Ε λοιπόν αν ο Έλληνας αποφεύγει την εφορία, είναι γιατί αυτό το κράτος δεν είναι σαν τη μητέρα που φροντίζει για τις ανάγκες των παιδιών της, αλλά σαν την κάκιστη μητριά που ζει εις βάρος των παιδιών της αφού τα ληστέψει.
Αυτό όμως δεν μπορεί πια να συνεχιστεί...
Γράφει ο Γ. Βολουδάκης
Είναι πολυειπωμένο και χιλιοαναλυμένο το γιατί ο Ρωμιός ή Γραικός ή Έλληνας (βαρειά υποσειμείωση: κανέναν από τους τίτλους αυτούς δεν τον πετάμε και δεν τον χαρίζουμε σε κανέναν) γιατί λοιπόν αυτός ο διαπρεπής, ο επιφανής κάτοικος του χρυσού αιώνα, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του νεώτερου Ελληνικού έθνους και του κράτους που λέγεται Ελλάδα, δεν βλέπει την κρατική εφορία με καλό μάτι...
Άκουσα μια προσέγγιση σε κάποια ομιλία του π. Νικολάου Λουδοβίκου, που πήγε να αγγίξει την αλήθεια, αλλά δεν την άδραξε! Είπε λοιπόν ο π. Νικολάος ότι οι Έλληνες δεν πληρώνουμε την εφορία, διότι βλέπουμε το κράτος ως κάτι απρόσωπο και ότι όταν το κοινό γίνεται προσωπικό π.χ. στις διάφορες κοινότητες, τότε δεν διανοούμεθα να «κλέψουμε»!
Δηλαδή είμαστε λαμόγια στο απρόσωπο κράτος αλλά στών Ελλήνων τις κοινότητες είμαστε εν τάξει! Η αλήθεια είναι είναι ότι δεν θέλουμε να πληρώσουμε τη εφορία, όχι διότι αισθανόμαστε απρόσωπο το κράτος αλλά διότι αντιλαμβανόμαστε ότι το κράτος είναι απέναντί μας εχθρικό!
Ιερότης του θεσμού
Ας πάρουμε καλύτερα τα πράγματα από την αρχή! Από το τί σημαίνει η ελληνική λέξη Έφορος (εν-φέρω). Ο ή η έφορος είναι ένας ιερός θεσμός. Είναι εκείνος που φροντίζει για τις ανάγκες της κοινότητας, είτε αυτή είναι μιά μικρή ομάδα, είτε ένα μοναστήρι, μιά διοικητική περιφέρεια ή ολόκληρη η χώρα.
Για να καταλάβουμε την ιερότητα του θεσμού αρκεί να πούμε ότι η Έφορος του Αγίου Όρους είναι η Παναγία μας. Είναι εκείνη που φροντίζει να μην λείπει τίποτε από τους μοναχούς.
Αυτή λοιπόν είναι και η αποστολή της εφορίας μιας πολιτείας, να μαζεύει τα απαραίτητα χρήματα για τις δημόσιες ανάγκες ώστε να μην λείπει τίποτε στους πολίτες!
Το Φορολογικό Σύστημα στην Αρχαία Ελλάδα
Από την αρχαιότητα υπήρχε στην Αθήνα πολύ δομημένο σύστημα φορολόγησης. Πλήρωναν οι έχοντες και κατέχοντες, πλήρωναν όμως και οι μέτοικοι, οι ξένοι δηλαδή, πλήρωναν και οι ιερόδουλες!
Οι αρχαίοι φόροι έμπαιναν με την έγκριση της Βουλής. Όσο για τη διαφάνεια, τα ονόματα όσων πλήρωναν αναγράφονταν στους φορολογικούς καταλόγους της εποχής, που βρίσκονταν σε κοινή θέα.
Μέρος των κρατικών εσόδων πήγαινε για δημόσια έργα αλλά φρόντιζαν, επίσης, να εξασφαλίσουν κονδύλια για την άμυνα. «Οι πιο εύποροι ήταν υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν την "τριηραρχία", την ετήσια δαπάνη για εξοπλισμό ενός πολεμικού πλοίου και τη σίτιση των ναυτών, που καθορίζονταν σε μια δραχμή ανά ναύτη ημερησίως»,
Χρειαζόταν τόλμη για να αρνηθεί κάποιος αυτό το σημαντικό έξοδο. Σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να υποδείξει κάποιον άλλον, που θεωρούσε πιο πλούσιο, και να προτείνει αντίδοση. Να ανταλλάξει, δηλαδή, την περιουσία του με την περιουσία του πλουσιότερου. Αν ο άλλος πολίτης αρνιόταν, τότε η ανάθεση γινόταν από τα αρμόδια δικαστήρια.
