Ένας πατέρας γυρίζει αργά ένα βράδυ στο σπίτι του από την δουλειά του – κουρασμένος και εκνευρισμένος – και βρίσκει το εξάχρονο αγοράκι του να τον περιμένει άγρυπνο στο σαλόνι. Μόλις τον βλέπει, τρέχει κοντά του, τον αγκαλιάζει και ακολουθεί ο εξής διάλογος:
-Μπαμπά, σε περίμενα. Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;
-Ναι, βεβαίως αγόρι μου.
-Πόσα πληρώνεσαι για μια ώρα δουλειάς εκεί, στο γραφείο σου;
-Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά, απαντά εκνευρισμένος ο πατέρας.
-Σε παρακαλώ μπαμπάκα μου, θέλω να ξέρω, πες μου.
-Ε, αφού θέλεις να ξέρεις, να… παίρνω τριάντα ευρώ την ώρα.
-Ωχ! … Μπορείς σε παρακαλώ να μου δανείσεις 19 ευρώ;
-Άκουσε να σου πω. Αν ο μόνος λόγος που με περίμενες και με ρώτησες ήταν για να μου ζητήσεις χρήματα για ν’ αγοράσεις, σίγουρα, κάποιο χαζό καινούριο παιχνίδι, να πας κατευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Δεν σκοτώνομαι εγώ στην δουλειά για τέτοιες απαιτήσεις.
Το παιδάκι μαζεύτηκε, τον φίλησε βιαστικά και πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ο πατέρας, ξανασκέφτηκε την ερώτηση του παιδιού, νευρίασε και πάλι, κι αναρωτήθηκε: «Πως τόλμησε να με ρωτήσει πόσα παίρνω, μόνο και μόνο για να μου ζητήσει χρήματα;».
Μετά από αρκετή ώρα, λίγο πιο ξεκούραστος πια, ο πατέρας ηρέμησε κι άκουσε τις σωστές σκέψεις της γυναίκας του. Σκέφτηκε ότι δεν έκανε καλά προηγουμένως και, ίσως ο μικρός να χρειαζόταν ν’ αγοράσει κάτι χρήσιμο με τα 19 ευρώ. Ίσως κάτι για το σχολείο…
Πήγε λοιπόν, στην πόρτα του δωματίου του, την άνοιξε προσεκτικά και ρώτησε:
-Κοιμάσαι παιδί μου;
-Όχι μπαμπά.
-Σκέφτηκα ότι, ίσως, ήμουνα λίγο άδικος μαζί σου νωρίτερα. Αλλά να, ήταν μια δύσκολη μέρα στο γραφείο κι έβγαλα σ’ εσένα όλη μου την κούραση. Έλα να φιλιώσουμε. Και να, πάρε τα 19 ευρώ που μου ζήτησες. Όμως, δεν μου είπες τι θα τα κάνεις.
Ο μικρός χωρίς να απαντήσει, τον αγκάλιασε και τον φίλησε γεμάτος χαρά, έβαλε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι του κι έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα μαζί με κάτι κέρματα. Σιωπηλός άρχισε να τα μετράει.
Ο πατέρας, βλέποντας ότι ο μικρός έχει ήδη κάποια χρήματα από το χαρτζηλίκι του, αισθάνθηκε να νευριάζει και πάλι, και τον ρώτησε αυστηρά:
-Αφού έχεις χρήματα, γιατί θέλεις και άλλα; Πες μου, τι θα τα κάνεις;
-Να. Είχα μόνο 11 ευρώ. Ενώ τώρα, μπαμπάκα μου, έχω 30 και μπορώ να σου πληρώσω μιας ώρας δουλειά, για να έρθεις αύριο πιο νωρίς στο σπίτι. Θέλω τόσο πολύ να κάτσουμε όλοι μαζί στο τραπέζι…
Ο πατέρας συγκλονίστηκε και, βουρκωμένος, αγκάλιασε το παιδί του, ψιθυρίζοντας ένα καταλυτικό «συγγνώμη».
από το βιβλίο: «5η εντολή – «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου…» – Μερόπης Ν. Σπυρόπουλου
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΙΤΕ