Ήθελε να ηρεμήσει λίγο από το άγχος που τον βασάνιζε. Και να ζητήσει τις συμβουλές του γέροντα.
Τον συνάντησε σε μια φτωχική καλύβα.
- Ευλογείτε, είπε χαιρετώντας τον ερημίτη. Ξέρετε, έκανα πολύ δρόμο για να έλθω εδώ . . .
- Κάθισε, τον διέκοψε ο γέροντας. Άσε με να σου βάλω λίγο τσάι.
- Έχω περάσει πολλά χρόνια σπουδάζοντας σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού ... , άρχισε να αυτοσυστήνεται ο επισκέπτης.
- Ας πιούμε πρώτα λίγο τσάι, επέμεινε ο γέροντας.
- Τώρα διευθύνω μια μεγάλη επιχείρηση ... , συνέχισε να περιαυτολογεί ο ξένος.
- Πιστεύω ότι το τσάι θα σας αρέσει πολύ, είπε ο ερημίτης συνεχίζοντας να γεμίζει την κούπα του επισκέπτη του.
- Μα εσείς την ξεχειλήσατε, πάτερ· το τσάι χύνεται απ` έξω! παρατήρησε ενοχλημένος ο ξένος.
- Κι εσύ μοιάζεις μ` αυτήν την ξεχειλισμένη κούπα! απάντησε τότε ο σοφός γέροντας. Αν δεν αδειάσεις, ευλογημένε, έστω λίγα από αυτά που κουβαλάς, πώς θα αφήσεις να στάξει μέσα σου κάτι από τα λίγα πράγματα πού ξέρω.
Από το Γεροντικό
Πηγή