"Βγαίνει κανείς στην Ουρανούπολη, είτε νέος μοναχός είναι είτε γηραιός είτε ευλαβής προσκυνητής, και αντικρύζει το θέαμα της πορνείας στο αποκορύφωμά της"
Όταν ελευθερώθηκε η πολυθρύλητη Μακεδονία από τον οθωμανικό ζυγό, οι Αγιορείτες, Έλληνες αληθινοί, έβγαλαν από τα μπαούλα τους τις σκοροφαγωμένες σημαίες της πονεμένης Ελλάδος και τις ύψωσαν παντού.
Το άγιο βουνό είναι το μόνο κομμάτι της αγιασμένης αυτής χώρας για το οποίο ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδειξε ευαισθησία και συνέστησε στους Αγιορείτες να κάνουν δικό τους κρατίδιο και να μην είναι κάτω από την ελληνική επικράτεια, γιατί θα το μετανοιώσουν. Οι θερμοί Έλληνες καλόγεροι το αρνήθηκαν και δέχθηκαν την ελληνική επικράτεια σαν ευλογία της Παναγίας. Όλα αυτά τα λησμόνησαν οι εκάστοτε κρατούντες και το άγιο αυτό βουνό βρίσκεται σήμερα σε μια πλήρη εγκατάλειψη. Ο,τι και να ζητήσουμε, οι επιτροπές, σαν τους παλιούς ταχυδρόμους, μέρες γυρίζουν από γραφείο σε γραφείο, από υπουργό σε υπουργό, και δρέπουν στάχυς άκαρπους, που τους έχει καταστρέψει το συρίκι, ο λίβας. Γι᾽ αυτό το ψηλό βουνό ψιχία μόνον δίνουν από τα τραπέζια που έχουν συνδαιτυμόνες τους μουσουλμάνους. Με πιο πολλή χαρά ανεγείρουν τα τζαμιά, απ᾽ ο,τι τα μνημεία του Γένους και της πίστεως.
Το Όρος είναι αφύλακτο, είναι στην διάθεση του κάθε ληστοπεράτη. Τα τελωνεία καταργήθηκαν, έλεγχος δεν γίνεται. Μπάτε, σκύλοι, αλέστε κι αλεστικά μη δώστε. Βγαίνοντας προχθές από το Όρος, βλέπω απ᾽ τον αρσανά της Χιλανδαρίου να μπαίνη στο πλοίο ένα αγροτικό με σκεπασμένη την καρότσα. Δεν συγκρατήθηκα. Η μάλλον κακώς συγκρατήθηκα. Έστειλα ένα μοναχό, να σηκώση την κουβέρτα να δη τι κουβαλάει. Κι έβγαζε έξω του Όρους ένα αγροτικό ρίγανη! Το να κόψη κανείς ένα ματσάκι για το σπίτι του κανείς δεν το αρνείται, αλλά ένα ολόκληρο αγροτικό; Πόσο συνειδητά αυτός ο άνθρωπος σύναξε από τις νάπες του Όρους αυτήν την ρίγανη και δεν την ξεπάτωσε; Περίμενα να συναντήσω λιμενικό στην Ουρανούπολη. Είμαι Αρχιπελαγίτης. Ταξιδεύω από το 1955. Πρώτη φορά είδα να πιάνη πλοίο σε λιμάνι και να μην υπάρχη ούτε τελώνης ούτε λιμενάρχης. Μα αν γίνη ένα δυστύχημα, ποιος θα το πιστοποιήση; Ο ξυλοκόπος του Αγίου Όρους η ο εργάτης η οι αλλοδαποί προσκυνητές; Μας πήρε τα τελωνεία το κράτος και μας τοποθέτησε αραιά και που λιμεναρχεία. Και σ᾽ αυτά, οσάκις προσφύγης, η το σκάφος τους είναι χαλασμένο η δεν έχουν πετρέλαιο να το κυκλοφορήσουν. (Ωστόσο, μεγάλος ηγούμενος, εισερχόμενος με 12θέσιο ταχύπλοο, πολλές φορές συνοδεύεται από το λιμενικό. Κλάψε με, μάννα, κλάψε με.) Ναί, αφύλακτο το άγιο αυτό βουνό, είναι στην διάθεση κάθε αρχαιοκάπηλου και κάθε άρπαγα. Δεν θέλουμε λιμεναρχεία, θέλουμε τελωνεία, τα οποία θα είναι επανδρωμένα όχι με προτεστάντες και ιεχωβάδες, αλλά με συνειδητούς και σοβαρούς χριστιανούς και Έλληνες.
