Μέ κάθε λεπτομέρεια περιέγραψε την άποβίωσή της ή μακαρία Θεοδώρα. Εμείς θα παραθέσουμε μέ συντομία τή διήγησή της στον μαθητή του οσίου Βασιλείου του Νέου Γρηγόριο, πού τή ρώτησε γιά τίς συνθήκες του θανάτου της καί τά όσα τόν άκολούθησαν:
«Παιδί μου Γρηγόριε, γιά φοβερό πράγμα μέ ρωτάς. Ή θύμησή του καί μόνο μέ γεμίζει φρίκη.
»Όταν έφτασε ή ώρα του θανάτου μου, είδα πρόσωπα πού ποτέ ώς τότε δεν είχα δει, άκουσα λόγια πού ποτέ ως τότε δεν είχα ακούσει. Τί να πω; Μεγάλες συμφορές μέ βρήκαν, εξαιτίας τών πράξεών μου, συμφορές γιά τίς οποίες δεν γνώριζα τίποτε. Αλλά μέ τίς προσευχές καί τή βοήθεια του κοινού πατέρα μας Βασιλείου απαλλάχτηκα άπ’ αυτές.
»Πώς να σου περιγράφω τόν σωματικό πόνο, τό βάρος καί τή στενοχώρια πού δοκιμάζουν όσοι πεθαίνουν; Όπως ό γυμνός πού πέφτει σε μια μεγάλη φωτιά, καίγεται καί Λιώνει καί γίνεται στάχτη, έτσι καί ό άνθρωπος πού έχει προσβληθεί από θανάσιμη αρρώστια, διαλύεται την πικρή ώρα τού χωρισμού της ψυχής από τό σώμα
»Όταν τό τέλος μου πλησίαζε καί ή ώρα της μεταστάσεώς μου ήταν πια πολύ κοντά, είδα πλήθος δαιμόνων σάν Αιθίοπες να κυκλώνουν τό κρεβάτι μου. Τά πρόσωπά τους ήταν μαύρα σάν την καπνιά καί την πίσσα, τά μάτια τους σάν αναμμένα κάρβουνα καί ή όψη τους άγρια σάν την ίδια την πύρινη γέεννα. Άρχισαν να δημιουργούν ταραχή καί θόρυβο. Άλλοι μούγκριζαν σάν τά ζώα καί τά θηρία, άλλοι γάβγιζαν σάν τά σκυλιά καί άλλοι ούρλιαζαν σάν τούς λύκους. Βλέποντάς με, μάνιαζαν, απειλούσαν, ορμούσαν εναντίον μου, έτριζαν τά δόντια τους καί έδειχναν πώς ήθελαν να με καταβροχθίσουν. Στο μεταξύ, άνοιγαν περγαμηνές καί ξετύλιγαν κυλίνδρους, όπου ήταν γραμμένη κάθε κακή μου πράξη, λες καί περίμεναν κάποιον δικαστή.
»Ή φτωχή μου ψυχή κυριεύθηκε από μεγάλο φόβο καί τρόμο. Δεν ήταν μόνο ή θλίψη τού θανάτου πού μέ ταλαιπωρούσε, ήταν καί ή τρομερή θέα καί ή μανία των φοβερών εκείνων Αιθιόπων, πού αποτελούσαν γιά μένα έναν άλλο οδυνηρό θάνατο. Έπαιρνα τά μάτια μου από πάνω τους, προσπαθώντας ν’ αποφύγω τά φρικτά πρόσωπά τους, άλλά δεν μπορούσα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτούς, γιατί κινούνταν συνεχώς ολόγυρά μου. Κανέναν δεν είχα να μέ βοηθήσει.
»Είχα πια αποκάμει, όταν είδα δύο φωτεινούς αγγέλους τού Θεού, μέ τίς μορφές πανέμορφων νέων, να έρχονται κοντά μου. Τά πρόσωπά τους έλαμπαν καί τό βλέμμα τους ξεχείλιζε από αγάπη. Τά μαλλιά τους ήταν λευκά σάν τό χιόνι μέ χρυσαφένιες ανταύγειες. Φορούσαν ρούχα αστραφτερά καί στη μέση τους είχαν φαρδιά ολόχρυσα ζωνάρια. Πλησιάζοντας στο κρεβάτι μου, στάθηκαν στη δεξιά πλευρά του καί άρχισαν να συνομιλούν χαμηλόφωνα. Τούς κοίταζα μέ χαρά καί ανακούφιση. Οι Αιθίοπες, βλέποντάς τους, ταράχθηκαν καί υποχώρησαν. Ό ένας από τούς φωτεινούς νέους γύρισε καί τούς είπε μέ οργή:
»— Αδιάντροποι, καταραμένοι, μαύροι καί μοχθηροί εχθροί τού ανθρωπίνου γένους! Γιατί πάντοτε τρέχετε σ’ εκείνους πού πεθαίνουν, καί γιατί σπέρνετε τόν τρόμο καί την ταραχή σε κάθε ψυχή πού χωρίζεται από τό σώμα; Μή χαίρεστε, όμως! Τώρα δεν πρόκειται να βρείτε τίποτα. Ό Θεός έχει ελεήσει αυτήν εδώ την ψυχή, καί δεν έχετε κανένα δικαίωμα πάνω της.
»0ί Αιθίοπες, ακούγοντας τόν άγγελο, συγχύστηκαν καί, δείχνοντας τά άμαρτήματα πού είχα διαπράξει από τά παιδικά μου χρόνια, άρχισαν να κραυγάζουν:
»— Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα πάνω της; Καί τά άμαρτήματα, πού έχουμε γραμμένα έδώ, ποιανού είναι; Αυτή δεν ήταν πού έκανε καί τούτο κι εκείνο...;
»Μέ τέτοιες κραυγές στέκονταν παράμερα καί περίμεναν τόν θάνατο.
