11 Δεκεμβρίου, κάθε χρόνο τα βήματά μας, μας οδηγούν στην Ιερά Μονή
Ταξιαρχών Αιγίου για να τιμήσουμε και εορτάσουμε την μνήμη του ιδρυτού
της Ιεράς Μονής Οσίου Λεοντίου του εν Αιγιαλεία.
Την μνήμη του οποίου λάμπρυνε με την παρουσία του ο Ιεροκύρηξ και Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αρδαμερίου και Αγίου Όρους Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Ριγανάς με την συνοδεία του, κατόπιν αγαπητικής πρόσκλησεως του Ηγουμένου της Μονής Αρχιμανδρίτη Καλλίνικου Πουλή.
Τον θείο λόγο εξεφώνησε ο π. Ιγνάτιος ο οποίος με τον μεστό του λόγο κατασυγκίνησε το ευλαβές εκκλησίασμα.
Ο Γέροντας της Μονής π. Καλλίνικος εμνήσθη ημερών αρχαίων εφ’ όσον εκ παιδιόθεν γαλουχήθησαν εις την Ιερά Μονή Πλατυτέρας – Κέρκυρας – , κάτω από πνευματικούς και αυστηρούς γεροντάδες. Με την συγκίνησή του διάχυτη αναφέρθηκε στους αγώνες και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν με τον π. Ιγνάτιο.
Επίσης παρακάλεσε τους πιστούς να προσεύχονται στον Όσιο Λεόντιο να δίνει δύναμη στους μοναχούς να συνεχίσουν τον αγώνα τους, τον προσωπικό αλλά και το να κρατήσουν «όρθιο» και ανοικτό το μοναστήρι όπως για αιώνες τώρα δεσπόζει στην περιοχή της Αιγιάλειας με τους ανεκτίμητους θησαυρούς των «Αχράντων Παθών» του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
Τέλος αναφέρθηκε στην ταπεινότητα του Οσίου Λεοντίου και ευχήθηκε σε όλους μας να παραδειγματιστούμε και να συναντηθούμε μια μέρα στον Παράδεισο.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΛΕΟΝΤΙΟΥ
Πληροφορίες για το βίο και το έργο του Οσίου Λεοντίου μας παρέχει το Συναξάριον του Νέου Λειμωναρίου, στο οποίο περιέχονται τα σχετικά με τον ιδρυτή της μονής και ένα «Εγκώμιον στον Όσιο Λεόντιο τον εν Αχαΐα» που έχουν διασωθεί.
Το πρώτο κείμενο είναι γραμμένο από το Γεννάδιο Σχολάριο, σχεδόν σύγχρονο του αγίου (1400-1472), πρώτον μετά την Άλωση πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σχολάριος, που ήταν στενά συνδεδεμένος με την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων και ιδιαίτερα με τον Ιωάννη τον Η´, άνθρωπος που ανήκε στην παράταξη των ανθενωτικών. Μετά τον θάνατο του αγίου Μάρκου του Ευγενικού αρνήθηκε να υπογράψει την ένωση των εκκλησιών, που άλλοι ήθελαν ελπίζοντας να τους βοηθήσει με τον τρόπο αυτό η Δυτική Εκκλησία από τους Τούρκους που περιέσφιγγαν την Βασιλεύουσα έτοιμοι να την κατακτήσουν. Είναι εκείνος που είχε το θλιβερό καθήκον να διαπραγματευθεί με το Μωάμεθ τον Πορθητή ότι ήταν δυνατό να σωθεί μετά την καταστροφική λαίλαπα της αλώσεως και να εξασφαλίσει τα προνόμια του Πατριαρχείου, που ακόμα και μέχρι σήμερα ισχύουν. Το δεύτερο κείμενο πρέπει να προέρχεται από κάποιο μαθητή του Γεωργίου Σχολαρίου, ο οποίος εξασκείται στην συγγραφή εγκωμιαστικών λόγων. Από τα κείμενα αυτά μαθαίνουμε ότι ο Λέων, -αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του οσίου Λεοντίου- γεννήθηκε στην Μονεμβασία της Λακωνίας γύρω στο 1377 από την οικογένεια των Μαμμωνάδων, που είχε συγγένεια με την οικογένεια των Παλαιολόγων. Τότε οι Παλαιολόγοι είχαν την έδρα τους στον κοντινό με την Μονεμβασία, Μυστρά, τόπο όπου εστέφθη ο τελευταίος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Οι γονείς του Ανδρέας και Θεοδώρα ήταν άνθρωποι «επιφανείς και θεοφιλείς». Αυτή η μητέρα του, Θεοδώρα, φαίνεται ότι ήταν θυγατέρα του αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Δ´ του Παλαιολόγου (1376-1379) και για το λόγο αυτό και στο σύζυγό της Ανδρέα Μαμωνά εμπιστεύεται «πάσης της Πελοποννήσου την αρχήν», δηλαδή δίδει σε αυτόν τίτλο αρμοστού της κεντρικής εξουσίας, πράξη που φανερώνει πέραν του οικογενειακού δεσμού, την εκτίμηση και εμπιστοσύνη του Ανδρονίκου προς αυτόν.
Τα χρόνια είναι δύσκολα για το Βυζάντιο, είναι η τελευταία εκατονταετία του και χαρακτηρίζεται από την αγωνία μπροστά στην προέλαση των Οθωμανών. Η αυτοκρατορία ήταν σε απελπιστική κατάσταση, αφού είχε ακρωτηριασθεί εδαφικά και είχε καταρρεύσει οικονομικά. Το κρατικό ταμείο ήταν εντελώς άδειο, το διοικητικό σύστημα υπό διάλυση, το νόμισμα είχε υποτιμηθεί και όλες οι πηγές εσόδων είχαν εξαντληθεί. Ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος βρισκόταν σε απόγνωση. Έτσι είχε ανάγκη από ανθρώπους της εμπιστοσύνης του, όπως ήταν ο πατέρας του Αγίου Λεοντίου.