Βγαίνει κανείς στην Ουρανούπολη, είτε νέος μοναχός είναι είτε γηραιός είτε ευλαβής προσκυνητής, και αντικρύζει το θέαμα της πορνείας στο αποκορύφωμά της. Εκεί κυκλοφορούν άνθρωποι οι οποίοι μήτε στοχάζονται μήτε ντρέπονται. Λέγει ο αββά Ισαάκ: «Αυτός που δεν σέβεται τον εαυτό του δεν σέβεται και τους άλλους». Ένας νέος από την Πάτρα, επιστρέφοντας στον κόσμο, μου λέγει: «Δεν φοβάμαι την διαδρομή μέχρι την Πάτρα, αλλά την διαδρομή που θα κάνω από το καράβι μέχρι να πάω στο αυτοκίνητό μου στην Ουρανούπολη».
Η φιλεύσπλαγχνη ελληνική επικράτεια, που θάλπει και υποθάλπει κάθε εχθρό και πολέμιο της πατρίδας μας και της πίστης μας, αδυνατεί να φτιάξη πιο κεί μια προκυμαία, να σταματάη το καράβι του Όρους, μόνον πρέπει να μας πετά κυριολεκτικά με ανατροπή, όπως τα αυτοκίνητα, μέσα στον κόσμο, που μόνον βούρκος εκπέμπεται και δυσοσμία δυσώδης; Λίγο σεβασμό να είχε για αυτούς τους διά ζωής ακρίτες της πίστεως, αυτούς τους άμισθους εργάτες, θα έφτιαχνε ένα μουράγιο μακριά από την ταραχή του κόσμου και την ξεδιαντροπιά. Όλα γίνονται σ᾽ αυτόν τον τόπο, εκτός από το σοβαρό και το σεμνό.
Ποιος από τους κρατούντες όλα αυτά τα χρόνια στοχάστηκε τι είναι αυτό το Όρος και τι φυλάει και τι περικρατεί, για να προσφέρη κάτι για την αναστήλωση αυτών των μνημείων, παρά έπιασαν τους μοναχούς από τον λαιμό και τους έσφιγξαν να δεχθούνε βοήθεια για την αναπαλαίωση των μνημείων του έθνους μας από την άθεη και βδελυκτή Ευρωπαική Ένωση. Για ολυμπιακούς αγώνες, για τζαμιά, για διάφορους συλλόγους υπάρχουν χρήματα, αλλά γι᾽ αυτόν τον τόπο πεντάρα. Πότε κρατικός υπάλληλος περιώδευσε τον τόπο αυτόν να ρωτήση αυτούς τους στρατευμένους μοναχούς:
«Τι ανάγκες έχετε;»; Και σήμερα, σαν να βρισκώμαστε στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ζητούμε βοήθεια από τους φιλεύσπλαγχνους ομοδόξους, για να φτιάξουμε μία σκεπή, ένα παράθυρο, ένα τειχίο αντιστήριξης, να βάλουμε ένα κομμάτι μολύβι στην σκεπή του καθολικού που τρέχει. Ευτυχώς, οι μοναχοί αυτής της νέας γενιάς φέρθηκαν φιλότιμα και στερήθηκαν και την μπουκιά το ψωμί, για να αναπαλαιώσουν τα μοναστήρια τους. Οι πολιτικοί που επισκέπτονται το Όρος έρχονται κατευθυνόμενοι σαν τα βλήματα των πυραύλων και δυστυχώς θα πέσουνε στα μοναστήρια που περισσεύουν άρτων και όχι εκεί που υπάρχουν πραγματικές ανάγκες. Κι έτσι, οι εκάστοτε κρατούντες, παρά τα πολλά φώτα, παραμένουνε τυφλοί όπως και πρώτα. Ποιος υπουργός πήρε ποτέ την μάτσα του, το μπαστούνι του, να περιδιαβή το Όρος, να δη από μόνος του που ανατέλλει ο ήλιος και που δύει; Κανένας, κανένας, κανείς ποτέ!
(...)Μετά από πολλούς αγώνες, μελέτες, επιμετρήσεις, ερευνήσεις, φτιάξαμε μια μελέτη για το καθολικό των Αρχαγγέλων στην Μονή Δοχειαρίου. Την ψαλίδισαν τόσο πολύ, σαν να επρόκειτο για στάβλο και για μάντρα. Τόσο, που εγώ προσωπικά ως ηγούμενος, δεν τολμώ με αυτά τα χρήματα να ξεκινήσω το έργο αυτό. Εδώ θα δείξουν την οικονομία; Δυστυχώς, παρασυρμένοι από τα ρεύματα της κακοποιού αυτής εποχής, οι κρατούντες έχουν τις τσέπες τους πάντα τρύπιες γι᾽ αυτά που δοξάζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία και την ελληνική πατρίδα.
Κάποτε σ᾽ ένα λιμάνι είδα ένα παλιό αραγμένο καράβι. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένας γάτος που θρηνούσε την εγκατάλειψη του παλιού καραβιού. Έτσι κι εγώ σαν γάτος θρηνώ την εγκατάλειψη του Αγίου Όρους. Καημένε γάτε, ποιος να σε ακούση και ποιος να σού φέρη προσφάι, για να συνεχίσης τον θρήνο του εγκαταλελειμμένου καραβιού; Κι εμένα ποιος θα μου κρατήση την καρδιά μου; Ποια Παναγία παυσολύπιος θα με βοηθήση να σταματήση ο πόνος μου κι ο οδυρμός μου;
Εδώ θα σταματήσω γι᾽ αυτήν την φορά.
Επιτρέψατέ μου μια μικρή παρένθεση για το προηγούμενο άρθρο. Όταν κανείς ομιλή στον άλλο και φοράη πετραχήλι, αυτήν την ώρα είναι ο κατ᾽ εξοχήν παπάς και οι κουβέντες που λέει πρέπει να είναι υπεύθυνες και σοβαρές· πρέπει να είναι μόνον από την διδασκαλία του Ευαγγελίου και να μη χρησιμοποιή τα δικά του κάλπικα «νομίσματα» και τα δικά του ταραγμένα πιστεύω. Όταν μιλώ χωρίς πετραχήλι, μπορεί να λέγω ο,τι θέλω, αλλά με το πετραχήλι μόνον την διδασκαλία της Εκκλησίας μπορώ να χρησιμοποιώ. Άλλως, δεν είμαι παπάς· είμαι ο μανάβης της γειτονιάς, που διαφημίζω τα προιόντα που έχω προς πώληση.
Εσείς βέβαια όλοι που σχολιάσατε αυτό το άρθρο και μάλιστα ανυπόγραφα, αν φοράτε πετραχήλι σας καθιστώ υπευθύνους ενώπιον του Θεού, αν δεν φοράτε, σ᾽χωρεμένοι να είστε κι ο καθένας ας πορευθή εκεί που ετοίμασε τόπο αναπαύσεως.
Ημέρες δύσκολες και για την Εκκλησία και για το έθνος. Ο διάβολος βγήκε από το καυκί του και περιέρχεται την ορθόδοξη Ελλάδα σαν λιοντάρι βρυχώμενο να καταπιή όποιον βρη μπροστά του. Κύριος ο Θεός οικτιρήσαι και ελεήσαι ημάς. Αμήν.
Γρηγόριος ο Αρχιπελαγίτης