Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Ιστορικό της Αγια - Σοφιάς

Ο Μεγας Κωνσταντινος αρχικα, στην τοποθεσια αυτη, εχτισε εναν σχετικα μικρο ναο. Αργοτερα αυτον τον ναο, τον μεγαλωσε ο γιος του Κωνστας (εγκαινιαστηκε το 360 μ.Χ.). Υστερα ομως απο αρκετα  χρονια, ο λαος εξοργισμενος για την εξορια του Αγιου Ιεραρχου, Ιωαννου του Χρυσοστομου, εκαψε το ναο (404 μ.Χ.). Τον ξανακτισε (413/415 μ.Χ.) ο αυτοκρατορας Θεοδοσιος Β', αλλα παλι καηκε, αυτη την φορα απο τους στασιαστες, κατα τη «Σταση του Νικα» (532 μ.Χ.).

    Μόλις αποκαταστάθηκε η τάξης, αμέσως ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565 μ.Χ.) αποφάσισε να χτίσει νέο, αλλά ασύγκριτα πιο ευρύχωρο και μεγαλοπρεπέστερο ναό. Γι’ αυτό τον λόγο ανέθεσε στον μαθηματικό Ανθέμιο τον Τραλλιανό, και τον αρχιτέκτονα Ισίδωρο το Μιλίσιο, τα σχέδια του ναού αφιερωμένο στην «Του Θεού Σοφία». Ακόμα, αναγκάστηκε ν’ απαλλοτριώσει και ν' αποζημιώσει όλα τα γύρω οικοδομήματα.
    Συγκέντρωσε ότι πιο πολύτιμα και σπάνια υλικά βρήκε, απ' όλη την -τότε γνωστή ως- οικουμένη:  Πράσινα μάρμαρα από την Κάρυστο, ροδόχροα με λευκές φλέβες από τη Φρυγία, ανοιχτόμαυρα με γαλάζιες φλέβες από το Βόσπορο, κόκκινα με λευκά στίγματα από τη Θήβα της Αιγύπτου, και μάρμαρα με διάφορους άλλους χρωματισμούς από διάφορες περιοχές.
    Αλλά και το διακοσμητικό υλικό ήταν πρώτης τάξης: οι πολύτιμες πέτρες, το χρυσάφι, και το ασήμι κρατούσαν την πρώτη θέση.


Κτίσιμο και περιγραφή του ναού

    Οι εργασίες του ναού, ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου 532 και τελείωσαν στις 27 Δεκεμβρίου 537 (δηλαδή, 5 χρόνια, 10 μήνες και 4 ημέρες , οπότε και έγιναν τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας. Για το χτίσιμο εργάστηκαν 10.000 εργάτες και τεχνίτες, ενώ ο ίδιος ο Ιουστινιανός επέβλεπε την πορεία των εργασιών και το συνολικά κόστος για το χτίσιμο, έφτασε τα 360 εκατομμύρια χρυσές δραχμές.
    «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντι με τοιούτον έργο επιτελέσας. Νεκίκηκά σε, Σολομών!» αναφώνησε –κατά την παράδοση– με ασυγκράτητο ενθουσιασμό ο Ιουστινιανός όταν πρωτοαντίκρυσε το επιβλητικό εσωτερικό με το άπλετο φωτισμό. Από τα 100 παράθυρα και τα 1.000 καντήλια το φως ν' αντανακλά στους 107 κίονες από λευκά και πολύχρωμα μάρμαρα με εξαιρετικά κιόκρανα και μαζί με τον πλούσιο διάκοσμο, φαντασθείτε, τι θαυμαστή! τι εκπληκτική! τι απερίγραπτη! υπερκόσμια ατμόσφαιρα παρουσίαζε! Προσθέστε τώρα και 525 κληρικούς που ορίστηκαν να υπηρετούν την «Μεγάλη Εκκλησιά» και ψάξτε να βρείτε κοσμητικά επίθετα για να  περιγράψουν αυτό το «θαύμα»!!! Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν το ναό επίγειο ουρανό ή δεύτερο στερέωμα «αγγέλων την των χειρών του Θεού ποίησιν».
    Ο Ιουστινιανός, για να γιορτάσει όλος ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης τα εγκαίνια του ναού της Αγίας Σοφίας, διέταξε και σφάξανε χίλια βοοειδή, δέκα χιλιάδες αρνιά, εξακόσιες αίγες, χίλια χοιρίδια και είκοσι χιλιάδες όρνιθες και όλα αυτά, παρασκευάστηκαν και μοιράστηκαν στον κόσμο που πανηγύριζε.
    Σχετικά με την εξυπηρέτηση των ναών αναφέρεται ότι μόνο η Αγία Σοφία, επί Ιουστινιανού, είχε χίλιους κληρικούς. Τον έβδομο αιώνα είχαν περιοριστεί σε εξακόσιους και η Νεαρά του Ηρακλείου αναφέρει:
Πρεσβυτέρους       80
Διακόνους           150
Διακόνισσες         40
Υποδιακόνους       70
Αναγνώστες        160
Ψάλτες                  25
Θυρωρούς             75
    Μπορεί λοιπόν να σχηματίσει κανείς μια ιδέα του πλήθους που εξυπηρετούσε τις εκκλησίες, αν αναλογισθεί ότι τον ενδέκατο αιώνα μόνο στην Αντιόχεια υπήρχαν 1.200 εκκλησίες και 360 μοναστήρια. (Πάνου Ζαμβακέλλη: Εισαγωγή στη Βυζαντινή ζωγραφική).
    Η Αγία Σοφία είναι ορθογώνιο οικοδόμημα 78,16 μέτρων μήκους και 71,82 πλάτους. Ο τρούλος, σε ύψος 54 μέτρων, γεννά το αίσθημα ότι αιωρείται. Στηρίζεται πάνω σε τέσσερις πεσσούς που σχηματίζουν τετράγωνο και συνδέονται μεταξύ τους με τόξα. Η διάμετρός του είναι 31 μέτρα και έχει στη βάση του 40 παράθυρα. Οι πεσσοί κρύβονται πίσω από δύο κιονοστοιχίες που χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη, με αποτέλεσμα να φαίνονται μόνο τα γιγάντια τόξα.
    Ο γυναικωνίτης βρίσκετε στον δεύτερο όροφο του ναού. Ο εσωνάρθηκας με το κύριο μέρος του ναού επικοινωνεί με 9 πύλες, απ' αυτές οι τρεις μεσαίες ονομάζονται βασιλικές, ενώ η μεσαία είναι πιο πλατειά και πιο ψηλή.
    Μπροστά στον εξωνάρθηκα υπήρχε μία μεγάλη αυλή, εκεί βρισκόταν η φιάλη του εξαγνισμού μια καρκινική (= φράση που διαβάζεται και αντίστροφα) επιγραφή που έγραφε: «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ». Δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα.
    Ο τρούλος της Αγίας Σοφίας κατέρρευσε το Μάη του 558, και ξανακτίσθηκε από τον Ισίδωρο, συνώνυμο ανιψιό, του αρχιτέκτονα της. Αργότερα πάλι, το 867 συγκεκριμένα, ράγισε ο τρούλος μετά από σεισμούς, και τον επισκεύασε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β'. Όμως την  μεγαλύτεροι συμφορά συνολικά που βρήκε την Αγία Σοφία, ήταν το 1204 όταν οι Φράγκοι κυρίεψαν και λεηλάτησαν την Πόλη.
    Σήμερα η Αγία Σοφία έχει συληθεί και ως ένα βαθμό παραμορφωθεί. Εξωτερικά έχουν προστεθεί τέσσερις μιναρέδες και εσωτερικά έχουν καλυφθεί τα μωσαϊκά με σοβά. Το 1935 μετατράπηκε σε μουσείο.


