ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Πενήντα εννέα χρόνια από τη θυσία του Σταυραετού του Μαχαιρά
Το χρονικό μίας θυσίας που στιγμάτισε και θα συνεχίσει να στιγματίζει την ιστορία του τόπου, και θα μας δίνει διδάγματα για συνέχιση του αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως
Τρεις Μαρτίου 1957. Η μάχη των μαχών. Ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ αναμετράται με την ιστορία. Και γράφει τελικά την Ιστορία. Εκεί, στα βουνά του Μαχαιρά, αναγεννήθηκε η ελληνική μεγαλοσύνη. Εκεί ρυμουλκήθηκε το χρέος και η αγάπη για την πατρίδα. Εκεί αφουγκράζεται η Ρωμιοσύνη το άξιο παιδί της: Γρηγόρης Αυξεντίου, από το χωριό Λύση, που έγινε ο Σταυραετός της Κύπρου. «Την Λευτεριά μας», γράφει σε μια επιστολή του, «το ιδανικό των ιδανικών μας, την υπόγραψα κι εγώ, όχι μόνο σε χαρτί, μα φορώντας την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου και θα την υπογράψω οποιαδήποτε στιγμή το ζητήσει η Κύπρος μας και με το αίμα μου, όπως και κάθε Κύπριος».
Ναι, είναι όμορφη η ζωή! Πιο όμορφη ίσως είναι η άνοιξη. Στα 29 σου χρόνια έγινες ανάδοχος του καθήκοντος. Ένας Έλληνας που δίδαξε τα παιδιά της ΕΟΚΑ πώς να πολεμήσουν και να πεθάνουν για την ελευθερία τους. Αιώνια κυνηγημένος, έτρεχες πότε από δω, πότε απ’ εκεί, σε βουνά και λόγγους, σε κρησφύγετα και βουνοπλαγιές. Δεν είχες χρόνο για όνειρα. Μονάχα σε συντρόφευε ο Θεός και η ελπίδα. Κι αν στον δρόμο σου έπιανε η μπόρα, η στέρηση, η θλίψη και η προδοσία, εσύ δεν λύγιζες. Δεν υποχωρούσες. Ανένδοτος και υπάκουος στρατηλάτης της Λευτεριάς, έπρεπε να παραμείνεις στις επάλξεις του καθήκοντος.
Η τελευταία μέρα…
Και έφθασε η τελευταία μέρα! Ήταν Μάρτης τότε. Μόλις σάλευε η άνοιξη. Το κρησφύγετό σου ήταν λίγο πιο κάτω από το μοναστήρι της Μεγαλόχαρης. Κι όμως, η μέρα ήταν Κυριακή πρωί, αλλά οι καμπάνες δεν ήχησαν. Οι Άγγλοι κρατούσαν δεμένους όλους τους μοναχούς. Σε ελάχιστο χρόνο περικύκλωσαν το κρησφύγετό σου. Σε διέταξαν να βγεις έξω. Εσύ είχες πάρει την απόφασή σου. Κοίταξες αποφασιστικά τους συντρόφους σου και τους είπες: «Εβγάτε έξω! Εγώ πρέπει να πεθάνω!».
Και αυτό το «Εγώ πρέπει να πεθάνω» το επανέλαβες τρεις φορές. Οι συναγωνιστές σου ήθελαν να πολεμήσουν μαζί σου. Αλλά τους εξήγησες και τελικά υπάκουσαν. Έτσι άρχισε η μεγάλη μάχη. Μόνος απέναντι σε μια ολάκερη Ταξιαρχία. Οι ανταλλαγές πυρών αντιλαλούσαν στα βουνά του Μαχαιρά. «Μολών Λαβέ!». Τούτη ήταν η απάντησή σου στο κάλεσμα των Άγγλων. Δέκα ολόκληρες ώρες πάλευες γενναία, και κατάφερες μεγάλα πλήγματα στον ξένο κατακτητή. Με αυτό το σθένος απέδειξες πόση δύναμη έχει η ψυχή όταν αναζητά το δίκαιο και την ελευθερία της. Δέκα μεγάλες ώρες. Ό,τι δίδαξες το έκανες πράξη.