Υποχρεωτική, αλλά ιδιαίτερα τιμητική ήταν και η χορηγία, η ανάληψη της δαπάνης για την προετοιμασία του χορού, τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, τις παραστάσεις των δραματικών αγώνων. Η χορηγία στοίχιζε 300-5.000 δρχ., όταν τον 5ο αιώνα ο ετήσιος μισθός της ιέρειας της Αθηνάς Νίκης ήταν 50 δρχ.
Σαν να μην έφταναν και τότε τα τακτικά μέτρα, υπήρχαν και έκτακτα. Οπως η«επίδοσις» (σε χρήματα ή για την εκτέλεση συγκεκριμένου δημόσιου έργου) την οποία κατέβαλλαν οι πλούσιοι αλλά και οι μέτοικοι για την ενίσχυση της πόλης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Κι ακόμα η «εισφορά» σε περίοδο πολέμου για στρατιωτικές δαπάνες.
Βλέπουμε λοιπόν ότι φόρους πλήρωναν κυρίως οι πλουσιοι οι οποίοι όμως έβλεπουαν που πάνε τα λεφτά που δίνουν!
Κι αν κάποιος πιανόταν να φοροδιαφεύγει, ο νόμος ήταν αυστηρός, ακόμα και για τον φοροεισπράκτορα. Για του λόγου το αληθές, υπάρχει ένα ψήφισμα του 510 π.Χ. για τους Αθηναίους κληρούχους στη Σαλαμίνα, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν φόρο, να εκτελούν τη στρατιωτική τους θητεία, ενώ δεν επιτρέπονταν να εκμισθώσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί. Εάν τα παραβίαζαν, πλήρωναν πρόστιμο, το τριπλάσιο του μισθώματος, στο Δημόσιο...
Το Φορολογικό Σύστημα στο Βυζάντιο
Άμεσοι Φόροι:
Οι άμεσοι φόροι ήταν κατανεμημένοι με τρόπο ώστε οι φορολογούμενοι να συμβάλλουν στα κρατικά έσοδα ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Ήταν για το λόγο αυτό χωρισμένοι σε γενικούς και φόρους τάξεων.
Στους γενικούς φόρους ανήκαν οι Έγγειοι Φόροι στις αγροτικές περιοχές, ανάλογα με το μέγεθος των βοδιών που χρησιμοποιούνταν στην καλλιέργεια, τον αριθμό άλλων ζώων το ενιομιόν και ο φόρος κάπνιου (για κάθε οικία), η αννώνα, έγγειος φόρος που καταβαλλόταν σε είδος και αργότερα σε χρήμα και προοριζόταν για τη συντήρηση του στρατού της Κωνσταντινούπολης. Η εσθής, που ήταν παροχή ειδών στρατιωτικής εξάρτυσης, η εισφορά ίππων για το στρατό και ο χρυσός τιρώνων, που σχετιζόταν με την παροχή στρατιωτών ή το χρηματικό αντιστάθμισμα για τη στρατολόγησή τους, αποτελούσαν επίσης γενικέςαννωνικές εισφορές.
Οι φόροι τάξεων αφορούσαν κυρίως στους συγκλητικούς, τους διάφορους εμπορευόμενους και βιοτέχνες και τους βουλευτές των πόλεων. Οι συγκλητικοί καλούνταν να πληρώσουν την εισφορά γης, τακτικό φόρο επί της περιουσίας τους. Επίσης, τακτικός φόρος που βάρυνε την τάξη αυτή ήταν η ευχετήρια εισφορά, προσφορά χρυσού στον αυτοκράτορα ως δώρο για την Πρωτοχρονιά.
Όλοι οι επαγγελματίες πάλι έπρεπε να πληρώνουν το Χρυσάργυρον, που αποτελούσε φόρο άσκησης επαγγέλματος, (10% των Εμπορικών κερδών) που όμως ήταν αρκετά βαριά εισφορά(!!!) και καταργήθηκε από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α' (491-518) και αργότερα απλό ετήσιο
φόρο το αερικόν (κάτι σαν αυτό που λέμε σήμερα "αέρας").
Εκτός από τους παραπάνω υπήρχαν και έκτακτοι φόροι τάξεων, όπως ηπροσφορά χρυσού που έδιναν οι συγκλητικοί στον αυτοκράτορα σε εξαιρετικές εορταστικές εκδηλώσεις. Ανάλογη εισφορά των βουλευτών των πόλεων προς τον αυτοκράτορα είχε την ονομασία «στεφανικό χρυσίο» και αποδιδόταν συνήθως με παράλληλη εκφώνηση ενός πανηγυρικού λόγου, του λεγόμενου στεφανικού.