»Καί να! Ήρθε καί βρυχήθηκε σάν λιοντάρι ό θάνατος, μέ μορφή τρομακτική: Ήταν σάν άνθρωπος, άλλά δεν είχε σάρκες• αποτελούνταν μόνο από γυμνά κόκαλα. Κουβαλούσε διάφορα όργανα θανατώσεως: σπαθιά, βέλη, ακόντια, δρεπάνια, πριόνια, τσεκούρια, τσιγκέλια καί άλλα άγνωστα. Βλέποντάς τα, ή ταλαίπωρη ψυχή μου συγκλονίστηκε από τόν φόβο.
»0ι άγιοι άγγελοι είπαν στον θάνατο:
»— Μην αργοπορείς! Απάλλαξε τούτη την ψυχή από τά δεσμά της σάρκας. Απάλλαξέ την γρήγορα καί ήσυχα. Δεν έχει πολλά βαριά άμαρτήματα.
»Ό θάνατος μέ πλησίασε καί, παίρνοντας ένα μικρό τσεκούρι, έκοψε πρώτα τά πόδια κι έπειτα τά χέρια μου. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας άλλα όργανα, διέλυσε όλο μου τό σώμα Τέλος, μου έκοψε τό κεφάλι. Τότε, παρασκευάζοντας κάποιο μείγμα μέσα σε μια κούπα, τό πλησίασε στα χείλη μου καί τό έριξε μέσα στο στόμα μου. ’Ήταν τόσο πικρό, πού ή ψυχή μου δεν άντεξε' τινάχθηκε καί βγήκε από τό σώμα, πού, παράδοξα, μολονότι λίγο πριν είχε κατακοπεί από τόν θάνατο, παρέμενε ακέραιο.
»Οι άγγελοι αμέσως πήραν την ψυχή μου στα χέρια τους. Ρίχνοντας μια ματιά προς τά πίσω, είδα τό ξαπλωμένο σώμα μου άψυχο καί ακίνητο. Όπως κάποιος πού, αφού βγάλει τά ρούχα του καί τά πετάξει πάνω σ’ ένα κρεβάτι, τά κοιτάζει από απόσταση, έτσι κι εγώ κοίταζα τό σώμα μου. Ήμουν γεμάτη έκπληξη.
«Καθώς μέ κρατούσαν οι άγιοι άγγελοι, οι δαίμονες πλησίασαν, φωνάζοντας:
»— Αναρίθμητες αμαρτίες έχει αυτή ή ψυχή. "Ας απολογηθεί!
»Καί έδειχναν τά αμαρτήματα μου.
«0ι άγγελοι άρχισαν να ψάχνουν γιά καλά έργα μου. Μέ τή χάρη τού Κυρίου, έβρισκαν αρκετά. Μαζεύοντάς τα, λοιπόν, αλά, ετοιμάστηκαν να τά βάλουν σε μια ζυγαριά, απέναντι από τίς κακές μου πράξεις. 0ι δαίμονες, βλέποντάς τους, έτριζαν τά δόντια τους εναντίον μου, καθώς ήθελαν να μέ αρπάξουν χωρίς καθυστέρηση από τά χέρια τών Αγγέλων καί να μέ κατεβάσουν στα βάθη τού αδη.
«Ξαφνικά εμφανίστηκε απρόσμενα ό όσιος πατέρας μας Βασίλειος καί είπε στούς άγιους Αγγέλους:
»— Άγγελοι τού Θεού, αυτή ή ψυχή μέ υπηρέτησε με αυταπάρνηση στα γηρατειά μου. Παρακάλεσα, λοιπόν, τόν Κύριο να μου τή χαρίσει, κι Εκείνος ικανοποίησε τό αίτημά μου.
»Καί μ’ αυτά τά λόγια έδωσε στούς Αγγέλους ένα κόκκινο πουγγί πού, όπως κατάλαβα, ήταν γεμάτο χρυσά νομίσματα.
»— Όταν θα περνάτε από τά τελωνεία τού αέρα, καί τά πονηρά πνεύματα θα πασχίζουν να κρατήσουν την ψυχή, μ’ αυτά να πληρώνετε τά χρέη τών αμαρτιών της. Μέ τή χάρη τού Θεού είμαι πλούσιος• μάζεψα μέ ιούς κόπους μου πολλούς θησαυρούς, από τούς οποίους προσφέρω τούτο τό πουγγί στήν ψυχή πού μέ υπηρέτησε.
»Αυτά είπε κι έφυγε. Τά πονηρά πνεύματα, αμήχανα, έμειναν γιά λίγο σιωπηλά. "Ύστερα εξαφανίστηκαν μέ θρηνητικές κραυγές.
»Ό όσιος Βασίλειος ξαναήρθε, φέρνοντας πολλά δοχεία μέ πολύτιμο μύρο. Ανοίγοντας ένα-ένα δοχείο, άρχισε να χύνει τό μύρο πάνω μου. Μέ πλημμύρισε ευωδία πνευματική. Αισθάνθηκα ότι άλλαξα καί φωτίστηκα.
»-Όταν κάνετε σ’ αύτη την ψυχή όλα όσα πρέπει, είπε ό όσιος στούς Αγγέλους, οδηγήστε την στον τόπο διαμονής πού έχει ετοιμάσει γιά μένα ό Κύριος.
»Μ’ αυτά τά λόγια έγινε άφαντος. Οι άγγελοι μέ πήραν, καί τραβήξαμε προς την ανατολή...»
ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ.
Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο Συγγραφέας : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