Μ' ένα φθαρμένο σκούφο για σκεπή
κι ένα κομποσχοίνι μόνη αποσκευή
στον κόσμο τριγυρνούσε.
Χαμηλόφωνα μιλούσε
κι όποτε τον κλώτσαγαν απλώς χαμογελούσε
κι έλεγε «ευχαριστώ».
Τον κορόιδεψα κι εγώκι ένα κομποσχοίνι μόνη αποσκευή
στον κόσμο τριγυρνούσε.
Χαμηλόφωνα μιλούσε
κι όποτε τον κλώτσαγαν απλώς χαμογελούσε
κι έλεγε «ευχαριστώ».
μαζί με όλο το χωριό
που τον βρήκαμε χαζό
και μας έκανε δουλειές στο τζάμπα.
Όλη νύχτα ξενυχτούσε με μια λάμπα
κόμπο - κόμπο έμπλεκε με δάκρυ
προσευχές στου ουρανού την άκρη
κι έπιανε κουβέντα με τον ίδιο το Θεό
Συνεχώς παρακαλούσε να τον πάρει από δω.
Του 'κανε ο Θεός τη χάρη
Και μια νύχτα που είχε βάρδια το φεγγάρι
του 'στειλε ένα παλικάρι
που το λέγαν Μιχαήλ
Τον ταξίδεψε με φλόγα ως τις αγκαλιές
των Μαρτύρων τις ζεστές φωλιές.
Το πρωί τον ψάχναμε τον γέρο - Ευχαριστώ
μήτε στους στάβλους ήταν μήτε στο βουνό.
Ένα παιδί μάς έφερε τον σκούφο τον πλεχτό
που μύριζε λιβάνι, μύρο και κερί.
Στην Εκκλησιά τον βάλαμε πλάι στον Γεώργιο το Νικητή
παρηγοριά μας είναι πια κι ελπίδα ακριβή
κι όλοι περάσαμε από κει
γράψαμε «συγγνώμη» και βάλαμε υπογραφή.
Από το «Έρωτες και μάχες αυτοτελείς» του Βασίλη Μαρουλά