·
Κι ἂν ἡ γοητεία τῆς νυχτιᾶς σὲ τραβήξει νὰ τυλιχθεῖς τὸ μυστικὸ πέπλο της, μακριὰ πολὺ ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο μάτι, γιὰ νὰ σὲ μυήσει στὰ ἄρρητα μεγαλεῖα της...
Τότε κάνε τὸν θαυμασμό σου ρυθμό, μέλος, προσευχή, καὶ ἕνωσέ τον μὲ τὸ νοῦ τοῦ Θεολόγου ἁγίου Γρηγορίου, ὅταν, ὑψιπέτη ἀετό, τὸν ἀφήνει ν’ ἀκροζυγιασθεῖ πάνω ἀπὸ τὶς ἰλιγγιώδεις ἀβύσσους τῆς θείας Μεγαλοσύνης.
Προτίθεται νὰ ὑμνήσει τὸν Θεὸ ὁ ἱερὸς Πατήρ, θεωρώντας στὸ σύνολό της τὴ Δημιουργία, ἀλλὰ μένει ἐκστατικός, καὶ λόγια δὲν βρίσκει νὰ ἐκφραστεῖ. Καταφεύγει γι’ αὐτὸ σὲ ἀποφατικὲς καὶ ἀντιφατικὲς ἐκφράσεις περὶ Θεοῦ, ποὺ τονίζουν τὸ θεῖο μεγαλεῖο, τὴ θεία ἀπειρία.
«Ὦ πάντων ἐπέκεινα· τί γὰρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν;».
«Ὦ Ἐσὺ ποὺ εἶσαι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε τι· τί ἄλλο λοιπὸν μπορεῖ κανεὶς νὰ ψάλει γιὰ Σένα;
Πῶς ὁ λόγος νὰ Σὲ ὑμνήσει; Ἐσὺ μὲ κανένα λόγο δὲν ὁρίζεσαι.
Πῶς ὁ νοῦς νὰ Σὲ κατανοήσει; Ἐσὺ μὲ κανένα νοῦ δὲν γίνεσαι ἀντιληπτός.
Μόνος Ἐσὺ εἶσαι ἄρρητος· Ἐσὺ ποὺ δημιούργησες ὅσα λέγονται.
Μόνος Ἐσὺ εἶσαι ἀκατανόητος· Ἐσὺ ποὺ δημιούργησες ὅσα κατανοοῦνται.
Ἐσένα ὅλα, καὶ τὰ λογικὰ καὶ τὰ ἄλογα, Σὲ δοξάζουν.
Διότι Ἐσένα ὅλα ποθοῦν καὶ γιὰ Σένα ὅλα πονοῦν.
Τὰ πάντα ὑπάρχουν γύρω ἀπὸ Σένα. Σὲ Σένα ὅλα προσεύχονται. Σὲ Σένα ὅλα, μόλις ἀντιληφθοῦν τὰ ἴχνη Σου, ψάλλουν ὕμνο σιωπηλό.
Μέσα σὲ Σένα βρίσκονται ὅλα. Καὶ Σὺ μ’ ἕνα βλέμμα ἐποπτεύεις τὰ πάντα.
Καὶ ὁ σκοπὸς τῶν πάντων εἶσαι Ἐσύ. Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἕνας καὶ τὰ πάντα καὶ ὁ Κανένας.
Οὔτε Ἕνα εἶσαι, οὔτε ὅλα. Μυριώνυμε, πῶς νὰ ὀνομάσω Ἐσένα ποὺ εἶσαι ὁ μόνος ἀνώνυμος;
Καὶ ποιὸς οὐρανογέννητος νοῦς θὰ μπορέσει νὰ εἰσχωρήσει στὰ παραπετάσματα πάνω ἀπ’ τὰ σύννεφα; Ὤ, συγχώρεσέ με,
Ἐσὺ ποὺ εἶσαι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε τι· διότι τί ἄλλο μπορεῖ κανεὶς νὰ ψάλει γιὰ Σένα;».