Έμμεσοι Φόροι:
Παράλληλα με τους άμεσους, σημαντική πηγή εσόδων για το κρατικό ταμείο της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου αποτελούσαν οι έμμεσοι φόροι. Οι φόροι αυτοί επιβάλλονταν στις διάφορες συναλλαγές, όπως στις αγοραπωλησίες και μεταβιβάσεις ακινήτων. Σε αυτούς ανήκαν επίσης τα «διαπύλια» και«διαγώγια» τέλη και οι τελωνειακοί δασμοί επί των εισαγομένων ειδών. Τα διαπύλια και διαγώγια τέλη επιβάλλονταν στα εμπορεύματα που διακινούνταν στο εσωτερικό του κράτους και εισπράττονταν από τους στρατιωτικούς υπαλλήλους που είχαν αναλάβει την υπηρεσία.
Οι φόροι που βάρυναν το εξωτερικό εμπόριο, τα λεγόμενα «ελλιμένια», ανέρχονταν συνήθως στο 12,5% επί της αξίας των εισαγομένων ειδών και εισπράττονταν στους διάφορους τελωνειακούς σταθμούς από τους αρμόδιους υπαλλήλους που ονομάζονταν «κομμερκιάριοι». Εκτός από τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους, τους φόρους συνέλεγαν και ιδιώτες. Η εκμίσθωση όμως των φόρων σε ιδιώτες συνεπαγόταν πολλές φορές καταχρήσεις εις βάρος των φορολογουμένων, τις οποίες οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να καταπολεμήσουν με τη θέσπιση αυστηρών ποινών.
Εκτός από αυτούς τους έμμεσους φόρους, οι Βυζαντινοί έπρεπε να πληρώνουν τέλη για την έκδοση εγγράφων διορισμού σε δημόσιες υπηρεσίες, για προαγωγές, όπως και για την παροχή υπηρεσιών από τις κρατικές αρχές. Στις υποχρεώσεις των Βυζαντινών προς το κράτος πρέπει τέλος να προσθέσουμε τις υπηρεσίες που έπρεπε να προσφέρουν δωρεάν για κρατικούς και αστικούς σκοπούς.
Οι υπηρεσίες αυτές (λειτουργίες και αγγαρείες) συνίσταντο συνήθως στηνανάληψη αστικών αξιωμάτων που συνοδεύονταν από δαπάνες για έργα κοινής ωφέλειας ή σχετικές με το αξίωμα. Η παροχή των υπηρεσιών αυτών ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τα δημόσια οικονομικά, καθώς περιόριζε στο ελάχιστο τα λειτουργικά έξοδα του κράτους.
Η Είσπραξη των Φόρων και το Κτηματολόγιο
Ο υπολογισμός της αξίας του φόρου σε «ζυγά» (jugum) και «κεφαλές» (caput) που αναλογούσε σε κάθε φορολογούμενο καταγραφόταν στα κτηματολόγια. Κάποια πρώιμα κτηματολόγια διασώθηκαν σε παπύρους. Διακρίνονταν κυρίως στα αναλυτικά των τοπικών αρχών, στα συνοπτικά των επάρχων του πραιτωρίου και στο κεντρικό κτηματολόγιο. Στα αναλυτικά καταγράφονταν λεπτομερειακά, με βάση τις φορολογικές δηλώσεις των φορολογούμενων, τα ονόματά τους, το όνομα του χωριού τους, οι γαίες τους σύμφωνα με την ποιότητά τους, οι πάροικοι, οι δούλοι και τα ζώα που κατείχαν.
Στα συνοπτικά κτηματολόγια αναφέρονταν οι πόλεις κάθε επαρχίας με τον αριθμό των φορολογικών τους μονάδων, ενώ στο κεντρικό ο αριθμός των φορολογικών μονάδων κατά επαρχίες.
Κρατικοί υπάλληλοι επαλήθευαν τις φορολογικές δηλώσεις, αποτιμούσαν τα φορολογήσιμα αντικείμενα σε ζυγά και κεφαλές και κατέγραφαν το αποτέλεσμα στα κτηματολόγια. 'Άλλοι πάλι ήταν υπεύθυνοι για την τακτική καταβολή των φόρων και φρόντιζαν για την αντιστοιχία των τελευταίων με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των φορολογούμενων. Μέσω των κτηματολογίων η κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης ήταν ενήμερη για τις φορολογικές υποχρεώσεις των επαρχιών του κράτους, τις οποίες και προσάρμοζε ανάλογα προκειμένου να αντιμετωπίζει τις μεγάλες κρατικές δαπάνες.