Ψηφιδωτά
    Το Αμερικάνικο Βυζαντινό Ινστιτούτο το 1930 ανέλαβε την εργασία για την αποκάλυψη των ψηφιδωτών, σπουδαιότερα απ’ αυτά είναι:
    α) «Ένθρονος Θεοτόκος» να κρατά αγκαλιά τον Χριστό, και οι αυτοκράτορες Ιουστινιανός και Μέγας Κωνσταντίνος αριστερά και δεξιά να της προσφέρουν  ο ένας το ναό και ο άλλος την Πόλη. Είναι ψηφιδωτό του 10ου αιώνα και βρίσκετε στο τύμπανο του τόξου της Νότιας Πύλης του νάρθηκα.
    β) «Ένθρονος Χριστός» να προσκυνείται από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ (886-912). Αριστερά, μέσα σε στηθάριο, βρίσκετε δεομένη η Θεοτόκος και δεξιά άγγελος Κυρίου. Βρίσκετε στο τύμπανο του τόξου της Κεντρικής Πύλης του εσωνάρθηκα. Είναι ψηφιδωτό του 10ου  ή 11ου αιώνα (υποθέση του γράφοντος).

Ένθρονος Χριστός    γ) «Ένθρονος Χριστός» με τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Θ΄ το Μονομάχο (1042-1055) και Ζωή (1028-1055) να προσφέρουν δώρα, που προφανώς αποθανατίζει τις δωρεές του Μονομάχου, οι οποίες σύμφωνα με τον ιστορικό Σκυλίτζης, εξασφάλισαν την καθημερινή τέλεση της λειτουργίας που γινόταν μόνο Σάββατα, Κυριακές  και μεγάλες εορτές, από έλλειψη προσόδων. Η εικόνα βρίσκετε στο νότιο υπερώο (γυναικωνίτη) και είναι ψηφιδωτό του 1044 (11ου αι.). Στα κεφάλια των μορφών αυτού του ψηφιδωτού (Εικ. 2), τα οποία αντικατέστησαν τα κεφάλια παλαιότερου ψηφιδωτού που παρίστανε την αυτοκράτειρα Ζωή και τον πρώτο της σύζυγο Ρωμανό Γ΄ Ανάργυρο εκατέρωθεν του Χριστού σε ανάμνηση προγενέστερης δωρεάς στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, παρατηρείτε και η ζωγραφική τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την τέχνη της περιόδου μεταξύ των ετών 1040 και 1070.

   δ) «Θεοτόκος βρεφοκρατούσα» ανάμεσα στους αυτοκράτορες Ιωάννη Β΄ τον Κομνηνό (1118-1143) και Ειρήνη την Ουγγαρέζα με ξανθά μαλλιά και φωτεινά μάτια (Εικ. 3) να προσφέρουν δώρα, βρίσκετε στο υπερώο (γυναικωνίτη) και είναι ψηφιδωτό περίπου του 1118 (12ου αι.).

 
    ε) Παράσταση της «Δεήσεως» (Εικ. 4) βρίσκετε όπως και τα δύο προηγούμενα ψηφιδωτά (γ΄ και δ΄) στο υπερώο (γυναικωνίτη) και είναι ψηφιδωτό του 1261 (13ου αι.), για το οποίο μάλιστα πιστεύεται ότι ήταν αφιέρωμα στη μεγάλη εκκλησία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου μετά την ανάκτηση της Πόλης.
Μεγάλος ακόμα αριθμός ψηφιδωτών απομένει ν’ αποκαλυφθεί.
    Στα σφαιρικά τρίγωνα υπήρχαν Σεραφείμ και στον τρούλο σταυρός, που περιβαλλόταν με στεφάνι.
    Στη κόγχη του ιερού παράσταση με την Παναγία να κρατά τον Χριστό, και οι δύο Αρχάγγελοι κοντά της (χρονολογείται περί το 867).
    Στα τύμπανα των πλαγίων τόξων υπήρχαν ολόσωμες μορφές αγίων, προφητών κ.λπ. σήμερα σώζονται του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και των Αγίων Ιγνατίων, νεοτέρου και του Θεοφόρου.