Ὁ οὐράνιος νοῦς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καταφεύγει σὲ ἀλλεπάλληλες ἀφαιρέσεις, προκειμένου νὰ ἐκφραστεῖ γιὰ τὸν Θεό.
Εἶναι ὁ Θεὸς γιὰ τὸν Θεολόγο «ὁ Ἕνας καὶ τὰ πάντα καὶ ὁ Κανένας». Τὸ πλήρωμα τῆς ὑπάρξεώς Του ὑπερβαίνει κάθε μέτρο, καὶ τίποτε δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ, μὲ καμιὰ λέξη νὰ περιγράψει τὸν Θεό.
Εἶναι ὁ Θεὸς «ὁ πάντων ἐπέκεινα», πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε τι.
Ταυτοχρόνως εἶναι Ἐκεῖνος γύρω ἀπὸ τὸν Ὁποῖο καὶ μέσα στὸν Ὁποῖο βρίσκονται τὰ πάντα. Αὐτὸς στὸν Ὁποῖο προσεύχονται καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖο κατατείνουν τὰ πάντα.
Τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπός ὅλων.
Καὶ κάτι πιὸ οἰκεῖο: Εἶναι Ἐκεῖνος τὸν Ὁποῖον ὅλα ποθοῦν καὶ γιὰ τὸν Ὁποῖον ὅλα πονοῦν.
Ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει ζωὴ χωρὶς πόθο. Ὅ,τι ζεῖ, ποθεῖ. Καὶ δὲν ὑπάρχει πόθος χωρὶς πόνο. Ὅ,τι ποθεῖ, πονεῖ. Ποθοῦμε τὴ ζωή. Τὸν Θεὸ ποθοῦμε. Γι’ Αὐτὸν πονοῦμε...
Μένεις ν’ ἀτενίζεις τὸν οὐρανό, τὴ θάλασσα, τὰ βουνά, τ’ ἀστέρια. Μάθε ὅτι ὅλα προσεύχονται καὶ ὅλα ψάλλουν ὕμνο στὸ Δημιουργό.
«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλ. ιη΄ [18] 2). Ψάλλουν, καὶ μαζὶ πονοῦν. Πονοῦν, γιατὶ ποθοῦν τὸν Θεό, τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὴν ἕνωση μαζί Του. «Πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η΄ 21-22).
Κι ἄν, καθὼς μένεις ἐκστατικὸς ν’ ἀποθαυμάζεις τὸ μεγαλεῖο τῆς κτίσεως, καταλάβεις νὰ σοῦ ξέφυγε κάποιος ἀναστεναγμός, μὴν ἀπορήσεις. Εἶναι γιατὶ κι ἐσὺ ποθεῖς. Τὸν Θεὸ ποθεῖς. «Καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν» (Ρωμ. η΄ 23).
Αὐτὸ ποθεῖς: Πότε θὰ ἀποθέσεις τὸ βάρος τὸ ἐπαχθὲς τοῦ σώματος, γιὰ νὰ φύγεις· νὰ πετάξεις πέρα, μακριά, πολὺ μακριά, «ἐπέκεινα πάντων», ἐκεῖ ὅπου θὰ συναντήσεις τὴν Πηγὴ ὅλης αὐτῆς τῆς ὀμορφιᾶς. Καὶ τότε θὰ ἑνωθεῖς μιὰ γιὰ πάντα μὲ Αὐτὸν ποὺ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ ἀγάπησε ὅσο τίποτε ἄλλο μέσα στὸ σύμπαν.
Καὶ σὺ Τὸν ἐπόθησες καὶ ἀγάπησες μ’ ἕναν πόθο ἄπειρο, αἰώνιο. Γιὰ πάντα.
