Ο εξορκισμός, η εκδίωξη δαιμόνων, είναι υπόθεση δύσκολη και πολύ επικίνδυνη. Για να πεισθεί κανείς γι’ αυτό, αρκεί μια φορά να τύχει σε ανάλογη τελετή, αλλά να είναι τελετή πραγματικού εξορκισμού (ή αλλιώς «καθαρμού» όπως λέγεται στη Ρωσία). Κι αυτό επειδή ορισμένες φορές συναντάς και υποκριτές εξορκιστές, υστερικές γυναίκες ή πραγματικά άρρωστους ψυχικά ανθρώπους. Υπάρχει και το ιδιαίτερα δυσάρεστο φαινόμενο των δήθεν χαρισματούχων θεραπευτών, αλλά –δόξα τω Θεώ!– αυτό δεν συναντάται συχνά. Ο άγιος Ιγνάτιος Μπριατσιανίνωφ (1807–1867) [30 Απρ.] έχει γράψει γι’ αυτούς: «Ολέθριοι θεατρινισμοί και θλιβερές φαρσοκωμωδίες παίζονται από γέροντες που, χωρίς να έχουν τα σχετικά πνευματικά χαρίσματα, υψώνουν τον εαυτό τους στη θέση των μεγάλων πνευματικών πατέρων των πρώτων αιώνων».
Οι δαίμονες δρουν όπως τα παράσιτα στο σώμα. Μπορεί να μην τους γνωρίζουμε ή ακόμα να μην πιστεύουμε στην ύπαρξή τους, αλλά κυριολεκτικά παρασιτούν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων (χωρίς καν να το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι) και τους οδηγούν σε ανίερες σκέψεις και απρεπείς πράξεις. Δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί τους συμβαίνουν παράξενα, άσχημα και παράλογα πράγματα, γιατί ολόκληρη η ζωή τους μετατρέπεται σε μία διαρκή πτώση από το ένα λάθος στο άλλο. Η Εκκλησία μας, όμως, έχει τη δύναμη να διορθώσει αυτές τις καταστάσεις. Το θέμα είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γιατρευτεί χωρίς να αγωνιστεί ν’ αλλάξει και ο ίδιος. Η προσευχή του ιερέα είναι αποφασιστικής σημασίας, αλλά είναι μόνο μια βοήθεια και, εννοείται, ότι δεν είναι όλοι οι ιερείς ικανοί, εξαιτίας του βίου τους, να κάνουν εξορκισμούς. (Σημ.: σε απόλυτο απαγορευτικό βαθμό ισχύει το ίδιο και για όλους γενικά τους λαϊκούς· κανένας απλός λαϊκός δεν έχει το δικαίωμα και το ελεύθερο να διαβάζει από μόνος του εξορκισμούς ποτέ σε κανέναν, επειδή δεν φέρει πάνω του τη σφραγίδα του μυστηρίου της θείας Ιερωσύνης του Χριστού, η οποία ασφαλώς θα του επέτρεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Όσοι τυχόν ταλαίπωροι λαϊκοί, είτε από άγνοια είτε από αδιακρισία είτε καθαρά από εγωισμό το επιχειρούν, βλέπουμε ότι δεν αργούν να γίνουν οι ίδιοι επίχαρμα και κοροϊδία δαιμόνων).
Ένας αρχιμανδρίτης, ο ήδη μακαριστός π. Ιωάννης Κρεστιάνκιν (1910-2006), από τη Μονή των Σπηλαίων (Πσκωφ), αντιμετώπιζε την πρακτική των εξορκισμών με σκεπτικισμό. Όχι γιατί θεωρούσε ότι δεν ήταν σωστή, αλλά γιατί ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι οι ολέθριες επιδράσεις στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου είναι απαραίτητο να θεραπευτούν κυρίως με την προσωπική μετάνοια, με τα Μυστήρια της Εκκλησίας και με την προσπάθεια τήρησης των εντολών του Χριστού. Παρότι δεν αρνιόταν τη χρησιμότητα που μπορεί να φέρει η συμμετοχή στην τελετή με τις ευχές του εξορκισμού, θλιβόταν ωστόσο για όλους αυτούς που προσέρχονταν στην τελετή και επιθυμούσαν διακαώς να θεραπευτούν χωρίς τη δική τους απαραίτητη προσωπική προσπάθεια, κάτι που στην πνευματική ζωή είναι αδιανόητο. Και, όπως προαναφέραμε, οι εξορκισμοί δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά είναι και υπερβολικά επικίνδυνη υπόθεση!
