του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου
Ανοίγοντας το λεξικό βλέπουμε άτι η υπομονή είναι η ικανότητα κάποιου να ανέχεται, να εγκαρτερεί, να μη δυσανασχετεί και να μη βιάζεται. Και η μακροθυμία, το να....
έχει κάποιος υπομονή, καρτερικότητα, ανεξικακία και επιείκεια.
Θέλουμε να δούμε πως όποιος αγαπά πάντα περιμένει; Ιδού:
Α) αυτός που περίμενε τον θάνατο αγναντεύοντας την θάλασσα επειδή αγαπούσε τους δικούς του που τους είχε χάσει…
«Ἐγώ 'μως γιὰ τὸ γνωστικὸ Ὀδυσσέα χολοσκάνω,
τὸν ἄμοιρο, ποὺ ἀπὸ δικοὺς μακρόθε τυραννιέται
σὲ κυματόζωστο νησί, στῆς θάλασσας τ' ἀφάλι,
νησὶ δεντράτο, ποὺ θεὰ τὴν κατοικιά της ἔχει,
ἡ κόρη τοῦ κακόγνωμου τοῦ Ἄτλαντα, ποὺ ξέρει
τῆς θάλασσας τὰ τρίσβαθα, καὶ μὲ μακριὲς κολῶνες
ἀπὸ τὴ γῆς τὸν οὐρανὸ φυλάει ξεχωρισμένο.
Ἐκείνου ἡ κόρη τὸν κρατάει τὸ δύστυχο στὰ δάκρυα,
καὶ μὲ γλυκειὲς μαγεύει τον κουβέντες, νὰ ξεχάση
τὸν τόπο του· μὰ πάλε αὐτός, καὶ τὸν καπνὸ μονάχα
νὰ θώρειε τῆς πατρίδας του σὰν ἀλαφροανεβαίνη,
κι ἂς πέθαινε· μὰ μήτ' ἐσύ, Ὀλυμπήσε, δὲ σπλαχνιέσαι.»
(οδυς., α, 50 κε)
Β) αυτός που περίμενε τον αφέντη του π’ αγαπούσε για να πεθάνη…
με το όνομα Άργος αναφέρεται ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριό του ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι ο Οδυσσέας ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο προκειμένου να ανακαλύψει το τι συνέβαινε στο ανάκτορό του κατά τη μακρά απουσία του. Aμέσως μετά, ο Άργος πέθανε (Οδύσσεια, ρ 291 κ.ε.).
Αὐτὰ καθὼς λαλούσανε κι ἀνάμεσό τους λέγαν,
σκυλὶ ποὺ κοίτουνταν, τ' αὐτιὰ καὶ τὸ κεφάλι ὀρθώνει,
ὁ Ἄργος, ποὺ ὁ ἀντρόψυχος Δυσσέας τὸν εἶχε θρέψει,
ὅμως δὲν τόνε χάρηκε, γιατ' εἶχε φύγει ἐκεῖνος
στὴ Τροία τότες τὴν ἱερή· σ' ἄλλους καιρούς οἱ νέοι
τὸν παίρνανε, νὰ κυνηγοῦν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π' ὁ ἀφέντης ἔλειπε, τὸν ἄφηναν πεσμένο
στὴν σωριασμένη τὴν κοπριὰ βοδιῶν καὶ μουλαριῶνε,
ποὺ ὀμπρὸς στὴ θύρα ἁπλώνονταν, κι οἱ παραγιοὶ ἀποκεῖθε
τὴν σήκωναν καὶ κόπριζαν τοὺς κήπους τοῦ Ὀδυσσέα.
Ἀπάνω αὐτοῦ κοιτότανε τσιμπουριασμένος ὁ Ἄργος.
Καὶ τώρα, ἅμα μυρίστηκε σιμὰ τὸν Ὀδυσσέα,
γοργοσαλεύει τὴν οὐρά, τ' αὐτιά του κατεβάζει,
μὰ πιὸ κοντὰ τοῦ ἀφέντη του δὲν μπόρειε νὰ ζυγώση.