Στο εξωτερικό και πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη η δράση των Τούρκων είναι ακάθεκτη. Ο Ορχάν υπήρξε ο πρώτος που οδήγησε το λαό του σε κατακτήσεις στην Ευρώπη. Οι Τούρκοι το 1354, επωφελούμενοι από ένα μεγάλο σεισμό, κατέλαβαν το φρούριο της Καλλίπολης. Στην Κωνσταντινούπολη ο λαός καταλήφθηκε από πανικό, πιστεύοντας ότι κινδύνευε άμεσα. Επί Μουράτ Α´ (1361- 1389), οι πόλεις της ερημωμένης Θράκης υπέκυψαν η μία μετά την άλλη. Το 1361 καταλήφθηκε το Διδυμότειχο και λίγο αργότερα η Ανδριανούπολη, όπου ο Σουλτάνος μετέφερε την πρωτεύουσά του (περί το 1365). Τέτοια ήταν λοιπόν η κατάσταση στην Βασιλεύουσα, όταν γεννήθηκε ο Όσιος Λεόντιος, ο οποίος μέσα σε αυτή την δίνη των καιρών έλαβε εξαιρετική ανατροφή από τους γονείς του και εστάλη στην Κωνσταντινούπολη για ευρύτερες σπουδές, όπου έτυχε ιδιαιτέρας φροντίδος, μεγαλώνοντας στο ανακτορικό περιβάλλον με αρετή και ευσέβεια· σε μια Πόλη, που είχε χάσει την ακμή της και που πολύ κοντά στην τελική καταστροφή βρισκόταν.
Προικισμένος με οξύτητα νου και με καθαρότητα βίου μέσα σε λίγο διάστημα διδάχθηκε τόσα πολλά όσα λίγοι κατορθώνουν. Παράλληλα με την μόρφωσή του φροντίζει και για την εσωτερική του καλλιέργεια «εκδίδοται», χαρακτηριστικά αναφέρει το συναξάρι «εις μαθητείαν και των ιερών γραμμάτων», τα οποία θα αποτελέσουν το θεμέλιο της μετέπειτα εξέλιξής του. Με αξιοθαύμαστο ζήλο επιδίδεται στις επιστήμες και περισσότερο στην φιλοσοφία, προξενώντας όλων την έκπληξη, μάλιστα και του ιδίου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου (1391-1425), που για να φθάσει στο θρόνο του Βυζαντίου είχε την ακόλουθη περιπετειώδη ιστορία: Η πίεση στην αδύναμη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αυξήθηκε τώρα σημαντικά. Ο Σουλτάνος ήταν σε θέση να ελέγχει την διαδοχή στο θρόνο και να επιβάλλει απόλυτα την θέλησή του. Το 1390 επέβαλε στο θρόνο τον Ιωάννη Ζ´, ενώ ο διάδοχός του Μανουήλ, διαβιούσε στην αυλή του Σουλτάνου και μάλιστα εξαναγκάσθηκε να συμμετάσχει στην επιτυχή οθωμανική εκστρατεία εναντίον της τελευταίας βυζαντινής πόλεως της Μικράς Ασίας, της Φιλαδελφείας.
Ο Μανουήλ τελικά δραπέτευσε και ανέλαβε το 1391 την διακυβέρνηση της Βασιλεύουσας, που αριθμούσε τότε μόλις 50000 κατοίκους, σε μια από τις δύσκολες περιόδους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ακολούθησε ο πρώτος αποκλεισμός της Κωνσταντινουπόλεως από τα στρατεύματα του Βαγιαζήτ (1393-1394), ενώ τα σύνορα της οθωμανικής κυριαρχίας έφθαναν μέχρι το Δούναβη.
Μέσα σ αυτή την ατμόσφαιρα και το γενικότερο κλίμα της καταστροφής που επερχόταν για την Πόλη, βρέθηκε κι ο Λέων για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη. Τότε συνέβη το καθοριστικό γεγονός για την έως τότε ζωή του, απέθανε ο πατέρας του. Για τούτο, αναγκάζεται να επιστρέψει στην Μονεμβασία και να σταθεί βοηθός και παρηγορητής της μητέρας του Θεοδώρας, η οποία παρά το ότι ενωρίς διέκρινεν εις αυτόν μοναχικές τάσεις τον παρακινεί να νυμφευθεί. Μολονότι ο Λέων δεν ήτο φιλόκοσμος, πείθεται και οδηγείται εις γάμον από τον οποίον απέκτησε τρία παιδιά.
Ο μοναχικός βίος του Οσίου
Όταν η Θεοδώρα είδε να λαμβάνει σάρκα και οστά η επιθυμία της για το γάμο του γιου της, εγκαταλείπει τα εγκόσμια, ενδύεται τον μοναχικόν χιτώνα και σύμφωνα με την παράδοση μεταβαίνει στην αριστερή -δυτική όχθη του ποταμού Σελινούντα, όπου ιδρύει την μονή «Ελπίς των απηλπισμένων», γνωστή σήμερα ως Μονή Πεπελενίτσης. Εκεί η μητέρα του αγίου τελειώνει ειρηνικά τον βίο της.
Είναι σημαντικό αυτό, διότι η Θεοδώρα, η μητέρα του αγίου Λεοντίου, που είχε νυμφευθεί τον Ανδρέα Μαμωνά, φαίνεται ότι ήταν θυγατέρα του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Δ´ του Παλαιολόγου. Για αυτόν τον λόγο ίσως ο Ανδρέας Μαμωνάς διωρίσθη γενικός διοικητής ολόκληρης της Πελοποννήσου. Επομένως το γεγονός ότι μια πριγκίπισσα και σύζυγος ενός μεγάλο αξιωματούχου να καταλήγει μοναχή, δείχνει την βαθειά πίστη που ήταν ριζωμένη στους γονείς του οσίου και η οποία μεταδόθηκε στον μετέπειτα άγιο υιό τους.
Μετά από το θάνατο της μητέρας του ο Λέων, έχει διακαή την επιθυμία να ικανοποιήσει το μεγάλο πόθο της ζωής του, δηλαδή να μονάσει. Πείθει λοιπόν την σύζυγό του να μείνει στο σπίτι τους για την φροντίδα των παιδιών τους, και εκείνος αναχωρεί περί το 1410 αρνούμενος τα πάντα για να αφιερωθεί και να υποταχθεί ολοκληρωτικά σ Εκείνον που αποτελούσε τον Νυμφίον της ψυχής του.