Κάποτε, βρέθηκα σε μια ενορία ενός χωριού, την ημέρα που τιμάται ο άγιος Μητροφάνης του Βορόνεζ (1623–1703) [23 Νοεμ.]. Στην ολονυκτία είχαν έρθει και μερικοί ιερείς από γειτονικές ενορίες, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ένας ιερέας που μου τράβηξε αρκετά την προσοχή. Και αυτό γιατί, πρώτον, είχε χρυσά δόντια σε όλο το στόμα του. Και, δεύτερον, επειδή όταν πέσαμε να κοιμηθούμε στο μοναδικό δωμάτιο, άλλοι στα κρεβάτια και άλλοι στο πάτωμα, αυτός, αφού έβγαλε το ράσο του, φόρεσε ένα άσπρο ράσο για τον ύπνο, που ειδικά γι’ αυτόν τον λόγο είχε φέρει μαζί του. Για να μου λύσει την απορία, ο ιερέας μού είπε με σοβαρότητα ότι είμαι νέος και έτσι μπορώ να κοιμάμαι με τη βράκα και τη φανέλα μου, αλλά αυτός, ως ιερέας, πρέπει ακόμη κι όταν ξεκουράζεται να φοράει ράσο. Ίσως εκείνη τη νύχτα να συντελούνταν η Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού· ήταν λοιπόν πρέπον, ένας ιερέας του Θεού, να συναντήσει τον Κύριο με τα εσώρουχα; Τότε, μου άρεσε πολύ αυτή του η πίστη, αλλά ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον είχε η ιστορία σχετικά με την προέλευση των χρυσών δοντιών του παππούλη. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ σπάνιο για έναν ιερέα. Εντάξει, κάνα δυο δόντια, αλλά ολόκληρο το στόμα;! Τελικά, κάποιος δεν κρατήθηκε και ρώτησε τον ιερέα κάπως περιπαιχτικά πώς κι έχει τέτοια «ομορφιά»! Έτσι, καθισμένος όπως ήταν με το άσπρο ράσο του στο κρεβάτι και με τα πόδια μαζεμένα, κάτω από το φως μιας λάμπας, άρχισε να διηγείται γλαφυρά στους παρευρισκόμενους την πραγματικά απίστευτη ιστορία του…
Όσο ήταν λαϊκός, διηύθυνε το κινηματογραφικό δίκτυο της περιοχής του. Σε αυτό το σπουδαίο πόστο είχε την άνεση να χρυσώσει ακόμα και το στόμα του και αυτό ομολογουμένως του άρεσε πάρα πολύ! Παρά το είδος της ενασχόλησής του, ήταν ωστόσο και πολύ θεοσεβής. Ζούσε με τη μητέρα του και είχαν και οι δυο τους έναν πνευματικό γέροντα, κάπου σε μια απομακρυσμένη ενορία στην περιοχή του Μπέλγκοροντ. Έφθασε η ώρα που ο γέροντάς του τού έδωσε ευλογία να προετοιμάζεται για να χειροτονηθεί ιερέας. Μετά από έναν χρόνο χειροτονήθηκε και διορίσθηκε προϊστάμενος της ενορίας ενός χωριού, όχι πολύ μακριά από το κέντρο της περιφέρειας.
Εκεί λειτουργούσε για δέκα χρόνια και εκεί κήδευσε αργότερα και τη μητέρα του. Κατά καιρούς επισκεπτόταν τον πνευματικό του και τους γέροντες της Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ. Μια φορά τού έφεραν από την πρωτεύουσα της επαρχίας μια νεαρή δαιμονισμένη. Στην αρχή ο ιερέας με τίποτα δε συμφωνούσε να τελέσει εξορκισμούς, διαβεβαιώνοντας σε όλους ότι δεν ήταν έτοιμος για μια τόσο σπουδαία δουλειά. Τελικά όμως, η μητέρα και οι υπόλοιποι συγγενείς της κοπέλας, έπεισαν τον διστακτικό ιερέα. Γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια πολύ σοβαρή υπόθεση, ο ιερέας αφιέρωσε ολόκληρη την εβδομάδα σε νηστεία και προσευχή και, τότε μόνο, για πρώτη φορά στη ζωή του, προχώρησε στη συγκεκριμένη τελετή. Η νεαρή κοπέλα τότε θεραπεύτηκε και ο ιερέας χάρηκε ιδιαιτέρως και για τους δύο: και για την κοπέλα που σταμάτησε να υποφέρει και να βασανίζεται εξαιτίας ουσιαστικά των αμαρτημάτων των γονιών της, και για τον ίδιο που αισθάνθηκε ότι δεν είναι και τόσο ασήμαντος, όσο πίστευε.