Επίλογος
    Στα 1000 χρόνια -μέχρι την άλωση της Πόλης (29 Μαΐου 1453) από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή- ο ναός της Αγίας Σοφίας γνώρισε πολλές δόξες.
    Εκεί γινόταν τα επινίκια μετά την θριαμβευτική επιστροφή τον αυτοκρατόρων από πολέμους, εκεί στέφθηκαν αυτοκράτορες, εκείνο το έδαφος της πάτησαν οι Πατριάρχες Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο θρυλικός Γρηγόριος Ε' και τόσοι... τόσοι πολλοί άλλοι.
    Σήμερα αν και κατέχετε η Αγια-Σοφιά από τους τούρκους, αν και ως ένα βαθμό έχει παραμορφωθεί με τους μιναρέδες κ.λπ. αφού οι τούρκοι την μετέτρεψαν σε τζαμί αρχικά και την λειτουργούν ως μουσείο σήμερα, δεν έπαψε να είναι για τους Ορθοδόξους, Έλληνες και μη, η «Μεγάλη Εκκλησιά» μας.
   Οι προσκυνητές, επισκεπτόμενοι την Αγια-Σοφιά ως τουρίστες σκύβουν και φιλούν το χώμα της, που πάτησαν πλήθος Αγίων Πατέρων και Ιερέων, ευσεβέστατων αυτοκρατόρων  και εκατομμυρίων λαού που λειτουργήθηκαν σ' αυτό το κόσμημα, νιώθοντας μέσα τους την φωνή του λαϊκού θρύλου «...πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι».


ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
(Θρακικός θρύλος)
    Ένας νεοελληνικός θρύλος από τη Θράκη μας πληροφορεί για το πως χτίσθηκε η Αγια Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό μετά το 530 π.Χ.
    Αυτή λοιπόν, η σχετική παράδοση από τη Θράκη μας περιγράφει και μας εξηγεί ότι το σχέδιο, για να κτισθεί η Αγια Σοφιά, έγινε γνωστό με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που μάθαμε από την ιστορία. Αξίζει να προσέξουμε ιδιαίτερα την παραδώσει, γιατί δεν είναι γνωστή από άλλους τόπους παρά σχεδόν μόνο από τη Θράκη. Τη διηγιόντουσαν στη Βιζύη της Θράκης κατά τον περασμένο αιώνα, και εκεί, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την έμαθε μικρό παιδί ο ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός. Και σώζοντάς την από την λησμονιά και τον βέβαιο αφανισμό την περιέγραψε έμμετρα το 1884 μέσα στην ποιητική συλλογή του «Ατθίδες αύραι». Ας δούμε λοιπόν αυτόν τον ίδιο το θρακικό θρύλο.
    «Ήταν ο καιρός που ο βασιλιάς στην Πόλη είχε αποφασίσει να χτίσει την Αγια Σοφιά. Είχε καλέσει τον πρωτομάστορα, και ο τελευταίος είχε κάμει ένα, και ύστερα άλλο, και ύστερα άλλα σχέδια, πως να χτιστή η μεγάλη εκκλησιά. Κανένα όμως δεν ευχαριστούσε το βασιλιά. Ήθελε κάτι άλλο, πολύ πιο σπουδαίο. Και ο πρωτομάστορας όλο και σκεφτόταν τι νέο σχέδειο να φτιάση.
    Μια Κυριακή, την ώρα που τελείωνε η λειτουργία, ζύγωσε πρώτος ο βασιλιάς να πάρη το αντίδωρο, εκείνο όμως του ξεφεύγει από το χέρι και πέφτει χάμω. Μια στιγμή αργότερα παρουσιάζεται μιά μέλισσα που φτεροκοπούσε προς το ανοιχτό παράθυρο, κρατώντας το πεσμένο αντίδωρο του βασιλιά. Βγάνει αμέσως διαταγή  ο βασιλιάς, όσοι έχουνε μελίσσια να τ’ ανοίξουνε και να ψάξουν, για να βρεθή. Ψάχνει και ο πρωτομάστορας στα δικά του τα μελλίσσια και τι βλέπει; Είχανε κάτσει οι μέλισσες μέρες πριν και είχανε φτιάξει με το κερί μέσα στην κυψέλη μιαν εκκλησιά πανέμορφη και σκαλιστή και μεγαλόπρεπη, που δεν είχε την όμοια της σ’ ολόκληρη την Οικουμένη. Όλες οι λεπτομέρειες είχανε γίνει στην εντέλεια, μέσα κι’ έξω στην εκκλησία. Η πόρτα της ανοιχτή, ο τρούλος έτοιμος, οι κολώνες στη θέση τους, ως και η Άγια Τράπεζα τελειωμένη. Την είχαν αποτελειώσει σ’ όλα της την εκκλησιά, και απάνω στην Άγια Τράπεζα της είχε φέρει εκείνη η μέλισσα και είχε αποθέσει το αντίδωρο του βασιλιά.
    Είδε την εκκλησιά ο πρωτομάστορας και θάμαξε με το τέλειο σχέδιό της. Την είδε κατόπι και ο βασιλιάς και έγινε όλος χαρά. Το σχέδιο, που είχανε φτιάξει οι μέλισσες, έγινε το σχέδιο που χτίστηκε η Αγια Σοφιά!!!».
(βλ. Κ. Ρωμαίος, ΕΛΛΑΣ, λαογραφία-γεωγραφία-ιστορία, τομ. 2ος, σελ. 653


ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΙ ΘΡΥΛΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑΣ

1. Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
    Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, άγγελος Κυρίου άρπαξε το βασιλιά και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στη Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί να κατεβεί ο άγγελος στη σπηλιά, να τον ξεμαρμαρώσει. Και θα σηκωθεί πάλι ο βασιλιάς και θα μπει στην Πόλη και θα διώξει τους Τούρκους ως την Κόκκινη Μηλιά.
2. Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑ-ΣΟΦΙΑΣ
    Την ώρα που μπήκαν οι Τούρκοι στην Αγια-Σοφιά δεν είχε τελειώσει ακόμα η λειτουργία. Ο παπάς που έκανε τη λειτουργία πήρε αμέσως το Άγιο Δισκοπότηρο, ανέβηκε στα κατηχούμενα, εμπήκε σε μια θύρα και η θύρα έκλεισε αμέσως. Είναι θέλημα Θεού ν’ ανοίξει μόνη της η θύρα, όταν έλθει η ώρα, και θα βγει από κει ο παπάς, να τελειώσει τη λειτουργία στην Αγια-Σοφιά, όταν θα πάρουμε πίσω την Πόλη.

3. Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑ-ΣΟΦΙΑΣ
    Την μέρα που πάρθηκε η Πόλη, έβαλαν σ’ ένα καράβι την Άγια Τράπεζα της Αγια-Σοφιάς, να την πάει στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Εκεί όμως στη θάλασσα του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και η Άγια Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και κύματα κι αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη, που είναι πάντα εκεί, και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.
(βλ. ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια, εκδ. 1982, τομ. 1ος, σελ. 97).
 
4. ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΛΟΥΚΛΗ
    Την ημέρα που έπεσε η Πόλη ένας γέροντας τηγάνιζε ψάρια, και όταν του είπαν «Εάλω η Πόλις», είπε πως για να πιστέψει πως έπεσε η Πόλη, έπρεπε να βγουν τα ψάρια από το τηγάνι. Και Ω! του θαύματος, έτσι έγινε. Πότε άραγε θα ολοκληρωθεί το τηγάνισμα των ψαριών που είναι τηγανισμένα μόνο από την μία τους πλευρά;

    Το δημοτικό αυτό τραγούδι είναι ο παλαιότερος θρήνος για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Πιθανόν να προέρχεται από την Κρήτη. Βρέθηκε σε χειρόγραφο του 15ου αιώνα' ο τίτλος ήταν: «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης». Ανήκει στη δεύτερη περίοδο (1453-1821) της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και στο ιστορικό είδος. Στην παρακάτω μορφή του δημοσιεύτηκε το 1914 από το Ν. Πολίτη στην συλλογή του «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού». Για την σύνθεσή του ο Ν. Πολίτης χρησιμοποίησε την παραλλαγή που δημοσίευσε ο Φωρέλ και άλλοι είκοσι τέσσερις. Όμως, μόνο ο 4ος και 18ος στίχος έχουν παρθεί αυτούσιοι από την εργασία του Φωριέλ.

1. Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο Χειρουβικό και να ’βγει ο βασιλέας,

8. φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
   «Πάψατε το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια,
        παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβηστήτε,
          γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.
Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ’ρθούν τρία καράβια,
   το ’να να πάρει το Σταυρό και τ’ άλλο το Βαγγέλιο,
     το τρίτο το καλύτερο, την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν».

   16. Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
       «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζης,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι».

(ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια, εκδ. 1982, τομ. 1ος σελ. 95-96) < πίσω

Ένι του κόσμου χαλασμός και συντελειά μεγάλη,
συντελεσμός των Χριστιανών, των ταπεινών Ρωμαίων'
όμως ας το θλίβουν πολλά και τα γένη Λατίνων
δια τούτο που συνέβηκε βασιλείαν Ρωμαίων,
διότ’ ήτον σπίτιν ολωνών, Ρωμαίων και Λατίνων
η πόλις η κακότυχος και ο βασιλεύς ομάδιν.
Πούναι λοιπόν τα λείψανα, που οι αγίαι εικόνες,
η οδηγήτρια η κυρά, η δέσποινα του κόσμου;

Λέγουσιν αναλήφθησαν στον ουρανό απάνω

τα λείψανα τα άγια και του Χριστού τα πάθη,
οι άγγελοι τα πήρασιν εμπρός εις τον δεσπότην...
Που είν’ τα μοναστήρια, που η ορθοδοξία;
αφήκες, εξαπόλυκες, πανύμνητε, τον κόσμον;

Τις είδεν η τις ήκουσεν ποτέ του τέτοιον πράμα,
οι ασεβείς να πάρουσι το σπίτι των αγίων,
να σε δοξάζουν, Κύριε, οι Τούρκοι σοδομίτες;

Θεέ μου, πως απόμεινες την τόσην ανομίαν

και πως το καταδέχθηκες, δύναμις των αγγέλων;
Εχάθησαν οι χριστιανοί' Θεέ πως το απομένεις;
Μηδέ κατηγορήσετε τον βασιλεάν, αυθέντες,
ουδέ τους άρχοντας αυτού, ουδέ τους στρατιώτας,
μικρούς μεγάλους ή πτωχούς, πλουσίους, ανδρειωμένους.

Το θάρρος οπού ήλπιζαν οι χριστιανοί στην πόλιν

ήτον στον αγιώτατον πάπαν τε της Ρώμης
και εις τους ρηγάδες της φραγκιάς των αυθεντών των όλων,
δουκάδες, κούντους, πρίγκιπες και τα κουμούνια όλα
μετά του βασιλέως τε του της Αλαμανίας...

Εκείν’ η μέρα σκοτείνή, αστραποκαϊμένη,
της Τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε η μάννα το παιδίν και το παιδίν την μάνναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμέν’ από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν
με την τρομάραν την πολλήν, με θρήνισμόν καρδίας.
Τρέμουν ως φυλλοκάλαμον εξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρίς πουκάμισον, εξάγκωνα δεμένα,
βλέπουν επρός και πίσω των, μη να δουν τους γονείς των,
και βλέπουν τους πατέρες των εξάγκωνα δεμένους.
Ο κύρης βλέπει το παιδίν και το παιδίν τον κύρην,
άφωνοι, δίχως ομιλίαν, διαβαίνουν το μαγκούριν.
Οι μάνες οι ταλαίπωρες υπάν ξεγυμνωμένες,
της πόλης οι πολίτισσες εξανασκεπασμένες,
πλούσιες πτωχές ανάκατα, με το σκοινί δεμένες,
της πόλης οι ευγενικές, οι αστραποκαϊμένες.
Ο αδελφός τον αδελφόν βλέπει σιδηρωμένον,
θωρούν και τον πατέρα των με άλυσον δεμένον,
και δυ’ αδερφάδες εύμορφες, πολλά ωραιωμένες,
εντροπιασμένα επήγαιναν με το σχοινίν δεμένες.

(ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια, εκδ. 1982, τομ. 13ος,  σελ. 67) < πίσω

(του Πόντου)
(Πρόλογος, χωρίς ρυθμό)
 Ένα πουλίν, καλό πουλίν, εβγαίν’ από την Πόλιν,
  ουδέν σ’ αμπέλια κόνεψεν, ουδέν στα περιβόλιαν,
  επήγεν και εκόνεψεν, σ’ Αγιά-Σοφιάς την πόρταν.
 Έδειξεν τ’ έναν το φτερόν, στο αίμα βουτεμένον,
           και σ’ άλλον το φτερόν μαθέ, χαρτίν βαστά γραμμένον,
   ατό, κανείς κι αναγνώθ’, κάνεις και ξέρ’ντο λέγει,
      μηδέ κι ο Πατριάρχης μου, μ’ όλους τους πουπάδες.
Κ’ ένα παιδίν, καλόν παιδίν, πάει κι αναγνώθει,
              σίντα αναγνώθει, σίντα κλαίει, σίντα κλούει την καρδίαν:
 - Να ηλί εμάς, να βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανίαν,
(αρχίζει ο ρυθμός)
               να ηλί εμάς, να βάι εμάς, οι Τούρκοι τη Πόλη επέραν,      (δις)
               επέραν το βασιλοσκάν και ένα, ένα παιδία                        (δις)
               μοιρολογούν τα εγκλησίας, κλαίγνε τα μοναστήρια,          (δις)
               κι α’ για δές το Χρυσόστομον, κλαίγνει δε’γνο μη ’σκάτε (δις)
               μην κλαίς Άη-Γιάννε μου, και δε’γνο μη ’σκάσε               (δις)
               η Ρωμανίαν επέρασεν, η Ρωμανίαν επάρθεν.                    (δις)
(συνεχής αλλαγή του ρυθμού)
                              Η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο.   (τετράκις) < πίσω

(του Πόντου)
Απ’ ουρανού κλειδίν έρθεν’ς σ’ Αγί’ Σοφιάς την πόρταν.
Χρόνους έρθαν κ’ επέρασαν, καιροί έρθαν κ’ εδέβαν,
’νεσπάλθεν το κλειδίν αθες, κ’ επέμ’νεν κλειδωμένον.
Θελ’ απ’ ουρανού μάστοραν κι από την γήν αργάτεν.
(ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια, εκδ. 1982, τομ. 1ος, σελ. 95) < πίσω

Στην Αγια-Σοφιά αγνάντια

βλέπω τα ευζωνάκια.

Τα ευζωνάκια τα καημένα

μες στους ήλιους μαυρισμένα,
κλέφτικο χορό χορεύουν
και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.

Κι αγναντεύοντας την Πόλη

τραγουδούν και λένε:
«Πάλι θα γένει δικιά μας
να η μεγάλη εκκλησιά μας.

Τούτα είν’ οι χρυσοί της θόλοι

αχ κατακαημένη Πόλη.

Στην κυρά την δέσποινά μας

πες να μην λυπάται,
στις εικόνες να μην κλαίνε
τα ευζωνάκια μας το λένε».
Κι ο παπάς που είναι κρυμμένος
μέσα στ’ άγιο βήμα,
τα ευζωνάκια δεν θ’ αργήσει
 να βγει να τα κοινωνήσει,
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια
μέσα σε μυρτιές και βάγια.

 http://www.panellines.gr/

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...