Έχαναν την υπομονή τους οι Άγγλοι
Σε εκείνες τις τελευταίες στιγμές, περνούσε από μπροστά σου ολάκερη η ένδοξη ελληνική ιστορία. Το αυτόματο όπλο που κρατούσες δεν σταμάτησε να ρίχνει σφαίρες στον εχθρό. Οι Άγγλοι έριχναν από μακριά. Δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους. Δεν πίστευαν τόση τόλμη, τόση γενναιότητα από τον υπαρχηγό της ΕΟΚΑ. Διέταξαν τον Ματρόζο, τον Αυγουστή Ευσταθίου, να μπει στο κρησφύγετο για να βγάλει έξω τον Αυξεντίου. Ο Ματρόζος, αφού μπήκε μέσα, φώναζε στους Άγγλους, «τώρα είμαστε δυο!» και άρχισαν να πυροβολούν.
Οι Εγγλέζοι έχασαν την ψυχραιμία τους. Βρήκαν την τελευταία λύση. Να κάψουν την κρυψώνα... Αργά, ένιωθες τη μυρωδιά της βενζίνης. «Μάστρε, θα μας κάψουν ζωντανούς», φώναξε ο Ματρόζος. Κι αμέσως έσκασαν τρεις εμπρηστικές χειροβομβίδες. Η φωτιά έζωσε τα πάντα. Ο Αυγουστής φώναξε «Παναγία μου!» και ο Αυξεντίου του είπε: «Μη φοβάσαι Ματρόζο, μη φοβάσαι». Ο Αυγουστής δεν άντεξε και πετάχτηκε έξω... Σε λίγο όλα τέλειωσαν. Ό,τι απέμεινε από σένα, λίγη στάχτη και λίγα καπνισμένα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΟΚΚΑΛΑ να ζωγραφίζουν τη Λευτεριά. Κάτι άλλοι πανάρχαιοι καιροί σε πήραν στα σπλάχνα τους. Τούτη η θυσία μένει από τότε σύμβολο Αγώνα. Μένει εκεί να μας θυμίζει την ηρωική απόφαση ενός ανθρώπου, που άδραξε το χρέος απέναντι στους προγόνους και το έκανε πράξη.
Οι στίχοι του Μόντη
Πριν από 19 χρόνια ο Κώστας Μόντης αφιέρωσε στον Γρηγόρη Αυξεντίου τούτους τους διαχρονικούς στίχους: Σαράντα χρόνια οι χαράδρες του Μαχαιρά αντιλαλούν τ’ «ΟΧΙ» του σαράντα χρόνια η ηχώ δεν δέχεται να μεταφέρει τίποτα άλλο σαράντα χρόνια δεν καταδέχεται να μεταφέρει τίποτα άλλο.
Ο λεβεντόγερος πατέρας του Γρηγόρη Αυξεντίου, ο γέρο Πιερής, έλεγε μετά τον ηρωικό θάνατο του παιδιού του: «Ο γιος μου δεν ανήκει εις την οικογένειαν που τον εγέννησε, ούτε εις το σπίτι που ανετράφη. Ανήκει εις ολόκληρον την Κύπρον, εις ολόκληρον τον Ελληνισμόν. Τα τηλεγραφήματα που μου εστάλησαν και τα μηνύματα συμπαθείας και συγχαρητηρίων που επήρα, αποτελούν διά εμέ επιταγάς, τας οποίας καμία τράπεζα δεν ημπορεί να εξαργυρώσει. Αιωνία σου η μνήμη, γιε μου. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή σου».
Ξύπνα Γληόρη
Η Αντωνού, μητέρα του Γρηγόρη Αυξεντίου, μόλις αντικρίζει για πρώτη φορά το κρησφύγετο στο Μαχαιρά, αυθόρμητα αυτοσχεδιάζει και απαγγέλλει δυνατά τούτους τους κυπριώτικους στίχους: Ξύπνα Γρηγόρη, τζιαι έφτασεν η μάνα σου κοντά σου. Ήρτεν να δει τους κόπους σου τζιαι τα κρησφύγετά σου. Ήρτεν να δει τους κόπους σου δαπάνω που πολέμας. Επουμπουρίζαν τα βουνά τζι ήτουν τζιαι η Παναγία εις το πλευρόν σου τζιαι έστεκεν, Γρηγόρη, τζιαι εβοήθαν. Εγώ γιε μου δε σε χάρηκα, τζιαι έσσω μου δε σε είδα Ας σε χαρεί η πατρίδα μας, για την ελευθερίαν.
