Οι Βουκελάριοι ανήκουν στην εποχή του Βυζαντίου. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη κατηγορία στρατιωτών του ιππικού που πολεμούσαν με την χρήση τόξων.
Εμπνεόμενος από την πολεμική τέχνη των δύο κύριων αντιπάλων της Αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή, των Γερμανών και των νομάδων της Ανατολής, ο εξέχων στρατηγός Βελισάριος συνέλαβε την ιδέα ευρέσεως του αντιδότου, το οποίο δεν ήταν άλλο από το ιππικό διπλού ρόλου.
Ο Βελισάριος είχε μελετήσει τα στρατιωτικά διδάγματα των μαχών κατά των βαρβάρων. Το νέο ιππικό το οποίο σκόπευε να συγκροτήσει έπρεπε να διαθέτει επαρκή ευελιξία, αλλά και ισχύ πυρός ώστε να ανταπεξέρχεται της επέλασης του επίφοβου γερμανικού βαρέως ιππικού και αρκετή συνοχή ώστε αντιμετωπίζει ευχερώς τις άτακτες, αλλά ορμητικές επιθέσεις των Ανατολιτών ιπποτοξοτών.
Οι ιππείς αυτοί ονομάστηκαν βουκελάριοι – η βουκέλα ήταν ένα είδος γαλέτας. Οι άνδρες που μοιράζοντο τα ίδιο ψωμί, οι ομοτράπεζοι δηλαδή, αποτέλεσαν αρχικά ένα μόνο μικρό τμήμα σωματοφυλάκων του Βελισάριου, στο οποίο κατατάχθηκαν όλοι οι φίλοι του.
Η διαφορά τους από το κοινό ιππικό, τους λεγομένους καβαλάριους, ήταν ότι οι βουκελάριοι ήταν εξοπλισμένοι με λόγχη και τόξο και ήταν ικανοί να πολεμούν τόσο σε πυκνή τάξη, πραγματοποιώντας επελάσεις όπως το βαρύ ιππικό, αλλά και σε διάταξη ακροβολισμού ακόμα, αποφεύγοντας βαρύτερους αντιπάλους και καταβάλλοντάς τους με τα βέλη τους.
Η βαριά θωράκιση που έφεραν τους εξασφάλιζε μεγάλη επιβιωσιμότητα απέναντι στο ανατολίτικο ελαφρύ ιππικό. Αρχικά ο Βελισάριος συγκρότησε ένα τάγμα (βάνδο) βουκελαρίων, τους άνδρες του οποίου εξόπλισε, εκπαίδευσε και οργάνωσε, χωρίς την παραμικρή παρέμβαση του αυτοκράτορα.
Νέα μονάδα
Όταν ο Ιουστίνος τον είχε ρωτήσει τι άνδρες θα ήθελε να του δώσει για να επανδρώσει το τάγμά του, αν είχε προτίμηση σε κάποιον λαό της αυτοκρατορίας, ή σε μέλη ορισμένης κοινωνικής τάξης, εκείνος τους απάντησε:
«Δώσε μου άνδρες που μπορούν να πιούν βρώμικο νερό και να φάνε πτώματα. Να είναι τμήμα ανάμικτο από ορεσίβιους, ναυτικούς και ανθρώπους του κάμπου. Μη μου δώσεις από αυτούς που στέλνουν για στρατιώτες οι άρχοντες από τα κτήματα τους (έστελναν πάντα τους χειρότερους άνδρες τους), ανθρώπους που έχουν υπηρετήσει σε άλλες μονάδες πριν ή ανήκουν σε κάποια φατρία».
Ο Βελισάριος επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα επίλεκτο σώμα, όπως αυτός το είχε σχεδιάσει στο μυαλό του. Για αυτό ζήτησε ορεσίβιους, σκληραγωγημένους άνδρες, εκ φύσεως πολεμιστές, άνδρες από τις πεδιάδες, γνώστες της φροντίδας των αλόγων και της ιππασίας, αλλά και ναυτικούς με επιδέξια χέρια. Η κάθε ομάδα ανθρώπων θα μάθαινε από την άλλη και όλες μαζί θα συγκροτούσαν ένα ακατάβλητο σύνολο.
Ο Βελισάριος πίστευε ότι ο στρατιώτης, από τη στιγμή της κατατάξεως του, έως την ώρα της απόλυσης του, όφειλε να κατανοήσει ότι θα αποτελεί ένα εντελώς ξεχωριστό κομμάτι της κοινωνίας, έξω και πέρα από οτιδήποτε «κοσμικό», απέχων παντελώς από την πολιτική, αλλά και από οποιαδήποτε κατάσταση φατριασμού, το οποίο θα όφειλε τυφλή υπακοή στις διαταγές των επαγγελματιών αξιωματικών που θα το κατεύθυναν.
