του Δ.Χαριτόπουλου
Ένα γεγονός που έχει επιμελώς αποσιωπηθεί είναι ότι στις 16 Νοεμβρίου 1967 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας.
Στα σύνορα του Έβρου η απέναντι όχθη πλημμύρισε με τουρκικά άρματα μάχης, που μάρσαραν νυχθημερόν εκφοβιστικά και πανέτοιμα να περάσουν το ποτάμι. Στη δική μας πλευρά ο αριθμός των αρμάτων ήταν ασήμαντος σε σχέση με των Τούρκων και αρχίσαμε τα «κολοκοτρωναίικα» τα κάναμε κυκλικές βόλτες μέσα από δάση και χωριά για να φαίνονται περισσότερα. (Εικόνα τρομακτικής ανισότητας, που θα έπρεπε να την έχουν αντικρίσει όσοι με ασυγχώρητη ανευθυνότητα μιλάνε για μείωση των εξοπλισμών.)
Ο ίλαρχος Ν.Μ., διοικητής μιας Ίλης Αναγνωρίσεως, διέθετε στον τομέα ευθύνης του πλάι στο ποτάμι 4 έφεδρους αξιωματικούς και 144 στρατιώτες, συν 2 «βοηθητικούς» που δεν έφεραν όπλο.
Εκείνες τις κρίσιμες στιγμές έλαβε μια επείγουσα διαταγή από τη Μεραρχία και κάλεσε προσκλητήριο στη μονάδα του. Ανέλυσε στους συγκεντρωμένους την κατάσταση, μίλησε για την τουρκική υπεροπλία και ζήτησε από τους στρατιώτες του 30 εθελοντές να περάσουν την ίδια νύχτα το ποτάμι, με επικεφαλής τον ίδιο και τους 4 έφεδρους αξιωματικούς τους, για δολιοφθορά στα εχθρικά τανκς. Οι πιθανότητες να γυρίσουν ζωντανοί ήταν μηδαμινές, είτε πετύχαινε η αποστολή τους είτε όχι γι’ αυτό τούς έδωσε είκοσι λεπτά προθεσμία να συζητήσουν μεταξύ τους και να αποφασίσουν μόνοι τους ποιοι θα συμμετείχαν εθελοντικά. Μάλιστα προέτρεψε όσους ήταν παντρεμένοι ή είχαν προστατευόμενα μέλη στην οικογένειά τους να μη συμμετάσχουν στο εγχείρημα.
Στην ουσία ο ίλαρχος Ν.Μ. απάλλαξε τους στρατιώτες του από κάθε όρκο και υποχρέωση και τους έδωσε το δικαίωμα να επιλέξουν οι ίδιοι αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν.
Ο Έβρος ήταν ανέκαθεν για τον στρατό ο κάλαθος των «αχρήστων». Ήταν μία χρόνια πρακτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, στην οποία η δικτατορία είχε προσδώσει διαστάσεις τιμωρίας. Στον Έβρο έστελναν όλους τους παρίες, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα για καλύτερη μετάθεση, τους κοινωνικά απροσάρμοστους και κυρίως τους αντίθετους στο καθεστώς, στους οποίους μάλιστα επιφύλασσε και την ανάλογη περιποίηση.
Αυτή πάνω κάτω ήταν η κοινωνική σύνθεση και της μονάδας του Ν.Μ., που οι οπλίτες της συσκέπτονταν μεταξύ τους για είκοσι λεπτά και συγκεντρώθηκαν πάλι με τον ήχο της σάλπιγγας. Ο ίλαρχος διέταξε οι 30 εθελοντές να κάνουν ένα βήμα μπροστά για να αποσπαστούν από τους υπόλοιπους. Τότε ένα βήμα μπροστά δεν έκαναν μόνο 30 άντρες, αλλά αυτομάτως και οι 144, μαζί τους και οι 2 «βοηθητικοί».
Αυτά τα παιδιά ήταν απλοί στρατιώτες.
Δεν είχαν την ψυχοτεχνική εκπαίδευση για καταδρομικές επιχειρήσεις ούτε τον απαιτούμενο ειδικό εξοπλισμό και την ανάλογη υποστήριξη, εύλογα θα μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτή την αποστολή θανάτου. Όμως αποφάσισαν να υπερβάλουν εαυτόν, διέγραψαν τις ταλαιπωρίες που τους υπέβαλλε το ανελεύθερο καθεστώς και ήταν έτοιμα να δώσουν τη ζωή τους για την πατρίδα, όπως ακριβώς οι πατέρες τους πολέμησαν τους Ιταλούς υπό τη μεταξική δικτατορία: η αντίθεσή τους στο δικτατορικό καθεστώς δεν επηρέασε σε τίποτα τη φιλοπατρία τους.