Ήταν τότε σχεδόν τριάντα τριών ετών. Ώριμος και με συνειδητή την απόφασή του παίρνει το δρόμο της μοναχικής ζωής, αφού απαρνήθηκε τα πάντα για να δοθεί στο Χριστό και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο της ζωής και τον πόθο της ψυχής του. Δεν τον πτοούν οι κακουχίες της δύσκολης μοναχικής ζωής, ούτε τον εμποδίζει η αριστοκρατική του καταγωγή και η συγγένειά του με τους Παλαιολόγους. Όλα αυτά τα υπερνικά η αγάπη του στο Χριστό.
Ενδύεται το μοναχικό σχήμα, λαμβάνει το όνομα Λεόντιος και παραμένει κοντά στον μοναχό Γέροντα Μεννίδη για να ασκηθεί στην ταπείνωση, την υπακοή και την ακτημοσύνη. Εργάζεται τας αγίας εντολάς, καθαίρει τα πάθη του, εξαγνίζει το σώμα του, φωτίζει το νου του και γρήγορα γίνεται καθαρόν δοχείον της χάριτος του Θεού.
Έχει και ο Λεόντιος το μεγάλο όνειρο να επισκεφθεί το Άγιον Όρος για να ασκηθεί αποτελεσματικότερα στην αρετή. Αναχωρεί για εκεί, όπου επιδίδεται εις μεγαλυτέρους πνευματικούς αγώνες, πλησίον ηγιασμένων και αγωνιστών γερόντων.
Το Άγιον Όρος την εποχήν εκείνην είχε καθιερωθεί εις την συνειδησιν όλων, διότι πλησίαζε τα πεντακόσια χρόνια από την ίδρυσή του και είχε μέχρι τότε αναδείξει σημαντικές μορφές εναρέτων μοναχών. Εθεωρείτο έκτοτε το εργαστήριο της μοναχικής ασκήσεως και των πνευματικών αγώνων και έτσι κάθε φωτισμένος μοναχός επιζητούσε να φθάσει εκεί για την πνευματική ενίσχυση και την ανατροφοδότησή του στα θέματα της πίστεως. Έμαθε εκεί την μοναχική τάξη και όλα τα σχετικά με το μοναχισμό θεωρεί τον εαυτό του έτοιμο για να φύγει σε δικό του ασκητήριο.
Ο Όσιος στην Αχαΐα
Αφού έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα στο Άγιον Όρος, όπου ανδρώθηκε στην αρετή, αναχωρεί δια την Πελόπόννησον και αναζητεί προσευχόμενος τόπον ασκήσεως. Ο Θεός εισήκουσε την προσευχή του «διο και απεκαλύφθη αυτώ», σημειώνει ο συγγραφέας του συναξαρίου του (παρατίθεται στην ακολουθία του), «αφικέσθαι επί τα βόρεια εις το όρος το λεγόμενον Κλωκόν του Γέροντος, άνωθεν Αιγίου της κοινολέκτου Βοστίτσας». Ύστερα από το όραμα αυτό, περί το 1415-1420, ήλθε ο Λεόντιος για να μονάσει στον Κλωκό και συγκεκριμένα στην θέση, όπου σήμερα βρίσκεται το παλαιομονάστηρο.
Ο βράχος του Κλωκού απότομος και απρόσιτος, θύμιζε λίγο τα Κατουνάκια του Άθωνος, με άγρια και αφιλόξενη φύση προκαλούσε εκ πρώτης όψεως το δέος και το φόβο. Στην βάση του βράχου αυτού υπάρχει ένα φυσικό κοίλωμα, μια σπηλιά. Εκεί εγκαθίσταται ο Όσιος και αμέσως προσελκύει πολλούς μαθητές, που σπεύδουν κοντά στον γέροντα για να μονάσουν. Έτσι δημιουργείται μια χορεία αδελφών μοναχών.
Ως μαγνήτης είλκυσεν προς αυτόν «τους ακούοντας των μελισταγών διδαχών του». Την εποχή εκείνη, που οι Τούρκοι προήλαυναν και κατακτούσαν την μια μετά την άλλη τις ελλαδικές περιοχές, αλλά και κυρίως αμέσως μετά την Άλωση, οι μονές ήσαν τα αξιοσέβαστα προσκυνήματα και καταφύγια του λαού. Ευσεβείς και πιστοί χριστιανοί κατέφευγαν αθρόα στα μοναστήρια για να ασκήσουν το σώμα και την ψυχή τους, αλλά και να καλλιεργήσουν το πνεύμα και να μορφωθούν, αφού τα μοναστήρια ήσαν ταυτοχρόνως και έξοχα εκπαιδευτήρια.
Το Συναξάριον αναφέρει ότι οι Δεσπότες του Μορέως Θωμάς και Δημήτριος Παλαιολόγοι, αδελφοί των βασιλέων Ιωάννου Η´ και Κωνσταντίνου ΙΑ´, που συνεδέοντο με συγγενικόν δεσμόν με τον Όσιο, εκτιμήσαντες την ευσέβειάν του, έκτισαν, εις το μέρος όπου ασκήτευε, ναόν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και μονήν, δωρήσαντες εις αυτήν λείψανα αγίων και κυρίως μέρη των φρικτών και αχράντων παθών του Κυρίου, δηλαδή μέρος από τον Τίμιον Σταυρόν, τον Ακάνθινον Στέφανον, τον Σπόγγον και την χλαμύδα του Κυρίου μας, καθώς και μέρος της πλεξίδος του Τιμίου Προδρόμου «…προς αγιασμόν και μέρη των Αγίων Παθών του Σωτήρος… α έφερον τη ιερά τραπέζη επιτίθενται» σημειώνει το Συναξάριον.
Φρόντισαν ακόμη οι συγγενείς του Παλαιολόγοι να ανακαινισθεί ο προϋπάρχων ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και από τότε πήρε το όνομα «Μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ». Γύρω από το χώρο θα οικοδομηθούν και άλλα οικοδομήματα μέσα και έξω από το μοναστήρι, των οποίων τα ερείπια σώζονται ακόμα και σήμερα. Στο μοναστήρι παραχωρήθηκαν πολλά κτήματα, ενώ παράλληλα κατασκευάσθηκε και υδραγωγείο για τις ανάγκες της μονής· οι Παλαιολόγοι βεβαίωσαν τις παροχές με επίσημα έγγραφα που δυστυχώς δεν σώθηκαν έως σήμερα.
