Υπάρχουν, ἀγαπητοί μου, πολλοὶ ποὺ δέχονται μὲν ὅτι τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε σπουδαῖα καὶ ἄξια θαυμασμοῦ, πλὴν ὅμως –λένε– δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ἐφαρμοσθοῦν στὴ ζωὴ καὶ ἑπομένως μένουν σὰν μιὰ ὡραία θεωρία μακριὰ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.
Τοὺς ἀπαντοῦμε, ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις ὅτι τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶνε ψιλὴ θεωρία, μιὰ ἁπλῆ διδασκαλία, μιὰ συνηθισμένη φιλολογία ἀνεφάρμοστη στὴ ζωή, εἶνε τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τὸν ἔμπρακτο χριστιανισμό. Στὰ πρόσωπά τους παίρνουν σάρκα καὶ ὀστᾶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας· αὐτοὶ διαλαλοῦν σὲ ὅλους, ὅτι ὅσα ἐκεῖνος ἐκήρυξε εἶνε δυνατὸν νὰ ἐφαρμοσθοῦν.
Σᾶς καλῶ λοιπὸν νὰ κάνουμε μιὰ ἐπίσκεψι στὸ χορὸ τῶν μαρτύρων, ποὺ πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες ἀπ᾽ τὴ γῆ, στὴν ὁποία κ᾽ ἐμεῖς ζοῦμε σήμερα. Ὤ οἱ μάρτυρες, οἱ γενναῖοι ἥρωες τῆς στρατευμένης Ἐκκλησίας, οἱ ἀκατάβλητοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ! Ὅσοι αἰῶνες κι ἂν περάσουν, αὐτοὶ μένουν. Δὲν λησμονοῦνται, δὲν πεθαίνουν. Ἡ δόξα τους δὲ σβήνει, τὸ μεγαλεῖο τους δὲν μειώνεται. Ζοῦν στὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν.
Ἀξίζει νὰ μεταφερθοῦμε τώρα στὴν ἡρωικὴ ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, τότε ποὺ οἱ Χριστιανοὶ πέθαιναν κατὰ χιλιάδες γιὰ τὴν πίστι στὸ Χριστό. Γιατὶ σήμερα, 8 Φεβρουαρίου, ἑορτάζει ἕνας γενναῖος καὶ δαφνοστεφανωμένος μαχητὴς τοῦ Κυρίου, ποὺ μαρτύρησε πρὶν ἀπὸ 16 καὶ πλέον αἰῶνες, γύρω στὸ 320 μ.Χ.. Τὸ ὄνομά του Θεόδωρος· εἶνε ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ στρατηλάτης, ἕνας ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν ἀθλητῶν τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως.
* * *
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὰ Εὐχάιτα, μιὰ μικρὴ πόλι κοντὰ στὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου, καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Λικινίου (308-324). Τὸ παρουσιαστικό του, ἡ εὐφράδειά του, ἡ γενναιότης, ἡ ὅλη ψυχική του ὑπεροχὴ τὸν ἀνέβασαν σύντομα στὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ διοικητοῦ τῆς Ἡρακλείας τοῦ Πόντου, ποὺ ἦταν καὶ ἡ ἕδρα του.
Πίστευε στὸ Χριστό. Καὶ ἡ εὐθύτης, ἡ ἁγνότης καὶ ἡ καλωσύνη του τὸν ἔκαναν ἀγαπητὸ σὲ ὅλους. Οἱ κατώτεροι ὄχι μόνο τὸν σέβονταν ἀλλὰ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν, οἱ ἀνώτεροι καὶ οἱ ἐχθροί του τὸν θαύμαζαν. Ἔτσι ἔφερνε πολλοὺς ἀπὸ τὰ εἴδωλα στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Λικίνιος στὴ Νικομήδεια ἔμαθε τὰ φρονήματα τοῦ Θεοδώρου. Δὲν ἔδειξε τί σκέπτεται. Ἔστειλε νὰ τὸν φέρουν ἐκεῖ μὲ τιμές. Αὐτὸς ὅμως τοῦ μήνυσε ὅτι, ἐπειδὴ ὑπάρχουν διάφορες διοικητικὲς ὑποθέσεις, καλύτερα εἶνε νὰ ἔρθῃ ἐκεῖνος στὴν Ἡράκλεια φέρνοντας μαζὶ καὶ τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευε. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Χριστιανὸς διοικητὴς ὑποδέχθηκε τὸν εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα μὲ λαμπρότητα, κ᾽ ἐκεῖνος πάλι τοῦ ἔδειξε εὐαρέσκεια, γιὰ νὰ προσελκύσῃ τοὺς Χριστιανούς.