Βλέπουμε λοιπόν ότι από την αρχαιότητα μέχρι και τα πιό βαριά βυζαντινά φορολογικά συστήματα, είχαμε πολύ πιο δίκαιη φορολόγηση από την σημερινή και ελάμβαναν υπόψιν τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των φορολογούμενων!
Το νέο Ελληνικό κράτος από τον Όθωνα μέχρι σήμερα, είναι κράτος κατοχής των ξένων δυνάμεων και ζυγός επί του ελληνικού λαού! Είναι ένα κράτος βαυαρικό, που τιμώρησε με ανέχεια, φυλάκιση και θάνατο όλους όσοι έδωσαν την ψυχή τους και το σώμα τους για την ελευθερία της Ελλάδας!
Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Νικηταράς, Ανδρούτσος και άλλοι πολλοί γνωστοί και άγνωστοι αγωνιστές, φυλακίζονται διώκονται εξευτελίζονται ή δολοφονούνται....
Αυτό το κράτος με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων πατριωτών ηγετών μέχρι σήμερα παραμένει εχθρικό απέναντι στον Ελληνικό λαό, ζητώντας φόρους και θυσίες από τον απλό φτωχό λαό αμνηστεύοντας τον πλούτο που εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων είναι συνυφασμένος και διαπλεκόμενος με την ξενοκίνητη εξουσία.
Ταυτόχρονα στην αρχαιότητα και αργότερα στο βυζάντιο οι φορολογούμενοι ήξεραν που πάνε τα χρήματά τους για ποιες ανάγκες του κράτους πληρώνουν και οι πλούσιοι είχαν ένα κίνητρο να προσφέρουν με τις χορηγίες τους λ.χ. για την άμυνα ή για τον πολιτισμό συγκεκριμένα ποσά για συγκεκριμένο έργο!
Το εχθρικό βαυαρικό κράτος από τον Όθωνα μέχρι σήμερα, με ελάχιστες όπως είπαμε εξαιρέσεις, επιδίδεται σε μια φορολογική αφαίμαξη του λαού, χωρίς να του δίνει και τον παραμικρό λογαριασμό για το που πηγαίνουν τα χρήματα αυτά.
Στην σημερινή κατάσταση της ολοσχερούς αποικιοποίησης της ελληνικης επικράτειας, με το τεχνητό χρέος, ο Ελληνικός λαός είναι πλέον στη θέση των δουλοπαροίκων που όμως φορολογούνται!!!
Όλα τα ποσά των υποτιθέμενων δανείων ουδέποτε μπήκαν σαν ρευστό στα ταμεία του κράτους και κανείς απλός ΄Ελληνας δεν ξέρει πώς "ξοδεύτηκαν"αυτά τα ηλεκτρονικά λογιστικά "δανεικά" χρήματα. Ζητούνται όμως να επιστραφούν από τον απλό λαό.
Οι φόροι με την πρόφαση του "χρέους" είναι πλέον εντελώς παράλογοι, υπερφορολογούνται εκτός όλων των άλλων και όσα δεν παράγουν εισόδημα και όπως πάντα υπερφορολογείται ο φτωχός λαός.
Σαν να μην έφτανε αυτό για να ξεχειλίσει το ποτήρι, οι αβάσταχτοι και παράλογοι αυτοί φόροι καταλήγουν στο βαρέλι δίχως πάτο του "χρέους" που γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι είναι το άθροισμα των χρεών των τραπεζών που μετακυλίστηκε στο δημόσιο δια της μεθόδου της "ανακαεφαλαιοποιήσεως" και τώρα καλείται να το πληρώσει ο Ελληνικός λαός.
Φαντάζεστε να ερχόταν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας και να σας έλεγε ότι χρωστάτε για κοινόχρηστα π.χ. 3000 ευρώ για "δαπάνες" ή "χρέη" της πολυκατοικίας χωρίς να σας έδινε περαιτέρω εξηγήσεις. Υπήρχε περίπτωση εσείς να τον πληρώσετε;
Αυτοί είναι οι λόγοι που οι Έλληνες δεν θέλουν να πληρώνουν την εφορία, το ληστρικό, εχθρικό κράτος που τους αφαιμάζει και δεν τους παρέχει καμμία εξήγηση για τις δαπάνες αλλά και καμμία υποστήριξη στη ζωή τους, τώρα δε θέλει να τους πάρει και τα σπίτια, να τριγυρνάνε στους δρόμους άνεργοι, άποροι και άστεγοι!
Ε λοιπόν αν ο Έλληνας αποφεύγει την εφορία, είναι γιατί αυτό το κράτος δεν είναι σαν τη μητέρα που φροντίζει για τις ανάγκες των παιδιών της, αλλά σαν την κάκιστη μητριά που ζει εις βάρος των παιδιών της αφού τα ληστέψει.