Γύρισ' αὐτὸς τὴν ὄψη του καὶ σφούγγισ' ἕνα δάκρυο
“Μεγάλο θάμα, στὴν κοπριὰ νὰ μνήσκη τέτοιος σκύλος·
ὄμορφος σκύλος, μὰ ἇραγες νά 'ναι καὶ γοργοπόδης
κοντὰ στὴν τόση του ὀμορφιά, γιά νά 'ναι δὰ ἀπὸ κείνους
ποὺ στὰ τραπέζια στολισμὸ τοὺς ἔχουν οἱ ἀφεντάδες;”
Κι ἐσὺ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τοῦ ἀπολογήθης κι εἶπες·
“Εἶν' ἐκεινοῦ ποὺ ἀπέθανε στὰ ξένα αὐτὸς ὁ σκύλος.
Ἂν ἦταν ἔτσι στὸ κορμί, καὶ στὰ ἔργα του σὰν τότες
ποὺ ὁ Ὀδυσσέας τὸν ἄφησε κινώντας γιὰ τὴν Τροία,
τότες θὰ κοίτας δύναμη καὶ γληγοράδα, ἀλήθεια.
Ἀγρίμι δὲν τοῦ ξέφευγε μὲς στὰ βαθιὰ τοῦ λόγγου,
κάθε κυνήγι, ποὺ ἔβγαζε στ' ἀχνάρια μαθημένος.
Μὰ παθιασμένος τώρ' αὐτός, ὁ ἀφέντης του στὰ ξένα
χαμένος, καὶ δὲ νοιάζονται γι' αὐτὸν ἐδῶ οἱ γυναῖκες.
Κι οἱ δοῦλοι, σὰ δὲ βρίσκεται ποπάνω τους ἀφέντης,
δουλειὰ νὰ κάμουνε σωστὴ δὲ θέλουνε πιὰ τότες·
τὶ παίρνει τὴ μισὴ ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁ βροντορίχτης
ὁ Δίας, ἄμα τῆς σκλαβιᾶς ἡ μαύρη τοῦ 'ρθη μέρα.”
Γ) αυτός που περίμενε τον γιό που αγαπούσε για να κλείση τα μάτια του…
Ο Λαέρτης είναι ομηρικός ήρωας και βασιλιάς της Ιθάκης, γνωστότερος ως ο πατέρας του Οδυσσέα. Αφού είδε πια πως ο Οδυσσέας δεν γυρνούσε και στεναχωρημένος από τον θάνατο της Αντίκλειας, έφυγε από το παλάτι αφήνοντας την εξουσία στον εγγονό του Τηλέμαχο και πήγε να ζήσει στην εξοχή. Είχε μαζί του μόνο δυο υπηρέτες για να τον βοηθούν, επειδή ήταν πολύ γέρος. Επίσης, περνούσε όλη του την ημέρα σκάβοντας στα χωράφια, παρ' όλη την ηλικία του….
Μονάχο πέτυχε τον κύρη του στον όμορφο τους κήπο,
κάποιο δεντράκι εκεί που σκάλιζε᾿ λερός, κακοραμμένος,
κουρελιασμένος ο χιτώνας του᾿ κακοραμμένα έζωναν
πετσιά βοδίσια τ᾿ αντικνήμια του, να μη γδαρθεί στ᾿ αγκάθια᾿
και για τα βάτα είχε στα χέρια του χερόχτια, και γιδίσιο
σκουφί φορούσε στο κεφάλι του, να μην τον καίγει π γήλιος.
Ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος τον είδεν Οδυσσέας,
να τυραννιέται απ᾿ τα γεράματα κι απ᾿ το βαρύ καημό του,
τον πήραν κλάματα και στάθηκε σε μια αχλαδιά από κάτω'
κι ο νους του δούλευε διχόγνωμος κι αναρωτιόταν, τάχα
να σφιχταγκαλιαστεί τον κύρη του, να τον φιλήσει, κι όλα
να του τα πει, πως ήρθε κι έφτασε στη γη την πατρική του,
για αρχή να κάνει ανερωτώντας τον και δοκιμάζοντας τον;
…..Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος,
και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει πα
στο ψαρύ μεμιάς κεφάλι του με βόγγους και με θρήνους.
….
Δ) Αυτή που περίμενε τον άντρα που αγαπούσε για χρόνια πολλά
Η Πηνελόπη, εκτός από ομορφιά και πλούτη, είχε και όλες τις αρετές μιας ιδανικής συζύγου. Ήταν έξυπνη, συνετή, πιστή στον άντρα της και αφοσιωμένη στο γιο της, Τηλέμαχο, που ήταν βρέφος ακόμη, όταν έφυγε ο Οδυσσέας. Όταν ο Οδυσσέας έφυγε, της είπε να ξαναπαντρευτεί αν δε γύριζε. Παρόλα αυτά η Πηνελόπη τον περίμενε για 20 χρόνια, ακόμη και όταν όλοι τον θεωρούσαν νεκρό.
Τελικά:
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η υπομονή είναι χαρακτηριστικό και ιδιότητα και του Θεού και δίνεται ως δώρο στους πιστούς Του. Δεν είναι κάτι το παθητικό. Είναι ενεργητική αντιμετώπιση του κακού με το πνεύμα της αγάπης του Θεού. Μια από τις πρώτες αποκαλύψεις του Θεού στο δούλο Του το Μωυσή γίνεται ήδη διακήρυξη: "Κύριος, Κύριος ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός" (Έξοδος 34: 6).
Η υπομονή και η μακροθυμία του Θεού εκδηλώνονται στις σχέσεις Του με εμάς τους αμαρτωλούς ανθρώπους, ενώ αξίζουμε τη δίκαιη οργή Του. Το ερώτημα είναι, ως πότε κανείς περιμένει αυτόν που αγαπά; Όχι πάντως δια παντός…
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
filologos-hermes.blogspot.gr
-φιλολόγου
Ανοίγοντας το λεξικό βλέπουμε άτι η υπομονή είναι η ικανότητα κάποιου να ανέχεται, να εγκαρτερεί, να μη δυσανασχετεί και να μη βιάζεται. Και η μακροθυμία, το να....
έχει κάποιος υπομονή, καρτερικότητα, ανεξικακία και επιείκεια.
Θέλουμε να δούμε πως όποιος αγαπά πάντα περιμένει; Ιδού:
Α) αυτός που περίμενε τον θάνατο αγναντεύοντας την θάλασσα επειδή αγαπούσε τους δικούς του που τους είχε χάσει…
«Ἐγώ 'μως γιὰ τὸ γνωστικὸ Ὀδυσσέα χολοσκάνω,
τὸν ἄμοιρο, ποὺ ἀπὸ δικοὺς μακρόθε τυραννιέται
σὲ κυματόζωστο νησί, στῆς θάλασσας τ' ἀφάλι,
νησὶ δεντράτο, ποὺ θεὰ τὴν κατοικιά της ἔχει,
ἡ κόρη τοῦ κακόγνωμου τοῦ Ἄτλαντα, ποὺ ξέρει
τῆς θάλασσας τὰ τρίσβαθα, καὶ μὲ μακριὲς κολῶνες
ἀπὸ τὴ γῆς τὸν οὐρανὸ φυλάει ξεχωρισμένο.
Ἐκείνου ἡ κόρη τὸν κρατάει τὸ δύστυχο στὰ δάκρυα,
καὶ μὲ γλυκειὲς μαγεύει τον κουβέντες, νὰ ξεχάση
τὸν τόπο του· μὰ πάλε αὐτός, καὶ τὸν καπνὸ μονάχα
νὰ θώρειε τῆς πατρίδας του σὰν ἀλαφροανεβαίνη,
κι ἂς πέθαινε· μὰ μήτ' ἐσύ, Ὀλυμπήσε, δὲ σπλαχνιέσαι.»