Τὴν ὡρισμένη μέρα ὁ Λικίνιος κάλεσε ἐνώπιον ὅλων τὸν στρατηλάτη Θεόδωρο νὰ προσφέρῃ θυσία στοὺς θεούς. Αὐτὸς ζήτησε, πρὶν τὴ δημοσία θυσία, νὰ πάρῃ τὰ εἴδωλα στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ τὰ θυμιάσῃ δῆθεν καὶ νὰ τὰ μυρώσῃ, κι αὐτοὶ τὸν πίστεψαν. Ἐνισχυόμενος ἀπὸ θεῖο ὄνειρο, ποὺ εἶχε δεῖ, ἔβλεπε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ μαρτυρήσῃ. Τὴ νύχτα κομμάτιασε τὰ εἴδωλα καὶ τὸ πρωὶ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ χρυσᾶ καὶ ἀσημένια κομμάτια.
Τὴν ὥρα ποὺ τὸν καλοῦσαν πάλι νὰ προσφέρῃ θυσία, ἔρχεται ὁ ἑκατόνταρχος Μαξέντιος καὶ φέρνει τὴν εἴδησι, ὅτι εἶδε στὸ δρόμο ἕνα φτωχὸ νὰ βαστάῃ τὸ κεφάλι τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος. Ἐξαγριωμένος ὁ Λικίνιος προστάζει νὰ συλλάβουν τὸ στρατηγό. Ὁ ἅγιος θυμήθηκε τὰ λόγια τῶν ἀποστόλων «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5,29). Πῆρε θάρρος, γιγάντωσε, ὡμολόγησε τὴν πίστι του.
Πῶς τώρα νὰ περιγράψουμε τὸ μαρτύριό του; Μὲ βαθειὰ κατάνυξι ἡ Ἐκκλησία τοῦ ψάλλει·
«Καὶ σταυρῷ ἀναρτώμενος
καὶ τὰς σάρκας τυπτόμενος,
ὀξυτάτοις βέλεσι τιτρωσκόμενος
καὶ ἐπὶ ξύλου τεινόμενος
καὶ πλευρὰς ξεόμενος
καὶ παντοίαις χαλεπαῖς
ἀλγηδόσι κυκλούμενος
ἀπαράτρωτος
καὶ ἀήττητος ὤφθης τῇ δυνάμει
τοῦ σταυρῷ προσηλωθέντος,
κλέος μαρτύρων Θεόδωρε» (αἶν. β΄ τροπ.).
Τὸν γύμνωσαν, τὸν τέντωσαν ἀπ᾽ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τοῦ ἔδωσαν μὲ βούνευρα ἑφτακόσα χτυπήματα στὴ ράχη, πενήντα στὴν κοιλιά, καὶ πολλὰ στὸ λαιμὸ μὲ μολύβδινες σφαῖρες. Τοῦ ἔξυσαν τὸ σῶμα, τὸν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, ἔτριβαν τὶς πληγὲς μὲ σπασμένα τοῦβλα καὶ κεραμίδια. Ἄφθονο ἔτρεχε τὸ αἷμα του. Στὴν κατάστασι αὐτὴ τὸν ἔρριξαν στὴ φυλακή, μὲ τὰ πόδια δεμένα στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, καὶ τὸν ἄφησαν νηστικὸ ἑφτὰ μέρες. Κι ὅταν τὸν ἔβγαλαν, τὸν κάρφωσαν σὲ σταυρό, διαπέρασαν οἱ ἀπάνθρωποι τὸ γεννητικό του ὄργανο μὲ σιδερένιο ῥαβδὶ ποὺ ἔφθασε μέχρι τὰ ἐντόσθιά του καὶ τὰ ξέσχισε, ἐνῷ κάτι παιδιὰ ἔρριχναν βέλη στὸ πρόσωπό του καὶ τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια. Τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ καρτερία προσευχόμενος. Ἡ χαρά του ἦταν μεγάλη, γιατὶ θεωροῦσε ἰδιαίτερη τιμὴ νὰ λάβῃ τὸ θάνατο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πέρασε ἔτσι μιὰ νύχτα κρεμασμένος στὸ σταυρό.