Αυτό όμως δεν μπορεί πια να συνεχιστεί...
Αυτό όμως δεν μπορεί πια να συνεχιστεί...
Γράφει ο Γ. Βολουδάκης
Είναι πολυειπωμένο και χιλιοαναλυμένο το γιατί ο Ρωμιός ή Γραικός ή Έλληνας (βαρειά υποσειμείωση: κανέναν από τους τίτλους αυτούς δεν τον πετάμε και δεν τον χαρίζουμε σε κανέναν) γιατί λοιπόν αυτός ο διαπρεπής, ο επιφανής κάτοικος του χρυσού αιώνα, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του νεώτερου Ελληνικού έθνους και του κράτους που λέγεται Ελλάδα, δεν βλέπει την κρατική εφορία με καλό μάτι...
Άκουσα μια προσέγγιση σε κάποια ομιλία του π. Νικολάου Λουδοβίκου, που πήγε να αγγίξει την αλήθεια, αλλά δεν την άδραξε! Είπε λοιπόν ο π. Νικολάος ότι οι Έλληνες δεν πληρώνουμε την εφορία, διότι βλέπουμε το κράτος ως κάτι απρόσωπο και ότι όταν το κοινό γίνεται προσωπικό π.χ. στις διάφορες κοινότητες, τότε δεν διανοούμεθα να «κλέψουμε»!
Δηλαδή είμαστε λαμόγια στο απρόσωπο κράτος αλλά στών Ελλήνων τις κοινότητες είμαστε εν τάξει! Η αλήθεια είναι είναι ότι δεν θέλουμε να πληρώσουμε τη εφορία, όχι διότι αισθανόμαστε απρόσωπο το κράτος αλλά διότι αντιλαμβανόμαστε ότι το κράτος είναι απέναντί μας εχθρικό!
Ιερότης του θεσμού
Ας πάρουμε καλύτερα τα πράγματα από την αρχή! Από το τί σημαίνει η ελληνική λέξη Έφορος (εν-φέρω). Ο ή η έφορος είναι ένας ιερός θεσμός. Είναι εκείνος που φροντίζει για τις ανάγκες της κοινότητας, είτε αυτή είναι μιά μικρή ομάδα, είτε ένα μοναστήρι, μιά διοικητική περιφέρεια ή ολόκληρη η χώρα.
Για να καταλάβουμε την ιερότητα του θεσμού αρκεί να πούμε ότι η Έφορος του Αγίου Όρους είναι η Παναγία μας. Είναι εκείνη που φροντίζει να μην λείπει τίποτε από τους μοναχούς.
Αυτή λοιπόν είναι και η αποστολή της εφορίας μιας πολιτείας, να μαζεύει τα απαραίτητα χρήματα για τις δημόσιες ανάγκες ώστε να μην λείπει τίποτε στους πολίτες!
Το Φορολογικό Σύστημα στην Αρχαία Ελλάδα
Από την αρχαιότητα υπήρχε στην Αθήνα πολύ δομημένο σύστημα φορολόγησης. Πλήρωναν οι έχοντες και κατέχοντες, πλήρωναν όμως και οι μέτοικοι, οι ξένοι δηλαδή, πλήρωναν και οι ιερόδουλες!
Οι αρχαίοι φόροι έμπαιναν με την έγκριση της Βουλής. Όσο για τη διαφάνεια, τα ονόματα όσων πλήρωναν αναγράφονταν στους φορολογικούς καταλόγους της εποχής, που βρίσκονταν σε κοινή θέα.
Μέρος των κρατικών εσόδων πήγαινε για δημόσια έργα αλλά φρόντιζαν, επίσης, να εξασφαλίσουν κονδύλια για την άμυνα. «Οι πιο εύποροι ήταν υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν την "τριηραρχία", την ετήσια δαπάνη για εξοπλισμό ενός πολεμικού πλοίου και τη σίτιση των ναυτών, που καθορίζονταν σε μια δραχμή ανά ναύτη ημερησίως»,
Χρειαζόταν τόλμη για να αρνηθεί κάποιος αυτό το σημαντικό έξοδο. Σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να υποδείξει κάποιον άλλον, που θεωρούσε πιο πλούσιο, και να προτείνει αντίδοση. Να ανταλλάξει, δηλαδή, την περιουσία του με την περιουσία του πλουσιότερου. Αν ο άλλος πολίτης αρνιόταν, τότε η ανάθεση γινόταν από τα αρμόδια δικαστήρια.
