Μία θαυμαστή αλλαγή
«Αρετή, πού δέν παγιώνεται σέ πράξη, γρήγορα αφανίζεται από τούς πειρασμούς καί τίς δυσμένειες τών περιστάσεων»
(Γρηγόριος Θεολόγος)
Ό κύρ - Θανάσης ζή εις ένα χωριό τής Πελοποννήσου, πού αποτελείται από πενήντα περίπου οικογένειες. Τό σπίτι του είναι πτωχικό καί ταπεινό, άλλά γεμάτο από άγαθά, τά όποια μέ την εύλογία του Θεού αποδίδει ή αδιάκοπος εργασία του εις τά χωράφια, καθώς καί ή εργασία τής γυναικός του καί τών δύο παιδιών του. Είναι άνθρωπος 50 περίπου ετών. Φιλότιμος, φιλόξενος, ειλικρινής, τίμιος καί συνεπής εις τίς υποσχέσεις του. Άλλά είναι πολύ ευέξαπτος καί θυμώδης εις τό έπακρο. Γι’ αυτό καί τόν φοβούνται όλοι εις τό χωριό, πολύ δέ περισσότερο ή γυναίκα του καί τά παιδιά του.
Άμα του δώσουν αφορμή εις τό παραμικρό, μπορεί νά άναστατώση τό σπίτι, νά βλασφημήση όλα τά θεία καί ιερά καί νά παραφερθή ώς μανιακός. Ευτυχώς ότι καί ό ίδιος, έχων ύπ’ όψι τόν χαρακτήρα του, φοβείται πολύ τόν έαυτό του, καί γι’ αύτό είναι προσεκτικός να μή θίξη εις τίποτε τούς συγχωριανούς του και δώση άφορμή φιλονεικίας.
Εις τήν Εκκλησία ό κύρ - Θανάσης σπανίως έφαίνετο. Εις τήν εξομολόγηση δεν είχε προσέλθει ποτέ εις τήν ζωή του. Είχε νά κοινωνήση των Άχράντων Μυστηρίων από τότε, πού μικρό τον κοινωνούσε ή μητέρα του. Όμως δέν εμπόδιζε τήν γυναίκα καί τά παιδιά του από τού νά θρησκεύουν. Τούς είχε δώσει πλήρη Ελευθερία για τήν εκκλησία, τήν προσευχή, τήν εξομολόγηση, τήν Θεία Κοινωνία, τίς καλές συναναστροφές.
Καί μακρινούς ακόμη δρόμους τούς έπέτρεπε, όταν ήθελαν νά παρευρεθούν σέ θρησκευτικές συγκεντρώσεις καί νά ακούσουν ώφέλιμα πράγματα. Έσέβετο τούς ευσεβείς καί ενάρετους ανθρώπους. Ό ίδιος όμως εύρίσκετο μακράν του Θεού καί τής Εκκλησίας. Καί γι’ αυτό ή γυναίκα του καί τά παιδιά του έκαμναν καθημερινή προσευχή πρός τόν Θεό, γιά νά φωτίση τόν πατέρα τους νά μετανοήση, νά ζητήση νά έξομολογηθή, νά κοινωνήση των Άχράντων Μυστηρίων, να κόψη τήν βλασφημία, νά έλευθερωθή από τόν θυμό, νά ήμερέψη.
Αλλά οί προσευχές τής γυναικός καί των παιδιών επί χρόνια πολλά έφαίνοντο άκαρποι, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Κάποτε όμως έφθασε ή ώρα τής χάριτος. Ό βλάσφημος καί θυμώδης έπεσε άρρωστος εις τό κρεβάτι μέ διπλή πνευμονία. Επί ημέρες πολλές έκαίετο από ύψηλό πυρετό. Είναι τέλη Νοεμβρίου τού 1944, πού μόλις οί κατακτητές είχαν φύγει από τήν Ελλάδα καί άφησαν πίσω τους συντρίμματα: σκοτωμένους πολλούς, σπίτια άποτεφρωμένα, περιουσίες άφανισμένες, μέσα συγκοινωνιακά κατεστραμένα, καί τρομερή έλλειψη φαρμάκων, μάλιστα εις τά άπομακρυσμένα χωριά, καί παιδιά άπομακρυσμένα από τό σπίτι τους λόγω τής καταστάσεως.
Ό ιατρός τής περιοχής αγωνίζεται έπί ημέρες νά ρίξη τόν πυρετό καί νά σώση τόν άρρωστο.
Αλλά, κανένα αποτέλεσμα. Ό άρρωστος διαρκώς χειροτερεύει. Καί, έπί τέλους ό ιατρός έβεβαίωσε δι’ αυτόν, ότι δέν θά διαφύγη τόν θάνατο.
Ό κύρ - Θανάσης, από τά κρυφομιλήματα πού έγίνοντο γύρω του, καί από τά δάκρυα τής γυναικός του καί από τήν κατάστασή του, έκατάλαβε ότι φεύγει από τόν κόσμο αυτό. Κάλεσε λοιπόν ένα συγγενή του καί τόν παρεκάλεσε να φύγη διά νυκτός μέ τό άλογό του καί νά πάη να συναντήση τά παιδιά του καί νά τούς ειπή νά έλθουν τό ταχύτερο, διά νά τά ίδή πρίν άποθάνη' καί άμέσως έπειτα νά πάη εις μία πόλη νά συναντήση κάποιον ιεροκήρυκα καί πνευματικό, για τόν όποιο είχε άκούσει πολλά καλά, καί νά τον φέρη χωρίς άναβολή, γιά νά τόν έξομολογήση.
Επειδή ήσθάνετο μεγάλη δυσκολία νά έξομολογηθή εις τόν πνευματικό τού χωριού του.
Πράγματι ό νέος φεύγει τό βράδυ, 2 Δεκεμβρίου τού 1944, καί τήν επομένη, αφού ειδοποίησε τά παιδιά τού αρρώστου, φθάνει εις τήν πόλη τό βράδυ τής 3 Δεκεμβρίου. Εκεί αναζητεί τον ιεροκήρυκα καί πνευματικό καί τού ανακοινώνει τήν παράκληση τού αρρώστου. Ό πνευματικός αισθάνθηκε ύποχρέωση νά μή άμελήση τό καθήκον, πού έπρόβαλλε εμπρός του. Άμέσως ξεκινούν διά νυκτός. Διασχίζουν δάση, περνούν χαράδρες, διέρχονται ποτάμια καί προχωρούν βιαστικοί, γιά νά φθάσουν όσο τό δυνατό ενωρίτερα νά προλάβουν τόν ετοιμοθάνατο.
Άλλ’ εν τω μεταξύ τί γίνεται ό άρρωστος; Από τότε, πού έφυγε από τό χωριό ό απεσταλμένος του, κοντεύουν νά περάσουν 30 ώρες. Μήπως άπέθανε εν τω μεταξύ; Ή μήπως έχειροτέρευσε τόσο, ώστε όταν φθάση ό πνευματικός, νά ευρίσκεται εις αφασία καί νά μή είναι εις θέση νά έξομολογηθή! Αυτά τά ερωτηματικά κυκλοφορούσαν στήν ψυχή καί τού πνευματικού καί τού συνοδού του.
Όμως κατά τό διάστημα των 30 αυτών ωρών κάτι άλλο συνέβαινε εις τόν άρρωστο, πού κανείς άλλος δέν τό γνώριζε, παρά μόνον ό ίδιος. Ήταν μία φοβερά πάλη, ή μάλλον γιγαντομαχία, μεταξύ δύο αοράτων δυνάμεων. Τό έργο, τό όποιον ξεκίνησε ή θεία χάρις, βραβεύουσα τις προσευχές των μελών τής οικογένειας τού κύρ -Θανάση, ήλθε νά τορπιλλίση ό έξουσιαστής του σκότους, ό Σατανάς, μέ φανερή -καί σχεδόν αισθητή- επίθεση. ’Έβλεπε, ότι τού έφευγε μιά ψυχή από τά νύχια του καί ήθελε νά τήν κρατήσει οπωσδήποτε στήν εξουσία του. Έφερε λοιπόν εις τόν άρρωστο λογισμούς, πού τόν άνεστάτωσαν. «Τί είναι αυτό πού έκαμες; Γιατί νά φέρεις πνευματικό; Γιατί νά φανερώσης τά κρίματά σου;
Τί σχέση έχεις έσύ μέ τούς πνευματικούς; Είναι ντροπή να φανερώσης τό τί έκαμες στη ζωή σου. Μάζεψε τίς δυνάμεις σου καί σήκω έπάνω, πριν έλθει ό πνευματικός. Πάρε τό πιστόλι επάνω σου. Βγάλε τή γυναίκα σου έξω από τό σπίτι. Πάρε τόν τενεκέ μέ τό πετρέλαιο καί έβγα στήν πόρτα. Σκόρπισε τό πετρέλαιο στό πάτωμα καί βάλε φωτιά καί κάψε τό σπίτι μέ όλα τά πράγματα.
Καί, υστέρα, αυτοκτόνησε μέ τό πιστόλι. Καί όταν έλθη ό πνευματικός, θά σέ βρή πτώμα καί θα σέ θάψη. Σήκω, μην άργοπορής»!
Αύτός ήτο ό τρομερός πόλεμος, πού έπίεζε τόν άρρωστο όλη τήν ήμερα τής 3ης Δεκεμβρίου, καί πρό πάντων όταν ένύκτωσε. Καί κάποτε, εις προχωρημένη ώρα τής νυκτός, ό Σατανάς έπεισε
τόν άρρωστο νά προχωρήση πρός την καταστροφή. Καί άνασηκώθηκε. Αλλά, πάλι, άλλη φωνή από άλλη δύναμη διαμαρτυρήθηκε. «Μή! Πέσε πάλι στό κρεββάτι. Άνθρωπος είναι καί ό πνευματικός. Δέν κόβει κεφάλια. Δέν είναι κρεμάλα ή εξομολόγηση.
Είναι σωτηρία. Θά γίνης μάλλον καλύτερα ύστερα από τό Μυστήριο καί θά διαφυγής τόν κίνδυνο. Θα γίνης καλά. Γιατί νά καταστρέψης τόν εαυτό σου, τήν γυναίκα σου, τά παιδιά σου, τό σπίτι σου; Αλλά καί τό άλλο. Πώς συμβιβάζεται μέ τόν χαρακτήρα σου αυτό, να στείλης άνθρωπο στήν πόλη γιά νά κουβαλήσης πνευματικό γιά νά σέ έξομολογήση, καί νά έλθει νά σέ εύρη νεκρό;
Ποιά ιδέα θά σχηματίση για σένα καί ό πνευματικός καί όλο τό χωριό;»
Μέ αυτή τήν πάλη έπέρασε όλη σχεδόν ή νύχτα τής 3ης Δεκεμβρίου πρός τήν 4η. Ό άρρωστος εύρέθη ανάμεσα εις δύο ισχυρά στρατεύματα, πού έμάχοντο μεταξύ τους, ποιό θά κερδήση
τόν έτοιμοθάνατο.
Αλλά, περί τά έξη μερώματα, είχε πλέον κριθή ό αγών. Τό στράτευμα του Θεού είχε νικήσει τό στράτευμα τού Διαβόλου κατά κράτος. Κανένας πλέον κακός λογισμός δέν ενοχλούσε τον άρρωστο, καμία παρακίνησις δέν του έγίνετο γιά τήν καταστροφή. Ό άρρωστος επήρε τό καλύτερο. Ήρεμος δε καί γαλήνιος περίμενε τον πνευματικό. Έν τω μεταξύ είχαν φθάσει καί τα παιδιά του. Καί κάποτε τόν ειδοποίησε ή σύζυγός του:
-«Έρχονται» έφάνησαν απέναντι στό δρόμο.
-Καλώς νάρθουν, απάντησε ό άρρωστος.