Η Κοίμηση του Οσίου
Αφού ο Όσιος έζησε 75 έτη εκοιμήθη στην κτητορική μονή του στις 11 Δεκεμβρίου του 1452, έξι μόλις μήνες πριν από την μεγάλη καταστροφή της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Ο τάφος του σώζεται εις το παλαιόν ερημητήριόν του. «Το δε τίμιον αυτού λείψανον, εν ω και ζων ηγωνίζετο, κατετέθη εν σπηλαίω, αεί βρύον ιάματα τοις μετά πίστεως αυτώ προστρέχουσι».
Η ευγενική του καταγωγή, οι λαμπρές φιλοσοφικές σπουδές του, η δόξα από την επιφανή καταγωγή του, τα πλούτη, ακόμα και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις δεν τον εμπόδισαν να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό. Όλα αυτά έγιναν τα μέσα και τα όργανα για να εξυπηρετηθεί ο μεγάλος σκοπός του.
Ήδη από λίγο μόνον καιρό μετά την κοίμησή του, η εκκλησία τιμώντας την αγία ζωή του, τον κατέταξε μεταξύ των αγίων της. Ένας από τους σπουδαιότερους μαθητές του Αγίου, ο πρόεδρος (=επίσκοπος) Παλαιών Πατρών Ιωακείμ, θαυμαστής και μιμητής του αγίου, παρακάλεσε το συγγραφέα της ακολουθίας του και του συναξαρίου, πιθανώς τον Γεώργιο (Γεννάδιο) Σχολάριο, να εξυμνήσει και να εγκωμιάσει τον όσιο Λεόντιο.
Μετά από αρκετά χρόνια, ο επίσκοπος Πατρών Ιωακείμ πήγε στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, για να προβεί στην ανακομιδή των λειψάνων του δασκάλου και πνευματικού του πατέρα· δυστυχώς αυτό δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας φοβερού σεισμού, «…σεισμού γενομένου και του άνδρου διασχισθέντος, μηδαμώς τη σορώ ίσχυσαν, επί τω παραδόξω εκπλαγέντες», προσθέτει το συναξάριον· το γεγονός θεωρήθηκε θείο σημάδι και η ανακομιδή αναβλήθηκε για ευθετότερο χρόνο.
Τον Ιούλιο του 1820, όταν ηγούμενος ήτο ο Σάββας Βερσοβίτης, όταν οι κίνδυνοι από την στυγνή τουρκοκρατία διαφαινόταν ότι έβαιναν προς το τέλος τους, έγινε με τιμές και μεγαλοπρέπεια η μετακομιδή των ιερών λειψάνων του Οσίου Λεοντίου από το παλαιό ερειπωμένο πλέον μοναστήρι, στο νέο των Ταξιαρχών και μέσα σε καλλιτεχνική αργυρή λάρνακα φυλάσσονται σήμερα τα λείψανα του κτήτορος της Μονής, Οσίου Λεοντίου, αποτελώντας γι αὐτὴν θησαυρό πολύτιμο.
Το Παλαιομονάστηρο
Εις την παλαιάν μονήν του Οσίου Λεοντίου υπάρχει σήμερα περίβολος, όπου ο Βυζαντινός ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, και πλησίον του μικρός Ναός με ωραίον τρούλλον, της περιόδου των Παλαιολόγων. Οι τοιχογραφίες του Ναού των Αρχαγγέλων είναι του ΙΣΤ´ αιώνος. Ανεβαίνει ο προσκυνητής μια πέτρινη κλίμακα με 51 σκαλοπάτια από πωρόλιθο στην σκήτη του οσίου, όπου υπάρχει μικρός ναός της Αναστάσεως, ο οποίος είχε κτισθεί από τον Λεόντιο με ημικατεστραμμένες τοιχογραφίες του ΙΣΤ´ αιώνος.
Λίγο πιο πάνω είναι ο τάφος του Οσίου. Υπεράνω αριστερά του τοίχου φαίνεται ένας σταυρός μέσα σε πέτρινο πλαίσιο, που φέρει δυσανάγνωστη χρονολογία. Ο σταυρός αυτός με την χρονολογία είναι δείγμα βυζαντινό. Στον τοίχο της πύλης διακρίνεται αψίδα με δύο ωραίους κίονες και λίγο από πάνω ανάγλυφο από μάρμαρο που παρίστανε ένα αμνό φέροντα σταυρό, στοιχεία που -κατά τον καθηγητή Λίνο Πολίτη- αποδεικνύουν ότι η μονή του οσίου Λεοντίου εκτίσθη όντως κατά την Βυζαντινή περίοδο επί Παλαιολόγων. Οι περιπέτειες της μονής αρχίζουν αμέσως μετά την άλωση του 1453. Η πάλη των Ενετών και των Τούρκων για επικράτηση στο χώρο της Πελοποννήσου, οι επιθέσεις των τουρκαλβανών, φθάνουν και στο μοναστήρι. Για την καταστροφή του 1500 μας πληροφορεί κώδικας της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους. «…εν έτει ζηω´ (1500) επήραν αυτοί (οι Τούρκοι) την Μοθωκορώνην, Αυγούστου 9. Το αυτό έτος έγινε ο εμπρησμός του Μοναστηρίου του Μεγάλου Ταξιάρχου, ήγουν του Γέροντος, το επάνω της Βοστίτζας εν τω όρει του Κλοκού κείμενον Αυγούστου ιε´».
Η Μονή του Λεοντίου επανεκτίσθη, αλλά επί πατριαρχείας Κυρίλλου του Λουκάρεως του Α´ κατεστράφη εξαιτίας νέας επιδρομής. Το σιγίλλιον του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Ε´ του 1749 γράφει σχετικά: «…επί των ημερών του αοιδίμου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ. Κυρίλλου του παλαιού, ότε και πυρίκαυστον γεγονός δι ἐπηρείας του μισοκάλλου και εξαφανισθέν άρδην, οι εν αυτώ ασκούμενοι πατέρες ανήγειραν και ανωκοδόμησαν αυτό, και εις ην οράται κατάστασιν θεία συνάρσει παρήγαγον, ανανεώσαντες και την αρχαίαν αυτώ σταυροπηγιακήν αξίαν τε και ελευθερίαν…».
Μετά την καταστροφή, την οποία αναφέρει το σιγίλλιον, οι μοναχοί εγκατέλειψαν το μοναστήρι του Γέροντα και ίδρυσαν στις αρχές του ΙΖ´ αιώνος το κάτω μοναστήρι, το σημερινό των Ταξιαρχών. Το «παλαιομονάστηρο» μετά από πρόχειρη επισκευή, πρέπει να χρησιμοποιούνταν ως καταφύγιο σε ώρα κινδύνου.