Υποχρεωτική, αλλά ιδιαίτερα τιμητική ήταν και η χορηγία, η ανάληψη της δαπάνης για την προετοιμασία του χορού, τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, τις παραστάσεις των δραματικών αγώνων. Η χορηγία στοίχιζε 300-5.000 δρχ., όταν τον 5ο αιώνα ο ετήσιος μισθός της ιέρειας της Αθηνάς Νίκης ήταν 50 δρχ.
Σαν να μην έφταναν και τότε τα τακτικά μέτρα, υπήρχαν και έκτακτα. Οπως η«επίδοσις» (σε χρήματα ή για την εκτέλεση συγκεκριμένου δημόσιου έργου) την οποία κατέβαλλαν οι πλούσιοι αλλά και οι μέτοικοι για την ενίσχυση της πόλης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Κι ακόμα η «εισφορά» σε περίοδο πολέμου για στρατιωτικές δαπάνες.
Βλέπουμε λοιπόν ότι φόρους πλήρωναν κυρίως οι πλουσιοι οι οποίοι όμως έβλεπουαν που πάνε τα λεφτά που δίνουν!
Κι αν κάποιος πιανόταν να φοροδιαφεύγει, ο νόμος ήταν αυστηρός, ακόμα και για τον φοροεισπράκτορα. Για του λόγου το αληθές, υπάρχει ένα ψήφισμα του 510 π.Χ. για τους Αθηναίους κληρούχους στη Σαλαμίνα, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν φόρο, να εκτελούν τη στρατιωτική τους θητεία, ενώ δεν επιτρέπονταν να εκμισθώσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί. Εάν τα παραβίαζαν, πλήρωναν πρόστιμο, το τριπλάσιο του μισθώματος, στο Δημόσιο...
Το Φορολογικό Σύστημα στο Βυζάντιο
Άμεσοι Φόροι:
Οι άμεσοι φόροι ήταν κατανεμημένοι με τρόπο ώστε οι φορολογούμενοι να συμβάλλουν στα κρατικά έσοδα ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Ήταν για το λόγο αυτό χωρισμένοι σε γενικούς και φόρους τάξεων.
Στους γενικούς φόρους ανήκαν οι Έγγειοι Φόροι στις αγροτικές περιοχές, ανάλογα με το μέγεθος των βοδιών που χρησιμοποιούνταν στην καλλιέργεια, τον αριθμό άλλων ζώων το ενιομιόν και ο φόρος κάπνιου (για κάθε οικία), η αννώνα, έγγειος φόρος που καταβαλλόταν σε είδος και αργότερα σε χρήμα και προοριζόταν για τη συντήρηση του στρατού της Κωνσταντινούπολης. Η εσθής, που ήταν παροχή ειδών στρατιωτικής εξάρτυσης, η εισφορά ίππων για το στρατό και ο χρυσός τιρώνων, που σχετιζόταν με την παροχή στρατιωτών ή το χρηματικό αντιστάθμισμα για τη στρατολόγησή τους, αποτελούσαν επίσης γενικέςαννωνικές εισφορές.
Οι φόροι τάξεων αφορούσαν κυρίως στους συγκλητικούς, τους διάφορους εμπορευόμενους και βιοτέχνες και τους βουλευτές των πόλεων. Οι συγκλητικοί καλούνταν να πληρώσουν την εισφορά γης, τακτικό φόρο επί της περιουσίας τους. Επίσης, τακτικός φόρος που βάρυνε την τάξη αυτή ήταν η ευχετήρια εισφορά, προσφορά χρυσού στον αυτοκράτορα ως δώρο για την Πρωτοχρονιά.
Όλοι οι επαγγελματίες πάλι έπρεπε να πληρώνουν το Χρυσάργυρον, που αποτελούσε φόρο άσκησης επαγγέλματος, (10% των Εμπορικών κερδών) που όμως ήταν αρκετά βαριά εισφορά(!!!) και καταργήθηκε από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α' (491-518) και αργότερα απλό ετήσιο
φόρο το αερικόν (κάτι σαν αυτό που λέμε σήμερα "αέρας").
Εκτός από τους παραπάνω υπήρχαν και έκτακτοι φόροι τάξεων, όπως ηπροσφορά χρυσού που έδιναν οι συγκλητικοί στον αυτοκράτορα σε εξαιρετικές εορταστικές εκδηλώσεις. Ανάλογη εισφορά των βουλευτών των πόλεων προς τον αυτοκράτορα είχε την ονομασία «στεφανικό χρυσίο» και αποδιδόταν συνήθως με παράλληλη εκφώνηση ενός πανηγυρικού λόγου, του λεγόμενου στεφανικού.