Μετ’ ολίγον άκουσε στήν αυλή τόν χρεμετισμό του αλόγου του. Έξεπέζευσε ό πνευματικός,
έμβήκε εις τό σπίτι καί έπλησίασε τόν άρρωστο.
Έβγήκαν όλοι οι άλλοι έξω καί τά είπαν ιδιαιτέρως οί δύο. Ό κύρ - Θανάσης έξωμολογήθη όλα τά σφάλματά του, μέ όλη τήν ειλικρίνεια καί με συγκίνηση πολλή. Εις κάθε αμάρτημα πού έλεγε
έβγαινε από τά στήθη του καί ένας στεναγμός ανακουφίσεως. Εις τό τέλος ό πνευματικός του διάβασε τήν συγχωρητική ευχή. Ό άρρωστος ήσθάνθη σάν νά έφυγε άπ’ επάνω του βράχος βαρύς, πού τόν έπίεζε έως τότε. Νέοι ορίζοντες άνοίχθηκαν εις τήν ψυχή του καί φως ουράνιο άστραψε μέσα του.
Τήν άλλη ήμερα έκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Από τήν στιγμή δε έκείνη ήσθάνθη κάποια δύναμη νά τόν ζωογονή καί νά του στερεώνη τήν πεποίθηση, ότι διέφυγε τόν θάνατο.
Ό ιατρός έξεπλάγη, όταν είδε αύτό τό θαύμα,
πού έδημιούργησαν εις τόν άρρωστο τά δύο μυστήρια, τής Εξομολόγησης καί Θείας Κοινωνίας.
Έκτοτε ό κύρ - Θανάσης, υγιέστατος πλέον, παραμένει πρόβατο τού Χριστού. Αγωνίζεται κατά των ελαττωμάτων του. ’Έκοψε πρωτίστως την βλασφημία. Μετρίασε τόν θυμό. Άρχισε να κυρίαρχη επί τού εαυτού του.
Κάποια ήμέρα όμως, ένας άνθρωπος από γειτονικό χωριό αφήκε τά πρόβατά του να βόσκουν εις ένα λιβάδι του κύρ - Θανάση, χωρίς να του ζητήση τήν άδεια. Όταν έπέρασε απ’ εκεί ό κύρ -Θανάσης καί είδε τήν ζημιά, ένόμισε ότι έπρεπε να παρατηρήση τόν ξένο.
-Δέν μου λές, πατριώτη, μπορείς να μπαίνης στήν ξένη περιουσία καί να βοσκας τά πρόβατά σου, χωρίς να ρωτήσης πρωτήτερα τούς νοικοκυραίους;
Τότε εκείνος, άν καί είχε άδικο, ύβρισε όχι μόνον τόν κύρ - Θανάση, αλλά καί όλους τους συγχωριανούς του. Τότε ό κύρ - Θανάσης έταράχθηκε. Έπιασε τόν αντίπαλο από τό σακκάκι, τόν τίναξε ολίγον καί του είπε:
-Έχε χάρη, σε κάποιον, εις τόν όποιον μια ημέρα θά δώσω λογαριασμό, καί αυτή τήν ώρα αυτός μου έχει δεμένα τά χέρια. Αλλιώς θά σε μάθαινα πώς να μιλάς.
Εκείνος φοβισμένος μάζεψε τά πρόβατα και έφυγε. Αλλά καί άν συμβή καμιά φορά νά νικηθή ό κύρ - Θανάσης καί νά παραφερθή εξ άδυναμίας, αμέσως μετανοεί, συντρίβεται, ζητεί συγχώρηση. Καί ομολογεί, ότι ή ασθένεια του, ήταν γι’ αυτόν μεγάλη ευεργεσία τού Θεού, καί ότι από τότε άρχισε καινούργια ζωή, τήν οποία θά ήθελε νά είχε άκολουθήσει από τά μικρά του χρόνια.
ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΜΕ ΑΙΩΝΙΟ ΑΝΤΙΚΡΥΣΜΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/08/blog-post_32.html