Την μνήμη του οποίου λάμπρυνε με την παρουσία του ο Ιεροκύρηξ και Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αρδαμερίου και Αγίου Όρους Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Ριγανάς με την συνοδεία του, κατόπιν αγαπητικής πρόσκλησεως του Ηγουμένου της Μονής Αρχιμανδρίτη Καλλίνικου Πουλή.
Τον θείο λόγο εξεφώνησε ο π. Ιγνάτιος ο οποίος με τον μεστό του λόγο κατασυγκίνησε το ευλαβές εκκλησίασμα.
Ο Γέροντας της Μονής π. Καλλίνικος εμνήσθη ημερών αρχαίων εφ’ όσον εκ παιδιόθεν γαλουχήθησαν εις την Ιερά Μονή Πλατυτέρας – Κέρκυρας – , κάτω από πνευματικούς και αυστηρούς γεροντάδες. Με την συγκίνησή του διάχυτη αναφέρθηκε στους αγώνες και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν με τον π. Ιγνάτιο.
Επίσης παρακάλεσε τους πιστούς να προσεύχονται στον Όσιο Λεόντιο να δίνει δύναμη στους μοναχούς να συνεχίσουν τον αγώνα τους, τον προσωπικό αλλά και το να κρατήσουν «όρθιο» και ανοικτό το μοναστήρι όπως για αιώνες τώρα δεσπόζει στην περιοχή της Αιγιάλειας με τους ανεκτίμητους θησαυρούς των «Αχράντων Παθών» του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
Τέλος αναφέρθηκε στην ταπεινότητα του Οσίου Λεοντίου και ευχήθηκε σε όλους μας να παραδειγματιστούμε και να συναντηθούμε μια μέρα στον Παράδεισο.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΛΕΟΝΤΙΟΥ
Πληροφορίες για το βίο και το έργο του Οσίου Λεοντίου μας παρέχει το Συναξάριον του Νέου Λειμωναρίου, στο οποίο περιέχονται τα σχετικά με τον ιδρυτή της μονής και ένα «Εγκώμιον στον Όσιο Λεόντιο τον εν Αχαΐα» που έχουν διασωθεί.
Το πρώτο κείμενο είναι γραμμένο από το Γεννάδιο Σχολάριο, σχεδόν σύγχρονο του αγίου (1400-1472), πρώτον μετά την Άλωση πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σχολάριος, που ήταν στενά συνδεδεμένος με την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων και ιδιαίτερα με τον Ιωάννη τον Η´, άνθρωπος που ανήκε στην παράταξη των ανθενωτικών. Μετά τον θάνατο του αγίου Μάρκου του Ευγενικού αρνήθηκε να υπογράψει την ένωση των εκκλησιών, που άλλοι ήθελαν ελπίζοντας να τους βοηθήσει με τον τρόπο αυτό η Δυτική Εκκλησία από τους Τούρκους που περιέσφιγγαν την Βασιλεύουσα έτοιμοι να την κατακτήσουν. Είναι εκείνος που είχε το θλιβερό καθήκον να διαπραγματευθεί με το Μωάμεθ τον Πορθητή ότι ήταν δυνατό να σωθεί μετά την καταστροφική λαίλαπα της αλώσεως και να εξασφαλίσει τα προνόμια του Πατριαρχείου, που ακόμα και μέχρι σήμερα ισχύουν. Το δεύτερο κείμενο πρέπει να προέρχεται από κάποιο μαθητή του Γεωργίου Σχολαρίου, ο οποίος εξασκείται στην συγγραφή εγκωμιαστικών λόγων. Από τα κείμενα αυτά μαθαίνουμε ότι ο Λέων, -αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του οσίου Λεοντίου- γεννήθηκε στην Μονεμβασία της Λακωνίας γύρω στο 1377 από την οικογένεια των Μαμμωνάδων, που είχε συγγένεια με την οικογένεια των Παλαιολόγων. Τότε οι Παλαιολόγοι είχαν την έδρα τους στον κοντινό με την Μονεμβασία, Μυστρά, τόπο όπου εστέφθη ο τελευταίος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Οι γονείς του Ανδρέας και Θεοδώρα ήταν άνθρωποι «επιφανείς και θεοφιλείς». Αυτή η μητέρα του, Θεοδώρα, φαίνεται ότι ήταν θυγατέρα του αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Δ´ του Παλαιολόγου (1376-1379) και για το λόγο αυτό και στο σύζυγό της Ανδρέα Μαμωνά εμπιστεύεται «πάσης της Πελοποννήσου την αρχήν», δηλαδή δίδει σε αυτόν τίτλο αρμοστού της κεντρικής εξουσίας, πράξη που φανερώνει πέραν του οικογενειακού δεσμού, την εκτίμηση και εμπιστοσύνη του Ανδρονίκου προς αυτόν.
Τα χρόνια είναι δύσκολα για το Βυζάντιο, είναι η τελευταία εκατονταετία του και χαρακτηρίζεται από την αγωνία μπροστά στην προέλαση των Οθωμανών. Η αυτοκρατορία ήταν σε απελπιστική κατάσταση, αφού είχε ακρωτηριασθεί εδαφικά και είχε καταρρεύσει οικονομικά. Το κρατικό ταμείο ήταν εντελώς άδειο, το διοικητικό σύστημα υπό διάλυση, το νόμισμα είχε υποτιμηθεί και όλες οι πηγές εσόδων είχαν εξαντληθεί. Ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος βρισκόταν σε απόγνωση. Έτσι είχε ανάγκη από ανθρώπους της εμπιστοσύνης του, όπως ήταν ο πατέρας του Αγίου Λεοντίου.
Στο εξωτερικό και πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη η δράση των Τούρκων είναι ακάθεκτη. Ο Ορχάν υπήρξε ο πρώτος που οδήγησε το λαό του σε κατακτήσεις στην Ευρώπη. Οι Τούρκοι το 1354, επωφελούμενοι από ένα μεγάλο σεισμό, κατέλαβαν το φρούριο της Καλλίπολης. Στην Κωνσταντινούπολη ο λαός καταλήφθηκε από πανικό, πιστεύοντας ότι κινδύνευε άμεσα. Επί Μουράτ Α´ (1361- 1389), οι πόλεις της ερημωμένης Θράκης υπέκυψαν η μία μετά την άλλη. Το 1361 καταλήφθηκε το Διδυμότειχο και λίγο αργότερα η Ανδριανούπολη, όπου ο Σουλτάνος μετέφερε την πρωτεύουσά του (περί το 1365). Τέτοια ήταν λοιπόν η κατάσταση στην Βασιλεύουσα, όταν γεννήθηκε ο Όσιος Λεόντιος, ο οποίος μέσα σε αυτή την δίνη των καιρών έλαβε εξαιρετική ανατροφή από τους γονείς του και εστάλη στην Κωνσταντινούπολη για ευρύτερες σπουδές, όπου έτυχε ιδιαιτέρας φροντίδος, μεγαλώνοντας στο ανακτορικό περιβάλλον με αρετή και ευσέβεια· σε μια Πόλη, που είχε χάσει την ακμή της και που πολύ κοντά στην τελική καταστροφή βρισκόταν.
Προικισμένος με οξύτητα νου και με καθαρότητα βίου μέσα σε λίγο διάστημα διδάχθηκε τόσα πολλά όσα λίγοι κατορθώνουν. Παράλληλα με την μόρφωσή του φροντίζει και για την εσωτερική του καλλιέργεια «εκδίδοται», χαρακτηριστικά αναφέρει το συναξάρι «εις μαθητείαν και των ιερών γραμμάτων», τα οποία θα αποτελέσουν το θεμέλιο της μετέπειτα εξέλιξής του. Με αξιοθαύμαστο ζήλο επιδίδεται στις επιστήμες και περισσότερο στην φιλοσοφία, προξενώντας όλων την έκπληξη, μάλιστα και του ιδίου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου (1391-1425), που για να φθάσει στο θρόνο του Βυζαντίου είχε την ακόλουθη περιπετειώδη ιστορία: Η πίεση στην αδύναμη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αυξήθηκε τώρα σημαντικά. Ο Σουλτάνος ήταν σε θέση να ελέγχει την διαδοχή στο θρόνο και να επιβάλλει απόλυτα την θέλησή του. Το 1390 επέβαλε στο θρόνο τον Ιωάννη Ζ´, ενώ ο διάδοχός του Μανουήλ, διαβιούσε στην αυλή του Σουλτάνου και μάλιστα εξαναγκάσθηκε να συμμετάσχει στην επιτυχή οθωμανική εκστρατεία εναντίον της τελευταίας βυζαντινής πόλεως της Μικράς Ασίας, της Φιλαδελφείας.
Ο Μανουήλ τελικά δραπέτευσε και ανέλαβε το 1391 την διακυβέρνηση της Βασιλεύουσας, που αριθμούσε τότε μόλις 50000 κατοίκους, σε μια από τις δύσκολες περιόδους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ακολούθησε ο πρώτος αποκλεισμός της Κωνσταντινουπόλεως από τα στρατεύματα του Βαγιαζήτ (1393-1394), ενώ τα σύνορα της οθωμανικής κυριαρχίας έφθαναν μέχρι το Δούναβη.
Μέσα σ αυτή την ατμόσφαιρα και το γενικότερο κλίμα της καταστροφής που επερχόταν για την Πόλη, βρέθηκε κι ο Λέων για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη. Τότε συνέβη το καθοριστικό γεγονός για την έως τότε ζωή του, απέθανε ο πατέρας του. Για τούτο, αναγκάζεται να επιστρέψει στην Μονεμβασία και να σταθεί βοηθός και παρηγορητής της μητέρας του Θεοδώρας, η οποία παρά το ότι ενωρίς διέκρινεν εις αυτόν μοναχικές τάσεις τον παρακινεί να νυμφευθεί. Μολονότι ο Λέων δεν ήτο φιλόκοσμος, πείθεται και οδηγείται εις γάμον από τον οποίον απέκτησε τρία παιδιά.
Ο μοναχικός βίος του Οσίου
Όταν η Θεοδώρα είδε να λαμβάνει σάρκα και οστά η επιθυμία της για το γάμο του γιου της, εγκαταλείπει τα εγκόσμια, ενδύεται τον μοναχικόν χιτώνα και σύμφωνα με την παράδοση μεταβαίνει στην αριστερή -δυτική όχθη του ποταμού Σελινούντα, όπου ιδρύει την μονή «Ελπίς των απηλπισμένων», γνωστή σήμερα ως Μονή Πεπελενίτσης. Εκεί η μητέρα του αγίου τελειώνει ειρηνικά τον βίο της.
Είναι σημαντικό αυτό, διότι η Θεοδώρα, η μητέρα του αγίου Λεοντίου, που είχε νυμφευθεί τον Ανδρέα Μαμωνά, φαίνεται ότι ήταν θυγατέρα του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Δ´ του Παλαιολόγου. Για αυτόν τον λόγο ίσως ο Ανδρέας Μαμωνάς διωρίσθη γενικός διοικητής ολόκληρης της Πελοποννήσου. Επομένως το γεγονός ότι μια πριγκίπισσα και σύζυγος ενός μεγάλο αξιωματούχου να καταλήγει μοναχή, δείχνει την βαθειά πίστη που ήταν ριζωμένη στους γονείς του οσίου και η οποία μεταδόθηκε στον μετέπειτα άγιο υιό τους.
Μετά από το θάνατο της μητέρας του ο Λέων, έχει διακαή την επιθυμία να ικανοποιήσει το μεγάλο πόθο της ζωής του, δηλαδή να μονάσει. Πείθει λοιπόν την σύζυγό του να μείνει στο σπίτι τους για την φροντίδα των παιδιών τους, και εκείνος αναχωρεί περί το 1410 αρνούμενος τα πάντα για να αφιερωθεί και να υποταχθεί ολοκληρωτικά σ Εκείνον που αποτελούσε τον Νυμφίον της ψυχής του.
Ήταν τότε σχεδόν τριάντα τριών ετών. Ώριμος και με συνειδητή την απόφασή του παίρνει το δρόμο της μοναχικής ζωής, αφού απαρνήθηκε τα πάντα για να δοθεί στο Χριστό και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο της ζωής και τον πόθο της ψυχής του. Δεν τον πτοούν οι κακουχίες της δύσκολης μοναχικής ζωής, ούτε τον εμποδίζει η αριστοκρατική του καταγωγή και η συγγένειά του με τους Παλαιολόγους. Όλα αυτά τα υπερνικά η αγάπη του στο Χριστό.