Έμμεσοι Φόροι:
Παράλληλα με τους άμεσους, σημαντική πηγή εσόδων για το κρατικό ταμείο της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου αποτελούσαν οι έμμεσοι φόροι. Οι φόροι αυτοί επιβάλλονταν στις διάφορες συναλλαγές, όπως στις αγοραπωλησίες και μεταβιβάσεις ακινήτων. Σε αυτούς ανήκαν επίσης τα «διαπύλια» και«διαγώγια» τέλη και οι τελωνειακοί δασμοί επί των εισαγομένων ειδών. Τα διαπύλια και διαγώγια τέλη επιβάλλονταν στα εμπορεύματα που διακινούνταν στο εσωτερικό του κράτους και εισπράττονταν από τους στρατιωτικούς υπαλλήλους που είχαν αναλάβει την υπηρεσία.
Οι φόροι που βάρυναν το εξωτερικό εμπόριο, τα λεγόμενα «ελλιμένια», ανέρχονταν συνήθως στο 12,5% επί της αξίας των εισαγομένων ειδών και εισπράττονταν στους διάφορους τελωνειακούς σταθμούς από τους αρμόδιους υπαλλήλους που ονομάζονταν «κομμερκιάριοι». Εκτός από τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους, τους φόρους συνέλεγαν και ιδιώτες. Η εκμίσθωση όμως των φόρων σε ιδιώτες συνεπαγόταν πολλές φορές καταχρήσεις εις βάρος των φορολογουμένων, τις οποίες οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να καταπολεμήσουν με τη θέσπιση αυστηρών ποινών.
Εκτός από αυτούς τους έμμεσους φόρους, οι Βυζαντινοί έπρεπε να πληρώνουν τέλη για την έκδοση εγγράφων διορισμού σε δημόσιες υπηρεσίες, για προαγωγές, όπως και για την παροχή υπηρεσιών από τις κρατικές αρχές. Στις υποχρεώσεις των Βυζαντινών προς το κράτος πρέπει τέλος να προσθέσουμε τις υπηρεσίες που έπρεπε να προσφέρουν δωρεάν για κρατικούς και αστικούς σκοπούς.
Οι υπηρεσίες αυτές (λειτουργίες και αγγαρείες) συνίσταντο συνήθως στηνανάληψη αστικών αξιωμάτων που συνοδεύονταν από δαπάνες για έργα κοινής ωφέλειας ή σχετικές με το αξίωμα. Η παροχή των υπηρεσιών αυτών ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τα δημόσια οικονομικά, καθώς περιόριζε στο ελάχιστο τα λειτουργικά έξοδα του κράτους.
Η Είσπραξη των Φόρων και το Κτηματολόγιο
Ο υπολογισμός της αξίας του φόρου σε «ζυγά» (jugum) και «κεφαλές» (caput) που αναλογούσε σε κάθε φορολογούμενο καταγραφόταν στα κτηματολόγια. Κάποια πρώιμα κτηματολόγια διασώθηκαν σε παπύρους. Διακρίνονταν κυρίως στα αναλυτικά των τοπικών αρχών, στα συνοπτικά των επάρχων του πραιτωρίου και στο κεντρικό κτηματολόγιο. Στα αναλυτικά καταγράφονταν λεπτομερειακά, με βάση τις φορολογικές δηλώσεις των φορολογούμενων, τα ονόματά τους, το όνομα του χωριού τους, οι γαίες τους σύμφωνα με την ποιότητά τους, οι πάροικοι, οι δούλοι και τα ζώα που κατείχαν.
Στα συνοπτικά κτηματολόγια αναφέρονταν οι πόλεις κάθε επαρχίας με τον αριθμό των φορολογικών τους μονάδων, ενώ στο κεντρικό ο αριθμός των φορολογικών μονάδων κατά επαρχίες.
Κρατικοί υπάλληλοι επαλήθευαν τις φορολογικές δηλώσεις, αποτιμούσαν τα φορολογήσιμα αντικείμενα σε ζυγά και κεφαλές και κατέγραφαν το αποτέλεσμα στα κτηματολόγια. 'Άλλοι πάλι ήταν υπεύθυνοι για την τακτική καταβολή των φόρων και φρόντιζαν για την αντιστοιχία των τελευταίων με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των φορολογούμενων. Μέσω των κτηματολογίων η κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης ήταν ενήμερη για τις φορολογικές υποχρεώσεις των επαρχιών του κράτους, τις οποίες και προσάρμοζε ανάλογα προκειμένου να αντιμετωπίζει τις μεγάλες κρατικές δαπάνες.
Βλέπουμε λοιπόν ότι από την αρχαιότητα μέχρι και τα πιό βαριά βυζαντινά φορολογικά συστήματα, είχαμε πολύ πιο δίκαιη φορολόγηση από την σημερινή και ελάμβαναν υπόψιν τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των φορολογούμενων!