Αρπάζουμε την ασπίδα της διαθήκης σου
Είναι τώρα που συλλαβίζουμε το όνομά σου, την ιστορία σου, την ιστορία μας, και ανεβαίνοντας εκεί στον Μαχαιρά, μέσα από την αιώνια και αυστηρή σιωπή των βουνών, μέσα από το θρόισμα των δέντρων, και μπροστά στο μαρτυρικό κρησφύγετό σου, στεκόμαστε με ένα αίσθημα υπερηφάνειας για ό,τι έπραξες για τον τόπο που σε γέννησε. Αρπάζουμε την ασπίδα της διαθήκης σου και την καρφώνουμε στα στήθια μας, συνείδησή μας για να πάρουμε λίγη μονάχα δύναμη. Να πάρουμε τον ήλιο, τον ουρανό, τα τραγούδια της Ρωμιοσύνης και να τα κομματιάσουμε ένα-ένα στον αγιασμένο τόπο της θυσίας σου.
Λύση, Μόρφου, Κερύνεια, Καραβάς, Αμμόχωστος, Κυθρέα - ΠΟΣΟ ΒΑΡΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου;
Εσύ μένεις ακίνητος με το μεγάλο αγαλματένιο πρόσωπό σου να κοιτά τον Πενταδάκτυλο. Κοντά σου ένας ανήσυχος Σταυραετός να κοιτάζει με πείσμα την κατεχόμενη Κύπρο. Κι όμως, πίσω από τούτη την πέτρινη σιωπή, τι άραγε υπάρχει, αθάνατε υπαρχηγέ της ΕΟΚΑ; Ναι, η μάχη δεν τέλειωσε. Εκείνος ο θρυλικός αγώνας δεν έχει τέλος. Έκτοτε, στον τόπο της θυσίας σου, υπάρχει η γαλανόλευκη που κυματίζει υπερήφανα και υπενθυμίζει σε καθέναν από μας το εθνικό χρέος που συνυπάρχει με την αξιοσύνη και τη Λευτεριά. Και γι’ αυτή τη λευτεριά έπεσες μαχόμενος ένα κυριακάτικο πρωινό, τον Μάρτιο του 1957. Ο Στράτης Μυριβήλης έγραψε για το ηρωικό παλληκάρι της Λύσης: «Ο Αυξεντίου είχε πάρει την απόφασή του. Ήταν η ίδια η φωνή από τους Τριακόσιους του Λεωνίδα...».
Σημερινή
Πηγή
Πενήντα εννέα χρόνια από τη θυσία του Σταυραετού του Μαχαιρά
Το χρονικό μίας θυσίας που στιγμάτισε και θα συνεχίσει να στιγματίζει την ιστορία του τόπου, και θα μας δίνει διδάγματα για συνέχιση του αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως
Τρεις Μαρτίου 1957. Η μάχη των μαχών. Ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ αναμετράται με την ιστορία. Και γράφει τελικά την Ιστορία. Εκεί, στα βουνά του Μαχαιρά, αναγεννήθηκε η ελληνική μεγαλοσύνη. Εκεί ρυμουλκήθηκε το χρέος και η αγάπη για την πατρίδα. Εκεί αφουγκράζεται η Ρωμιοσύνη το άξιο παιδί της: Γρηγόρης Αυξεντίου, από το χωριό Λύση, που έγινε ο Σταυραετός της Κύπρου. «Την Λευτεριά μας», γράφει σε μια επιστολή του, «το ιδανικό των ιδανικών μας, την υπόγραψα κι εγώ, όχι μόνο σε χαρτί, μα φορώντας την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου και θα την υπογράψω οποιαδήποτε στιγμή το ζητήσει η Κύπρος μας και με το αίμα μου, όπως και κάθε Κύπριος».
Ναι, είναι όμορφη η ζωή! Πιο όμορφη ίσως είναι η άνοιξη. Στα 29 σου χρόνια έγινες ανάδοχος του καθήκοντος. Ένας Έλληνας που δίδαξε τα παιδιά της ΕΟΚΑ πώς να πολεμήσουν και να πεθάνουν για την ελευθερία τους. Αιώνια κυνηγημένος, έτρεχες πότε από δω, πότε απ’ εκεί, σε βουνά και λόγγους, σε κρησφύγετα και βουνοπλαγιές. Δεν είχες χρόνο για όνειρα. Μονάχα σε συντρόφευε ο Θεός και η ελπίδα. Κι αν στον δρόμο σου έπιανε η μπόρα, η στέρηση, η θλίψη και η προδοσία, εσύ δεν λύγιζες. Δεν υποχωρούσες. Ανένδοτος και υπάκουος στρατηλάτης της Λευτεριάς, έπρεπε να παραμείνεις στις επάλξεις του καθήκοντος.
Η τελευταία μέρα…
Και έφθασε η τελευταία μέρα! Ήταν Μάρτης τότε. Μόλις σάλευε η άνοιξη. Το κρησφύγετό σου ήταν λίγο πιο κάτω από το μοναστήρι της Μεγαλόχαρης. Κι όμως, η μέρα ήταν Κυριακή πρωί, αλλά οι καμπάνες δεν ήχησαν. Οι Άγγλοι κρατούσαν δεμένους όλους τους μοναχούς. Σε ελάχιστο χρόνο περικύκλωσαν το κρησφύγετό σου. Σε διέταξαν να βγεις έξω. Εσύ είχες πάρει την απόφασή σου. Κοίταξες αποφασιστικά τους συντρόφους σου και τους είπες: «Εβγάτε έξω! Εγώ πρέπει να πεθάνω!».
Και αυτό το «Εγώ πρέπει να πεθάνω» το επανέλαβες τρεις φορές. Οι συναγωνιστές σου ήθελαν να πολεμήσουν μαζί σου. Αλλά τους εξήγησες και τελικά υπάκουσαν. Έτσι άρχισε η μεγάλη μάχη. Μόνος απέναντι σε μια ολάκερη Ταξιαρχία. Οι ανταλλαγές πυρών αντιλαλούσαν στα βουνά του Μαχαιρά. «Μολών Λαβέ!». Τούτη ήταν η απάντησή σου στο κάλεσμα των Άγγλων. Δέκα ολόκληρες ώρες πάλευες γενναία, και κατάφερες μεγάλα πλήγματα στον ξένο κατακτητή. Με αυτό το σθένος απέδειξες πόση δύναμη έχει η ψυχή όταν αναζητά το δίκαιο και την ελευθερία της. Δέκα μεγάλες ώρες. Ό,τι δίδαξες το έκανες πράξη.
Έχαναν την υπομονή τους οι Άγγλοι
Σε εκείνες τις τελευταίες στιγμές, περνούσε από μπροστά σου ολάκερη η ένδοξη ελληνική ιστορία. Το αυτόματο όπλο που κρατούσες δεν σταμάτησε να ρίχνει σφαίρες στον εχθρό. Οι Άγγλοι έριχναν από μακριά. Δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους. Δεν πίστευαν τόση τόλμη, τόση γενναιότητα από τον υπαρχηγό της ΕΟΚΑ. Διέταξαν τον Ματρόζο, τον Αυγουστή Ευσταθίου, να μπει στο κρησφύγετο για να βγάλει έξω τον Αυξεντίου. Ο Ματρόζος, αφού μπήκε μέσα, φώναζε στους Άγγλους, «τώρα είμαστε δυο!» και άρχισαν να πυροβολούν.
Οι Εγγλέζοι έχασαν την ψυχραιμία τους. Βρήκαν την τελευταία λύση. Να κάψουν την κρυψώνα... Αργά, ένιωθες τη μυρωδιά της βενζίνης. «Μάστρε, θα μας κάψουν ζωντανούς», φώναξε ο Ματρόζος. Κι αμέσως έσκασαν τρεις εμπρηστικές χειροβομβίδες. Η φωτιά έζωσε τα πάντα. Ο Αυγουστής φώναξε «Παναγία μου!» και ο Αυξεντίου του είπε: «Μη φοβάσαι Ματρόζο, μη φοβάσαι». Ο Αυγουστής δεν άντεξε και πετάχτηκε έξω... Σε λίγο όλα τέλειωσαν. Ό,τι απέμεινε από σένα, λίγη στάχτη και λίγα καπνισμένα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΟΚΚΑΛΑ να ζωγραφίζουν τη Λευτεριά. Κάτι άλλοι πανάρχαιοι καιροί σε πήραν στα σπλάχνα τους. Τούτη η θυσία μένει από τότε σύμβολο Αγώνα. Μένει εκεί να μας θυμίζει την ηρωική απόφαση ενός ανθρώπου, που άδραξε το χρέος απέναντι στους προγόνους και το έκανε πράξη.
Οι στίχοι του Μόντη
Πριν από 19 χρόνια ο Κώστας Μόντης αφιέρωσε στον Γρηγόρη Αυξεντίου τούτους τους διαχρονικούς στίχους: Σαράντα χρόνια οι χαράδρες του Μαχαιρά αντιλαλούν τ’ «ΟΧΙ» του σαράντα χρόνια η ηχώ δεν δέχεται να μεταφέρει τίποτα άλλο σαράντα χρόνια δεν καταδέχεται να μεταφέρει τίποτα άλλο.
