πού ’ν’ τα χρόνια που ξηγιόμαστε αλάνικα και που σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα». Το 1960 το τραγούδι ήταν ήδη παλιό. Μίλαγε για μια Αθήνα που είχε ήδη χαθεί. Ομορφη, ανθρώπινη, με τα λεφτά τόσο αβέρτικα που τα σκυλιά δεν καταδεχόντουσαν να φάνε τα λουκάνικα που τα είχαν δέσει. Πότε ήταν αυτή η Αθήνα;
Το τραγούδι δεν το έλεγε, αλλά όταν ήμουν μικρός πίστευα ότι πρέπει να ήτανε κάπου στο 1920. Την εποχή που περπατούσαν στο Ζάππειο και βλέπανε μακρυμαλλούσες, που ο μπάρμπα-Γιάννης ο κανατάς πρόσεχε να μην τον γελάσει κάποια εύμορφη κυρά και του πάρει το γαϊδούρι και του μείνει η ουρά... Ωστόσο, αν και τότε είχανε απατεώνες που προσπαθούσαν να πάρουν το γαϊδούρι, είμαι σίγουρος ότι είχανε κι ένα τραγούδι που έλεγε ότι σε μια παλιότερη Αθήνα οι κανατάδες μπορούσαν να παρκάρουν το γαϊδούρι χωρίς να φοβούνται ότι θα βρουν την ουρά. Είναι σίγουρο ότι υπήρχε, γιατί είναι στη φύση του ανθρώπου να σκέφτεται έτσι. Να σκέφτεται ότι υπήρχε μια εποχή χωρίς προβλήματα, που οι δρόμοι ήταν σαν από εικονογράφηση παραμυθιού. Κάτι σαν τη φωτογραφία της Αθήνας τα Χριστούγεννα του 1960 που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο και έχει μαγέψει όλο τον κόσμο. Το 1960 ήμουνα 12 χρονών. Αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι.
Εάν η φωτογραφία -όπως αναφέρεται- είναι τραβηγμένη στα Χαυτεία, είναι η πλευρά της Πατησίων προς τη μεριά των Εξαρχείων. Ακριβώς εκεί που ήτανε η «Αλάσκα», δίπλα στο «Ροζικλαίρ», τα δύο λούμπεν σινεμά του κέντρου, όπου ταμπέλες «έλεγαν» στους λούστρους να αφήνουν τα κασελάκια τους στην είσοδο ή άλλες υπενθύμιζαν ότι απαγορεύεται το ψήσιμο της ρέγκας με εφημερίδες. Τότε που οι θεατές της πλατείας δεν καθόντουσαν ποτέ ακριβώς κάτω από τον εξώστη, καθώς δεν ήταν σίγουροι ότι κάποιος δεν θα τους έφτυνε από ψηλά ή δεν θα τον έβγαζε και θα τους κατούραγε.
Το πιθανότερο, όμως, είναι να έχει τραβηχτεί από την πρώτη πολυκατοικία της Ομόνοιας επί της Σταδίου, που μόλις είχε γίνει μονόδρομος. Αντίθετα με την Αθηνάς, που ήταν για τους βλάχους, την Αιόλου, που ήταν για τους εργάτες - μικροαστούς, και την Ερμού, που ήταν μόνο για γυναίκες, η Σταδίου ήταν ο πρώτος μοντέρνος εμπορικός δρόμος. Με ανδρική μόδα και κουστούμια prêt a porte, με το βιβλιοπωλείο της «Εστίας» και την «Ατλαντίδα» στην Κοραή, τη στοά του κουρείου του Σολεϊμέζη με 14 καρέκλες και πεντικιουρίστα, το ουζάδικο του Απότσου για το μεσημεριανό ουζάκι και το -ω θεοί του Ολύμπου- μοναδικό παιχνιδάδικο της «Πανελλήνιας Αγοράς», όπου πάντα ζαχάρωνα το κάστρο με τα στρατιωτάκια στη βιτρίνα, γνωρίζοντας όμως ότι ποτέ δεν θα το αποκτούσα.
Γιατί στη Σταδίου του ’60 ο κόσμος πέρναγε, κοίταζε και γύρναγε σπίτι γιατί με το δώρο έπρεπε να πληρώσει το ηλεκτρικό ή το νερό. Και αναπολούσε το παρελθόν κοιτάζοντας φωτογραφίες του ’20, όταν σέρνανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα.
Το δέντρο
Το 1960 τα δώρα -γνωστά σαν μποναμάδες- δεν δίνονταν τα Χριστούγεννα αλλά την Πρωτοχρονιά. Η συνήθεια να δίνονται τα Χριστούγεννα ήρθε με την αμερικανική κουλτούρα. Τα δέντρα όμως είχαν έρθει και με τα φωτάκια τους στήνονταν στα παράθυρα των μονοκατοικιών ως τεκμήριο μόδας και πλούτου
H «Σιβηρία»
Τα Χριστούγεννα -και ιδιαίτερα η Πρωτοχρονιά- ήταν οι μέρες που άνοιγε ένα από τα πιο άγνωστα δωμάτια των σπιτιών του ’60, το σαλόνι, το οποίο δεν υπήρχε για κανέναν άλλο λόγο παρά επειδή κάθε σπίτι έπρεπε να έχει σαλόνι. Αυτό το δωμάτιο άνοιγε σε ονομαστικές εορτές, γάμους, αρραβώνες, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, ενώ ανάμεσα σε Νοέμβριο και Απρίλιο όποιος επισκεπτόταν το σαλόνι το έκανε έχοντας υπόψη του τους θανάσιμους κινδύνους: να πεθάνει από το κρύο και να τον βρουν στην επόμενη εορτή καταψυγμένο σαν τον Σκοτ στην Ανταρκτική. Στα σπίτια του ’60 η θέρμανση περιοριζόταν στην κουζίνα. Οι κρεβατοκάμαρες θερμαίνονταν με την ηλεκτρική σόμπα στο ένα σπιράλ και δέκα λεπτά πριν από τον ύπνο. Τα σαλόνια είχαν το παρατσούκλι «Σιβηρία» επειδή δεν θερμαινόντουσαν εκτός από τις γιορτές και θεωρούνταν επίσημα σφραγισμένα όταν μετά του Αγίου Δημητρίου στις χαραμάδες από τις πόρτες τους στρώνονταν σεντόνια για να μην πηγαίνει το κρύο και στο υπόλοιπο σπίτι.
Η γαλοπούλα
Μου είναι αδύνατον να θυμηθώ αν πριν από τη γεμιστή γαλοπούλα υπήρχε άλλο παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο πιάτο. Υποθέτω ότι κάποτε υπήρχε. Την ελληνική γαλοπούλα, όμως, όπως τουλάχιστον τη φτιάχναμε σπίτι, θα προτιμούσα να μην τη θυμάμαι. Για κάποιον μυστήριο λόγο, η κυρά Λένη, η μακαρίτισσα η μάνα μου, είχε κατατάξει τη σάλτσα ταξικά. Πίστευε ότι μόνο οι κατώτερες τάξεις τρώνε σάλτσα. Ενώ λοιπόν τα Χριστούγεννα η μπασκλασαρία της εργατικής τάξης απολάμβανε τη γαλοπούλα με τη σάλτσα και τη γέμισή της, εμείς, η ανερχόμενη αστική τάξη, σφίγγαμε τα δόντια, τρώγαμε τη γαλοπούλα αλά κόντρα πλακέ με τη γέμιση στεγνή σε ένα μπολ, να μοιάζει και να έχει τη γεύση από χαρμάνι για μπετόν.
Του Αντώνη Πανούτσου
πηγή