(οδυς., α, 50 κε)
Β) αυτός που περίμενε τον αφέντη του π’ αγαπούσε για να πεθάνη…
με το όνομα Άργος αναφέρεται ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριό του ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι ο Οδυσσέας ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο προκειμένου να ανακαλύψει το τι συνέβαινε στο ανάκτορό του κατά τη μακρά απουσία του. Aμέσως μετά, ο Άργος πέθανε (Οδύσσεια, ρ 291 κ.ε.).
Αὐτὰ καθὼς λαλούσανε κι ἀνάμεσό τους λέγαν,
σκυλὶ ποὺ κοίτουνταν, τ' αὐτιὰ καὶ τὸ κεφάλι ὀρθώνει,
ὁ Ἄργος, ποὺ ὁ ἀντρόψυχος Δυσσέας τὸν εἶχε θρέψει,
ὅμως δὲν τόνε χάρηκε, γιατ' εἶχε φύγει ἐκεῖνος
στὴ Τροία τότες τὴν ἱερή· σ' ἄλλους καιρούς οἱ νέοι
τὸν παίρνανε, νὰ κυνηγοῦν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π' ὁ ἀφέντης ἔλειπε, τὸν ἄφηναν πεσμένο
στὴν σωριασμένη τὴν κοπριὰ βοδιῶν καὶ μουλαριῶνε,
ποὺ ὀμπρὸς στὴ θύρα ἁπλώνονταν, κι οἱ παραγιοὶ ἀποκεῖθε
τὴν σήκωναν καὶ κόπριζαν τοὺς κήπους τοῦ Ὀδυσσέα.
Ἀπάνω αὐτοῦ κοιτότανε τσιμπουριασμένος ὁ Ἄργος.
Καὶ τώρα, ἅμα μυρίστηκε σιμὰ τὸν Ὀδυσσέα,
γοργοσαλεύει τὴν οὐρά, τ' αὐτιά του κατεβάζει,
μὰ πιὸ κοντὰ τοῦ ἀφέντη του δὲν μπόρειε νὰ ζυγώση.
Γύρισ' αὐτὸς τὴν ὄψη του καὶ σφούγγισ' ἕνα δάκρυο
“Μεγάλο θάμα, στὴν κοπριὰ νὰ μνήσκη τέτοιος σκύλος·
ὄμορφος σκύλος, μὰ ἇραγες νά 'ναι καὶ γοργοπόδης
κοντὰ στὴν τόση του ὀμορφιά, γιά νά 'ναι δὰ ἀπὸ κείνους
ποὺ στὰ τραπέζια στολισμὸ τοὺς ἔχουν οἱ ἀφεντάδες;”
Κι ἐσὺ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τοῦ ἀπολογήθης κι εἶπες·
“Εἶν' ἐκεινοῦ ποὺ ἀπέθανε στὰ ξένα αὐτὸς ὁ σκύλος.
Ἂν ἦταν ἔτσι στὸ κορμί, καὶ στὰ ἔργα του σὰν τότες
ποὺ ὁ Ὀδυσσέας τὸν ἄφησε κινώντας γιὰ τὴν Τροία,
τότες θὰ κοίτας δύναμη καὶ γληγοράδα, ἀλήθεια.
Ἀγρίμι δὲν τοῦ ξέφευγε μὲς στὰ βαθιὰ τοῦ λόγγου,
κάθε κυνήγι, ποὺ ἔβγαζε στ' ἀχνάρια μαθημένος.
Μὰ παθιασμένος τώρ' αὐτός, ὁ ἀφέντης του στὰ ξένα
χαμένος, καὶ δὲ νοιάζονται γι' αὐτὸν ἐδῶ οἱ γυναῖκες.
Κι οἱ δοῦλοι, σὰ δὲ βρίσκεται ποπάνω τους ἀφέντης,
δουλειὰ νὰ κάμουνε σωστὴ δὲ θέλουνε πιὰ τότες·
τὶ παίρνει τὴ μισὴ ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁ βροντορίχτης
ὁ Δίας, ἄμα τῆς σκλαβιᾶς ἡ μαύρη τοῦ 'ρθη μέρα.”