http://www.osotir.org
Ἂν κάποιο πρωινὸ ζυγιάζεις τὸ βλέμμα σου πάνω ἀπ’ τ’ ἀχανὴ πλάτη ἀπείρου γαλάζιου, ἐκεῖ ποὺ τὸ πέλαγος ἀγκαλιάζει τὸν οὐρανό·
Ἂν κάποιο ἀπομεσήμερο μένεις νὰ παρατηρεῖς τὰ ὥριμα στάχυα τοῦ κάμπου νὰ σείονται ἀπὸ τ’ ἀγέρι σὰν κύματα θάλασσας χρυσῆς·
Ἂν πάλι σούρουπο σὲ βρεῖ νὰ βαδίζεις μονοπάτι στὸ βουνό, βουτηγμένος μὲς στὸ πράσινο, καὶ ξαποστάσεις σὲ ταπεινὸ ρημοκκλήσι·
Κι ἂν ἡ γοητεία τῆς νυχτιᾶς σὲ τραβήξει νὰ τυλιχθεῖς τὸ μυστικὸ πέπλο της, μακριὰ πολὺ ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο μάτι, γιὰ νὰ σὲ μυήσει στὰ ἄρρητα μεγαλεῖα της...
Τότε κάνε τὸν θαυμασμό σου ρυθμό, μέλος, προσευχή, καὶ ἕνωσέ τον μὲ τὸ νοῦ τοῦ Θεολόγου ἁγίου Γρηγορίου, ὅταν, ὑψιπέτη ἀετό, τὸν ἀφήνει ν’ ἀκροζυγιασθεῖ πάνω ἀπὸ τὶς ἰλιγγιώδεις ἀβύσσους τῆς θείας Μεγαλοσύνης.
Προτίθεται νὰ ὑμνήσει τὸν Θεὸ ὁ ἱερὸς Πατήρ, θεωρώντας στὸ σύνολό της τὴ Δημιουργία, ἀλλὰ μένει ἐκστατικός, καὶ λόγια δὲν βρίσκει νὰ ἐκφραστεῖ. Καταφεύγει γι’ αὐτὸ σὲ ἀποφατικὲς καὶ ἀντιφατικὲς ἐκφράσεις περὶ Θεοῦ, ποὺ τονίζουν τὸ θεῖο μεγαλεῖο, τὴ θεία ἀπειρία.
«Ὦ πάντων ἐπέκεινα· τί γὰρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν;».
«Ὦ Ἐσὺ ποὺ εἶσαι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε τι· τί ἄλλο λοιπὸν μπορεῖ κανεὶς νὰ ψάλει γιὰ Σένα;
Πῶς ὁ λόγος νὰ Σὲ ὑμνήσει; Ἐσὺ μὲ κανένα λόγο δὲν ὁρίζεσαι.
Πῶς ὁ νοῦς νὰ Σὲ κατανοήσει; Ἐσὺ μὲ κανένα νοῦ δὲν γίνεσαι ἀντιληπτός.
Μόνος Ἐσὺ εἶσαι ἄρρητος· Ἐσὺ ποὺ δημιούργησες ὅσα λέγονται.
Μόνος Ἐσὺ εἶσαι ἀκατανόητος· Ἐσὺ ποὺ δημιούργησες ὅσα κατανοοῦνται.
Ἐσένα ὅλα, καὶ τὰ λογικὰ καὶ τὰ ἄλογα, Σὲ δοξάζουν.
Διότι Ἐσένα ὅλα ποθοῦν καὶ γιὰ Σένα ὅλα πονοῦν.
Τὰ πάντα ὑπάρχουν γύρω ἀπὸ Σένα. Σὲ Σένα ὅλα προσεύχονται. Σὲ Σένα ὅλα, μόλις ἀντιληφθοῦν τὰ ἴχνη Σου, ψάλλουν ὕμνο σιωπηλό.
Μέσα σὲ Σένα βρίσκονται ὅλα. Καὶ Σὺ μ’ ἕνα βλέμμα ἐποπτεύεις τὰ πάντα.
Καὶ ὁ σκοπὸς τῶν πάντων εἶσαι Ἐσύ. Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἕνας καὶ τὰ πάντα καὶ ὁ Κανένας.