Ενδύεται το μοναχικό σχήμα, λαμβάνει το όνομα Λεόντιος και παραμένει κοντά στον μοναχό Γέροντα Μεννίδη για να ασκηθεί στην ταπείνωση, την υπακοή και την ακτημοσύνη. Εργάζεται τας αγίας εντολάς, καθαίρει τα πάθη του, εξαγνίζει το σώμα του, φωτίζει το νου του και γρήγορα γίνεται καθαρόν δοχείον της χάριτος του Θεού.
Έχει και ο Λεόντιος το μεγάλο όνειρο να επισκεφθεί το Άγιον Όρος για να ασκηθεί αποτελεσματικότερα στην αρετή. Αναχωρεί για εκεί, όπου επιδίδεται εις μεγαλυτέρους πνευματικούς αγώνες, πλησίον ηγιασμένων και αγωνιστών γερόντων.
Το Άγιον Όρος την εποχήν εκείνην είχε καθιερωθεί εις την συνειδησιν όλων, διότι πλησίαζε τα πεντακόσια χρόνια από την ίδρυσή του και είχε μέχρι τότε αναδείξει σημαντικές μορφές εναρέτων μοναχών. Εθεωρείτο έκτοτε το εργαστήριο της μοναχικής ασκήσεως και των πνευματικών αγώνων και έτσι κάθε φωτισμένος μοναχός επιζητούσε να φθάσει εκεί για την πνευματική ενίσχυση και την ανατροφοδότησή του στα θέματα της πίστεως. Έμαθε εκεί την μοναχική τάξη και όλα τα σχετικά με το μοναχισμό θεωρεί τον εαυτό του έτοιμο για να φύγει σε δικό του ασκητήριο.
Ο Όσιος στην Αχαΐα
Αφού έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα στο Άγιον Όρος, όπου ανδρώθηκε στην αρετή, αναχωρεί δια την Πελόπόννησον και αναζητεί προσευχόμενος τόπον ασκήσεως. Ο Θεός εισήκουσε την προσευχή του «διο και απεκαλύφθη αυτώ», σημειώνει ο συγγραφέας του συναξαρίου του (παρατίθεται στην ακολουθία του), «αφικέσθαι επί τα βόρεια εις το όρος το λεγόμενον Κλωκόν του Γέροντος, άνωθεν Αιγίου της κοινολέκτου Βοστίτσας». Ύστερα από το όραμα αυτό, περί το 1415-1420, ήλθε ο Λεόντιος για να μονάσει στον Κλωκό και συγκεκριμένα στην θέση, όπου σήμερα βρίσκεται το παλαιομονάστηρο.
Ο βράχος του Κλωκού απότομος και απρόσιτος, θύμιζε λίγο τα Κατουνάκια του Άθωνος, με άγρια και αφιλόξενη φύση προκαλούσε εκ πρώτης όψεως το δέος και το φόβο. Στην βάση του βράχου αυτού υπάρχει ένα φυσικό κοίλωμα, μια σπηλιά. Εκεί εγκαθίσταται ο Όσιος και αμέσως προσελκύει πολλούς μαθητές, που σπεύδουν κοντά στον γέροντα για να μονάσουν. Έτσι δημιουργείται μια χορεία αδελφών μοναχών.
Ως μαγνήτης είλκυσεν προς αυτόν «τους ακούοντας των μελισταγών διδαχών του». Την εποχή εκείνη, που οι Τούρκοι προήλαυναν και κατακτούσαν την μια μετά την άλλη τις ελλαδικές περιοχές, αλλά και κυρίως αμέσως μετά την Άλωση, οι μονές ήσαν τα αξιοσέβαστα προσκυνήματα και καταφύγια του λαού. Ευσεβείς και πιστοί χριστιανοί κατέφευγαν αθρόα στα μοναστήρια για να ασκήσουν το σώμα και την ψυχή τους, αλλά και να καλλιεργήσουν το πνεύμα και να μορφωθούν, αφού τα μοναστήρια ήσαν ταυτοχρόνως και έξοχα εκπαιδευτήρια.
Το Συναξάριον αναφέρει ότι οι Δεσπότες του Μορέως Θωμάς και Δημήτριος Παλαιολόγοι, αδελφοί των βασιλέων Ιωάννου Η´ και Κωνσταντίνου ΙΑ´, που συνεδέοντο με συγγενικόν δεσμόν με τον Όσιο, εκτιμήσαντες την ευσέβειάν του, έκτισαν, εις το μέρος όπου ασκήτευε, ναόν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και μονήν, δωρήσαντες εις αυτήν λείψανα αγίων και κυρίως μέρη των φρικτών και αχράντων παθών του Κυρίου, δηλαδή μέρος από τον Τίμιον Σταυρόν, τον Ακάνθινον Στέφανον, τον Σπόγγον και την χλαμύδα του Κυρίου μας, καθώς και μέρος της πλεξίδος του Τιμίου Προδρόμου «…προς αγιασμόν και μέρη των Αγίων Παθών του Σωτήρος… α έφερον τη ιερά τραπέζη επιτίθενται» σημειώνει το Συναξάριον.
Φρόντισαν ακόμη οι συγγενείς του Παλαιολόγοι να ανακαινισθεί ο προϋπάρχων ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και από τότε πήρε το όνομα «Μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ». Γύρω από το χώρο θα οικοδομηθούν και άλλα οικοδομήματα μέσα και έξω από το μοναστήρι, των οποίων τα ερείπια σώζονται ακόμα και σήμερα. Στο μοναστήρι παραχωρήθηκαν πολλά κτήματα, ενώ παράλληλα κατασκευάσθηκε και υδραγωγείο για τις ανάγκες της μονής· οι Παλαιολόγοι βεβαίωσαν τις παροχές με επίσημα έγγραφα που δυστυχώς δεν σώθηκαν έως σήμερα.
Η Κοίμηση του Οσίου
Αφού ο Όσιος έζησε 75 έτη εκοιμήθη στην κτητορική μονή του στις 11 Δεκεμβρίου του 1452, έξι μόλις μήνες πριν από την μεγάλη καταστροφή της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Ο τάφος του σώζεται εις το παλαιόν ερημητήριόν του. «Το δε τίμιον αυτού λείψανον, εν ω και ζων ηγωνίζετο, κατετέθη εν σπηλαίω, αεί βρύον ιάματα τοις μετά πίστεως αυτώ προστρέχουσι».