Γ) αυτός που περίμενε τον γιό που αγαπούσε για να κλείση τα μάτια του…
Ο Λαέρτης είναι ομηρικός ήρωας και βασιλιάς της Ιθάκης, γνωστότερος ως ο πατέρας του Οδυσσέα. Αφού είδε πια πως ο Οδυσσέας δεν γυρνούσε και στεναχωρημένος από τον θάνατο της Αντίκλειας, έφυγε από το παλάτι αφήνοντας την εξουσία στον εγγονό του Τηλέμαχο και πήγε να ζήσει στην εξοχή. Είχε μαζί του μόνο δυο υπηρέτες για να τον βοηθούν, επειδή ήταν πολύ γέρος. Επίσης, περνούσε όλη του την ημέρα σκάβοντας στα χωράφια, παρ' όλη την ηλικία του….
Μονάχο πέτυχε τον κύρη του στον όμορφο τους κήπο,
κάποιο δεντράκι εκεί που σκάλιζε᾿ λερός, κακοραμμένος,
κουρελιασμένος ο χιτώνας του᾿ κακοραμμένα έζωναν
πετσιά βοδίσια τ᾿ αντικνήμια του, να μη γδαρθεί στ᾿ αγκάθια᾿
και για τα βάτα είχε στα χέρια του χερόχτια, και γιδίσιο
σκουφί φορούσε στο κεφάλι του, να μην τον καίγει π γήλιος.
Ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος τον είδεν Οδυσσέας,
να τυραννιέται απ᾿ τα γεράματα κι απ᾿ το βαρύ καημό του,
τον πήραν κλάματα και στάθηκε σε μια αχλαδιά από κάτω'
κι ο νους του δούλευε διχόγνωμος κι αναρωτιόταν, τάχα
να σφιχταγκαλιαστεί τον κύρη του, να τον φιλήσει, κι όλα
να του τα πει, πως ήρθε κι έφτασε στη γη την πατρική του,
για αρχή να κάνει ανερωτώντας τον και δοκιμάζοντας τον;
…..Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος,
και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει πα
στο ψαρύ μεμιάς κεφάλι του με βόγγους και με θρήνους.
….
Δ) Αυτή που περίμενε τον άντρα που αγαπούσε για χρόνια πολλά
Η Πηνελόπη, εκτός από ομορφιά και πλούτη, είχε και όλες τις αρετές μιας ιδανικής συζύγου. Ήταν έξυπνη, συνετή, πιστή στον άντρα της και αφοσιωμένη στο γιο της, Τηλέμαχο, που ήταν βρέφος ακόμη, όταν έφυγε ο Οδυσσέας. Όταν ο Οδυσσέας έφυγε, της είπε να ξαναπαντρευτεί αν δε γύριζε. Παρόλα αυτά η Πηνελόπη τον περίμενε για 20 χρόνια, ακόμη και όταν όλοι τον θεωρούσαν νεκρό.
Τελικά:
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η υπομονή είναι χαρακτηριστικό και ιδιότητα και του Θεού και δίνεται ως δώρο στους πιστούς Του. Δεν είναι κάτι το παθητικό. Είναι ενεργητική αντιμετώπιση του κακού με το πνεύμα της αγάπης του Θεού. Μια από τις πρώτες αποκαλύψεις του Θεού στο δούλο Του το Μωυσή γίνεται ήδη διακήρυξη: "Κύριος, Κύριος ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός" (Έξοδος 34: 6).
Η υπομονή και η μακροθυμία του Θεού εκδηλώνονται στις σχέσεις Του με εμάς τους αμαρτωλούς ανθρώπους, ενώ αξίζουμε τη δίκαιη οργή Του. Το ερώτημα είναι, ως πότε κανείς περιμένει αυτόν που αγαπά; Όχι πάντως δια παντός…
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
filologos-hermes.blogspot.gr