Ο λεβεντόγερος πατέρας του Γρηγόρη Αυξεντίου, ο γέρο Πιερής, έλεγε μετά τον ηρωικό θάνατο του παιδιού του: «Ο γιος μου δεν ανήκει εις την οικογένειαν που τον εγέννησε, ούτε εις το σπίτι που ανετράφη. Ανήκει εις ολόκληρον την Κύπρον, εις ολόκληρον τον Ελληνισμόν. Τα τηλεγραφήματα που μου εστάλησαν και τα μηνύματα συμπαθείας και συγχαρητηρίων που επήρα, αποτελούν διά εμέ επιταγάς, τας οποίας καμία τράπεζα δεν ημπορεί να εξαργυρώσει. Αιωνία σου η μνήμη, γιε μου. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή σου».
Ξύπνα Γληόρη
Η Αντωνού, μητέρα του Γρηγόρη Αυξεντίου, μόλις αντικρίζει για πρώτη φορά το κρησφύγετο στο Μαχαιρά, αυθόρμητα αυτοσχεδιάζει και απαγγέλλει δυνατά τούτους τους κυπριώτικους στίχους: Ξύπνα Γρηγόρη, τζιαι έφτασεν η μάνα σου κοντά σου. Ήρτεν να δει τους κόπους σου τζιαι τα κρησφύγετά σου. Ήρτεν να δει τους κόπους σου δαπάνω που πολέμας. Επουμπουρίζαν τα βουνά τζι ήτουν τζιαι η Παναγία εις το πλευρόν σου τζιαι έστεκεν, Γρηγόρη, τζιαι εβοήθαν. Εγώ γιε μου δε σε χάρηκα, τζιαι έσσω μου δε σε είδα Ας σε χαρεί η πατρίδα μας, για την ελευθερίαν.
Αρπάζουμε την ασπίδα της διαθήκης σου
Είναι τώρα που συλλαβίζουμε το όνομά σου, την ιστορία σου, την ιστορία μας, και ανεβαίνοντας εκεί στον Μαχαιρά, μέσα από την αιώνια και αυστηρή σιωπή των βουνών, μέσα από το θρόισμα των δέντρων, και μπροστά στο μαρτυρικό κρησφύγετό σου, στεκόμαστε με ένα αίσθημα υπερηφάνειας για ό,τι έπραξες για τον τόπο που σε γέννησε. Αρπάζουμε την ασπίδα της διαθήκης σου και την καρφώνουμε στα στήθια μας, συνείδησή μας για να πάρουμε λίγη μονάχα δύναμη. Να πάρουμε τον ήλιο, τον ουρανό, τα τραγούδια της Ρωμιοσύνης και να τα κομματιάσουμε ένα-ένα στον αγιασμένο τόπο της θυσίας σου.
Λύση, Μόρφου, Κερύνεια, Καραβάς, Αμμόχωστος, Κυθρέα - ΠΟΣΟ ΒΑΡΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου;
Εσύ μένεις ακίνητος με το μεγάλο αγαλματένιο πρόσωπό σου να κοιτά τον Πενταδάκτυλο. Κοντά σου ένας ανήσυχος Σταυραετός να κοιτάζει με πείσμα την κατεχόμενη Κύπρο. Κι όμως, πίσω από τούτη την πέτρινη σιωπή, τι άραγε υπάρχει, αθάνατε υπαρχηγέ της ΕΟΚΑ; Ναι, η μάχη δεν τέλειωσε. Εκείνος ο θρυλικός αγώνας δεν έχει τέλος. Έκτοτε, στον τόπο της θυσίας σου, υπάρχει η γαλανόλευκη που κυματίζει υπερήφανα και υπενθυμίζει σε καθέναν από μας το εθνικό χρέος που συνυπάρχει με την αξιοσύνη και τη Λευτεριά. Και γι’ αυτή τη λευτεριά έπεσες μαχόμενος ένα κυριακάτικο πρωινό, τον Μάρτιο του 1957. Ο Στράτης Μυριβήλης έγραψε για το ηρωικό παλληκάρι της Λύσης: «Ο Αυξεντίου είχε πάρει την απόφασή του. Ήταν η ίδια η φωνή από τους Τριακόσιους του Λεωνίδα...».
Σημερινή
Πηγή