Πατριωτικά Ποιήματα του Μεγάλου Κωστή Παλαμά
Ὤ! Πόλη!
Ὤ! Πόλη! Ἐσὺ τοῦ πράσινου διθάλασσο ὅραμα,
Πατρίδα τῆς Πατρίδας μου, οἱ Σουλτάνοι
Σὲ ντρόπιασαν, ἐμάρανέ σε ὁ Ξεπεσμός.
Ὅμως ὁ Ἀθάνατος Ἀϊτὸς δὲ σὲ ξεχνάει.
Ἀπὸ Βοριᾶ, ἀπὸ Δύση κι ἀπ᾿ Ἀνατολή,
Ἀράδα κράδα δοξαστὴς ρηγάδων τροπαιοφόρων,
Γυρνάει τὶς νύχτες πρὸς ἐσὲ νὰ στάξει δάκρυα πύρινα.
Ἀπάνου ἀπ᾿ τοὺς τάφους τῶν Αὐτοκρατόρων.
--------------------
Δόξα στὸ Μεσολόγγι
(1926, ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή,
στὴν 100η ἐπέτειο τῆς Ἐξόδου στὸ Μεσολόγγι - ἀπόσπασμα)
Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου
Κάθε λογῆς κόσμοι ἀστρικοὶ πλουμίζουν,
Ἄστρα ποὺ σβύνουν καὶ ποὺ πέφτουν, ἄστρα
Ποὺ τρεμοφέγγουν,
Πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες,
Φῶτα χλωμὰ καὶ φῶτα θάμπωμα, ἥλιοι,
Πὲς τὰ μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια,
Πὲς τὰ διαμάντια.
Μὰ ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ᾿ τοὺς ἀχνοὺς δεμένο
Μαρτυρικῶν καὶ ἡρωικῶν αἱμάτων.
Στὸν οὐρανὸ τῆς πλάσης, καθὼς εἶναι τοῦ πόλου τὸ ἄστρο,
Τοῦ πόλου τὸ ἄστρο ἐσὺ στοὺς οὐρανούς μου
Τῆς Δόξας, δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι:
Κι᾿ οἱ μὲ ὀνόματα μύρια γνωρισμένοι
Κόσμο μου ποὺ εἶναι
Κι᾿ οἱ ἀπὸ σπαθιοῦ καταχτητές, καὶ οἱ δάφνες
Τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοβαμμένες,
Κι᾿ οἱ Ἀλέξαντροι
Κι᾿ οἱ Ἑφτάλοφες καὶ οἱ Νίκες
Καὶ οἱ Σαλαμῖνες,
Καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ πολιτεῖες
Καὶ στόματα χρυσὰ καὶ οἱ Κυβερνῆτες
Κι᾿ οἱ Ἠράκλειτοι τοῦ Λόγου καὶ τῆς Τέχνης
παντοῦ κι᾿ οἱ Αἰσχύλοι,
Ἀνήμποροι ὅπως κι᾿ ἂν σταθοῦν μπροστά σου,
Καὶ σὲ μιᾶς τρίχας ἤσκιο νὰ θολώσουν
Τὴν ξεκομμένη ἀπ᾿ τοῦ Κυρίου τὴν ὄψη
Φεγγοβολιά σου.
Μισολόγγγι. Χαρὰ τῆς ἱστορίας,
Γῆ ἐπαγγελμένη. Πᾶνε ἑκατὸ χρόνια,
Κι᾿ ἂς πᾶνε. Ἡ θύμηση ἄχρονη μπροστά σου
Θὰ γονατίζει.
---------------------------------------------------
Ποίημα γιὰ τὸν Καραϊσκάκη
Ἀπό «.
Πόλεμος θἄρχιζε. Στὰ ξάγναντα, μπροστά μου,
κορφή, γκρεμός· τὸ βουνὸ μαῦρο. Ξαφνικὰ
τὸ βουνὸ ἀστράφτει μέσ᾿ στὴν ὑπνοφαντασιά μου
σὰν ἀπὸ φάσγανα γυμνὰ γιὰ φονικά.
Ὅσο κι ἂν ἔγερν᾿ ἐμὲ δείλια πρὸς τὰ χάμου,
μὲ μάτια πρόσμενα ὑψωμένα ἐκστατικὰ
τὰ πρῶτα βόλια νὰ σφυρίξουνε στ᾿ αὐτιά μου
κ᾿ ἔνιωθα κάτι σὰ φτερὸ στὰ σωθικά.
Καὶ νά! ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τὴν κορωμένη ράχη
δὲ χύμησε μουγγρίζοντας ἡ ἀντάρα ἡ μάχη.
Τὸ βουνὸ χρυσὴ σκάλα, κλέφτες καὶ κουρσάροι
τὴν κατεβαίνανε, καὶ σ᾿ ὅλους μέσα ποιός;
Ἕνας ξεχώριζε, τοῦ Γένους τὸ καμάρι,
τῆς Καλογριᾶς ὁ Γιός!
[«Τὰ δεκατετράστιχα»,
Ἅπαντα, τόμος 7ος, σ. 420, Ἀθήνα 1972]
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwsths_palamas/poihmata.htm
Ὤ! Πόλη!