Ιδιαίτερα η τελευταία αυτή παρατήρηση αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της στρατιωτικής σκέψης του Βελισάριου. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν δυνατό να διοικηθούν οι άνδρες από κάποιον που γνώριζε, επί της στρατιωτικής τέχνης, λιγότερα από τους ίδιους.
Για αυτό, αν ήταν ιδιαίτερα πιεστικός στους άνδρες, όσον αφορά την εκπαίδευση, ήταν δέκα φορές πιεστικότερος στους αξιωματικούς τους, από τους οποίους απαιτούσε κρυστάλλινη σκέψη, θάρρος και πολεμική ικανότητα. Ο αξιωματικός, κατά τον Βελισάριο, όφειλε να είναι κατ΄αρχήν ο καλύτερος στρατιώτης, ο πρώτος στη μάχη, αλλά και στη σύνεση.
Οπλισμός και εκπαίδευση
Με το ετερογενές αυτό ανθρώπινο δυναμικό ο Βελισάριος συγκρότησε τη νέα του μονάδα. Οι άνδρες εξοπλίστηκαν όλοι με μακρύ αλυσιδωτό θώρακα, ο οποίος κάλυπτε έως και τους μηρούς του πολεμιστή, με βαρύ, στερεό σιδερένιο κράνος (κασίδα) και μικρή ασπίδα. Ο επιθετικός τους οπλισμός αποτελείτο από μακριά ίσια σπάθη, μήκους 80 εκ, έως 1 μ. μακριά λόγχη, μήκους 3 μ.περίπου και από σύνθετο τόξο, κατασκευασμένο από επάλληλες στρώσεις διαφορετικών υλικών (διαφόρων ειδών ξύλου, οστών ζώων), οι οποίες του προσέδιδαν μεγάλη αντοχή και ακρίβεια βολής.
Τα τόξα αυτά ήταν «σκληρά» (τεντώνονταν δύσκολα), περιορίζοντας έτσι την ταχυβολία. Το μειονέκτημα όμως αυτό αντισταθμιζόταν από την εξαιρετική τους ακρίβεια. Τα όπλα που συμπλήρωναν το οπλοστάσιο των βουκελαρίων ήταν οι κεφαλοθραύστες και τα χειρόβολα ή ριπτάρια. Τα τελευταία ήταν μικρά ακόντια – λίγο μεγαλύτερα από βέλη – τα οποία επίσης έφεραν στο πίσω μέρος τους πτερύγια εξισορρόπησης και τα οποία βάλλονταν εκ του σύνεγγυς με το χέρι.
Οι νεοσύλλεκτοι έπρεπε πρώτα από όλα να μάθουν να ιππεύουν άριστα, σχεδόν να εκτελούν ακροβατικά πάνω στη ράχη του αλόγου τους, την ώρα που αυτό κάλπαζε. Στη συνέχεια εκπαιδεύονταν στη χρήση του οπλισμού τους, με το άλογο τους αρχικά να βαδίζει, κατόπιν να τροχάζει και τελικά να καλπάζει. Ο Βελισάριος επέμενε ότι δεν ήταν αρκετό να πλήττουν με τη λόγχη ή τα βέλη ακίνητους μόνο στόχους.
Έτσι εφάρμοσε ένα νέο σύστημα εκπαίδευσης κατά κινουμένων στόχων. Επί ενός τροχοφόρου πλαισίου τοποθετούσε ένα κατασκευασμένο με άχυρο ομοίωμα πεζού ή έφιππου πολεμιστή το οποίο είτε έσερναν με άλογα, είτε άφηναν να κυλίσει από έναν λόφο. Η δεύτερη μέθοδος ήταν προτιμητέα γιατί το τροχοφόρο ανδρείκελο που κατρακυλούσε από τον λόφο κανείς δεν γνώριζε που θα κατευθύνονταν.
Έτσι ο εκπαιδευόμενος έπρεπε να βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση, έτοιμος να πλήξει τον στόχο του, ανεξάρτητα από την οποία αλλαγή κατεύθυνσής του. Στην τελική φάση της εκπαίδευσης του ο βουκελάριος έπρεπε να είναι ικανός να βάλει τρία τουλάχιστον βέλη κατά του ανδρεικέλου, εν συνεχεία να το πλήξει με χειρόβολα και εν τέλη να το λογχίσει, και όλα αυτά καλπάζοντας με το άλογο, το οποίο όφειλε επίσης να κατευθύνει κρατώντας τα ηνία με το αριστερό του χέρι !
Μετά το πέρας της ατομικής εκπαίδευσης οι βουκελάριοι εκπαιδεύοντο κατά ακίες (στίχους), κατά κενταρχίες (ίλες) και τελικά κατά βάνδο – το σύνολο του τάγματος. Το τάγμα, αποτελούσε την κατώτερη τακτική μονάδα, και αναλόγως της τακτικής κατάστασης μπορούσε να πολεμά είτε σε διάταξη ακροβολισμού, είτε σε πυκνή τάξη. Ένα τμήμα των ανδρών ήταν επιφορτισμένο να δρα ως εμπροσθοφυλακή, οπισθοφυλακή ή πλαγιοφυλακή.
Κατά των Γερμανών
Ο Βελισάριος ήταν περίπου 20 ετών όταν ο αυτοκράτορας Ιουστίνος του ανέθεσε την αποστολή συγκρότησης του νέου ιππικού. Όταν ο νεαρός αξιωματικός πείσθηκε ότι οι άνδρες του ήταν ετοιμοπόλεμοι ζήτησε από τον αυτοκράτορα να του επιτρέψει να μεταβεί με το τάγμα του στα βόρεια σύνορα, για δοκιμάσει το τάγμα σε πραγματικές συνθήκες μάχης, πολεμώντας κατά των Γερμανών Γεπίδων.
Ο Ιουστίνος έδωσε πράγματι την άδεια και ο Βελισάριος, επικεφαλής των βουκελαρίων του, περί τους 250, έφτασε στον Δούναβη και αμέσως ανέλαβε δράση. Οι Γεπίδες, όπως και οι περισσότεροι Γερμανοί, εκτός από τους Φράγκους, είχαν, υπό την επίδραση των Ούννων, καταστεί εξαίρετοι ιππείς. Το πεζικό τους δεν ήταν αξιόλογο.
Το γερμανικό ιππικό όμως ήταν εκλεκτό και ιδιαιτέρως μετά τη μάχη της Αδριανούπολης προκαλούσε τρόμο στους Βυζαντινούς. Διακρίνετο για την ορμητικότητα του, αλλά όχι για την πειθαρχία και τη συνοχή του. Οι Γεπίδες ζούσαν σε ομάδες, γνωστές ως «γκάου», στη βόρεια όχθη του Δούναβη, ο οποίος αποτελούσε το σύνορο της Αυτοκρατορίας. Από εκεί περνούσαν συχνά τον ποταμό και εκτελούσαν επιδρομές σε μεγάλο βάθος στην περιοχή από το Βιδίνιο της σημερινής Βουλγαρίας, έως την Ίστρια στην σημερινή Ρουμανία.
Ο Βελισάριος στρατοπέδευσε με τους άνδρες του σε μια περιοχή όπου δεν υπήρχε κοντά ούτε πόλη, ούτε χωριό. Αυτό το έπραξε για να συνηθίσει τους άνδρες του στις στερήσεις. Στην νότια όχθη του Δούναβη είχε αγκυροβολήσει ένα πλοίο, το οποίο αποτελούσε την προχωρημένη βάσή τους, επί του οποίου υπήρχαν μικρά αποθέματα τροφίμων, αποθέματα βελών και ένα συνεργείο σιδηρουργών για την πραγματοποίηση επισκευών στον οπλισμό.
Οι βουκελάριοι θα επισκέπτονταν το πλοίο – βάση κάθε 10 ημέρες, εφόσον συνέτρεχε λόγος.Διαφορετικά θα ζούσαν από εφόδια που θα κυρίευαν από τους εχθρούς. Κάθε στρατιώτης έφερε μαζί του τρόφιμα – παστό κρέας και κρίθινη γαλέτα – για 10 μέρες. Νερό υπήρχε στην περιοχή και έτσι δεν χρειαζόταν να φέρουν μαζί τους αποθέματα.
Ο Βελισάριος, έχοντας μελετήσει τις τακτικές μάχης των Γεπίδων διέταξε τους άνδρες του να μην εμπλέκονται μαζί τους παρά μόνο όταν οι εχθροί θα είχαν αποδιοργανωθεί από τις απώλειες που θα τους είχαν προκαλέσει τα βυζαντινά βέλη. Θα αναπτύσσονταν σε διάταξη ακροβολισμού, παρενοχλώντας διαρκώς με βολές, τους Γεπίδες ιππείς, επιχειρώντας να τους εξαναγκάσουν να επελάσουν, εγκαταλείποντας το πεζικό τους.
Με τον τρόπο αυτό οι Γεπίδες ιππείς θα στερούντο της προστασίας των βλημάτων υποστήριξης του φιλίου τους πεζικού και θα αντιμετωπίζονταν ευχερώς από τους Βυζαντινούς βουκελάριους. Οι άνδρες, υπό την άγρυπνη καθοδήγησή του, ακολούθησαν πράγματι κατά γράμμα τις εντολές του.
Επί τέσσερις περίπου μήνες οι 250 Βυζαντινού βουκελάριοι του Βελισάριου, επιχειρούσαν σε μια περιοχή όπου δρούσαν 20 φορές περισσότεροι τους εχθροί, χωρίς να ηττηθούν από αυτούς, προκαλώντας τους μάλιστα σημαντικές απώλειες και αιχμαλωτίζοντας αρκετούς.
Ο Βελισάριος σε αυτές τις μάχες είχε μόνο τρεις τραυματίες και έναν νεκρό, ο οποίος όμως δεν χάθηκε συνεπεία της εχθρικής δράσης, αλλά από ατύχημα – πνίγηκε. Το αποτέλεσμα της δοκιμής του νέου τύπου ιππικού ήταν πράγματι καταπληκτικό. Τόσο καταπληκτικό που ακόμα και οι Γερμανοί εχθροί εντυπωσιάστηκαν από την αξία τω βουκελαρίων και 40 από τους Γεπίδες αιχμαλώτους ζήτησαν από τον Βελισάριο να τους κατατάξει στο επίλεκτο σώμα του!
Κατά των Βουλγάρων
Ο Βελισάριος τους δέχθηκε, μαζί με άλλους στρατιώτες, οι οποίοι έσπευδαν μαζικά να καταταγούν στο σώμα των βουκελαρίων, των οποίων η φήμη είχε εξαπλωθεί σε όλη την Αυτοκρατορία. Ο Βελισάριος επέλεξε τους 400 καλύτερους άνδρες, τους οποίους εκπαίδευσε όπως και την πρώτη «σειρά» βουκελαρίων. Με 600 λοιπόν βουκελαρίους εξεστράτευσε το επόμενο καλοκαίρι, πάλι στα βόρεια σύνορα, κατά των πρώτων βουλγαρικών στιφών που είχαν κάνει την εμφάνιση τους στην περιοχή.
Οι Βούλγαροι, αλταϊκής καταγωγής λαός, όπως και οι Τούρκοι, πολεμούσαν όπως και οι Ούννοι συγγενείς τους, ως ελαφροί ιπποτοξότες. Κάλπαζαν στα ταχύτατα και δυνατά τους άλογα, προσέγγιζαν τον αντίπαλο και έβαλαν εναντίον τα βέλη τους. Αν ο αντίπαλος επιχειρούσε να τους πλησιάσει τρέποναν σε φυγή, έτοιμοι όμως ανά πάσα στιγμή να αναστρέψουν και να του επιτεθούν, μόλις έδειχνε σημεία κόπωσης.
Αυτή ήταν η πάγια τακτική όλων των ανατολικών νομαδικών λαών, η οποία είχε έως τότε αποδειχθεί ιδιαιτέρως αποτελεσματική και κατά των ρωμαϊκών λεγεώνων και κατά των Γερμανών ιππέων στο πρόσφατο παρελθόν. Οι ταχύτατοι Βούλγαροι ιπποτοξότες, συνιστούσαν για τους Βυζαντινούς βουκελαρίους ένα διαφορετικό είδος απειλής, σε σχέση με τους Γερμανούς, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτείτο διαφορετική τακτική.
Απέναντι σε έναν τέτοιο αντίπαλο το ζητούμενο δεν ήταν η τήρηση ασφαλούς απόστασης, αλλά ή όσο το δυνατό συντομότερη προσέγγιση του, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι απώλειες από τα βέλη του. Ο αγώνας έπρεπε να διεξαχθεί εκ του σύνεγγυς, στο πεδίο δηλαδή όπου οι Βυζαντινοί, λόγω οπλισμού, βάρους ίππων και συνοχής υπερείχαν δραματικά των αντιπάλων τους.
Ωστόσο ένα τμήμα βουκελαρίων θα έπρεπε να αναπτυχθεί σε διάταξη ακροβολισμού, εμπρός και πλάγια από το κύριο σώμα, ώστε να καλύπτει τις κινήσεις του, ή να λειτουργεί ως «δόλωμα».
Στην πρώτη μάχη με τους Βουλγάρους ο Βελισάριος χρησιμοποίησε αυτή ακριβώς την τακτική. Έστειλε ως προπομπό ένα μικρό τμήμα ανδρών του, αυτών με τα ταχύτερα άλογα, ενώ ο ίδιος ακολουθούσε σε μικρή απόσταση με το κύριο σώμα, καλυμμένο πίσω από έναν λοφίσκο.
Εάν οι Βούλγαροι αποτολμούσαν επίθεση κατά της προπομπού, ο Βελισάριος ήταν βέβαιος ότι θα τους εξόντωνε γιατί η κατάσταση του εδάφους δεν θα τους επέτρεπε να σωθούν δια της φυγής. Οι θρασείς πάντως Βούλγαροι επιτέθηκαν και αφανίσθηκαν. Σε άλλες περιπτώσεις που ο εχθρός κατέφευγε σε δάση, ο Βελισάριος έτασσε τους άνδρες τους στην υπήνεμη πλευρά και έβαζε φωτιά στα δένδρα, αναγκάζοντας τους εχθρούς να εγκαταλείψουν τις κρυψώνες τους.
Ο πόλεμος κατά των Βουλγάρων ομοίαζε περισσότερο με κυνήγι αγρίων ζώων, παρά με πραγματική εκστρατεία. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Βελισάριος και οι ακατάβλητοι βουκελάριοί του ανεδείχθησαν και πάλι νικητές. Οι βουκελάριοι του ήταν ικανοί να πολεμούν με την ίδια άνεση τους ελαφρούς ανατολίτες ιπποτοξότες, όσο και τους Γερμανούς «ιππότες».
Εμπνεόμενος από την πολεμική τέχνη των δύο κύριων αντιπάλων της Αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή, των Γερμανών και των νομάδων της Ανατολής, ο εξέχων στρατηγός Βελισάριος συνέλαβε την ιδέα ευρέσεως του αντιδότου, το οποίο δεν ήταν άλλο από το ιππικό διπλού ρόλου.
Ο Βελισάριος είχε μελετήσει τα στρατιωτικά διδάγματα των μαχών κατά των βαρβάρων. Το νέο ιππικό το οποίο σκόπευε να συγκροτήσει έπρεπε να διαθέτει επαρκή ευελιξία, αλλά και ισχύ πυρός ώστε να ανταπεξέρχεται της επέλασης του επίφοβου γερμανικού βαρέως ιππικού και αρκετή συνοχή ώστε αντιμετωπίζει ευχερώς τις άτακτες, αλλά ορμητικές επιθέσεις των Ανατολιτών ιπποτοξοτών.
Οι ιππείς αυτοί ονομάστηκαν βουκελάριοι – η βουκέλα ήταν ένα είδος γαλέτας. Οι άνδρες που μοιράζοντο τα ίδιο ψωμί, οι ομοτράπεζοι δηλαδή, αποτέλεσαν αρχικά ένα μόνο μικρό τμήμα σωματοφυλάκων του Βελισάριου, στο οποίο κατατάχθηκαν όλοι οι φίλοι του.
Η διαφορά τους από το κοινό ιππικό, τους λεγομένους καβαλάριους, ήταν ότι οι βουκελάριοι ήταν εξοπλισμένοι με λόγχη και τόξο και ήταν ικανοί να πολεμούν τόσο σε πυκνή τάξη, πραγματοποιώντας επελάσεις όπως το βαρύ ιππικό, αλλά και σε διάταξη ακροβολισμού ακόμα, αποφεύγοντας βαρύτερους αντιπάλους και καταβάλλοντάς τους με τα βέλη τους.
Η βαριά θωράκιση που έφεραν τους εξασφάλιζε μεγάλη επιβιωσιμότητα απέναντι στο ανατολίτικο ελαφρύ ιππικό. Αρχικά ο Βελισάριος συγκρότησε ένα τάγμα (βάνδο) βουκελαρίων, τους άνδρες του οποίου εξόπλισε, εκπαίδευσε και οργάνωσε, χωρίς την παραμικρή παρέμβαση του αυτοκράτορα.
Νέα μονάδα
Όταν ο Ιουστίνος τον είχε ρωτήσει τι άνδρες θα ήθελε να του δώσει για να επανδρώσει το τάγμά του, αν είχε προτίμηση σε κάποιον λαό της αυτοκρατορίας, ή σε μέλη ορισμένης κοινωνικής τάξης, εκείνος τους απάντησε:
«Δώσε μου άνδρες που μπορούν να πιούν βρώμικο νερό και να φάνε πτώματα. Να είναι τμήμα ανάμικτο από ορεσίβιους, ναυτικούς και ανθρώπους του κάμπου. Μη μου δώσεις από αυτούς που στέλνουν για στρατιώτες οι άρχοντες από τα κτήματα τους (έστελναν πάντα τους χειρότερους άνδρες τους), ανθρώπους που έχουν υπηρετήσει σε άλλες μονάδες πριν ή ανήκουν σε κάποια φατρία».
Ο Βελισάριος επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα επίλεκτο σώμα, όπως αυτός το είχε σχεδιάσει στο μυαλό του. Για αυτό ζήτησε ορεσίβιους, σκληραγωγημένους άνδρες, εκ φύσεως πολεμιστές, άνδρες από τις πεδιάδες, γνώστες της φροντίδας των αλόγων και της ιππασίας, αλλά και ναυτικούς με επιδέξια χέρια. Η κάθε ομάδα ανθρώπων θα μάθαινε από την άλλη και όλες μαζί θα συγκροτούσαν ένα ακατάβλητο σύνολο.
Ο Βελισάριος πίστευε ότι ο στρατιώτης, από τη στιγμή της κατατάξεως του, έως την ώρα της απόλυσης του, όφειλε να κατανοήσει ότι θα αποτελεί ένα εντελώς ξεχωριστό κομμάτι της κοινωνίας, έξω και πέρα από οτιδήποτε «κοσμικό», απέχων παντελώς από την πολιτική, αλλά και από οποιαδήποτε κατάσταση φατριασμού, το οποίο θα όφειλε τυφλή υπακοή στις διαταγές των επαγγελματιών αξιωματικών που θα το κατεύθυναν.
Ιδιαίτερα η τελευταία αυτή παρατήρηση αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της στρατιωτικής σκέψης του Βελισάριου. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν δυνατό να διοικηθούν οι άνδρες από κάποιον που γνώριζε, επί της στρατιωτικής τέχνης, λιγότερα από τους ίδιους.