Το νέο Ελληνικό κράτος από τον Όθωνα μέχρι σήμερα, είναι κράτος κατοχής των ξένων δυνάμεων και ζυγός επί του ελληνικού λαού! Είναι ένα κράτος βαυαρικό, που τιμώρησε με ανέχεια, φυλάκιση και θάνατο όλους όσοι έδωσαν την ψυχή τους και το σώμα τους για την ελευθερία της Ελλάδας!
Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Νικηταράς, Ανδρούτσος και άλλοι πολλοί γνωστοί και άγνωστοι αγωνιστές, φυλακίζονται διώκονται εξευτελίζονται ή δολοφονούνται....
Αυτό το κράτος με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων πατριωτών ηγετών μέχρι σήμερα παραμένει εχθρικό απέναντι στον Ελληνικό λαό, ζητώντας φόρους και θυσίες από τον απλό φτωχό λαό αμνηστεύοντας τον πλούτο που εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων είναι συνυφασμένος και διαπλεκόμενος με την ξενοκίνητη εξουσία.
Ταυτόχρονα στην αρχαιότητα και αργότερα στο βυζάντιο οι φορολογούμενοι ήξεραν που πάνε τα χρήματά τους για ποιες ανάγκες του κράτους πληρώνουν και οι πλούσιοι είχαν ένα κίνητρο να προσφέρουν με τις χορηγίες τους λ.χ. για την άμυνα ή για τον πολιτισμό συγκεκριμένα ποσά για συγκεκριμένο έργο!
Το εχθρικό βαυαρικό κράτος από τον Όθωνα μέχρι σήμερα, με ελάχιστες όπως είπαμε εξαιρέσεις, επιδίδεται σε μια φορολογική αφαίμαξη του λαού, χωρίς να του δίνει και τον παραμικρό λογαριασμό για το που πηγαίνουν τα χρήματα αυτά.
Στην σημερινή κατάσταση της ολοσχερούς αποικιοποίησης της ελληνικης επικράτειας, με το τεχνητό χρέος, ο Ελληνικός λαός είναι πλέον στη θέση των δουλοπαροίκων που όμως φορολογούνται!!!
Όλα τα ποσά των υποτιθέμενων δανείων ουδέποτε μπήκαν σαν ρευστό στα ταμεία του κράτους και κανείς απλός ΄Ελληνας δεν ξέρει πώς "ξοδεύτηκαν"αυτά τα ηλεκτρονικά λογιστικά "δανεικά" χρήματα. Ζητούνται όμως να επιστραφούν από τον απλό λαό.
Οι φόροι με την πρόφαση του "χρέους" είναι πλέον εντελώς παράλογοι, υπερφορολογούνται εκτός όλων των άλλων και όσα δεν παράγουν εισόδημα και όπως πάντα υπερφορολογείται ο φτωχός λαός.
Σαν να μην έφτανε αυτό για να ξεχειλίσει το ποτήρι, οι αβάσταχτοι και παράλογοι αυτοί φόροι καταλήγουν στο βαρέλι δίχως πάτο του "χρέους" που γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι είναι το άθροισμα των χρεών των τραπεζών που μετακυλίστηκε στο δημόσιο δια της μεθόδου της "ανακαεφαλαιοποιήσεως" και τώρα καλείται να το πληρώσει ο Ελληνικός λαός.
Φαντάζεστε να ερχόταν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας και να σας έλεγε ότι χρωστάτε για κοινόχρηστα π.χ. 3000 ευρώ για "δαπάνες" ή "χρέη" της πολυκατοικίας χωρίς να σας έδινε περαιτέρω εξηγήσεις. Υπήρχε περίπτωση εσείς να τον πληρώσετε;
Αυτοί είναι οι λόγοι που οι Έλληνες δεν θέλουν να πληρώνουν την εφορία, το ληστρικό, εχθρικό κράτος που τους αφαιμάζει και δεν τους παρέχει καμμία εξήγηση για τις δαπάνες αλλά και καμμία υποστήριξη στη ζωή τους, τώρα δε θέλει να τους πάρει και τα σπίτια, να τριγυρνάνε στους δρόμους άνεργοι, άποροι και άστεγοι!
Ε λοιπόν αν ο Έλληνας αποφεύγει την εφορία, είναι γιατί αυτό το κράτος δεν είναι σαν τη μητέρα που φροντίζει για τις ανάγκες των παιδιών της, αλλά σαν την κάκιστη μητριά που ζει εις βάρος των παιδιών της αφού τα ληστέψει.
Αυτό όμως δεν μπορεί πια να συνεχιστεί...