Μία μέρα λίγο πριν βραδιάσει βάδιζε στους δρόμους γιά τή «δουλειά» της. Καθώς περνούσε δίπλα σ’ έναν κήπο βλέπει έναν άνθρωπο να ετοιμάζεται να απαγχονιστεί. Έδεσε τό σχοινί στο κλαδί του δέντρου καί μέ μιας τό έβαλε γύρω από τό λαιμό του.
Ή γυναίκα σβέλτα πήδησε πάνω από την περίφραξη, τράβηξε τό μικρό της μαχαίρι από την τσέπη κι έκοψε τό σχοινί, οπότε ό άνθρωπος έπεσε στο χώμα λιπόθυμος. Του έκανε μαλάξεις ώσπου συνήλθε. Τότε της είπε ό αυτόχειρας: «Γιατί τό ’κανες; Εγώ δεν μπορώ να ζήσω, δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Εξαιτίας της φτώχιας μου, ήθελα να τελειώσω μ’ αυτή τή μίζερη ζωή». Ή γυναίκα έβγαλε όσα χρήματα είχε μαζί της καί του τά έδωσε, υποσχόμενη ότι θα τόν βοηθά κι άλλο ώσπου να βρει δουλειά. Καί συνέχισε ή γυναίκα τή δική της άπρεπη δουλειά καί μέρος από τά κέρδη της άπ’ αυτή τή δουλειά, πήγαινε σ’ εκείνον φτωχό καί του έδινε γιά να συντηρηθεί. Όμως μετά από έξι βδομάδες ή γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι βαριά άρρωστη. Της κάλεσαν τόν ιερέα. Στήν παρουσία του ιερέα εκείνη, ήδη ετοιμοθάνατη, άρχισε να λέει: «Ω, άγγελοι του Θεού, γιατί ήρθατε σ’ εμένα; Μα δεν ξέρετε, πόσο βρώμικη καί αμαρτωλή γυναίκα είμαι εγώ;».
Λίγο μετά πάλι φώναξε: «Ώ, Κύριε Χριστέ, μα κι ΕΣΥ ήρθες σ’ εμέ να την αμαρτωλή; Γιά ποιο λόγο τό αξιώθηκα αυτό; Μα μόνο με τό ότι έσωσα εκείνον τό φτωχό άπ’ τό θάνατο; Αλίμονο σ’ έμενα την ανάξια! Ώ πόσο είναι μεγάλο το έλεος του Θεού!». Λέγοντας αυτό άφησε την ψυχή της, καί τό πρόσωπό της έλαμψε σα να φωτιζόταν μέ κερί. Να, τί σημαίνει να σώσεις την ψυχή ενός ανθρώπου. Να, πως μία πράξη ελέους προς τόν πλησίον σκεπάζει πολλές αμαρτίες!
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ . ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΟΕΣ