Εισήγηση του Ιωάννου Α. Σαρσάκη
στην
ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Διδυμότειχο, στα πλαίσια των
εορταστικών εκδηλώσεων της τοπικής Μητροπόλεως, «Βατάτζεια 2012»
με θέμα: «Η προσφορά του αγίου Βασιλέως Ιωάννου Βατάτζη εις τον Ελληνισμόν και την Ορθοδοξίαν».
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – Ρωμανία (η μετέπειτα κακώς ονομασθείσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία)1 υπήρξε
στην χιλιόχρονη και πλέον ιστορία της, κατά περιόδους, το ισχυρότερο
κράτος της οικουμένης. Τρείς ήταν οι πυλώνες που στήριζαν την
αυτοκρατορία και την ανέβαζαν στο απόγειο της δόξης της, ο στρατός, η
διπλωματία και η οικονομία.
Στην σημερινή εκδήλωση και λόγω του ότι εκτίθενται σε όλους τους παρευρισκομένους τα δύο χρυσά νομίσματα που εκόπησαν από τον συντοπίτη μας άγιο αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, θα αναφερθούμε στην οικονομία της Ρωμανίας και πιο συγκεκριμένα στο νόμισμα. Το ισχυρό και σταθερό νόμισμα αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη και βιωσιμότητα μιας οικονομίας, η οποία όπως προαναφέραμε είναι βασικός παράγοντας ισχυροποίησης ενός κράτους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Χριστοφόρου ενός αξιωματούχου, του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’ Φωκά, προς τον Λιουτπράνδο επίσκοπο της Κρεμόνας και πρεσβευτή του Γερμανού βασιλιά Όθωνα (στα μέσα του 10ου αιώνος), ο οποίος σε μεταξύ τους διένεξη τον απείλησε λέγοντας του τα εξής : ¨Έτσι και ο βασιλιά σου μας επιτεθεί, τότε όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά ούτε και σ΄ αυτούς τους πειναλέους και δερματοφόρους ομογενείς του, τους Σάξωνες, θα βρίσκει τόπο να κρυφτεί. Γιατί με τα χρήματα, με τα οποία υπερισχύομε, θα υποκινήσουμε όλα τα έθνη, μέχρι να τον συντρίψομε, ωσάν κέραμον μη αναπλάσιμο¨2. Ας δούμε λοιπόν πιο ήταν το ισχυρό αυτό νόμισμα, που θα επέφερε τόσο μεγάλη και ανήκεστη βλάβη στο βασίλειο των Γερμανών.
Η ιστορία του νομίσματος της Ρωμανίας ξεκινάει από τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης του Ρωμαϊκού κράτους εισήγαγε και νέο νόμισμα, το οποίο ονόμασε σόλιδο από το λατινικό (solidus) που σημαίνει σταθερός, επίσης στις πηγές αναφέρεται και ως σολδίο, νόμισμα ή ολοκόττινος. Ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι αναφέρει για το σόλιδο τα εξής: ¨Το νομισματικό αυτό σύστημα αποδείχθηκε εντυπωσιακά σταθερό για μακρό χρόνο. Ο solidus του Κωνσταντίνου έγινε η βάση του βυζαντινού νομισματικού συστήματος για χίλια ολόκληρα χρόνια και ήταν για πολλούς αιώνες το κατ΄ εξοχήν νόμισμα του διεθνούς εμπορίου. Βέβαια μεσολάβησαν εποχές σοβαρής κρίσεως, ωστόσο η αξία του άρχισε να υποτιμάται αισθητά μόνον κατά τα μέσα του ενδεκάτου αιώνα, όταν δηλαδή άρχισε να κλονίζεται η ίδια η αυτοκρατορία¨3. Ο σόλιδος του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχε βάρος 4.48 γραμμάρια και αντιστοιχούσε προς το ένα εβδομηκοστό δεύτερο της ρωμαϊκής λίτρας, η δε καθαρότητά του άγγιζε τα 24 καράτια.4
Οι υποδιαιρέσεις του σόλιδου ήταν:
Τα νομίσματα αυτά κυκλοφορούσαν κανονικά μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα, με διάφορες παραλλαγές ως προς το βάρος, επομένως και την αξία. Προστέθηκαν κατά καιρούς διάφορα προσδιοριστικά στο όνομά τους. Όπως για παράδειγμα, «ασημένιο τραχύ», ή «χάλκινο τραχύ» κ.α.
Εκτός από τα νομίσματα, υπήρχε και λογιστικό χρήμα. Έτσι είχαν:
Ενημερωτικά να αναφέρω ότι η νομισματοκοπία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χωρίζεται σε τέσσερις χρονικές περιόδους οι οποίες είναι :
Η 1η περίοδος αρχίζει από το θάνατο του Θεοδοσίου του Μεγάλου το 395 και φθάνει μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα.
Η 2η περίοδος αναπτύσσεται από τα χρόνια του Ιουστινιανού Β’ τέλος 7ου αιώνος μέχρι τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού τέλος 11ου αιώνα.
Η 3η περίοδος ξεκινά από το τέλος του 11ου αιώνα και τελειώνει το 1261 έτος κατά το οποίο ανακαταλαμβάνεται η Κωνσταντινούπολη από τους Έλληνες καθώς ως γνωστών από το 1204 ήταν στα χέρια των Φράγκων.
Η 4η περίοδος εξελίσσεται στα χρόνια των Παλαιολόγων, από το 1261 μέχρι το 1453 όπου και αλώθηκε η Πόλη από τους Τούρκους.
Το 1071 θεωρείται η αρχή της παρακμής για την αυτοκρατορία, η οποία το έτος αυτό υπέστη δύο οδυνηρές ήττες, στην Ανατολή από τους Σελτζούκους στο Μαντζικέρτ και στη Δύση από τους Νορμανδούς στο Μπάρι (Βάριο). Η στρατιωτική παρακμή του κράτους, επέφερε όπως ήταν φυσικό, την οικονομική κρίση. Το νόμισμα υποτιμήθηκε ραγδαία και έφτασε την εποχή του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού τα 6 καράτια. Εδώ να σημειώσουμε ότι από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου έως τον 12ο αιώνα οι αυτοκράτορές σπανίως είχαν καταφύγει στην υποτίμησή του. Ο Αλέξιος Κομνηνός αναγκάστηκε να επιφέρει ριζική μεταρρύθμιση στο νομισματικό σύστημα, κόβοντας ένα νέο χρυσό κοιλόκυρτο νόμισμα, το υπέρπυρον βάρους 4,5 γραμμαρίων περίπου και καθαρότητας 20,5 καρατίων. Υποδιαιρέσεις είχε :
► Το τραχύ εξ ηλέκτρου, ίσο με το 1/3 του υπέρπυρου, αποτελείτο από 1/3 μέρος χρυσό και 2/3 αργυρό και είχε τίτλο 6 καράτια.
► Το άσπρο τραχύ που ισούται με το 1/16 της προηγούμενης υποδιαίρεσης και είναι κράμα αργυρού (6-7 %) και χαλκού.
Και τα δύο αυτά νομίσματα είναι κοιλόκυρτα. Επίσης κόβετε και ένα χάλκινο νόμισμα, το τεταρτηρό που το μόνο κοινό που έχει με το προηγούμενο χάλκινο νόμισμα είναι το όνομα. Κατά την τελευταία περίοδο της αυτοκρατορίας, την εποχή των Παλαιολόγων, η στρατιωτική και οικονομική παρακμή παρασύρει όπως είναι φυσικό και το νόμισμα, το οποίο χάνει την αξία του καθώς μειώνεται βάρος και καθαρότητα.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν στο έργο του «Βυζαντινός Πολιτισμός» αναφέρει για τον νόμισμα της Ρωμανίας τα εξής : ¨Ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης5αποδίδει την ευημερία του αυτοκρατορικού εμπορίου σε δύο αιτίες, στο χριστιανισμό και στο νόμισμα. Ενώ τα εμπορικά πλεονεκτήματα του χριστιανισμού είναι συζητήσιμα, το αυτοκρατορικό νόμισμα ήταν ασφαλώς ένα πλεονέκτημα αναμφισβήτητο. Από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, περισσότερο δηλαδή από έξι αιώνες, διατήρησε αμείωτη την αξία του.6
Όσον αφορά την τυπολογία των νομισμάτων, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι βασικός τύπος είναι η προτομή των αυτοκρατόρων, και σε λίγες περιπτώσεις αναπαριστάται το πορτρέτο τους. Οι αυτοκράτορες απεικονίζονται με πολεμική εξάρτηση ή με το στέμμα τους, ένθρονοι, με αετοφόρο σκήπτρο ή απλό, συνοδευόμενοι από τη βασίλισσα ή στενά συγγενικά τους πρόσωπα, δίπλα σε αγίους, και το πιο κλασικό να στεφανώνονται από τον Χριστό ή την Παναγία. Όταν τα πρόσωπα είναι δύο τιμητική θέση είναι η αριστερή κατά τον θεατή, όταν είναι τρία πρώτη είναι η κεντρική και δεύτερη η δεξιά. Συνοδευτικές απεικονίσεις στα νομίσματα βρίσκουμε σε εμπροσθότυπο και οπισθότυπο, τον Χριστό την Παναγία τον Σταυρό, διάφορους Αγίους ή Άγγέλους, το Χριστόγραμμα, την Νίκη μόνη της η να στεφανώνει τον αυτοκράτορα την σταυροφόρο σφαίρα, την Κωνσταντινούπολη, απεικονίσεις βασιλικών γάμων, συγγενικά πρόσωπα του αυτοκράτορα και διάφορες επιγραφές (οι οποίες στους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας ήταν γραμμένες στα λατινικά τα οποία από τον 6ο αιώνα αντικαθίστανται από τα ελληνικά). Οι χαράξεις και οι παραστάσεις καθώς και ο εκδότης του νομίσματος σε πολλές περιπτώσεις έγιναν η αιτία για να αποκτήσει κάποιο νόμισμα ένα ιδιαίτερο όνομα, έτσι π.χ. έχουμε το Σενζάτον, το Ηλιοσεληνάτον, το Ρωμανάτον, το Σταυράτον το Σκηπτράτον το Δουκάτο κ.α.
Τα νομισματοκοπεία ήταν όλα κρατικά, οι ιστορικοί τα αναφέρουν και με τις εξής ονομασίες : χρυσουργία, χρυσεψητεία, χαραγεία, βασιλικοί θησαυρότυποι κ.α. Η κοπή του νομίσματος αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της αυτοκρατορικής εξουσίας, και προστατευόταν από ένα αυστηρό σύστημα κρατικών ελέγχων. Κατά καιρούς λειτούργησαν νομισματοκοπεία πέραν της Κωνσταντινούπολης στη Θεσσαλονίκη τη Νικομήδεια, Αντιόχεια, Κύζικο, Αλεξάνδρεια, Καρχηδόνα, Ραβένα, Ρώμη, Νίκαια, Μαγνησία, Χερσώνα, Σικελία, Ισπανία, Κύπρο, Ισαυρία, Νεάπολη και στη Σαρδηνία. Όπως ήταν φυσικό τα νομισματοκοπεία μεταφέρονταν από πόλη σε πόλη, λόγω της κατά καιρούς απώλειας εδαφών σε ανατολή και δύση από διαφόρους κατακτητές, μέχρι του σημείου όπου στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας, νομίσματα κοβόταν μόνο στη βασιλεύουσα.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι το νόμισμα της Ρωμανίας κυκλοφόρησε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, ο Αλεξάντερ Βασίλιεφ στο έργο του «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» αναφέρει σχετικώς: ¨Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, παρά την έλλειψη αμέσων σχέσεων Βυζαντίου και Ινδιών, παρουσιάσθηκαν Βυζαντινά νομίσματα της εποχής του μεγάλου Κωνσταντίνου στις αγορές των Ινδιών, τα οποία μετέφεραν, πιθανόν, εκεί οι μεσάζοντες Πέρσες και Αβησσυνοί και όχι έμποροι του Βυζαντίου. Νομίσματα με τα ονόματα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων του τετάρτου, του πέμπτου και του έκτου αιώνων (Αρκαδίου, Θεοδοσίου, Μαρκιανού, Λέοντος Α΄, Ζήνωνος, Αναστασίου Α΄, Ιουστίνου Α΄) έχουν βρεθεί στις Νότιες και Βόρειες Ινδίες. Στην διεθνή οικονομική ζωή του έκτου αιώνος, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο, με αποτέλεσμα, όπως λέει ο Κοσμάς, «να διεξάγουν όλα τα έθνη, από την μία άκρη της γης εις την άλλη, το εμπόριό τους με Ρωμαϊκά χρήματα. Τα χρήματα αυτά τα έβλεπαν όλοι με θαυμασμό, δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλη χώρα που να διαθέτει παρόμοια χρήματα». Ο Κοσμάς αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που δείχνει το βαθύ σεβασμό, τον οποίο ενέπνεε στις Ινδίες το Βυζαντινό, χρυσό νόμισμα: Ο βασιλεύς της Κεϋλάνης, αφού δέχθηκε έναν Βυζαντινό έμπορο, τον Σώπατρο, και μερικούς Πέρσες σε ακρόαση, τους είπε να καθίσουν και τους ρώτησε: «Σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι χώρες σας και πως είναι τα πράγματα εκεί;». «Πολύ καλά» απάντησαν οι έμποροι και η συζήτηση συνεχίσθηκε. Σε λίγο ρώτησε πάλι ο βασιλεύς: «Ποιος από τους βασιλείς σας είναι ο πιο μεγάλος και δυνατός;» Ο πιο ηλικιωμένος από τους Πέρσες βιάστηκε να απαντήσει : «Ο βασιλεύς μας είναι ο μεγαλύτερος, ο δυνατότερος και ο πλουσιότερος, είναι πραγματικά βασιλεύς βασιλέων και μπορεί να κάμει ότι θέλει». Ο Σώπατρος έμεινε σιωπηλός, μέχρι που ο βασιλεύς ρώτησε: «Εσύ Ρωμαίε, δεν έχεις τίποτε να πεις;». Τότε απάντησε: «Τι να πω, όταν ο άλλος είπε τόσα πράγματα; Αλλά αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, έχεις εδώ παρόντες τους δύο βασιλείς. Εξέτασε τους τον καθένα χωριστά και θα δεις ποιος από τους δύο είναι μεγαλύτερος και δυνατότερος». Ο βασιλεύς ακούγοντας αυτά τα λόγια, απόρησε και ρώτησε: «Πως λες ότι έχω και τους δύο βασιλείς εδώ;». «Έχεις τα χρήματα και των δύο, απήντησε ο Σώπατρος, το νόμισμα του ενός και τη δραχμή του άλλου. Μελέτησε την μορφή του κάθε ενός και θα δεις την αλήθεια». Αφού εξέτασε τα νομίσματα, ο βασιλεύς είπε ότι οι Ρωμαίοι ήσαν, ασφαλώς, ένας λαμπρός, δυναμικός και οξύνους λαός και διέταξε να δοθεί μεγάλη τιμή στον Σώπατρο, τον οποίο, αφού ανέβασαν σ΄ ένα ελέφαντα, περιέφεραν στην πόλη, ενώ συγχρόνως κτυπούσαν θριαμβευτικά τα τύμπανα. Τα περιστατικά αυτά τα διηγήθηκε ο ίδιος ο Σώπατρος και οι συνοδοί του. Καθώς δε εδιηγούντο την ιστορία αυτή ο Πέρσης φαινόταν βαθιά πικραμένος για ότι είχε συμβεί¨7.
Το γεγονός που περιγράφουν οι ιστορικοί, περί της κυκλοφορίας του σόλιδου σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, μας το επικυρώνουν οι σημερινές αρχαιολογικές ανακαλύψεις. Παρακάτω παραθέτω ορισμένα δημοσιεύματα για του λόγου το αληθές :
ΕΘΝΟΣ On Line
23/12/2008
Τίτλος : Ανακάλυψαν βυζαντινό θησαυρό στο Ισραήλ
Έναν μικρό θησαυρό με 264 νομίσματα του 7ου μΧ αιώνα ανακάλυψαν ισραηλινοί αρχαιολόγοι κατά τη διάρκεια οργανωμένων ανασκαφών στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
«Η» 15/9/2001
Τίτλος : Σόλιδος, το «απαράμιλλο νόμισμα» που ένωσε τη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Tο είπαν δολάριο και ευρώ του Μεσαίωνα και ο ετεροχρονισμός είναι ακριβής. Γιατί ο σόλιδος, το χρυσό νόμισμα των Βυζαντινών, για 800 περίπου χρόνια, κυριάρχησε στις γνωστές αγορές του κόσμου. Από την καθιέρωσή του επί M. Κωνσταντίνου μέχρι τον 11o – 12ο αιώνα, που διατηρήθηκε ανόθευτο, απέκτησε μια μυθική αίγλη. Μέχρι και στην Ινδία ακόμη, όπως παραδίδεται, οι διεθνείς συναλλαγές γίνονταν με «βυζαντινά νομίσματα» -βυζαντινοί θησαυροί θα βρεθούν στα πιο απίθανα εκτός αυτοκρατορίας μέρη.
Το γεγονός ότι ο σόλιδος χρησιμοποιήθηκε, όπως είδαμε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, είχε και ως συνέπεια να αποτελέσει προϊόν απομίμησης από τους λαούς και τα βασίλεια που κυκλοφόρησε. Σχετικά με την επιρροή της νομισματοκοπίας της Ρωμανίας στον υπόλοιπο κόσμο η βυζαντινολόγος – νομισματολόγος Βάσω Πέννα αναφέρει τα εξής :
¨Το κύρος του βυζαντινού σόλιδου αλλά και των άλλων νομισματικών υποδιαιρέσεων ήταν μεγάλο και οι προσπάθειες απομίμησής τους πολλές. Σε ότι αφορά τη Δυτική Ευρώπη, οι εισβολείς που την απομάκρυναν από το ρωμαϊκό παρελθόν της, προσπάθησαν και κατάφεραν να μιμηθούν το βυζαντινό σόλιδο, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Γότθοι της Ιταλίας, Βησιγότθοι της Ιβηρικής Χερσονήσου, Λομβαρδοί, Γαλάτες, πρίγκιπες Μεροβιγκιανοί αλλά και αργότερα Βαράγγοι και άλλοι μισθοφόροι του βυζαντινού στρατού, μιμήθηκαν κατά περίπτωσιν το χρυσό, ασημένιο ή χάλκινο βυζαντινό νόμισμα και σταδιακά ανέπτυξαν τη δική τους νομισματοκοπία. Παράλληλα, ο καθαρόαιμος βυζαντινός σόλιδος γνώρισε εξαιρετικά μεγάλη ζήτηση στις περιοχές αυτές. Στην Ανατολή η κατάσταση εξελίχθηκε λίγο διαφορετικά. Η κυκλοφορία του σόλιδου στον αραβικό κόσμο ήταν σχεδόν αποκλειστική ως τη νομισματική μεταρρύθμιση του χαλίφη Abd al Malik (685-705), μια μεταρρύθμιση που εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από το βυζαντινό νομισματικό σύστημα και η οποία στα πρώτα βήματά της ακολούθησε την εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων. Πολιτικοί και εμπορικοί ανταγωνισμοί, κυρίως όμως θρησκευτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, γρήγορα οδήγησαν τον αραβικό κόσμο στην καθιέρωση της δικής του νομισματικής εικονογραφίας. Ωστόσο, ο σχετικά σημαντικός αριθμός των βυζαντινών νομισμάτων, κυρίως ασημένιων και χάλκινων με αραβικές επισημάνσεις, υποδηλώνει ότι το βυζαντινό νόμισμα αποτελούσε πολύτιμη επένδυση σε αυτή την περιοχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των νομισματικών εκδόσεων ορισμένων τουρκομάνων ηγεμόνων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι σε περιοχές που σήμερα αντιστοιχούν στη Βόρεια Συρία και στο Ιράκ. Πολλές από τις νομισματικές αυτές εκδόσεις, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, φέρουν παραστάσεις άμεσα επηρεασμένες από σύγχρονα ή παλαιότερα βυζαντινά νομίσματα¨8.
Η Ελένη Αρβελέρ σε άρθρο της με τίτλο ¨Χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Δολάριο του μεσαίωνα¨ αναφερόμενη στην οικονομική παρακμή των τελευταίων αιώνων της αυτοκρατορίας, γράφει τα εξής : ¨Ένα κείμενο της Παλαιολόγειας εποχής μιλά μάλιστα για αναλογία τριών παλιών νομισμάτων με τέσσερα καινούργια. Τι πιο εύγλωττη μαρτυρία για την κατάρρευση του βυζαντινού νομίσματος μέσα σε βραχύχρονα, κάθε φορά διαστήματα. Που είναι αλήθεια, η εποχή που τα έθνη μετρούσαν την οικονομική τους ικμάδα με κεντηνάρια βυζαντινών σόλιδων. Που οι ξένοι βασιλιάδες προσπαθούσαν να μιμηθούν την κοπή και τη χαραγή του βυζαντινού νομίσματος (τα παραδείγματα που έχουμε φτάνουν ως τη Γαλλία, την Αγγλία και τα σκανδιναβικά κράτη). Που πήγαν τα χρόνια που έκαναν τη λέξη bezanti να δηλώνει το οποιοδήποτε χρυσό νόμισμα που κυκλοφορούσε στις διεθνείς αγορές, όπως μας δείχνει η έκφραση «bizanti saracinati d΄oro».9
Είδαμε λοιπόν ότι ο σόλιδος που εισήγαγε ο Μέγας Κωνσταντίνος, αποτέλεσε για πολλούς αιώνες το ισχυρότερο νόμισμα στην οικουμένη, και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο και τη νομισματοκοπία των άλλων κρατών. Οι σύγχρονοι ιστορικοί το απεκάλεσαν ως ¨το δολάριο του μεσαίωνα¨ για να αναδείξουν την αξία του, αν και προσωπικά πιστεύω ότι το χάρτινο δολάριο που σε πολλές περιπτώσεις η ποσότητα του δεν ανταποκρίνεται στο αντίκρισμα του χρυσού που διαθέτουν οι ΗΠΑ, είναι σαφέστατα υποδεέστερο και σε νομισματική αλλά και σε ιστορική αξία από τον σόλιδο των 24 καρατίων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Θα ήταν παράληψη μου να μην αναφέρω δύο λόγια και για την νομισματοκοπία κατά την εποχή όπου αυτοκράτορας ήταν ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης, του οποίου την μνήμη τιμούμε αυτό το τριήμερο. Τα δύο νομίσματα που εκτίθενται εδώ σήμερα, κόπηκαν επί της βασιλείας του, ο Διδυμοτειχίτης άγιος βασιλιάς διαδραμάτισε θετικό ρόλο και στην νομισματοκοπεία της εποχής του. Με την σωστή οικονομική του πολιτική, είχε κατορθώσει να κρατήσει στην δύσκολη εποχή της Φραγκοκρατίας κατά την οποία έδρασε, το νόμισμα σταθερό δίχως να χάσει την αξία του. Αυτό μας το επιβεβαιώνει ο συγγραφέας των αρχών του 14ου αιώνα Γεώργιος Παχυμέρης, ο οποίος ιστορεί τα παρακάτω: ¨ως τα χρόνια του Ιωάννη Δούκα (δηλ. του Βατάτζη) τα 2/3 του βάρους του νομίσματος (=16 καράτια) ήταν καθαρός χρυσός. Ύστερα, επί Μιχαήλ (του Παλαιολόγου), εξ αιτίας των δόσεων προς τους Ιταλούς έχασε ο χρυσός ακόμη ένα καράτιο και τώρα το νόμισμα έχει πια μόνο το μισό του βάρος καθαρό χρυσό¨10. Όσον αφορά την νομισματοκοπία του κράτους της Νίκαιας11, η Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού αναφέρει τα εξής : ¨Το νομισματοκοπείο της Νίκαιας ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα. Με έδρα αρχικά τη Νίκαια και αργότερα τη Μαγνησία, αποτέλεσε το επίσημο νομισματοκοπείο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Σε αντίθεση με τα νομισματοκοπεία των υπόλοιπων κρατών που δημιουργήθηκαν μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204, της Νίκαιας εξέδωσε την πλήρη σειρά των υποδιαιρέσεων που κυκλοφορούσαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 12ο αιώνα, συνεχίζοντας το νομισματικό σύστημα που είχε εισαγάγει το 1092 ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Τα προϊόντα του διακρίνονται για την ευρεία κυκλοφορία τους, ακόμα και εκτός των ορίων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, και μαρτυρούν την οικονομική ευμάρεια και υπεροχή του κράτους αυτού σε σύγκριση με τα υπόλοιπα διάδοχα κράτη. Παρά τις κάποιες απόπειρες απόδοσης υπερπύρων στο Θεόδωρο Α΄, είναι πλέον βέβαιο ότι η έκδοση χρυσών νομισμάτων στο νομισματοκοπείο της Νίκαιας ξεκίνησε μόλις επί Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, πιθανότατα το 1227, έτος έναρξης της νέας ινδικτιώνας μετά την κατάκτηση των περιοχών της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας από τους Λατίνους. Τα υπέρπυρα του αυτοκράτορα αυτού παρήχθησαν σε μεγάλες ποσότητες, ιδιαίτερα μετά το λιμό που έπληξε τους Σελτζούκους στη δεκαετία του 1240, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, όλος ο πλούτος τους πέρασε στα χέρια του αυτοκράτορα της Νίκαιας με αντάλλαγμα σιτηρά και άλλα τρόφιμα. Η κυκλοφορία των υπερπύρων του Ιωάννη Βατάτζη δεν περιοριζόταν στα εδάφη της αυτοκρατορίας, τα βρίσκουμε σε σημαντικές ποσότητες στη Μαύρη θάλασσα και στα βόρεια Βαλκάνια (ιδιαίτερα στις παραδουνάβιες περιοχές) ακόμα και σε θησαυρούς που ανάγονται στο β΄ μισό του 13ου αιώνα. Η ευρεία διάδοσή τους σχετίζεται αναμφισβήτητα με τη χρήση τους ως νομίσματος διεθνών εμπορικών συναλλαγών¨12.
Κλείνοντας την ομιλία μου να αναφέρω ότι, τα δύο νομίσματα, τα οποία ο σεβασμιότατος μητροπολίτης μας φρόντισε να μεταφερθούν στην πόλη μας, στο εξής θα αποτελούν πολύτιμα κειμήλια μουσειακού είδους με συναισθηματική αξία, καθώς όπως προανέφερα κόπηκαν την εποχή κατά την οποία βασιλιάς της Ρωμιοσύνης ήταν ο Διδυμοτειχίτης Άγιος Ιωάννης Βατάτζης. Όσον αφορά την ονομασία και την τυπολογία τους, εν συντομία να γνωστοποιήσω ότι τα νομίσματα αυτά είναι χρυσά 15 ή 16 καρατίων και λέγονται υπέρπυρα. Το βάρος τους είναι 4,50 γραμμάρια περίπου και αναπαριστούν στον εμπροσθότυπο τον Χριστό ένθρονο και στον οπισθότυπο τον Ιωάννη Βατάτζη να στέφεται από την Παναγία.
Σεβασμιότατε σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνατε να παραστώ εδώ σήμερα ως ομιλητής, ανάμεσα στους αξιόλογους προσκεκλημένους μας, και μου δώσατε την ευκαιρία να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου με το τόσο ενδιαφέρον θέμα που είναι η νομισματοκοπεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επίσης ευχαριστώ πάρα πολύ όλους εσάς φίλες και φίλοι για την προσοχή σας και εύχομαι και του χρόνου να είμαστε όλοι εδώ για να τιμήσουμε τον συντοπίτη μας Άγιο Ιωάννη Βατάτζη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ο όρος Βυζαντινή αυτοκρατορία πρωτοεισήχθη 109 χρόνια μετά την πτώση της βασιλεύουσας από τους Τούρκους το 1453. Ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε τον όρο Βυζαντινή ιστορία ήταν ο Ιερώνυμο Βολφ το 1562. Μετά από πολλά χρόνια, και αφού τον συγκεκριμένο όρο χρησιμοποίησαν και άλλοι ιστορικοί, το 1680 καθιερώθηκε από τον ιστορικό Κάρολο Ντε Γκέιντζ ο οποίος έγραψε το έργο Ιστορία του Βυζαντίου. Σχετικά με την υιοθέτηση του όρου βυζαντινή αυτοκρατορία από τους δυτικούς ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σε επιστολή του την 1η Ιουλίου 1886 προς τον Χιώτη λόγιο Γ. Ζολώτα αναφέρει τα εξής : ¨Φίλε Ζολώτα, όσο και αν ηρεύνησα κατά τους κατά τον μέσον αιώνα ημετέρους ιστορικούς και χρονογράφους, δεν ηδυνήθην να εύρω εν αυτοίς το όνομα των Βυζαντινών ή Βυζαντίνων, όπως θέλεις. Μετεχειρίζονται τα ονόματα Ρωμαίοι, Γραικοί και περί τα τέλη, Έλληνες ……. Φοβούμαι, λοιπόν, ότι το όνομα επλάσθη υπό των Δυτικών, ημείς δε το εχάψαμεν¨. π. Γεώργιος Μεταλληνός «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία ;» σελ 260 Εκδόσεις Αρμός.
2. Σπυρίδων Ζαμπέλιος «Πηγές της Νεοελληνικής Εθνότητας» Εκδόσεις Γεωργιάδης σελ 421.
3. Γκιοργ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» Ιστορικές Εκδόσεις Στεφάνου Δ. Βασιλόπουλου Τόμος Α΄ σελ 101.
4. Χρύσανθος Σ. Βαλασιάδης «Οδηγός Βυζαντινών Νομισμάτων» Εκδόσεις Γεωργιάδης σελ 15.
5. Έζησε τον 6ο αιώνα, ήταν έμπορος από την Αλεξάνδρεια και αργότερα μοναχός, έγραψε το έργο χριστιανική τοπογραφία.
6. Στήβεν Ράνσιμαν «Βυζαντινός Πολιτισμός» Εκδόσεις Γαλαξίας Ερμείας σελ 198.
7. Αλεξάντερ Βασίλιεφ «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» Εκδόσεις Πελεκάνος σελ 208-210.
8. ΤΟ ΒΗΜΑ, 31.12.2000 «Σόλιδος : Το δολάριο του Μεσαίωνα» Βάσω Πέννα βυζαντινολόγος-νομισματολόγος
9. Ελένη Αρβελέρ «Χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Δολάριο του μεσαίωνα» www.arxaiologia.gr
10. Βλέπε υποσημείωση 9.
11. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας υπήρξε, από το 1204 έτος κατά το οποίο οι Φράγκοι σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, ο συνεχιστής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έως το 1261 όταν και τα στρατεύματά της την ανακατέλαβαν.
12. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού – Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού www.ehw.gr
www.enromiosini.gr
Στην σημερινή εκδήλωση και λόγω του ότι εκτίθενται σε όλους τους παρευρισκομένους τα δύο χρυσά νομίσματα που εκόπησαν από τον συντοπίτη μας άγιο αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, θα αναφερθούμε στην οικονομία της Ρωμανίας και πιο συγκεκριμένα στο νόμισμα. Το ισχυρό και σταθερό νόμισμα αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη και βιωσιμότητα μιας οικονομίας, η οποία όπως προαναφέραμε είναι βασικός παράγοντας ισχυροποίησης ενός κράτους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Χριστοφόρου ενός αξιωματούχου, του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’ Φωκά, προς τον Λιουτπράνδο επίσκοπο της Κρεμόνας και πρεσβευτή του Γερμανού βασιλιά Όθωνα (στα μέσα του 10ου αιώνος), ο οποίος σε μεταξύ τους διένεξη τον απείλησε λέγοντας του τα εξής : ¨Έτσι και ο βασιλιά σου μας επιτεθεί, τότε όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά ούτε και σ΄ αυτούς τους πειναλέους και δερματοφόρους ομογενείς του, τους Σάξωνες, θα βρίσκει τόπο να κρυφτεί. Γιατί με τα χρήματα, με τα οποία υπερισχύομε, θα υποκινήσουμε όλα τα έθνη, μέχρι να τον συντρίψομε, ωσάν κέραμον μη αναπλάσιμο¨2. Ας δούμε λοιπόν πιο ήταν το ισχυρό αυτό νόμισμα, που θα επέφερε τόσο μεγάλη και ανήκεστη βλάβη στο βασίλειο των Γερμανών.
Η ιστορία του νομίσματος της Ρωμανίας ξεκινάει από τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης του Ρωμαϊκού κράτους εισήγαγε και νέο νόμισμα, το οποίο ονόμασε σόλιδο από το λατινικό (solidus) που σημαίνει σταθερός, επίσης στις πηγές αναφέρεται και ως σολδίο, νόμισμα ή ολοκόττινος. Ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι αναφέρει για το σόλιδο τα εξής: ¨Το νομισματικό αυτό σύστημα αποδείχθηκε εντυπωσιακά σταθερό για μακρό χρόνο. Ο solidus του Κωνσταντίνου έγινε η βάση του βυζαντινού νομισματικού συστήματος για χίλια ολόκληρα χρόνια και ήταν για πολλούς αιώνες το κατ΄ εξοχήν νόμισμα του διεθνούς εμπορίου. Βέβαια μεσολάβησαν εποχές σοβαρής κρίσεως, ωστόσο η αξία του άρχισε να υποτιμάται αισθητά μόνον κατά τα μέσα του ενδεκάτου αιώνα, όταν δηλαδή άρχισε να κλονίζεται η ίδια η αυτοκρατορία¨3. Ο σόλιδος του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχε βάρος 4.48 γραμμάρια και αντιστοιχούσε προς το ένα εβδομηκοστό δεύτερο της ρωμαϊκής λίτρας, η δε καθαρότητά του άγγιζε τα 24 καράτια.4
Οι υποδιαιρέσεις του σόλιδου ήταν:
► Το Σιμίσιον | Xρυσό νόμισμα (βάρος 2,25 γραμμ.) ίσο με το μισό (1/2) της αξίας του σόλιδου. |
► Το Tριμίσιον | Xρυσό νόμισμα (βάρος 1,52 γραμμ.) ίσο με ένα τρίτο (1/3) της αξίας του σόλιδου. |
► Το Mιλιαρέσιον | Aργυρό νόμισμα (βάρος 4,55 γραμμ.) ίσο με το ένα δωδέκατο (1/12) της αξίας του σόλιδου. |
► Το Kεράτιον | Aργυρό νόμισμα (βάρος 2,27 γραμμμ.) ίσο με το ένα εικοστό τέταρτο (1/24) της αξίας του σόλιδου. |
► Ο Φόλλις | Xάλκινο νόμισμα (βάρος 3,05 γραμμ.) ίσο με το ένα διακοστό ογδοηκοστό όγδοο (1/288) της αξίας του σόλιδου. |
► Τα Νουμμία | Xάλκινα νομίσματα που υποδιαιρούσαν τον φόλλιν. |
Τα νομίσματα αυτά κυκλοφορούσαν κανονικά μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα, με διάφορες παραλλαγές ως προς το βάρος, επομένως και την αξία. Προστέθηκαν κατά καιρούς διάφορα προσδιοριστικά στο όνομά τους. Όπως για παράδειγμα, «ασημένιο τραχύ», ή «χάλκινο τραχύ» κ.α.
Εκτός από τα νομίσματα, υπήρχε και λογιστικό χρήμα. Έτσι είχαν:
► Λίτρα χρυσού: Iσοδυναμούσε με εβδομήντα δύο (72) σόλιδους. |
► Λίτρα αργύρου: Iση με πέντε (5) σόλιδους. |
► Kεντηνάριο: Eκατό (100) λίτρες χρυσού ή 7.200 σόλιδοι. |
Ενημερωτικά να αναφέρω ότι η νομισματοκοπία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χωρίζεται σε τέσσερις χρονικές περιόδους οι οποίες είναι :
Η 1η περίοδος αρχίζει από το θάνατο του Θεοδοσίου του Μεγάλου το 395 και φθάνει μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα.
Η 2η περίοδος αναπτύσσεται από τα χρόνια του Ιουστινιανού Β’ τέλος 7ου αιώνος μέχρι τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού τέλος 11ου αιώνα.
Η 3η περίοδος ξεκινά από το τέλος του 11ου αιώνα και τελειώνει το 1261 έτος κατά το οποίο ανακαταλαμβάνεται η Κωνσταντινούπολη από τους Έλληνες καθώς ως γνωστών από το 1204 ήταν στα χέρια των Φράγκων.
Η 4η περίοδος εξελίσσεται στα χρόνια των Παλαιολόγων, από το 1261 μέχρι το 1453 όπου και αλώθηκε η Πόλη από τους Τούρκους.
Το 1071 θεωρείται η αρχή της παρακμής για την αυτοκρατορία, η οποία το έτος αυτό υπέστη δύο οδυνηρές ήττες, στην Ανατολή από τους Σελτζούκους στο Μαντζικέρτ και στη Δύση από τους Νορμανδούς στο Μπάρι (Βάριο). Η στρατιωτική παρακμή του κράτους, επέφερε όπως ήταν φυσικό, την οικονομική κρίση. Το νόμισμα υποτιμήθηκε ραγδαία και έφτασε την εποχή του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού τα 6 καράτια. Εδώ να σημειώσουμε ότι από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου έως τον 12ο αιώνα οι αυτοκράτορές σπανίως είχαν καταφύγει στην υποτίμησή του. Ο Αλέξιος Κομνηνός αναγκάστηκε να επιφέρει ριζική μεταρρύθμιση στο νομισματικό σύστημα, κόβοντας ένα νέο χρυσό κοιλόκυρτο νόμισμα, το υπέρπυρον βάρους 4,5 γραμμαρίων περίπου και καθαρότητας 20,5 καρατίων. Υποδιαιρέσεις είχε :
► Το τραχύ εξ ηλέκτρου, ίσο με το 1/3 του υπέρπυρου, αποτελείτο από 1/3 μέρος χρυσό και 2/3 αργυρό και είχε τίτλο 6 καράτια.
► Το άσπρο τραχύ που ισούται με το 1/16 της προηγούμενης υποδιαίρεσης και είναι κράμα αργυρού (6-7 %) και χαλκού.
Και τα δύο αυτά νομίσματα είναι κοιλόκυρτα. Επίσης κόβετε και ένα χάλκινο νόμισμα, το τεταρτηρό που το μόνο κοινό που έχει με το προηγούμενο χάλκινο νόμισμα είναι το όνομα. Κατά την τελευταία περίοδο της αυτοκρατορίας, την εποχή των Παλαιολόγων, η στρατιωτική και οικονομική παρακμή παρασύρει όπως είναι φυσικό και το νόμισμα, το οποίο χάνει την αξία του καθώς μειώνεται βάρος και καθαρότητα.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν στο έργο του «Βυζαντινός Πολιτισμός» αναφέρει για τον νόμισμα της Ρωμανίας τα εξής : ¨Ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης5αποδίδει την ευημερία του αυτοκρατορικού εμπορίου σε δύο αιτίες, στο χριστιανισμό και στο νόμισμα. Ενώ τα εμπορικά πλεονεκτήματα του χριστιανισμού είναι συζητήσιμα, το αυτοκρατορικό νόμισμα ήταν ασφαλώς ένα πλεονέκτημα αναμφισβήτητο. Από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, περισσότερο δηλαδή από έξι αιώνες, διατήρησε αμείωτη την αξία του.6
Όσον αφορά την τυπολογία των νομισμάτων, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι βασικός τύπος είναι η προτομή των αυτοκρατόρων, και σε λίγες περιπτώσεις αναπαριστάται το πορτρέτο τους. Οι αυτοκράτορες απεικονίζονται με πολεμική εξάρτηση ή με το στέμμα τους, ένθρονοι, με αετοφόρο σκήπτρο ή απλό, συνοδευόμενοι από τη βασίλισσα ή στενά συγγενικά τους πρόσωπα, δίπλα σε αγίους, και το πιο κλασικό να στεφανώνονται από τον Χριστό ή την Παναγία. Όταν τα πρόσωπα είναι δύο τιμητική θέση είναι η αριστερή κατά τον θεατή, όταν είναι τρία πρώτη είναι η κεντρική και δεύτερη η δεξιά. Συνοδευτικές απεικονίσεις στα νομίσματα βρίσκουμε σε εμπροσθότυπο και οπισθότυπο, τον Χριστό την Παναγία τον Σταυρό, διάφορους Αγίους ή Άγγέλους, το Χριστόγραμμα, την Νίκη μόνη της η να στεφανώνει τον αυτοκράτορα την σταυροφόρο σφαίρα, την Κωνσταντινούπολη, απεικονίσεις βασιλικών γάμων, συγγενικά πρόσωπα του αυτοκράτορα και διάφορες επιγραφές (οι οποίες στους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας ήταν γραμμένες στα λατινικά τα οποία από τον 6ο αιώνα αντικαθίστανται από τα ελληνικά). Οι χαράξεις και οι παραστάσεις καθώς και ο εκδότης του νομίσματος σε πολλές περιπτώσεις έγιναν η αιτία για να αποκτήσει κάποιο νόμισμα ένα ιδιαίτερο όνομα, έτσι π.χ. έχουμε το Σενζάτον, το Ηλιοσεληνάτον, το Ρωμανάτον, το Σταυράτον το Σκηπτράτον το Δουκάτο κ.α.
Τα νομισματοκοπεία ήταν όλα κρατικά, οι ιστορικοί τα αναφέρουν και με τις εξής ονομασίες : χρυσουργία, χρυσεψητεία, χαραγεία, βασιλικοί θησαυρότυποι κ.α. Η κοπή του νομίσματος αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της αυτοκρατορικής εξουσίας, και προστατευόταν από ένα αυστηρό σύστημα κρατικών ελέγχων. Κατά καιρούς λειτούργησαν νομισματοκοπεία πέραν της Κωνσταντινούπολης στη Θεσσαλονίκη τη Νικομήδεια, Αντιόχεια, Κύζικο, Αλεξάνδρεια, Καρχηδόνα, Ραβένα, Ρώμη, Νίκαια, Μαγνησία, Χερσώνα, Σικελία, Ισπανία, Κύπρο, Ισαυρία, Νεάπολη και στη Σαρδηνία. Όπως ήταν φυσικό τα νομισματοκοπεία μεταφέρονταν από πόλη σε πόλη, λόγω της κατά καιρούς απώλειας εδαφών σε ανατολή και δύση από διαφόρους κατακτητές, μέχρι του σημείου όπου στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας, νομίσματα κοβόταν μόνο στη βασιλεύουσα.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι το νόμισμα της Ρωμανίας κυκλοφόρησε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, ο Αλεξάντερ Βασίλιεφ στο έργο του «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» αναφέρει σχετικώς: ¨Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, παρά την έλλειψη αμέσων σχέσεων Βυζαντίου και Ινδιών, παρουσιάσθηκαν Βυζαντινά νομίσματα της εποχής του μεγάλου Κωνσταντίνου στις αγορές των Ινδιών, τα οποία μετέφεραν, πιθανόν, εκεί οι μεσάζοντες Πέρσες και Αβησσυνοί και όχι έμποροι του Βυζαντίου. Νομίσματα με τα ονόματα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων του τετάρτου, του πέμπτου και του έκτου αιώνων (Αρκαδίου, Θεοδοσίου, Μαρκιανού, Λέοντος Α΄, Ζήνωνος, Αναστασίου Α΄, Ιουστίνου Α΄) έχουν βρεθεί στις Νότιες και Βόρειες Ινδίες. Στην διεθνή οικονομική ζωή του έκτου αιώνος, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο, με αποτέλεσμα, όπως λέει ο Κοσμάς, «να διεξάγουν όλα τα έθνη, από την μία άκρη της γης εις την άλλη, το εμπόριό τους με Ρωμαϊκά χρήματα. Τα χρήματα αυτά τα έβλεπαν όλοι με θαυμασμό, δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλη χώρα που να διαθέτει παρόμοια χρήματα». Ο Κοσμάς αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που δείχνει το βαθύ σεβασμό, τον οποίο ενέπνεε στις Ινδίες το Βυζαντινό, χρυσό νόμισμα: Ο βασιλεύς της Κεϋλάνης, αφού δέχθηκε έναν Βυζαντινό έμπορο, τον Σώπατρο, και μερικούς Πέρσες σε ακρόαση, τους είπε να καθίσουν και τους ρώτησε: «Σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι χώρες σας και πως είναι τα πράγματα εκεί;». «Πολύ καλά» απάντησαν οι έμποροι και η συζήτηση συνεχίσθηκε. Σε λίγο ρώτησε πάλι ο βασιλεύς: «Ποιος από τους βασιλείς σας είναι ο πιο μεγάλος και δυνατός;» Ο πιο ηλικιωμένος από τους Πέρσες βιάστηκε να απαντήσει : «Ο βασιλεύς μας είναι ο μεγαλύτερος, ο δυνατότερος και ο πλουσιότερος, είναι πραγματικά βασιλεύς βασιλέων και μπορεί να κάμει ότι θέλει». Ο Σώπατρος έμεινε σιωπηλός, μέχρι που ο βασιλεύς ρώτησε: «Εσύ Ρωμαίε, δεν έχεις τίποτε να πεις;». Τότε απάντησε: «Τι να πω, όταν ο άλλος είπε τόσα πράγματα; Αλλά αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, έχεις εδώ παρόντες τους δύο βασιλείς. Εξέτασε τους τον καθένα χωριστά και θα δεις ποιος από τους δύο είναι μεγαλύτερος και δυνατότερος». Ο βασιλεύς ακούγοντας αυτά τα λόγια, απόρησε και ρώτησε: «Πως λες ότι έχω και τους δύο βασιλείς εδώ;». «Έχεις τα χρήματα και των δύο, απήντησε ο Σώπατρος, το νόμισμα του ενός και τη δραχμή του άλλου. Μελέτησε την μορφή του κάθε ενός και θα δεις την αλήθεια». Αφού εξέτασε τα νομίσματα, ο βασιλεύς είπε ότι οι Ρωμαίοι ήσαν, ασφαλώς, ένας λαμπρός, δυναμικός και οξύνους λαός και διέταξε να δοθεί μεγάλη τιμή στον Σώπατρο, τον οποίο, αφού ανέβασαν σ΄ ένα ελέφαντα, περιέφεραν στην πόλη, ενώ συγχρόνως κτυπούσαν θριαμβευτικά τα τύμπανα. Τα περιστατικά αυτά τα διηγήθηκε ο ίδιος ο Σώπατρος και οι συνοδοί του. Καθώς δε εδιηγούντο την ιστορία αυτή ο Πέρσης φαινόταν βαθιά πικραμένος για ότι είχε συμβεί¨7.
Το γεγονός που περιγράφουν οι ιστορικοί, περί της κυκλοφορίας του σόλιδου σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, μας το επικυρώνουν οι σημερινές αρχαιολογικές ανακαλύψεις. Παρακάτω παραθέτω ορισμένα δημοσιεύματα για του λόγου το αληθές :
ΕΘΝΟΣ On Line
23/12/2008
Τίτλος : Ανακάλυψαν βυζαντινό θησαυρό στο Ισραήλ
Έναν μικρό θησαυρό με 264 νομίσματα του 7ου μΧ αιώνα ανακάλυψαν ισραηλινοί αρχαιολόγοι κατά τη διάρκεια οργανωμένων ανασκαφών στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 31-07-07 Τίτλος : Χρυσά βυζαντινά νομίσματα βρέθηκαν σε βασιλικούς τάφους – μέγα ενδιαφέρον Κινέζων και Ελλήνων αρχαιολόγων για έρευνα σε βάθος Tης Ελένης Mπίστικα Τα χρυσά βυζαντινά νομίσματα του 6ου έως 8ου αιώνα μ.Χ. που ανευρέθησαν σε σημαντικό αριθμό στην αχανή Κίνα, όπως είναι φυσικό, έχει δημιουργήσει έντονο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον τόσο στην Κίνα όσο και στην Ελλάδα. Τα βυζαντινά χρυσά νομίσματα καθώς και πολλές κινεζικές απομιμήσεις τους βρέθηκαν σε βασιλικούς τάφους, τοποθετημένα στο στόμα του νεκρού ή κοντά στο κεφάλι του. Εύλογα ερωτήματα έχουν δημιουργήσει οι απομιμήσεις, γιατί σε όλη την επικράτεια της Κίνας απαγορευόταν αυστηρά η παραχάραξη νομισμάτων, επειδή υπονόμευε τη δύναμη των αυτοκρατόρων. Η τιμωρία των παραβατών ήταν αποκεφαλισμός. Οι Κινέζοι από τον Μεσαίωνα θεωρούσαν το Βυζάντιο τόπο ευημερίας και πλούτου και αυτό επιβεβαιώνεται από παλιά κινεζικά κείμενα, διακοσμητικά κεραμικών καθώς και εικονογραφήσεις με βυζαντινά στοιχεία. |
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
«Η» 15/9/2001
Τίτλος : Σόλιδος, το «απαράμιλλο νόμισμα» που ένωσε τη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Tο είπαν δολάριο και ευρώ του Μεσαίωνα και ο ετεροχρονισμός είναι ακριβής. Γιατί ο σόλιδος, το χρυσό νόμισμα των Βυζαντινών, για 800 περίπου χρόνια, κυριάρχησε στις γνωστές αγορές του κόσμου. Από την καθιέρωσή του επί M. Κωνσταντίνου μέχρι τον 11o – 12ο αιώνα, που διατηρήθηκε ανόθευτο, απέκτησε μια μυθική αίγλη. Μέχρι και στην Ινδία ακόμη, όπως παραδίδεται, οι διεθνείς συναλλαγές γίνονταν με «βυζαντινά νομίσματα» -βυζαντινοί θησαυροί θα βρεθούν στα πιο απίθανα εκτός αυτοκρατορίας μέρη.
Το γεγονός ότι ο σόλιδος χρησιμοποιήθηκε, όπως είδαμε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, είχε και ως συνέπεια να αποτελέσει προϊόν απομίμησης από τους λαούς και τα βασίλεια που κυκλοφόρησε. Σχετικά με την επιρροή της νομισματοκοπίας της Ρωμανίας στον υπόλοιπο κόσμο η βυζαντινολόγος – νομισματολόγος Βάσω Πέννα αναφέρει τα εξής :
¨Το κύρος του βυζαντινού σόλιδου αλλά και των άλλων νομισματικών υποδιαιρέσεων ήταν μεγάλο και οι προσπάθειες απομίμησής τους πολλές. Σε ότι αφορά τη Δυτική Ευρώπη, οι εισβολείς που την απομάκρυναν από το ρωμαϊκό παρελθόν της, προσπάθησαν και κατάφεραν να μιμηθούν το βυζαντινό σόλιδο, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Γότθοι της Ιταλίας, Βησιγότθοι της Ιβηρικής Χερσονήσου, Λομβαρδοί, Γαλάτες, πρίγκιπες Μεροβιγκιανοί αλλά και αργότερα Βαράγγοι και άλλοι μισθοφόροι του βυζαντινού στρατού, μιμήθηκαν κατά περίπτωσιν το χρυσό, ασημένιο ή χάλκινο βυζαντινό νόμισμα και σταδιακά ανέπτυξαν τη δική τους νομισματοκοπία. Παράλληλα, ο καθαρόαιμος βυζαντινός σόλιδος γνώρισε εξαιρετικά μεγάλη ζήτηση στις περιοχές αυτές. Στην Ανατολή η κατάσταση εξελίχθηκε λίγο διαφορετικά. Η κυκλοφορία του σόλιδου στον αραβικό κόσμο ήταν σχεδόν αποκλειστική ως τη νομισματική μεταρρύθμιση του χαλίφη Abd al Malik (685-705), μια μεταρρύθμιση που εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από το βυζαντινό νομισματικό σύστημα και η οποία στα πρώτα βήματά της ακολούθησε την εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων. Πολιτικοί και εμπορικοί ανταγωνισμοί, κυρίως όμως θρησκευτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, γρήγορα οδήγησαν τον αραβικό κόσμο στην καθιέρωση της δικής του νομισματικής εικονογραφίας. Ωστόσο, ο σχετικά σημαντικός αριθμός των βυζαντινών νομισμάτων, κυρίως ασημένιων και χάλκινων με αραβικές επισημάνσεις, υποδηλώνει ότι το βυζαντινό νόμισμα αποτελούσε πολύτιμη επένδυση σε αυτή την περιοχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των νομισματικών εκδόσεων ορισμένων τουρκομάνων ηγεμόνων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι σε περιοχές που σήμερα αντιστοιχούν στη Βόρεια Συρία και στο Ιράκ. Πολλές από τις νομισματικές αυτές εκδόσεις, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, φέρουν παραστάσεις άμεσα επηρεασμένες από σύγχρονα ή παλαιότερα βυζαντινά νομίσματα¨8.
Η Ελένη Αρβελέρ σε άρθρο της με τίτλο ¨Χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Δολάριο του μεσαίωνα¨ αναφερόμενη στην οικονομική παρακμή των τελευταίων αιώνων της αυτοκρατορίας, γράφει τα εξής : ¨Ένα κείμενο της Παλαιολόγειας εποχής μιλά μάλιστα για αναλογία τριών παλιών νομισμάτων με τέσσερα καινούργια. Τι πιο εύγλωττη μαρτυρία για την κατάρρευση του βυζαντινού νομίσματος μέσα σε βραχύχρονα, κάθε φορά διαστήματα. Που είναι αλήθεια, η εποχή που τα έθνη μετρούσαν την οικονομική τους ικμάδα με κεντηνάρια βυζαντινών σόλιδων. Που οι ξένοι βασιλιάδες προσπαθούσαν να μιμηθούν την κοπή και τη χαραγή του βυζαντινού νομίσματος (τα παραδείγματα που έχουμε φτάνουν ως τη Γαλλία, την Αγγλία και τα σκανδιναβικά κράτη). Που πήγαν τα χρόνια που έκαναν τη λέξη bezanti να δηλώνει το οποιοδήποτε χρυσό νόμισμα που κυκλοφορούσε στις διεθνείς αγορές, όπως μας δείχνει η έκφραση «bizanti saracinati d΄oro».9
Είδαμε λοιπόν ότι ο σόλιδος που εισήγαγε ο Μέγας Κωνσταντίνος, αποτέλεσε για πολλούς αιώνες το ισχυρότερο νόμισμα στην οικουμένη, και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο και τη νομισματοκοπία των άλλων κρατών. Οι σύγχρονοι ιστορικοί το απεκάλεσαν ως ¨το δολάριο του μεσαίωνα¨ για να αναδείξουν την αξία του, αν και προσωπικά πιστεύω ότι το χάρτινο δολάριο που σε πολλές περιπτώσεις η ποσότητα του δεν ανταποκρίνεται στο αντίκρισμα του χρυσού που διαθέτουν οι ΗΠΑ, είναι σαφέστατα υποδεέστερο και σε νομισματική αλλά και σε ιστορική αξία από τον σόλιδο των 24 καρατίων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Θα ήταν παράληψη μου να μην αναφέρω δύο λόγια και για την νομισματοκοπία κατά την εποχή όπου αυτοκράτορας ήταν ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης, του οποίου την μνήμη τιμούμε αυτό το τριήμερο. Τα δύο νομίσματα που εκτίθενται εδώ σήμερα, κόπηκαν επί της βασιλείας του, ο Διδυμοτειχίτης άγιος βασιλιάς διαδραμάτισε θετικό ρόλο και στην νομισματοκοπεία της εποχής του. Με την σωστή οικονομική του πολιτική, είχε κατορθώσει να κρατήσει στην δύσκολη εποχή της Φραγκοκρατίας κατά την οποία έδρασε, το νόμισμα σταθερό δίχως να χάσει την αξία του. Αυτό μας το επιβεβαιώνει ο συγγραφέας των αρχών του 14ου αιώνα Γεώργιος Παχυμέρης, ο οποίος ιστορεί τα παρακάτω: ¨ως τα χρόνια του Ιωάννη Δούκα (δηλ. του Βατάτζη) τα 2/3 του βάρους του νομίσματος (=16 καράτια) ήταν καθαρός χρυσός. Ύστερα, επί Μιχαήλ (του Παλαιολόγου), εξ αιτίας των δόσεων προς τους Ιταλούς έχασε ο χρυσός ακόμη ένα καράτιο και τώρα το νόμισμα έχει πια μόνο το μισό του βάρος καθαρό χρυσό¨10. Όσον αφορά την νομισματοκοπία του κράτους της Νίκαιας11, η Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού αναφέρει τα εξής : ¨Το νομισματοκοπείο της Νίκαιας ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα. Με έδρα αρχικά τη Νίκαια και αργότερα τη Μαγνησία, αποτέλεσε το επίσημο νομισματοκοπείο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Σε αντίθεση με τα νομισματοκοπεία των υπόλοιπων κρατών που δημιουργήθηκαν μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204, της Νίκαιας εξέδωσε την πλήρη σειρά των υποδιαιρέσεων που κυκλοφορούσαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 12ο αιώνα, συνεχίζοντας το νομισματικό σύστημα που είχε εισαγάγει το 1092 ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Τα προϊόντα του διακρίνονται για την ευρεία κυκλοφορία τους, ακόμα και εκτός των ορίων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, και μαρτυρούν την οικονομική ευμάρεια και υπεροχή του κράτους αυτού σε σύγκριση με τα υπόλοιπα διάδοχα κράτη. Παρά τις κάποιες απόπειρες απόδοσης υπερπύρων στο Θεόδωρο Α΄, είναι πλέον βέβαιο ότι η έκδοση χρυσών νομισμάτων στο νομισματοκοπείο της Νίκαιας ξεκίνησε μόλις επί Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, πιθανότατα το 1227, έτος έναρξης της νέας ινδικτιώνας μετά την κατάκτηση των περιοχών της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας από τους Λατίνους. Τα υπέρπυρα του αυτοκράτορα αυτού παρήχθησαν σε μεγάλες ποσότητες, ιδιαίτερα μετά το λιμό που έπληξε τους Σελτζούκους στη δεκαετία του 1240, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, όλος ο πλούτος τους πέρασε στα χέρια του αυτοκράτορα της Νίκαιας με αντάλλαγμα σιτηρά και άλλα τρόφιμα. Η κυκλοφορία των υπερπύρων του Ιωάννη Βατάτζη δεν περιοριζόταν στα εδάφη της αυτοκρατορίας, τα βρίσκουμε σε σημαντικές ποσότητες στη Μαύρη θάλασσα και στα βόρεια Βαλκάνια (ιδιαίτερα στις παραδουνάβιες περιοχές) ακόμα και σε θησαυρούς που ανάγονται στο β΄ μισό του 13ου αιώνα. Η ευρεία διάδοσή τους σχετίζεται αναμφισβήτητα με τη χρήση τους ως νομίσματος διεθνών εμπορικών συναλλαγών¨12.
Κλείνοντας την ομιλία μου να αναφέρω ότι, τα δύο νομίσματα, τα οποία ο σεβασμιότατος μητροπολίτης μας φρόντισε να μεταφερθούν στην πόλη μας, στο εξής θα αποτελούν πολύτιμα κειμήλια μουσειακού είδους με συναισθηματική αξία, καθώς όπως προανέφερα κόπηκαν την εποχή κατά την οποία βασιλιάς της Ρωμιοσύνης ήταν ο Διδυμοτειχίτης Άγιος Ιωάννης Βατάτζης. Όσον αφορά την ονομασία και την τυπολογία τους, εν συντομία να γνωστοποιήσω ότι τα νομίσματα αυτά είναι χρυσά 15 ή 16 καρατίων και λέγονται υπέρπυρα. Το βάρος τους είναι 4,50 γραμμάρια περίπου και αναπαριστούν στον εμπροσθότυπο τον Χριστό ένθρονο και στον οπισθότυπο τον Ιωάννη Βατάτζη να στέφεται από την Παναγία.
Σεβασμιότατε σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνατε να παραστώ εδώ σήμερα ως ομιλητής, ανάμεσα στους αξιόλογους προσκεκλημένους μας, και μου δώσατε την ευκαιρία να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου με το τόσο ενδιαφέρον θέμα που είναι η νομισματοκοπεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επίσης ευχαριστώ πάρα πολύ όλους εσάς φίλες και φίλοι για την προσοχή σας και εύχομαι και του χρόνου να είμαστε όλοι εδώ για να τιμήσουμε τον συντοπίτη μας Άγιο Ιωάννη Βατάτζη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ο όρος Βυζαντινή αυτοκρατορία πρωτοεισήχθη 109 χρόνια μετά την πτώση της βασιλεύουσας από τους Τούρκους το 1453. Ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε τον όρο Βυζαντινή ιστορία ήταν ο Ιερώνυμο Βολφ το 1562. Μετά από πολλά χρόνια, και αφού τον συγκεκριμένο όρο χρησιμοποίησαν και άλλοι ιστορικοί, το 1680 καθιερώθηκε από τον ιστορικό Κάρολο Ντε Γκέιντζ ο οποίος έγραψε το έργο Ιστορία του Βυζαντίου. Σχετικά με την υιοθέτηση του όρου βυζαντινή αυτοκρατορία από τους δυτικούς ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σε επιστολή του την 1η Ιουλίου 1886 προς τον Χιώτη λόγιο Γ. Ζολώτα αναφέρει τα εξής : ¨Φίλε Ζολώτα, όσο και αν ηρεύνησα κατά τους κατά τον μέσον αιώνα ημετέρους ιστορικούς και χρονογράφους, δεν ηδυνήθην να εύρω εν αυτοίς το όνομα των Βυζαντινών ή Βυζαντίνων, όπως θέλεις. Μετεχειρίζονται τα ονόματα Ρωμαίοι, Γραικοί και περί τα τέλη, Έλληνες ……. Φοβούμαι, λοιπόν, ότι το όνομα επλάσθη υπό των Δυτικών, ημείς δε το εχάψαμεν¨. π. Γεώργιος Μεταλληνός «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία ;» σελ 260 Εκδόσεις Αρμός.
2. Σπυρίδων Ζαμπέλιος «Πηγές της Νεοελληνικής Εθνότητας» Εκδόσεις Γεωργιάδης σελ 421.
3. Γκιοργ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» Ιστορικές Εκδόσεις Στεφάνου Δ. Βασιλόπουλου Τόμος Α΄ σελ 101.
4. Χρύσανθος Σ. Βαλασιάδης «Οδηγός Βυζαντινών Νομισμάτων» Εκδόσεις Γεωργιάδης σελ 15.
5. Έζησε τον 6ο αιώνα, ήταν έμπορος από την Αλεξάνδρεια και αργότερα μοναχός, έγραψε το έργο χριστιανική τοπογραφία.
6. Στήβεν Ράνσιμαν «Βυζαντινός Πολιτισμός» Εκδόσεις Γαλαξίας Ερμείας σελ 198.
7. Αλεξάντερ Βασίλιεφ «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» Εκδόσεις Πελεκάνος σελ 208-210.
8. ΤΟ ΒΗΜΑ, 31.12.2000 «Σόλιδος : Το δολάριο του Μεσαίωνα» Βάσω Πέννα βυζαντινολόγος-νομισματολόγος
9. Ελένη Αρβελέρ «Χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Δολάριο του μεσαίωνα» www.arxaiologia.gr
10. Βλέπε υποσημείωση 9.
11. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας υπήρξε, από το 1204 έτος κατά το οποίο οι Φράγκοι σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, ο συνεχιστής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έως το 1261 όταν και τα στρατεύματά της την ανακατέλαβαν.
12. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού – Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού www.ehw.gr
www.enromiosini.gr