Κάθε ἄνθρωπος ποθεῖ τὴ δόξα.
Θέλει νὰ ἀνεβεῖ, νὰ γίνει σπουδαῖος, μεγάλος, νὰ ἑλκύσει τὸν θαυμασμὸ
καὶ τὴν ἐκτίμηση! Δὲν εἶναι κατ᾿ ἀρχὴν ἐφάμαρτη αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία·
ἀπεναντίας εἶναι θεόσδοτη.
Ὁ Θεὸς τὴ φύτευσε στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἁπλῶς
τὸ πρόβλημα εἶναι πῶς ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει.
«Ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα»,
εἶπε ἡ ἀποστατημένη γενιὰ μετὰ τὸν Κατακλυσμό (Γεν. ια´ [11] 4). Νὰ
φτιάξουμε ὄνομα. Νὰ χτίσουμε λαμπρὸ μνημεῖο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ δοξασθεῖ τὸ
ὄνομά μας ἀπὸ τὶς ἑπόμενες γενιές. Ἔτσι, ξεκίνησαν τὸ κτίσιμο τοῦ πύργου
τῆς Βαβέλ, ποὺ ὅμως ποτὲ δὲν ὁλοκληρώθηκε, διότι ὁ Θεὸς ἔπληξε
φιλάνθρωπα τὴν ἀλαζονεία τους προκαλώντας σύγχυση τῶν γλωσσῶν τους.
Ἀλλὰ καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, στὴν ἱστορία τῶν λαῶν καὶ
τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἴδια κραυγὴ ἀντηχεῖ: «Ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα». Νὰ
κατακτήσουμε τοὺς ἄλλους λαοὺς καὶ νὰ κυριαρχήσουμε. Νὰ δημιουργήσουμε ἔργα ὑψηλῆς τέχνης καὶ θαυμαστὰ ἐπιτεύγματα, γιὰ νὰ μᾶς δοξάζουν οἱ αἰῶνες.
Στὴν κοινωνικὴ ζωὴ πάλι καθημερινὸς ὁ πειρασμὸς τῆς δόξας, τῆς ἐπιδείξεως:
νὰ ἐντυπωσιάσω, νὰ ἐπιβληθῶ μὲ τὸ ντύσιμό μου, μὲ τὸ αὐτοκίνητο, μὲ τὶς
γνώσεις μου· νὰ φτιάξω προσεγμένο προφίλ (profil), βιτρίνα, εἴδωλο τοῦ
ἑαυτοῦ μου, ποὺ θὰ ἐντυπωσιάζει· νὰ ἀνελιχθῶ ὅσο γίνεται ψηλότερα στὴν
ἐπαγγελματικὴ ἱεραρχία· νὰ γίνω ἐπώνυμος, νὰ μιλᾶνε ὅλοι γιὰ μένα…
Πανίσχυρος ὁ πόθος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη δόξα· γοητεύει καὶ ὑποδουλώνει τοὺς
περισσότερους· καὶ ἐκδηλώνεται μὲ τρόπο ἄλλοτε χονδροειδὴ καὶ
ἀπροκάλυπτο, καὶ ἄλλοτε λεπτὸ καὶ σχεδὸν ἀνεπαίσθητο, ἀκόμη καὶ σὲ ἱερὰ
ἔργα – τῆς λατρείας, τοῦ κηρύγματος, τῆς ἐλεημοσύνης…
Σὲ
ὅσους ὅμως δὲν ἱκανοποιοῦνται ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ λάμψη της, ἀλλὰ εἰλικρινὰ
ἀναζητοῦν τὴν ἀληθινὴ δόξα, σ᾿ αὐτοὺς ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς τὸν δρόμο γιὰ
νὰ τὴν κατακτήσουν. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἱστορία τοῦ πύργου
τῆς Βαβέλ, ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει τὴν κλήση τοῦ δικαίου Ἀβραάμ. «Ἔξελθε
ἐκ τῆς γῆς σου», τοῦ λέει ὁ Θεός. Φύγε ἀπὸ τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπὸ τοὺς
συγγενεῖς σου καὶ πήγαινε σὲ ξένη χώρα, ὅποια σοῦ δείξω. Δηλαδὴ τοῦ
ζητάει ὁ Θεὸς νὰ ἀπαρνηθεῖ ἰσχυροὺς ἀνθρώπινους δεσμοὺς καὶ νὰ παραδοθεῖ
στὴν ὑπακοή Του. Μὲ τί ὑπόσχεση; Θὰ σὲ κάνω, τοῦ λέει, γενάρχη μεγάλου
ἔθνους, θὰ σὲ εὐλογήσω «καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου»· θὰ δοξάσω τὸ ὄνομά
σου, καὶ θά ᾿σαι εὐλογημένος. Θὰ εὐλογήσω αὐτοὺς ποὺ σὲ σέβονται, καὶ θὰ
καταρασθῶ αὐτοὺς ποὺ σὲ καταρῶνται. Καὶ ἀπὸ ἐσένα, ἀπὸ ἕναν ἀπόγονό
σου, τὸν Μεσσία, θὰ εὐλογηθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς (Γεν. ιβ´ [12] 1-3).
Ὁ Ἀβραὰμ ὑπήκουσε στὴν κλήση καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ Θεὸς τὸν
δόξασε καὶ σ᾿ αὐτὴν καὶ στὴν ἄλλη ζωή. Ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς ὁ γενάρχης
τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ὡς ὁ πατέρας τῶν πιστῶν,
ἐνῶ κληρονόμησε Βασιλεία αἰώνιας δόξας καὶ μακαριότητος, τῆς ὁποίας ἡ
πρόγευση εἰκονίζεται ὡς «οἱ κόλποι (ἡ ἀγκαλιά) τοῦ Ἀβραάμ» (βλ. Λουκ.
ιϚ´ [16] 22).
Στὴν Ἀποκάλυψη ἐπίσης ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιὰ τὴ δόξα ποὺ περιμένει τὸν κάθε πιστὸ στὴ Βασιλεία Του:
«Τῷ νικῶντι… δώσω αὐτῷ ψῆφον λευκήν, καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν
γεγραμμένον, ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων» (Ἀποκ. β´ 17). Σ᾿ ἐκεῖνον
ποὺ θὰ νικήσει στὸν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ σατανᾶ καὶ τῆς ἁμαρτίας, θὰ δώσω
λευκὴ ἀθωωτικὴ ψῆφο. (Ἡ εἰκόνα εἶναι παρμένη ἀπὸ τὰ ρωμαϊκὰ δικαστήρια,
ὅπου συνηθιζόταν νὰ δίνεται σ᾿ ὅσους κρίνονταν ἀθῶοι, μικρὴ λευκὴ
πέτρα, ἐπάνω στὴν ὁποία ἦταν γραμμένο τὸ ὄνομά τους). Θὰ τὸν ἀπαλλάξω
ἀπὸ τὴν ἀτιμία τῆς ἁμαρτίας, θὰ τοῦ δώσω πλήρη ἄφεση. Καὶ πάνω στὴν ψῆφο
θὰ εἶναι γραμμένο ἕνα νέο ὄνομα, τὸ ὄνομα τῆς υἱοθεσίας καὶ τοῦ πολίτη
τῆς αἰώνιας Βασιλείας. Αὐτὸ τὸ ὄνομα δὲν τὸ γνωρίζει κανεὶς ἄλλος παρὰ
μόνο ἐκεῖνος ποὺ τὸ λαμβάνει.
Δηλαδὴ ὁ Κύριος θὰ δοξάσει τὸν κάθε πιστὸ μὲ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο,
θὰ ἐκδηλώσει στὸν καθένα προσωπικὰ τὸν ἀνεξιχνίαστο πλοῦτο τῆς ἀγάπης
καὶ εὐεργετικότητάς Του. Αὐτὸ τὸ «καινούργιο ὄνομα» συμβολίζει τὴ
μυστικὴ κοινωνία τοῦ συγκεκριμένου νικητῆ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ λαμπρότητα,
τὴν κατὰ χάριν θέωση ποὺ τὸν περιμένει, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ
μὲ λόγια καὶ τὴν ὁποία κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει, ἐκτὸς ἐὰν
τὴ ζήσει. Μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ αὐτὴ ἡ δόξα μὲ τὴν εὐτέλεια τῆς ἀνθρώπινης
δόξας;
Τὴν ἀληθινὴ δόξα τὴν χαρίζει μόνο ὁ Θεός.
Ἡ δόξα μας βρίσκεται στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ δρόμος πρὸς τὴν
ἀληθινὴ δόξα εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημά Του, ἡ ζωὴ τῆς
αὐταπαρνήσεως, τῆς μετανοίας, τοῦ ἁγιασμοῦ.
Ὅλως παραδόξως ἡ ταπείνωση καὶ ὄχι ἡ ἐπίδειξη φέρνει τὴ δόξα. «Εἰ
βούλει δόξαν λαβεῖν, διάκρουσαι δόξαν· εἰ δὲ διώκεις δόξαν, ἐκπέσῃ
δόξης», μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (PG 61, 603). Ἂν
θέλεις νὰ δοξασθεῖς, ἀπόκρουσε τὴ δόξα· ἐνῶ ἂν τὴν ἐπιδιώκεις, θὰ τὴ
χάσεις. Ταπεινώσου ἀπέναντι στὸ Θεό, δόξασέ Τον μὲ τὴν ὑπακοή σου. Καὶ
θὰ σὲ δοξάσει Ἐκεῖνος. Τὸ ὑποσχέθηκε, καὶ δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ
ἀθετήσει τὸν λόγο Του: «Τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α´ Βασ. β´ 30).