Η ευγενική του καταγωγή, οι λαμπρές φιλοσοφικές σπουδές του, η δόξα από την επιφανή καταγωγή του, τα πλούτη, ακόμα και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις δεν τον εμπόδισαν να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό. Όλα αυτά έγιναν τα μέσα και τα όργανα για να εξυπηρετηθεί ο μεγάλος σκοπός του.
Ήδη από λίγο μόνον καιρό μετά την κοίμησή του, η εκκλησία τιμώντας την αγία ζωή του, τον κατέταξε μεταξύ των αγίων της. Ένας από τους σπουδαιότερους μαθητές του Αγίου, ο πρόεδρος (=επίσκοπος) Παλαιών Πατρών Ιωακείμ, θαυμαστής και μιμητής του αγίου, παρακάλεσε το συγγραφέα της ακολουθίας του και του συναξαρίου, πιθανώς τον Γεώργιο (Γεννάδιο) Σχολάριο, να εξυμνήσει και να εγκωμιάσει τον όσιο Λεόντιο.
Μετά από αρκετά χρόνια, ο επίσκοπος Πατρών Ιωακείμ πήγε στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, για να προβεί στην ανακομιδή των λειψάνων του δασκάλου και πνευματικού του πατέρα· δυστυχώς αυτό δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας φοβερού σεισμού, «…σεισμού γενομένου και του άνδρου διασχισθέντος, μηδαμώς τη σορώ ίσχυσαν, επί τω παραδόξω εκπλαγέντες», προσθέτει το συναξάριον· το γεγονός θεωρήθηκε θείο σημάδι και η ανακομιδή αναβλήθηκε για ευθετότερο χρόνο.
Τον Ιούλιο του 1820, όταν ηγούμενος ήτο ο Σάββας Βερσοβίτης, όταν οι κίνδυνοι από την στυγνή τουρκοκρατία διαφαινόταν ότι έβαιναν προς το τέλος τους, έγινε με τιμές και μεγαλοπρέπεια η μετακομιδή των ιερών λειψάνων του Οσίου Λεοντίου από το παλαιό ερειπωμένο πλέον μοναστήρι, στο νέο των Ταξιαρχών και μέσα σε καλλιτεχνική αργυρή λάρνακα φυλάσσονται σήμερα τα λείψανα του κτήτορος της Μονής, Οσίου Λεοντίου, αποτελώντας γι αὐτὴν θησαυρό πολύτιμο.
Το Παλαιομονάστηρο
Εις την παλαιάν μονήν του Οσίου Λεοντίου υπάρχει σήμερα περίβολος, όπου ο Βυζαντινός ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, και πλησίον του μικρός Ναός με ωραίον τρούλλον, της περιόδου των Παλαιολόγων. Οι τοιχογραφίες του Ναού των Αρχαγγέλων είναι του ΙΣΤ´ αιώνος. Ανεβαίνει ο προσκυνητής μια πέτρινη κλίμακα με 51 σκαλοπάτια από πωρόλιθο στην σκήτη του οσίου, όπου υπάρχει μικρός ναός της Αναστάσεως, ο οποίος είχε κτισθεί από τον Λεόντιο με ημικατεστραμμένες τοιχογραφίες του ΙΣΤ´ αιώνος.
Λίγο πιο πάνω είναι ο τάφος του Οσίου. Υπεράνω αριστερά του τοίχου φαίνεται ένας σταυρός μέσα σε πέτρινο πλαίσιο, που φέρει δυσανάγνωστη χρονολογία. Ο σταυρός αυτός με την χρονολογία είναι δείγμα βυζαντινό. Στον τοίχο της πύλης διακρίνεται αψίδα με δύο ωραίους κίονες και λίγο από πάνω ανάγλυφο από μάρμαρο που παρίστανε ένα αμνό φέροντα σταυρό, στοιχεία που -κατά τον καθηγητή Λίνο Πολίτη- αποδεικνύουν ότι η μονή του οσίου Λεοντίου εκτίσθη όντως κατά την Βυζαντινή περίοδο επί Παλαιολόγων. Οι περιπέτειες της μονής αρχίζουν αμέσως μετά την άλωση του 1453. Η πάλη των Ενετών και των Τούρκων για επικράτηση στο χώρο της Πελοποννήσου, οι επιθέσεις των τουρκαλβανών, φθάνουν και στο μοναστήρι. Για την καταστροφή του 1500 μας πληροφορεί κώδικας της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους. «…εν έτει ζηω´ (1500) επήραν αυτοί (οι Τούρκοι) την Μοθωκορώνην, Αυγούστου 9. Το αυτό έτος έγινε ο εμπρησμός του Μοναστηρίου του Μεγάλου Ταξιάρχου, ήγουν του Γέροντος, το επάνω της Βοστίτζας εν τω όρει του Κλοκού κείμενον Αυγούστου ιε´».
Η Μονή του Λεοντίου επανεκτίσθη, αλλά επί πατριαρχείας Κυρίλλου του Λουκάρεως του Α´ κατεστράφη εξαιτίας νέας επιδρομής. Το σιγίλλιον του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Ε´ του 1749 γράφει σχετικά: «…επί των ημερών του αοιδίμου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ. Κυρίλλου του παλαιού, ότε και πυρίκαυστον γεγονός δι ἐπηρείας του μισοκάλλου και εξαφανισθέν άρδην, οι εν αυτώ ασκούμενοι πατέρες ανήγειραν και ανωκοδόμησαν αυτό, και εις ην οράται κατάστασιν θεία συνάρσει παρήγαγον, ανανεώσαντες και την αρχαίαν αυτώ σταυροπηγιακήν αξίαν τε και ελευθερίαν…».
Μετά την καταστροφή, την οποία αναφέρει το σιγίλλιον, οι μοναχοί εγκατέλειψαν το μοναστήρι του Γέροντα και ίδρυσαν στις αρχές του ΙΖ´ αιώνος το κάτω μοναστήρι, το σημερινό των Ταξιαρχών. Το «παλαιομονάστηρο» μετά από πρόχειρη επισκευή, πρέπει να χρησιμοποιούνταν ως καταφύγιο σε ώρα κινδύνου.