Ἐκεῖ, πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό, ὁ ἅγιος Θεόδωρος θὰ ἔκανε ἕνα μεγάλο θαῦμα· θὰ μετέβαλλε τὸ σταυρό του σὲ ἄμβωνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας· τῆς διδασκαλίας ποὺ ῥίχνει βαθειὰ τὶς ῥίζες της στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, κι αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἀπίστων, τῶν διωκτῶν καὶ τῶν δημίων, ποὺ βλαστάνει καὶ καρποφορεῖ γρήγορα μὲ πλουσίους καρποὺς – πότε ὅμως· ὅταν δὲν κηρύσσεται μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἅγιο βίο, μὲ μαρτύρια, μὲ αἷμα. Τὸ αἷμα ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ μελάνι.
Τὸ πρωὶ ἐπρόκειτο νὰ κατεβάσουν τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ νὰ τὸ ῥίξουν στὴ θάλασσα. Ἀλλ᾽ ὅταν ἦρθαν νὰ τὸν ἀποκαθηλώσουν οἱ στρατιῶτες ―ὀγδονταπέντε στὴν ἀρχὴ καὶ ἄλλοι τριακόσοι ἐν συνεχείᾳ―, τὸν βρῆκαν ὄχι μόνο ζωντανὸ ἀλλὰ καὶ τελείως ὑγιῆ. Ἄγγελος Κυρίου τὸν εἶχε θεραπεύσει! Αὐτὸ τοὺς κατέπληξε. Ὑπομένοντας, δηλαδή, ὁ ἅγιος Θεόδωρος τὸ φρικτὸ μαρτύριο εἶχε δώσει μία ἰσχυρὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Κύριο, δίδαξε ὅλους ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Καὶ συνέβη ἔτσι, κάτω ἀπὸ τὸ σταυρό του, νὰ πιστέψουν τόσοι ἄνθρωποι· τριακόσοι ὀγδονταπέντε (385) εἰδωλολάτρες, ὅλοι αὐτοὶ πίστεψαν στὸ Χριστό! Τὸ γεγονὸς ἔκανε μεγάλη αἴσθησι στὴν πόλι.
Βλέποντας ὁ Λικίνιος τὴν ἀναταραχὴ ποὺ δημιουργήθηκε καὶ φοβούμενος τὰ χειρότερα διέταξε χωρὶς ἄλλη καθυστέρησι νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ μεγαλομάρτυρος ἄφησε τὸ θνητό του σῶμα καὶ τὸν φθαρτὸ τοῦτο κόσμο καὶ φτερούγισε, γιὰ ν᾽ ἀνεβῇ στοὺς οὐρανούς, στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο τόσο ἀγάπησε καὶ μὲ μαρτυρικὴ θυσία ἀπέδειξε τὴν ἀνυπόκριτη καὶ ζωντανή του ἀγάπη. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ στρατηλάτης εἶνε «ὁ πολλοῖς βασάνοις ὠνησάμενος Θεοῦ τὴν οὐράνιον βασιλείαν», ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ μὲ πολλὰ βάσανα ἀγόρασε τὴν οὐράνιο βασιλεία τοῦ Θεοῦ (στιχηρ. ἑσπ. α΄ τροπ.).
Μετὰ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τὸ ἱερὸ λείψανό του μετακομίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια στὰ Εὐχάιτα, στὸ πατρικό του κτῆμα, ὅπως εἶχε παραγγείλει ὁ ἴδιος στὸν ταχυγράφο του Οὔαρο, ὁ ὁποῖος περιέγραψε καὶ τὸ μαρτύριό του.
* * *
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, γενναῖα καὶ ὑψηλὰ παραδείγματα ποὺ προβάλλονται πρὸς μίμησιν σ᾽ ἐκείνους ποὺ θέλουν ὄχι μόνο νὰ λέγωνται ἀλλὰ καὶ νὰ εἶνε Χριστιανοί. Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγαλειώδης ἱστορία, ποὺ τὴν ἔγραψαν μὲ τὸ αἷμα τους οἱ ἅγιοι πρόγονοί μας καὶ τὴν ἄφησαν σ᾽ ἐμᾶς γιὰ νὰ τὴ συνεχίσουμε.
Ἐκεῖνοι ἀπέδειξαν ὁλοφάνερα, ὅτι τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε πραγματικότης, μποροῦν νὰ γίνουν βίωμα. Πῶς τὸ ἀπέδειξαν; μὲ τὸ ὅτι περισσότερο ἀπὸ γονεῖς, ἀπὸ παιδιά, ἀπὸ γυναῖκες καὶ τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ ἀγάπησαν τὸ Σωτῆρα Χριστό. Ἔδωσαν σ᾽ αὐτὸν τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ κέρδισαν τὰ πάντα.
Ἂν τοὺς θαυμάζουμε, ἂς τοὺς μιμηθοῦμε κάνοντας κ᾽ ἐμεῖς λίγα ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνοι ἔκαναν. Μὲ τὶς σκέψεις μας, μὲ τὰ λόγια μας, μὲ τὶς πράξεις μας, σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔχυσε τὸ αἷμα του γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ ἐκλεκτοί του δοῦλοι θυσιάστηκαν, καὶ ὁ ὁποῖος παντοῦ καὶ πάντοτε εἶνε θαυμαστὸς μὰ ἰδίως εἶνε «θαυμαστὸς… ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36).
Τοὺς ἀπαντοῦμε, ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις ὅτι τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶνε ψιλὴ θεωρία, μιὰ ἁπλῆ διδασκαλία, μιὰ συνηθισμένη φιλολογία ἀνεφάρμοστη στὴ ζωή, εἶνε τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τὸν ἔμπρακτο χριστιανισμό. Στὰ πρόσωπά τους παίρνουν σάρκα καὶ ὀστᾶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας· αὐτοὶ διαλαλοῦν σὲ ὅλους, ὅτι ὅσα ἐκεῖνος ἐκήρυξε εἶνε δυνατὸν νὰ ἐφαρμοσθοῦν.
Σᾶς καλῶ λοιπὸν νὰ κάνουμε μιὰ ἐπίσκεψι στὸ χορὸ τῶν μαρτύρων, ποὺ πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες ἀπ᾽ τὴ γῆ, στὴν ὁποία κ᾽ ἐμεῖς ζοῦμε σήμερα. Ὤ οἱ μάρτυρες, οἱ γενναῖοι ἥρωες τῆς στρατευμένης Ἐκκλησίας, οἱ ἀκατάβλητοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ! Ὅσοι αἰῶνες κι ἂν περάσουν, αὐτοὶ μένουν. Δὲν λησμονοῦνται, δὲν πεθαίνουν. Ἡ δόξα τους δὲ σβήνει, τὸ μεγαλεῖο τους δὲν μειώνεται. Ζοῦν στὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν.
Ἀξίζει νὰ μεταφερθοῦμε τώρα στὴν ἡρωικὴ ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, τότε ποὺ οἱ Χριστιανοὶ πέθαιναν κατὰ χιλιάδες γιὰ τὴν πίστι στὸ Χριστό. Γιατὶ σήμερα, 8 Φεβρουαρίου, ἑορτάζει ἕνας γενναῖος καὶ δαφνοστεφανωμένος μαχητὴς τοῦ Κυρίου, ποὺ μαρτύρησε πρὶν ἀπὸ 16 καὶ πλέον αἰῶνες, γύρω στὸ 320 μ.Χ.. Τὸ ὄνομά του Θεόδωρος· εἶνε ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ στρατηλάτης, ἕνας ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν ἀθλητῶν τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως.
* * *
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὰ Εὐχάιτα, μιὰ μικρὴ πόλι κοντὰ στὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου, καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Λικινίου (308-324). Τὸ παρουσιαστικό του, ἡ εὐφράδειά του, ἡ γενναιότης, ἡ ὅλη ψυχική του ὑπεροχὴ τὸν ἀνέβασαν σύντομα στὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ διοικητοῦ τῆς Ἡρακλείας τοῦ Πόντου, ποὺ ἦταν καὶ ἡ ἕδρα του.
Πίστευε στὸ Χριστό. Καὶ ἡ εὐθύτης, ἡ ἁγνότης καὶ ἡ καλωσύνη του τὸν ἔκαναν ἀγαπητὸ σὲ ὅλους. Οἱ κατώτεροι ὄχι μόνο τὸν σέβονταν ἀλλὰ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν, οἱ ἀνώτεροι καὶ οἱ ἐχθροί του τὸν θαύμαζαν. Ἔτσι ἔφερνε πολλοὺς ἀπὸ τὰ εἴδωλα στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Λικίνιος στὴ Νικομήδεια ἔμαθε τὰ φρονήματα τοῦ Θεοδώρου. Δὲν ἔδειξε τί σκέπτεται. Ἔστειλε νὰ τὸν φέρουν ἐκεῖ μὲ τιμές. Αὐτὸς ὅμως τοῦ μήνυσε ὅτι, ἐπειδὴ ὑπάρχουν διάφορες διοικητικὲς ὑποθέσεις, καλύτερα εἶνε νὰ ἔρθῃ ἐκεῖνος στὴν Ἡράκλεια φέρνοντας μαζὶ καὶ τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευε. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Χριστιανὸς διοικητὴς ὑποδέχθηκε τὸν εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα μὲ λαμπρότητα, κ᾽ ἐκεῖνος πάλι τοῦ ἔδειξε εὐαρέσκεια, γιὰ νὰ προσελκύσῃ τοὺς Χριστιανούς.
Τὴν ὡρισμένη μέρα ὁ Λικίνιος κάλεσε ἐνώπιον ὅλων τὸν στρατηλάτη Θεόδωρο νὰ προσφέρῃ θυσία στοὺς θεούς. Αὐτὸς ζήτησε, πρὶν τὴ δημοσία θυσία, νὰ πάρῃ τὰ εἴδωλα στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ τὰ θυμιάσῃ δῆθεν καὶ νὰ τὰ μυρώσῃ, κι αὐτοὶ τὸν πίστεψαν. Ἐνισχυόμενος ἀπὸ θεῖο ὄνειρο, ποὺ εἶχε δεῖ, ἔβλεπε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ μαρτυρήσῃ. Τὴ νύχτα κομμάτιασε τὰ εἴδωλα καὶ τὸ πρωὶ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ χρυσᾶ καὶ ἀσημένια κομμάτια.
Τὴν ὥρα ποὺ τὸν καλοῦσαν πάλι νὰ προσφέρῃ θυσία, ἔρχεται ὁ ἑκατόνταρχος Μαξέντιος καὶ φέρνει τὴν εἴδησι, ὅτι εἶδε στὸ δρόμο ἕνα φτωχὸ νὰ βαστάῃ τὸ κεφάλι τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος. Ἐξαγριωμένος ὁ Λικίνιος προστάζει νὰ συλλάβουν τὸ στρατηγό. Ὁ ἅγιος θυμήθηκε τὰ λόγια τῶν ἀποστόλων «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5,29). Πῆρε θάρρος, γιγάντωσε, ὡμολόγησε τὴν πίστι του.
Πῶς τώρα νὰ περιγράψουμε τὸ μαρτύριό του; Μὲ βαθειὰ κατάνυξι ἡ Ἐκκλησία τοῦ ψάλλει·
«Καὶ σταυρῷ ἀναρτώμενος
καὶ τὰς σάρκας τυπτόμενος,
ὀξυτάτοις βέλεσι τιτρωσκόμενος
καὶ ἐπὶ ξύλου τεινόμενος
καὶ πλευρὰς ξεόμενος
καὶ παντοίαις χαλεπαῖς
ἀλγηδόσι κυκλούμενος
ἀπαράτρωτος
καὶ ἀήττητος ὤφθης τῇ δυνάμει
τοῦ σταυρῷ προσηλωθέντος,
κλέος μαρτύρων Θεόδωρε» (αἶν. β΄ τροπ.).
Τὸν γύμνωσαν, τὸν τέντωσαν ἀπ᾽ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τοῦ ἔδωσαν μὲ βούνευρα ἑφτακόσα χτυπήματα στὴ ράχη, πενήντα στὴν κοιλιά, καὶ πολλὰ στὸ λαιμὸ μὲ μολύβδινες σφαῖρες. Τοῦ ἔξυσαν τὸ σῶμα, τὸν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, ἔτριβαν τὶς πληγὲς μὲ σπασμένα τοῦβλα καὶ κεραμίδια. Ἄφθονο ἔτρεχε τὸ αἷμα του. Στὴν κατάστασι αὐτὴ τὸν ἔρριξαν στὴ φυλακή, μὲ τὰ πόδια δεμένα στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, καὶ τὸν ἄφησαν νηστικὸ ἑφτὰ μέρες. Κι ὅταν τὸν ἔβγαλαν, τὸν κάρφωσαν σὲ σταυρό, διαπέρασαν οἱ ἀπάνθρωποι τὸ γεννητικό του ὄργανο μὲ σιδερένιο ῥαβδὶ ποὺ ἔφθασε μέχρι τὰ ἐντόσθιά του καὶ τὰ ξέσχισε, ἐνῷ κάτι παιδιὰ ἔρριχναν βέλη στὸ πρόσωπό του καὶ τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια. Τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ καρτερία προσευχόμενος. Ἡ χαρά του ἦταν μεγάλη, γιατὶ θεωροῦσε ἰδιαίτερη τιμὴ νὰ λάβῃ τὸ θάνατο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πέρασε ἔτσι μιὰ νύχτα κρεμασμένος στὸ σταυρό.
Ἐκεῖ, πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό, ὁ ἅγιος Θεόδωρος θὰ ἔκανε ἕνα μεγάλο θαῦμα· θὰ μετέβαλλε τὸ σταυρό του σὲ ἄμβωνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας· τῆς διδασκαλίας ποὺ ῥίχνει βαθειὰ τὶς ῥίζες της στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, κι αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἀπίστων, τῶν διωκτῶν καὶ τῶν δημίων, ποὺ βλαστάνει καὶ καρποφορεῖ γρήγορα μὲ πλουσίους καρποὺς – πότε ὅμως· ὅταν δὲν κηρύσσεται μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἅγιο βίο, μὲ μαρτύρια, μὲ αἷμα. Τὸ αἷμα ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ μελάνι.
Τὸ πρωὶ ἐπρόκειτο νὰ κατεβάσουν τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ νὰ τὸ ῥίξουν στὴ θάλασσα. Ἀλλ᾽ ὅταν ἦρθαν νὰ τὸν ἀποκαθηλώσουν οἱ στρατιῶτες ―ὀγδονταπέντε στὴν ἀρχὴ καὶ ἄλλοι τριακόσοι ἐν συνεχείᾳ―, τὸν βρῆκαν ὄχι μόνο ζωντανὸ ἀλλὰ καὶ τελείως ὑγιῆ. Ἄγγελος Κυρίου τὸν εἶχε θεραπεύσει! Αὐτὸ τοὺς κατέπληξε. Ὑπομένοντας, δηλαδή, ὁ ἅγιος Θεόδωρος τὸ φρικτὸ μαρτύριο εἶχε δώσει μία ἰσχυρὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Κύριο, δίδαξε ὅλους ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Καὶ συνέβη ἔτσι, κάτω ἀπὸ τὸ σταυρό του, νὰ πιστέψουν τόσοι ἄνθρωποι· τριακόσοι ὀγδονταπέντε (385) εἰδωλολάτρες, ὅλοι αὐτοὶ πίστεψαν στὸ Χριστό! Τὸ γεγονὸς ἔκανε μεγάλη αἴσθησι στὴν πόλι.
Βλέποντας ὁ Λικίνιος τὴν ἀναταραχὴ ποὺ δημιουργήθηκε καὶ φοβούμενος τὰ χειρότερα διέταξε χωρὶς ἄλλη καθυστέρησι νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ μεγαλομάρτυρος ἄφησε τὸ θνητό του σῶμα καὶ τὸν φθαρτὸ τοῦτο κόσμο καὶ φτερούγισε, γιὰ ν᾽ ἀνεβῇ στοὺς οὐρανούς, στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο τόσο ἀγάπησε καὶ μὲ μαρτυρικὴ θυσία ἀπέδειξε τὴν ἀνυπόκριτη καὶ ζωντανή του ἀγάπη. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ στρατηλάτης εἶνε «ὁ πολλοῖς βασάνοις ὠνησάμενος Θεοῦ τὴν οὐράνιον βασιλείαν», ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ μὲ πολλὰ βάσανα ἀγόρασε τὴν οὐράνιο βασιλεία τοῦ Θεοῦ (στιχηρ. ἑσπ. α΄ τροπ.).
Μετὰ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τὸ ἱερὸ λείψανό του μετακομίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια στὰ Εὐχάιτα, στὸ πατρικό του κτῆμα, ὅπως εἶχε παραγγείλει ὁ ἴδιος στὸν ταχυγράφο του Οὔαρο, ὁ ὁποῖος περιέγραψε καὶ τὸ μαρτύριό του.
* * *
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, γενναῖα καὶ ὑψηλὰ παραδείγματα ποὺ προβάλλονται πρὸς μίμησιν σ᾽ ἐκείνους ποὺ θέλουν ὄχι μόνο νὰ λέγωνται ἀλλὰ καὶ νὰ εἶνε Χριστιανοί. Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγαλειώδης ἱστορία, ποὺ τὴν ἔγραψαν μὲ τὸ αἷμα τους οἱ ἅγιοι πρόγονοί μας καὶ τὴν ἄφησαν σ᾽ ἐμᾶς γιὰ νὰ τὴ συνεχίσουμε.
Ἐκεῖνοι ἀπέδειξαν ὁλοφάνερα, ὅτι τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε πραγματικότης, μποροῦν νὰ γίνουν βίωμα. Πῶς τὸ ἀπέδειξαν; μὲ τὸ ὅτι περισσότερο ἀπὸ γονεῖς, ἀπὸ παιδιά, ἀπὸ γυναῖκες καὶ τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ ἀγάπησαν τὸ Σωτῆρα Χριστό. Ἔδωσαν σ᾽ αὐτὸν τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ κέρδισαν τὰ πάντα.
Ἂν τοὺς θαυμάζουμε, ἂς τοὺς μιμηθοῦμε κάνοντας κ᾽ ἐμεῖς λίγα ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνοι ἔκαναν. Μὲ τὶς σκέψεις μας, μὲ τὰ λόγια μας, μὲ τὶς πράξεις μας, σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔχυσε τὸ αἷμα του γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ ἐκλεκτοί του δοῦλοι θυσιάστηκαν, καὶ ὁ ὁποῖος παντοῦ καὶ πάντοτε εἶνε θαυμαστὸς μὰ ἰδίως εἶνε «θαυμαστὸς… ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μετεδόθη ὡς ἐκπομπὴ ἀπὸ τὸν ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ Ἐνόπλων Δυνάμεων Λαρίσσης τὴν Τρίτη 8-2-1955
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μετεδόθη ὡς ἐκπομπὴ ἀπὸ τὸν ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ Ἐνόπλων Δυνάμεων Λαρίσσης τὴν Τρίτη 8-2-1955