Ὤ! Πόλη! Ἐσὺ τοῦ πράσινου διθάλασσο ὅραμα,
Πατρίδα τῆς Πατρίδας μου, οἱ Σουλτάνοι
Σὲ ντρόπιασαν, ἐμάρανέ σε ὁ Ξεπεσμός.
Ὅμως ὁ Ἀθάνατος Ἀϊτὸς δὲ σὲ ξεχνάει.
Ἀπὸ Βοριᾶ, ἀπὸ Δύση κι ἀπ᾿ Ἀνατολή,
Ἀράδα κράδα δοξαστὴς ρηγάδων τροπαιοφόρων,
Γυρνάει τὶς νύχτες πρὸς ἐσὲ νὰ στάξει δάκρυα πύρινα.
Ἀπάνου ἀπ᾿ τοὺς τάφους τῶν Αὐτοκρατόρων.
--------------------
Δόξα στὸ Μεσολόγγι
(1926, ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή,
στὴν 100η ἐπέτειο τῆς Ἐξόδου στὸ Μεσολόγγι - ἀπόσπασμα)
Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου
Κάθε λογῆς κόσμοι ἀστρικοὶ πλουμίζουν,
Ἄστρα ποὺ σβύνουν καὶ ποὺ πέφτουν, ἄστρα
Ποὺ τρεμοφέγγουν,
Πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες,
Φῶτα χλωμὰ καὶ φῶτα θάμπωμα, ἥλιοι,
Πὲς τὰ μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια,
Πὲς τὰ διαμάντια.
Μὰ ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ᾿ τοὺς ἀχνοὺς δεμένο
Μαρτυρικῶν καὶ ἡρωικῶν αἱμάτων.
Στὸν οὐρανὸ τῆς πλάσης, καθὼς εἶναι τοῦ πόλου τὸ ἄστρο,
Τοῦ πόλου τὸ ἄστρο ἐσὺ στοὺς οὐρανούς μου
Τῆς Δόξας, δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι:
Κι᾿ οἱ μὲ ὀνόματα μύρια γνωρισμένοι
Κόσμο μου ποὺ εἶναι
Κι᾿ οἱ ἀπὸ σπαθιοῦ καταχτητές, καὶ οἱ δάφνες
Τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοβαμμένες,
Κι᾿ οἱ Ἀλέξαντροι
Κι᾿ οἱ Ἑφτάλοφες καὶ οἱ Νίκες
Καὶ οἱ Σαλαμῖνες,
Καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ πολιτεῖες
Καὶ στόματα χρυσὰ καὶ οἱ Κυβερνῆτες
Κι᾿ οἱ Ἠράκλειτοι τοῦ Λόγου καὶ τῆς Τέχνης
παντοῦ κι᾿ οἱ Αἰσχύλοι,
Ἀνήμποροι ὅπως κι᾿ ἂν σταθοῦν μπροστά σου,
Καὶ σὲ μιᾶς τρίχας ἤσκιο νὰ θολώσουν
Τὴν ξεκομμένη ἀπ᾿ τοῦ Κυρίου τὴν ὄψη
Φεγγοβολιά σου.
Μισολόγγγι. Χαρὰ τῆς ἱστορίας,
Γῆ ἐπαγγελμένη. Πᾶνε ἑκατὸ χρόνια,
Κι᾿ ἂς πᾶνε. Ἡ θύμηση ἄχρονη μπροστά σου
Θὰ γονατίζει.
---------------------------------------------------
Ποίημα γιὰ τὸν Καραϊσκάκη
Ἀπό «.
Πόλεμος θἄρχιζε. Στὰ ξάγναντα, μπροστά μου,
κορφή, γκρεμός· τὸ βουνὸ μαῦρο. Ξαφνικὰ
τὸ βουνὸ ἀστράφτει μέσ᾿ στὴν ὑπνοφαντασιά μου
σὰν ἀπὸ φάσγανα γυμνὰ γιὰ φονικά.
Ὅσο κι ἂν ἔγερν᾿ ἐμὲ δείλια πρὸς τὰ χάμου,
μὲ μάτια πρόσμενα ὑψωμένα ἐκστατικὰ
τὰ πρῶτα βόλια νὰ σφυρίξουνε στ᾿ αὐτιά μου
κ᾿ ἔνιωθα κάτι σὰ φτερὸ στὰ σωθικά.
Καὶ νά! ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τὴν κορωμένη ράχη
δὲ χύμησε μουγγρίζοντας ἡ ἀντάρα ἡ μάχη.
Τὸ βουνὸ χρυσὴ σκάλα, κλέφτες καὶ κουρσάροι
τὴν κατεβαίνανε, καὶ σ᾿ ὅλους μέσα ποιός;
Ἕνας ξεχώριζε, τοῦ Γένους τὸ καμάρι,
τῆς Καλογριᾶς ὁ Γιός!
[«Τὰ δεκατετράστιχα»,
Ἅπαντα, τόμος 7ος, σ. 420, Ἀθήνα 1972]
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwsths_palamas/poihmata.htm