Πέρασαν περίπου δύο εβδομάδες. Μια μέρα, μετά το φαγητό, ο ιερέας κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παραθυράκι, άνοιξε την τοπική εφημερίδα για να μάθει τα νέα. Διάβασε ένα ελκυστικό άρθρο και, όταν τελείωσε, άφησε την εφημερίδα στο πλάι. Και τότε ήταν που πάγωσε από τη φρίκη! Ακριβώς μπροστά του στεκόταν «εκείνος»! Εκείνος, που ο ιερέας είχε εκδιώξει από την κοπέλα. Στεκόταν «απλά» και κοίταζε προσεκτικά τον ιερέα, κατάματα. Λόγω αυτού και μόνου του βλέμματος, ο ιερέας, εντελώς ασυναίσθητα, πήδηξε από το παράθυρο και τό ’βαλε στα πόδια, χωρίς να ξέρει για πού. Ο ιερέας ήταν βαρύς άνθρωπος και καθόλου αθλητικός τύπος· αλλά όταν συνήλθε, συνειδητοποίησε ότι είχε ήδη διανύσει αρκετά χιλιόμετρα! Χωρίς να επιστρέψει καν πίσω στο σπίτι του, κατευθύνθηκε στο Πσκωφ, δανείστηκε από τους φίλους του χρήματα και πήγε κατευθείαν στον γέροντα πνευματικό του.
Ο γέροντας αρχικά επιτίμησε, όπως ήταν φυσικό, τον μαθητή του για την προηγούμενη αυθαιρεσία του. Για τελετές, όπως οι εξορκισμοί, οι ιερείς οφείλουν να λαμβάνουν πρώτα ευλογία από τον πνευματικό τους. Ο εν λόγω ιερέας μας, όμως, εμπιστεύθηκε τον εαυτό του. Περιφρόνησε την τάξη και την ευλογία. Κι επίσης δεν πρέπει να εφησυχάζουμε και να επιστρέφουμε στις «γήινες» ενασχολήσεις μας –εν προκειμένω, στην εφημερίδα μας–, μετά από μια περιστασιακή νίκη, αισθανόμενοι ενδόμυχα ότι πετύχαμε τάχα, λόγω των «απαράμιλλων» πνευματικών μας χαρισμάτων, ενώ ουσιαστικά απλώς γίναμε όργανα, προς στιγμή, της χάριτος του Θεού και της ευλογίας της Εκκλησίας. Ο γέροντας τού υπενθύμισε τα λόγια που δίδαξε ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (1759–1833) [2 Ιαν.]: ότι ο διάβολος, αν του το επέτρεπε ο Θεός, θα μπορούσε από το απερίγραπτο μίσος του να καταστρέψει τον κόσμο μέσα σε μια στιγμή. Στο τέλος της συζήτησης ο γέροντας προειδοποίησε το πνευματικό του τέκνο να είναι έτοιμος ενδεχομένως και για νέες δοκιμασίες. Οι περιπέτειές του δεν θα τελείωναν μόνο με τη θέα του εχθρού του ανθρώπινου γένους. Ο διάβολος, οπωσδήποτε, θα καιροφυλακτούσε για να εκδικηθεί τον υπερήφανο και πνευματικά αδύναμο ακόμη ιερέα που, όπως αποδείχθηκε, ήταν εντελώς απροετοίμαστος για μια ανοικτή πάλη με τις δυνάμεις του κακού. Τέλος, ο γέροντας τού υποσχέθηκε ότι θα προσευχηθεί γι’ αυτόν και τον αποχαιρέτησε.