Οὔτε Ἕνα εἶσαι, οὔτε ὅλα. Μυριώνυμε, πῶς νὰ ὀνομάσω Ἐσένα ποὺ εἶσαι ὁ μόνος ἀνώνυμος;
Καὶ ποιὸς οὐρανογέννητος νοῦς θὰ μπορέσει νὰ εἰσχωρήσει στὰ παραπετάσματα πάνω ἀπ’ τὰ σύννεφα; Ὤ, συγχώρεσέ με,
Ἐσὺ ποὺ εἶσαι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε τι· διότι τί ἄλλο μπορεῖ κανεὶς νὰ ψάλει γιὰ Σένα;».
Ὁ οὐράνιος νοῦς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καταφεύγει σὲ ἀλλεπάλληλες ἀφαιρέσεις, προκειμένου νὰ ἐκφραστεῖ γιὰ τὸν Θεό.
Εἶναι ὁ Θεὸς γιὰ τὸν Θεολόγο «ὁ Ἕνας καὶ τὰ πάντα καὶ ὁ Κανένας». Τὸ πλήρωμα τῆς ὑπάρξεώς Του ὑπερβαίνει κάθε μέτρο, καὶ τίποτε δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ, μὲ καμιὰ λέξη νὰ περιγράψει τὸν Θεό.
Εἶναι ὁ Θεὸς «ὁ πάντων ἐπέκεινα», πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε τι.
Ταυτοχρόνως εἶναι Ἐκεῖνος γύρω ἀπὸ τὸν Ὁποῖο καὶ μέσα στὸν Ὁποῖο βρίσκονται τὰ πάντα. Αὐτὸς στὸν Ὁποῖο προσεύχονται καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖο κατατείνουν τὰ πάντα.
Τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπός ὅλων.
Καὶ κάτι πιὸ οἰκεῖο: Εἶναι Ἐκεῖνος τὸν Ὁποῖον ὅλα ποθοῦν καὶ γιὰ τὸν Ὁποῖον ὅλα πονοῦν.
Ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει ζωὴ χωρὶς πόθο. Ὅ,τι ζεῖ, ποθεῖ. Καὶ δὲν ὑπάρχει πόθος χωρὶς πόνο. Ὅ,τι ποθεῖ, πονεῖ. Ποθοῦμε τὴ ζωή. Τὸν Θεὸ ποθοῦμε. Γι’ Αὐτὸν πονοῦμε...
Μένεις ν’ ἀτενίζεις τὸν οὐρανό, τὴ θάλασσα, τὰ βουνά, τ’ ἀστέρια. Μάθε ὅτι ὅλα προσεύχονται καὶ ὅλα ψάλλουν ὕμνο στὸ Δημιουργό.
«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλ. ιη΄ [18] 2). Ψάλλουν, καὶ μαζὶ πονοῦν. Πονοῦν, γιατὶ ποθοῦν τὸν Θεό, τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὴν ἕνωση μαζί Του. «Πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η΄ 21-22).
Κι ἄν, καθὼς μένεις ἐκστατικὸς ν’ ἀποθαυμάζεις τὸ μεγαλεῖο τῆς κτίσεως, καταλάβεις νὰ σοῦ ξέφυγε κάποιος ἀναστεναγμός, μὴν ἀπορήσεις. Εἶναι γιατὶ κι ἐσὺ ποθεῖς. Τὸν Θεὸ ποθεῖς. «Καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν» (Ρωμ. η΄ 23).
Αὐτὸ ποθεῖς: Πότε θὰ ἀποθέσεις τὸ βάρος τὸ ἐπαχθὲς τοῦ σώματος, γιὰ νὰ φύγεις· νὰ πετάξεις πέρα, μακριά, πολὺ μακριά, «ἐπέκεινα πάντων», ἐκεῖ ὅπου θὰ συναντήσεις τὴν Πηγὴ ὅλης αὐτῆς τῆς ὀμορφιᾶς. Καὶ τότε θὰ ἑνωθεῖς μιὰ γιὰ πάντα μὲ Αὐτὸν ποὺ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ ἀγάπησε ὅσο τίποτε ἄλλο μέσα στὸ σύμπαν.
Καὶ σὺ Τὸν ἐπόθησες καὶ ἀγάπησες μ’ ἕναν πόθο ἄπειρο, αἰώνιο. Γιὰ πάντα.
http://www.osotir.org