Για αυτό, αν ήταν ιδιαίτερα πιεστικός στους άνδρες, όσον αφορά την εκπαίδευση, ήταν δέκα φορές πιεστικότερος στους αξιωματικούς τους, από τους οποίους απαιτούσε κρυστάλλινη σκέψη, θάρρος και πολεμική ικανότητα. Ο αξιωματικός, κατά τον Βελισάριο, όφειλε να είναι κατ΄αρχήν ο καλύτερος στρατιώτης, ο πρώτος στη μάχη, αλλά και στη σύνεση.
Οπλισμός και εκπαίδευση
Με το ετερογενές αυτό ανθρώπινο δυναμικό ο Βελισάριος συγκρότησε τη νέα του μονάδα. Οι άνδρες εξοπλίστηκαν όλοι με μακρύ αλυσιδωτό θώρακα, ο οποίος κάλυπτε έως και τους μηρούς του πολεμιστή, με βαρύ, στερεό σιδερένιο κράνος (κασίδα) και μικρή ασπίδα. Ο επιθετικός τους οπλισμός αποτελείτο από μακριά ίσια σπάθη, μήκους 80 εκ, έως 1 μ. μακριά λόγχη, μήκους 3 μ.περίπου και από σύνθετο τόξο, κατασκευασμένο από επάλληλες στρώσεις διαφορετικών υλικών (διαφόρων ειδών ξύλου, οστών ζώων), οι οποίες του προσέδιδαν μεγάλη αντοχή και ακρίβεια βολής.
Τα τόξα αυτά ήταν «σκληρά» (τεντώνονταν δύσκολα), περιορίζοντας έτσι την ταχυβολία. Το μειονέκτημα όμως αυτό αντισταθμιζόταν από την εξαιρετική τους ακρίβεια. Τα όπλα που συμπλήρωναν το οπλοστάσιο των βουκελαρίων ήταν οι κεφαλοθραύστες και τα χειρόβολα ή ριπτάρια. Τα τελευταία ήταν μικρά ακόντια – λίγο μεγαλύτερα από βέλη – τα οποία επίσης έφεραν στο πίσω μέρος τους πτερύγια εξισορρόπησης και τα οποία βάλλονταν εκ του σύνεγγυς με το χέρι.
Οι νεοσύλλεκτοι έπρεπε πρώτα από όλα να μάθουν να ιππεύουν άριστα, σχεδόν να εκτελούν ακροβατικά πάνω στη ράχη του αλόγου τους, την ώρα που αυτό κάλπαζε. Στη συνέχεια εκπαιδεύονταν στη χρήση του οπλισμού τους, με το άλογο τους αρχικά να βαδίζει, κατόπιν να τροχάζει και τελικά να καλπάζει. Ο Βελισάριος επέμενε ότι δεν ήταν αρκετό να πλήττουν με τη λόγχη ή τα βέλη ακίνητους μόνο στόχους.
Έτσι εφάρμοσε ένα νέο σύστημα εκπαίδευσης κατά κινουμένων στόχων. Επί ενός τροχοφόρου πλαισίου τοποθετούσε ένα κατασκευασμένο με άχυρο ομοίωμα πεζού ή έφιππου πολεμιστή το οποίο είτε έσερναν με άλογα, είτε άφηναν να κυλίσει από έναν λόφο. Η δεύτερη μέθοδος ήταν προτιμητέα γιατί το τροχοφόρο ανδρείκελο που κατρακυλούσε από τον λόφο κανείς δεν γνώριζε που θα κατευθύνονταν.
Έτσι ο εκπαιδευόμενος έπρεπε να βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση, έτοιμος να πλήξει τον στόχο του, ανεξάρτητα από την οποία αλλαγή κατεύθυνσής του. Στην τελική φάση της εκπαίδευσης του ο βουκελάριος έπρεπε να είναι ικανός να βάλει τρία τουλάχιστον βέλη κατά του ανδρεικέλου, εν συνεχεία να το πλήξει με χειρόβολα και εν τέλη να το λογχίσει, και όλα αυτά καλπάζοντας με το άλογο, το οποίο όφειλε επίσης να κατευθύνει κρατώντας τα ηνία με το αριστερό του χέρι !
Μετά το πέρας της ατομικής εκπαίδευσης οι βουκελάριοι εκπαιδεύοντο κατά ακίες (στίχους), κατά κενταρχίες (ίλες) και τελικά κατά βάνδο – το σύνολο του τάγματος. Το τάγμα, αποτελούσε την κατώτερη τακτική μονάδα, και αναλόγως της τακτικής κατάστασης μπορούσε να πολεμά είτε σε διάταξη ακροβολισμού, είτε σε πυκνή τάξη. Ένα τμήμα των ανδρών ήταν επιφορτισμένο να δρα ως εμπροσθοφυλακή, οπισθοφυλακή ή πλαγιοφυλακή.
Κατά των Γερμανών
Ο Βελισάριος ήταν περίπου 20 ετών όταν ο αυτοκράτορας Ιουστίνος του ανέθεσε την αποστολή συγκρότησης του νέου ιππικού. Όταν ο νεαρός αξιωματικός πείσθηκε ότι οι άνδρες του ήταν ετοιμοπόλεμοι ζήτησε από τον αυτοκράτορα να του επιτρέψει να μεταβεί με το τάγμα του στα βόρεια σύνορα, για δοκιμάσει το τάγμα σε πραγματικές συνθήκες μάχης, πολεμώντας κατά των Γερμανών Γεπίδων.
Ο Ιουστίνος έδωσε πράγματι την άδεια και ο Βελισάριος, επικεφαλής των βουκελαρίων του, περί τους 250, έφτασε στον Δούναβη και αμέσως ανέλαβε δράση. Οι Γεπίδες, όπως και οι περισσότεροι Γερμανοί, εκτός από τους Φράγκους, είχαν, υπό την επίδραση των Ούννων, καταστεί εξαίρετοι ιππείς. Το πεζικό τους δεν ήταν αξιόλογο.
Το γερμανικό ιππικό όμως ήταν εκλεκτό και ιδιαιτέρως μετά τη μάχη της Αδριανούπολης προκαλούσε τρόμο στους Βυζαντινούς. Διακρίνετο για την ορμητικότητα του, αλλά όχι για την πειθαρχία και τη συνοχή του. Οι Γεπίδες ζούσαν σε ομάδες, γνωστές ως «γκάου», στη βόρεια όχθη του Δούναβη, ο οποίος αποτελούσε το σύνορο της Αυτοκρατορίας. Από εκεί περνούσαν συχνά τον ποταμό και εκτελούσαν επιδρομές σε μεγάλο βάθος στην περιοχή από το Βιδίνιο της σημερινής Βουλγαρίας, έως την Ίστρια στην σημερινή Ρουμανία.
Ο Βελισάριος στρατοπέδευσε με τους άνδρες του σε μια περιοχή όπου δεν υπήρχε κοντά ούτε πόλη, ούτε χωριό. Αυτό το έπραξε για να συνηθίσει τους άνδρες του στις στερήσεις. Στην νότια όχθη του Δούναβη είχε αγκυροβολήσει ένα πλοίο, το οποίο αποτελούσε την προχωρημένη βάσή τους, επί του οποίου υπήρχαν μικρά αποθέματα τροφίμων, αποθέματα βελών και ένα συνεργείο σιδηρουργών για την πραγματοποίηση επισκευών στον οπλισμό.
Οι βουκελάριοι θα επισκέπτονταν το πλοίο – βάση κάθε 10 ημέρες, εφόσον συνέτρεχε λόγος.Διαφορετικά θα ζούσαν από εφόδια που θα κυρίευαν από τους εχθρούς. Κάθε στρατιώτης έφερε μαζί του τρόφιμα – παστό κρέας και κρίθινη γαλέτα – για 10 μέρες. Νερό υπήρχε στην περιοχή και έτσι δεν χρειαζόταν να φέρουν μαζί τους αποθέματα.
Ο Βελισάριος, έχοντας μελετήσει τις τακτικές μάχης των Γεπίδων διέταξε τους άνδρες του να μην εμπλέκονται μαζί τους παρά μόνο όταν οι εχθροί θα είχαν αποδιοργανωθεί από τις απώλειες που θα τους είχαν προκαλέσει τα βυζαντινά βέλη. Θα αναπτύσσονταν σε διάταξη ακροβολισμού, παρενοχλώντας διαρκώς με βολές, τους Γεπίδες ιππείς, επιχειρώντας να τους εξαναγκάσουν να επελάσουν, εγκαταλείποντας το πεζικό τους.
Με τον τρόπο αυτό οι Γεπίδες ιππείς θα στερούντο της προστασίας των βλημάτων υποστήριξης του φιλίου τους πεζικού και θα αντιμετωπίζονταν ευχερώς από τους Βυζαντινούς βουκελάριους. Οι άνδρες, υπό την άγρυπνη καθοδήγησή του, ακολούθησαν πράγματι κατά γράμμα τις εντολές του.
Επί τέσσερις περίπου μήνες οι 250 Βυζαντινού βουκελάριοι του Βελισάριου, επιχειρούσαν σε μια περιοχή όπου δρούσαν 20 φορές περισσότεροι τους εχθροί, χωρίς να ηττηθούν από αυτούς, προκαλώντας τους μάλιστα σημαντικές απώλειες και αιχμαλωτίζοντας αρκετούς.
Ο Βελισάριος σε αυτές τις μάχες είχε μόνο τρεις τραυματίες και έναν νεκρό, ο οποίος όμως δεν χάθηκε συνεπεία της εχθρικής δράσης, αλλά από ατύχημα – πνίγηκε. Το αποτέλεσμα της δοκιμής του νέου τύπου ιππικού ήταν πράγματι καταπληκτικό. Τόσο καταπληκτικό που ακόμα και οι Γερμανοί εχθροί εντυπωσιάστηκαν από την αξία τω βουκελαρίων και 40 από τους Γεπίδες αιχμαλώτους ζήτησαν από τον Βελισάριο να τους κατατάξει στο επίλεκτο σώμα του!
Κατά των Βουλγάρων
Ο Βελισάριος τους δέχθηκε, μαζί με άλλους στρατιώτες, οι οποίοι έσπευδαν μαζικά να καταταγούν στο σώμα των βουκελαρίων, των οποίων η φήμη είχε εξαπλωθεί σε όλη την Αυτοκρατορία. Ο Βελισάριος επέλεξε τους 400 καλύτερους άνδρες, τους οποίους εκπαίδευσε όπως και την πρώτη «σειρά» βουκελαρίων. Με 600 λοιπόν βουκελαρίους εξεστράτευσε το επόμενο καλοκαίρι, πάλι στα βόρεια σύνορα, κατά των πρώτων βουλγαρικών στιφών που είχαν κάνει την εμφάνιση τους στην περιοχή.
Οι Βούλγαροι, αλταϊκής καταγωγής λαός, όπως και οι Τούρκοι, πολεμούσαν όπως και οι Ούννοι συγγενείς τους, ως ελαφροί ιπποτοξότες. Κάλπαζαν στα ταχύτατα και δυνατά τους άλογα, προσέγγιζαν τον αντίπαλο και έβαλαν εναντίον τα βέλη τους. Αν ο αντίπαλος επιχειρούσε να τους πλησιάσει τρέποναν σε φυγή, έτοιμοι όμως ανά πάσα στιγμή να αναστρέψουν και να του επιτεθούν, μόλις έδειχνε σημεία κόπωσης.
Αυτή ήταν η πάγια τακτική όλων των ανατολικών νομαδικών λαών, η οποία είχε έως τότε αποδειχθεί ιδιαιτέρως αποτελεσματική και κατά των ρωμαϊκών λεγεώνων και κατά των Γερμανών ιππέων στο πρόσφατο παρελθόν. Οι ταχύτατοι Βούλγαροι ιπποτοξότες, συνιστούσαν για τους Βυζαντινούς βουκελαρίους ένα διαφορετικό είδος απειλής, σε σχέση με τους Γερμανούς, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτείτο διαφορετική τακτική.
Απέναντι σε έναν τέτοιο αντίπαλο το ζητούμενο δεν ήταν η τήρηση ασφαλούς απόστασης, αλλά ή όσο το δυνατό συντομότερη προσέγγιση του, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι απώλειες από τα βέλη του. Ο αγώνας έπρεπε να διεξαχθεί εκ του σύνεγγυς, στο πεδίο δηλαδή όπου οι Βυζαντινοί, λόγω οπλισμού, βάρους ίππων και συνοχής υπερείχαν δραματικά των αντιπάλων τους.
Ωστόσο ένα τμήμα βουκελαρίων θα έπρεπε να αναπτυχθεί σε διάταξη ακροβολισμού, εμπρός και πλάγια από το κύριο σώμα, ώστε να καλύπτει τις κινήσεις του, ή να λειτουργεί ως «δόλωμα».
Στην πρώτη μάχη με τους Βουλγάρους ο Βελισάριος χρησιμοποίησε αυτή ακριβώς την τακτική. Έστειλε ως προπομπό ένα μικρό τμήμα ανδρών του, αυτών με τα ταχύτερα άλογα, ενώ ο ίδιος ακολουθούσε σε μικρή απόσταση με το κύριο σώμα, καλυμμένο πίσω από έναν λοφίσκο.
Εάν οι Βούλγαροι αποτολμούσαν επίθεση κατά της προπομπού, ο Βελισάριος ήταν βέβαιος ότι θα τους εξόντωνε γιατί η κατάσταση του εδάφους δεν θα τους επέτρεπε να σωθούν δια της φυγής. Οι θρασείς πάντως Βούλγαροι επιτέθηκαν και αφανίσθηκαν. Σε άλλες περιπτώσεις που ο εχθρός κατέφευγε σε δάση, ο Βελισάριος έτασσε τους άνδρες τους στην υπήνεμη πλευρά και έβαζε φωτιά στα δένδρα, αναγκάζοντας τους εχθρούς να εγκαταλείψουν τις κρυψώνες τους.
Ο πόλεμος κατά των Βουλγάρων ομοίαζε περισσότερο με κυνήγι αγρίων ζώων, παρά με πραγματική εκστρατεία. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Βελισάριος και οι ακατάβλητοι βουκελάριοί του ανεδείχθησαν και πάλι νικητές. Οι βουκελάριοι του ήταν ικανοί να πολεμούν με την ίδια άνεση τους ελαφρούς ανατολίτες ιπποτοξότες, όσο και τους Γερμανούς «ιππότες».