Πέρασε ενάμισης μήνας περίπου από τότε. Ο ιερέας άρχισε να ξεχνά αυτά που του είχαν συμβεί, όταν ξαφνικά μια νύχτα τού χτύπησαν την πόρτα. Ο ιερέας ζούσε μόνος του. Ρώτησε ποιος ήταν τόσο αργά και τι ήθελε. Πίσω από την πόρτα τού απάντησαν ότι είχαν έρθει να τον παρακαλέσουν να πάει σε ένα γειτονικό χωριό, για να κοινωνήσει κάποιον ετοιμοθάνατο. Ο ιερέας, όπως ήταν αναμενόμενο, άνοιξε την πόρτα και αμέσως όρμησαν κατά πάνω του ένα τσούρμο κακοποιών. Τον χτύπησαν βάναυσα. Τον ρωτούσαν συνέχεια πού φυλάει τα χρήματα. Ο ιερέας τούς τα έδειξε όλα, εκτός από το μέρος όπου διατηρούσε τα κλειδιά του ναού. Αφού πήραν ό,τι μπορούσαν, στο τέλος οι κακοποιοί τράβηξαν με λαβίδα όλα τα χρυσά δόντια του.
Οι ενορίτες βρήκαν τον ιερέα τους μισοπεθαμένο. Από τον πόνο που ένιωθε στο στόμα, δεν μπορούσε πλέον να φωνάξει, μόνο βογκούσε. Έμεινε στο νοσοκομείο για μερικούς μήνες. Όταν βρήκαν τους λωποδύτες, κάλεσαν το θύμα τους για αναγνώριση. Εκείνος, μόλις τους είδε, δεν κρατήθηκε κι άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί.
Ευτυχώς ο χρόνος είναι όντως ο καλύτερος γιατρός. Ο ιερέας συνήλθε κι άρχισε εκ νέου να λειτουργεί στον ναό του. Και οι ενορίτες του, που του ήταν ευγνώμονες επειδή δεν πρόδωσε την κρυψώνα των κλειδιών του ναού και, έτσι, με αυτή του την ηρωική πράξη προστάτευσε και διατήρησε ανέπαφη την εκκλησία τους, συγκέντρωσαν χρήματα και του πήραν νέα δόντια, πάλι χρυσά όπως και πρώτα. Ίσως να τους άρεσε έτσι ο παππούλης τους ή ίσως πάλι ο ιερέας να μην μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του με άλλα δόντια…
π. ΤΥΧΩΝ ΣΕΒΚΟΥΝΩΦ
※
π. Τύχων Σεβκούνωφ:
«Σχεδόν άγιοι»
–Πνευματικές αφηγήσεις από τη Ρωσία
του χθες και του σήμερα–
Κεφ. 45ο, σελ. 343–348.
Μετάφραση:
Αγγελική Πελωριάδου,
Βάσια Ζαρκαδούλα,
Ειρήνη Κασάπη,
Αλεβτίνα Βόλγκινα.
Επιμέλεια:
Βασίλης Αργυριάδης.
Εκδόσεις «Εν Πλω»·
Αθήνα, Μάιος 20121.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός.
https://toeilhtarion.blogspot.com
Οι δαίμονες δρουν όπως τα παράσιτα στο σώμα. Μπορεί να μην τους γνωρίζουμε ή ακόμα να μην πιστεύουμε στην ύπαρξή τους, αλλά κυριολεκτικά παρασιτούν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων (χωρίς καν να το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι) και τους οδηγούν σε ανίερες σκέψεις και απρεπείς πράξεις. Δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί τους συμβαίνουν παράξενα, άσχημα και παράλογα πράγματα, γιατί ολόκληρη η ζωή τους μετατρέπεται σε μία διαρκή πτώση από το ένα λάθος στο άλλο. Η Εκκλησία μας, όμως, έχει τη δύναμη να διορθώσει αυτές τις καταστάσεις. Το θέμα είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γιατρευτεί χωρίς να αγωνιστεί ν’ αλλάξει και ο ίδιος. Η προσευχή του ιερέα είναι αποφασιστικής σημασίας, αλλά είναι μόνο μια βοήθεια και, εννοείται, ότι δεν είναι όλοι οι ιερείς ικανοί, εξαιτίας του βίου τους, να κάνουν εξορκισμούς. (Σημ.: σε απόλυτο απαγορευτικό βαθμό ισχύει το ίδιο και για όλους γενικά τους λαϊκούς· κανένας απλός λαϊκός δεν έχει το δικαίωμα και το ελεύθερο να διαβάζει από μόνος του εξορκισμούς ποτέ σε κανέναν, επειδή δεν φέρει πάνω του τη σφραγίδα του μυστηρίου της θείας Ιερωσύνης του Χριστού, η οποία ασφαλώς θα του επέτρεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Όσοι τυχόν ταλαίπωροι λαϊκοί, είτε από άγνοια είτε από αδιακρισία είτε καθαρά από εγωισμό το επιχειρούν, βλέπουμε ότι δεν αργούν να γίνουν οι ίδιοι επίχαρμα και κοροϊδία δαιμόνων).
Ένας αρχιμανδρίτης, ο ήδη μακαριστός π. Ιωάννης Κρεστιάνκιν (1910-2006), από τη Μονή των Σπηλαίων (Πσκωφ), αντιμετώπιζε την πρακτική των εξορκισμών με σκεπτικισμό. Όχι γιατί θεωρούσε ότι δεν ήταν σωστή, αλλά γιατί ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι οι ολέθριες επιδράσεις στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου είναι απαραίτητο να θεραπευτούν κυρίως με την προσωπική μετάνοια, με τα Μυστήρια της Εκκλησίας και με την προσπάθεια τήρησης των εντολών του Χριστού. Παρότι δεν αρνιόταν τη χρησιμότητα που μπορεί να φέρει η συμμετοχή στην τελετή με τις ευχές του εξορκισμού, θλιβόταν ωστόσο για όλους αυτούς που προσέρχονταν στην τελετή και επιθυμούσαν διακαώς να θεραπευτούν χωρίς τη δική τους απαραίτητη προσωπική προσπάθεια, κάτι που στην πνευματική ζωή είναι αδιανόητο. Και, όπως προαναφέραμε, οι εξορκισμοί δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά είναι και υπερβολικά επικίνδυνη υπόθεση!
Κάποτε, βρέθηκα σε μια ενορία ενός χωριού, την ημέρα που τιμάται ο άγιος Μητροφάνης του Βορόνεζ (1623–1703) [23 Νοεμ.]. Στην ολονυκτία είχαν έρθει και μερικοί ιερείς από γειτονικές ενορίες, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ένας ιερέας που μου τράβηξε αρκετά την προσοχή. Και αυτό γιατί, πρώτον, είχε χρυσά δόντια σε όλο το στόμα του. Και, δεύτερον, επειδή όταν πέσαμε να κοιμηθούμε στο μοναδικό δωμάτιο, άλλοι στα κρεβάτια και άλλοι στο πάτωμα, αυτός, αφού έβγαλε το ράσο του, φόρεσε ένα άσπρο ράσο για τον ύπνο, που ειδικά γι’ αυτόν τον λόγο είχε φέρει μαζί του. Για να μου λύσει την απορία, ο ιερέας μού είπε με σοβαρότητα ότι είμαι νέος και έτσι μπορώ να κοιμάμαι με τη βράκα και τη φανέλα μου, αλλά αυτός, ως ιερέας, πρέπει ακόμη κι όταν ξεκουράζεται να φοράει ράσο. Ίσως εκείνη τη νύχτα να συντελούνταν η Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού· ήταν λοιπόν πρέπον, ένας ιερέας του Θεού, να συναντήσει τον Κύριο με τα εσώρουχα; Τότε, μου άρεσε πολύ αυτή του η πίστη, αλλά ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον είχε η ιστορία σχετικά με την προέλευση των χρυσών δοντιών του παππούλη. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ σπάνιο για έναν ιερέα. Εντάξει, κάνα δυο δόντια, αλλά ολόκληρο το στόμα;! Τελικά, κάποιος δεν κρατήθηκε και ρώτησε τον ιερέα κάπως περιπαιχτικά πώς κι έχει τέτοια «ομορφιά»! Έτσι, καθισμένος όπως ήταν με το άσπρο ράσο του στο κρεβάτι και με τα πόδια μαζεμένα, κάτω από το φως μιας λάμπας, άρχισε να διηγείται γλαφυρά στους παρευρισκόμενους την πραγματικά απίστευτη ιστορία του…
Όσο ήταν λαϊκός, διηύθυνε το κινηματογραφικό δίκτυο της περιοχής του. Σε αυτό το σπουδαίο πόστο είχε την άνεση να χρυσώσει ακόμα και το στόμα του και αυτό ομολογουμένως του άρεσε πάρα πολύ! Παρά το είδος της ενασχόλησής του, ήταν ωστόσο και πολύ θεοσεβής. Ζούσε με τη μητέρα του και είχαν και οι δυο τους έναν πνευματικό γέροντα, κάπου σε μια απομακρυσμένη ενορία στην περιοχή του Μπέλγκοροντ. Έφθασε η ώρα που ο γέροντάς του τού έδωσε ευλογία να προετοιμάζεται για να χειροτονηθεί ιερέας. Μετά από έναν χρόνο χειροτονήθηκε και διορίσθηκε προϊστάμενος της ενορίας ενός χωριού, όχι πολύ μακριά από το κέντρο της περιφέρειας.
Εκεί λειτουργούσε για δέκα χρόνια και εκεί κήδευσε αργότερα και τη μητέρα του. Κατά καιρούς επισκεπτόταν τον πνευματικό του και τους γέροντες της Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ. Μια φορά τού έφεραν από την πρωτεύουσα της επαρχίας μια νεαρή δαιμονισμένη. Στην αρχή ο ιερέας με τίποτα δε συμφωνούσε να τελέσει εξορκισμούς, διαβεβαιώνοντας σε όλους ότι δεν ήταν έτοιμος για μια τόσο σπουδαία δουλειά. Τελικά όμως, η μητέρα και οι υπόλοιποι συγγενείς της κοπέλας, έπεισαν τον διστακτικό ιερέα. Γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια πολύ σοβαρή υπόθεση, ο ιερέας αφιέρωσε ολόκληρη την εβδομάδα σε νηστεία και προσευχή και, τότε μόνο, για πρώτη φορά στη ζωή του, προχώρησε στη συγκεκριμένη τελετή. Η νεαρή κοπέλα τότε θεραπεύτηκε και ο ιερέας χάρηκε ιδιαιτέρως και για τους δύο: και για την κοπέλα που σταμάτησε να υποφέρει και να βασανίζεται εξαιτίας ουσιαστικά των αμαρτημάτων των γονιών της, και για τον ίδιο που αισθάνθηκε ότι δεν είναι και τόσο ασήμαντος, όσο πίστευε.
Πέρασαν περίπου δύο εβδομάδες. Μια μέρα, μετά το φαγητό, ο ιερέας κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παραθυράκι, άνοιξε την τοπική εφημερίδα για να μάθει τα νέα. Διάβασε ένα ελκυστικό άρθρο και, όταν τελείωσε, άφησε την εφημερίδα στο πλάι. Και τότε ήταν που πάγωσε από τη φρίκη! Ακριβώς μπροστά του στεκόταν «εκείνος»! Εκείνος, που ο ιερέας είχε εκδιώξει από την κοπέλα. Στεκόταν «απλά» και κοίταζε προσεκτικά τον ιερέα, κατάματα. Λόγω αυτού και μόνου του βλέμματος, ο ιερέας, εντελώς ασυναίσθητα, πήδηξε από το παράθυρο και τό ’βαλε στα πόδια, χωρίς να ξέρει για πού. Ο ιερέας ήταν βαρύς άνθρωπος και καθόλου αθλητικός τύπος· αλλά όταν συνήλθε, συνειδητοποίησε ότι είχε ήδη διανύσει αρκετά χιλιόμετρα! Χωρίς να επιστρέψει καν πίσω στο σπίτι του, κατευθύνθηκε στο Πσκωφ, δανείστηκε από τους φίλους του χρήματα και πήγε κατευθείαν στον γέροντα πνευματικό του.
Ο γέροντας αρχικά επιτίμησε, όπως ήταν φυσικό, τον μαθητή του για την προηγούμενη αυθαιρεσία του. Για τελετές, όπως οι εξορκισμοί, οι ιερείς οφείλουν να λαμβάνουν πρώτα ευλογία από τον πνευματικό τους. Ο εν λόγω ιερέας μας, όμως, εμπιστεύθηκε τον εαυτό του. Περιφρόνησε την τάξη και την ευλογία. Κι επίσης δεν πρέπει να εφησυχάζουμε και να επιστρέφουμε στις «γήινες» ενασχολήσεις μας –εν προκειμένω, στην εφημερίδα μας–, μετά από μια περιστασιακή νίκη, αισθανόμενοι ενδόμυχα ότι πετύχαμε τάχα, λόγω των «απαράμιλλων» πνευματικών μας χαρισμάτων, ενώ ουσιαστικά απλώς γίναμε όργανα, προς στιγμή, της χάριτος του Θεού και της ευλογίας της Εκκλησίας. Ο γέροντας τού υπενθύμισε τα λόγια που δίδαξε ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (1759–1833) [2 Ιαν.]: ότι ο διάβολος, αν του το επέτρεπε ο Θεός, θα μπορούσε από το απερίγραπτο μίσος του να καταστρέψει τον κόσμο μέσα σε μια στιγμή. Στο τέλος της συζήτησης ο γέροντας προειδοποίησε το πνευματικό του τέκνο να είναι έτοιμος ενδεχομένως και για νέες δοκιμασίες. Οι περιπέτειές του δεν θα τελείωναν μόνο με τη θέα του εχθρού του ανθρώπινου γένους. Ο διάβολος, οπωσδήποτε, θα καιροφυλακτούσε για να εκδικηθεί τον υπερήφανο και πνευματικά αδύναμο ακόμη ιερέα που, όπως αποδείχθηκε, ήταν εντελώς απροετοίμαστος για μια ανοικτή πάλη με τις δυνάμεις του κακού. Τέλος, ο γέροντας τού υποσχέθηκε ότι θα προσευχηθεί γι’ αυτόν και τον αποχαιρέτησε.
Πέρασε ενάμισης μήνας περίπου από τότε. Ο ιερέας άρχισε να ξεχνά αυτά που του είχαν συμβεί, όταν ξαφνικά μια νύχτα τού χτύπησαν την πόρτα. Ο ιερέας ζούσε μόνος του. Ρώτησε ποιος ήταν τόσο αργά και τι ήθελε. Πίσω από την πόρτα τού απάντησαν ότι είχαν έρθει να τον παρακαλέσουν να πάει σε ένα γειτονικό χωριό, για να κοινωνήσει κάποιον ετοιμοθάνατο. Ο ιερέας, όπως ήταν αναμενόμενο, άνοιξε την πόρτα και αμέσως όρμησαν κατά πάνω του ένα τσούρμο κακοποιών. Τον χτύπησαν βάναυσα. Τον ρωτούσαν συνέχεια πού φυλάει τα χρήματα. Ο ιερέας τούς τα έδειξε όλα, εκτός από το μέρος όπου διατηρούσε τα κλειδιά του ναού. Αφού πήραν ό,τι μπορούσαν, στο τέλος οι κακοποιοί τράβηξαν με λαβίδα όλα τα χρυσά δόντια του.
Οι ενορίτες βρήκαν τον ιερέα τους μισοπεθαμένο. Από τον πόνο που ένιωθε στο στόμα, δεν μπορούσε πλέον να φωνάξει, μόνο βογκούσε. Έμεινε στο νοσοκομείο για μερικούς μήνες. Όταν βρήκαν τους λωποδύτες, κάλεσαν το θύμα τους για αναγνώριση. Εκείνος, μόλις τους είδε, δεν κρατήθηκε κι άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί.
Ευτυχώς ο χρόνος είναι όντως ο καλύτερος γιατρός. Ο ιερέας συνήλθε κι άρχισε εκ νέου να λειτουργεί στον ναό του. Και οι ενορίτες του, που του ήταν ευγνώμονες επειδή δεν πρόδωσε την κρυψώνα των κλειδιών του ναού και, έτσι, με αυτή του την ηρωική πράξη προστάτευσε και διατήρησε ανέπαφη την εκκλησία τους, συγκέντρωσαν χρήματα και του πήραν νέα δόντια, πάλι χρυσά όπως και πρώτα. Ίσως να τους άρεσε έτσι ο παππούλης τους ή ίσως πάλι ο ιερέας να μην μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του με άλλα δόντια…
π. ΤΥΧΩΝ ΣΕΒΚΟΥΝΩΦ
※
π. Τύχων Σεβκούνωφ:
«Σχεδόν άγιοι»
–Πνευματικές αφηγήσεις από τη Ρωσία
του χθες και του σήμερα–
Κεφ. 45ο, σελ. 343–348.
Μετάφραση:
Αγγελική Πελωριάδου,
Βάσια Ζαρκαδούλα,
Ειρήνη Κασάπη,
Αλεβτίνα Βόλγκινα.
Επιμέλεια:
Βασίλης Αργυριάδης.
Εκδόσεις «Εν Πλω»·
Αθήνα, Μάιος 20121.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός.
https://toeilhtarion.blogspot.com