Ένιωθαν ως το κύτταρό τους, χωρίς να χρειαστεί να τους το πει κανείς, ότι η εθνική επιβίωση είναι υπεράνω ιδεολογιών, ταξικών διαφορών, προσωπικών αδικιών, συμφερόντων κ.λπ.
Γιατί το κράτος δεν είναι πατρίδα.
Το κράτος είναι απλώς ένα σύστημα διαχείρισης της κοινωνίας που αλλάζει ανάλογα με τα πρόσωπα τα οποία εντελώς πρόσκαιρα και συγκυριακά το στελεχώνουν. Το κράτος πιθανόν να είναι δίκαιο ή άδικο, ικανό ή ανίκανο, αφερέγγυο, αυταρχικό και σπανίως στοργικό να δέρνει τους συνταξιούχους, να μη σέβεται ζώντες και τεθνεώτες, να μεροληπτεί, να ψεύδεται, να εξαπατά, να χρηματίζεται, να τρομοκρατεί.
Η πατρίδα είναι κάτι ακλόνητο, βαθύ και καθοριστικό για τον άνθρωπο.
Η πατρίδα είναι η πανάρχαιη γειτονιά μας στον κόσμο.
Αυτή μας προσδιορίζει και νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας. Επειδή είμαστε πρόσωπα, και όχι τυχαία άτομα, υπάρχουμε εν χώρω και χρόνω με δικό μας ήθος και έθος. Άλλωστε η ανθρώπινη ποικιλία τρόπων, αισθημάτων, εμπειριών και έκφρασης συνιστά τη διαφορετικότητα, που είναι ζωή και ευλογία, δίνει μορφή και περιεχόμενο στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Τελικώς η σύγκρουση τότε με την Τουρκία αποσοβήθηκε με οδυνηρές υποχωρήσεις εκ μέρους μας, μία από αυτές ήταν η επαίσχυντη απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, που άνοιξε το δρόμο για την τουρκική εισβολή στο νησί το 1974.
Και από τότε, χωρίς να γίνει πόλεμος, επί 40 ολόκληρα χρόνια χάνουμε σταθερά ανθρώπους και δικαιώματα.
Ιδίως από το 1996 και μετά έχουμε οδηγηθεί σε μια κατάσταση «φινλανδοποίησης» έναντι της Τουρκίας, η οποία συνεχώς διατυπώνει νέες απειλές και νέες απαιτήσεις: Ίμια, γκρίζες ζώνες, S-300, υφαλοκρηπίδα, Θράκη, casus belliγια τα 12 μίλια, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών (για να ακολουθήσουν τη μοίρα της Κύπρου), διχοτόμηση του Αιγαίου και ίσως άλλα που δεν τα γνωρίζουμε. Και, επειδή «τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει αν κάτι άλλο δεν υποχωρήσει», εμείς τα τελευταία δέκα χρόνια, άτολμοι και περιδεείς, γλείφουμε για «ελληνοτουρκική φιλία», μεταμφιέζουμε τον τρόμο μας σε «σωφροσύνη» και σκιζόμαστε να εξυπηρετήσουμε τους απέναντι σε ό,τι θέλουν: υποστήριξη στην Ευρώπη, τερατούργημα Ανάν, οικονομικά ανοίγματα και διάφορα άλλα αναξιοπρεπή, ενώ ο κατάλογος των πεσόντων μας μεγαλώνει ασταμάτητα: Σιαλμάς, Βλαχάκος, Γιαλοψός, Καραθανάσης, Ηλιάκης.
Όμως όλα έχουν ένα όριο.
Η πορεία ενός έθνους δεν καθορίζεται από ευκαιριακά συμφέροντα και ανεπαρκείς ηγεσίες. Περιλαμβάνεται στις θυσίες των νεκρών μας, στο παρόν το δικό μας και στο μέλλον αυτών που έρχονται. Τα κυριαρχικά μας δικαιώματα μπορεί να τα χάσουμε μόνο μετά από στρατιωτική ήττα, ουδείς από τους κρατούντες νομιμοποιείται να τα παραχωρήσει σε διαπραγματεύσεις.
Όποιος μιλάει για ελευθερία και ανεξαρτησία χωρίς να είναι έτοιμος να ματώσει είναι απατεώνας. Ούτε το δικαστήριο της Χάγης ούτε οποιοσδήποτε άλλος διεθνής οργανισμός μπορεί να αποφανθεί αν επιτρέπεται να αναπνέουμε ακόμη τον αέρα της πατρίδας μας ή αν η Θράκη, η Κύπρος και τα νησιά είναι δικά μας.
Η αλήθεια είναι μία και πανάρχαιη:
Δικό σου είναι μόνο αυτό που μπορείς να προστατεύσεις.