Στήν σειρά τῶν διά μέσου τῶν αἰώνων χαρισματούχων καί ἁγίων Καθηγουμένων συγκαταλέγεται καί ὁ μακαριστός Προηγούμενος ἀρχιμ. π. Ἀνδρέας († 1904-1987). Στήν συνέχεια θά περιγράψουμε μέ ποιό τρόπο τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Βασίλισσα καί Ἡγουμένη τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τί συνωμίλησαν μαζί σ᾿ ἐκείνη τήν θαυμαστή στιχομυθία τους ἕνα ἀπόγευμα στήν ἔρημο τοῦ Μετοχίου τους.
~ Κάποια ἡμέρα πού ὁ καιρός ἦτο συννεφιασμένος καί ἀγριεμένος, σκέφθηκε ὁ ἅγιος Γέροντας νά κατέβη μέχρι τήν παραλία μέ τόν λογισμό νά πάρη, ἐάν εὕρη διάφορα καυσόξυλα ἀπ᾿ αὐτά πού ἐκβράζει ἡ θάλασσα, ὅταν εἶναι φουρτουνιασμένη. Τά χρειαζόταν νά τά χρησιμοποιήση γιά προσανάμματα στήν σόμπα του. Ἀκόμη σκέφθηκε, μήπως ἔχει συμβῆ καί κανένα ἀναπάντεχο ἀτύχημα, ἀπ᾿ αὐτά πού συμβαίνουν συνήθως σέ περίοδο θυελλῶν καί φουρτούνας.
Ἀφοῦ κατέβηκε στόν αἰγιαλό καί συγκέντρωσε ἀρκετά ξύλα ἀπό τήν παραλία, σέ μικρή ἀπόστασι ἀπό τήν θέσι πού εὑρισκόταν, ἀντίκρυσε νά στέκεται ὄρθια μπροστά του μία ἀνθρώπινη μορφή. Ἀμέσως ἐπίστευσε στόν λογισμό του ὅτι πρόκειται περί ναυαγοῦ. Πλησίασε ἐκεῖ κοντά γιά νά προσφέρη κάποια βοήθεια καί νά μάθη καί γιά τούς ἄλλους ναυαγούς ποῦ εὑρίσκονται. Εὑρισκόμενος σέ μικρή ἀπόστασι, ἐξεπλάγη διότι τό πρόσωπο αὐτό ἦτο μία ὑψηλή μοναχή, ντυμένη βέβαια στά μαῦρα, ἡ ὁποία κρατοῦσε στό χέρι της ἕνα ἀνοικτό βιβλίο καί μία γραφίδα.
Χωρίς νά χάση καιρό, ἐρώτησε τήν φαινομένη γυναῖκα:
–Τί θέλεις ἐσύ ἐδῶ, Κυρά μου; Θέλεις κάποια βοήθεια;
-Ὄχι, δέν θέλω βοήθεια.
-Καί ποιά εἶσαι ἐσύ; Πῶς μπῆκες σ᾿ αὐτόν τόν Ἅγιο Τόπο;
-Ἐγώ εἶμαι ἡ Κυρά αὐτοῦ τοῦ Τόπου καί ἡ δουλειά μου εἶναι νά περιέρχωμαι αὐτόν τόν Τόπο ἀπό τήν μία ἄκρη μέχρι τήν ἄλλη…
-Καί τί εἶναι, Κυρά μου, αὐτά τά βιβλία πού κρατᾶς;
-Τά βιβλία αὐτά εἶναι τῆς εἰσόδου, ἐξόδου καί παραμονῆς τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλά κι αὐτό τό βιβλίο πού βλέπεις εἶναι γραμμένα μέσα τά ὀνόματα αὐτῶν πού μένουν γιά πάντα ἐδῶ καί τελειώνουν τήν ζωή τους στό Ἅγιον Ὄρος. Τά ὀνόματα αὐτά παραμένουν γραμμένα στήν Βίβλο τῆς ζωῆς.
Δέν κατάλαβε ὁ ἀσκητής Γέροντας Ἀνδρέας οὔτε μέ ποιά συνωμιλοῦσε οὔτε γιά τήν ἐπεξήγησι τῶν βιβλίων ἔδωσε τήν πρέπουσα προσοχή. Γι᾿ αὐτό, σκέφθηκε, ἀφοῦ αὐτή ἡ Κυρία, δέν χρειάσθηκε τήν βοήθειά του, ἀνηφόρισε τό μονοπάτι νά γυρίση γρήγορα στό Καλύβη του.
Τί ἀπογευματινές ὧρες μπῆκε στό παρεκκλήσό του, τιμώμενο στόν Ἅγιο Νικόλαο, τόν ὁποῖον ἰδιαίτερα τιμοῦσε καί εὐλαβεῖτο, μέ σκοπό νά κάμνη τόν Ἑσπερινό. Μέσα του ὅμως οἱ σκέψεις του τόν βασάνιζαν καί δέν ἠμποροῦσε νά ἐξηγήση τό φαινόμενο τῆς παρουσίας αὐτῆς τῆς Ξένης Κυρίας. Ὅταν τά μάτια του ἔπεσαν στήν μορφή τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τοῦ Τέμπλου, φωτίσθηκε καί τά παράτησε ὅλα…
Παρά τήν γεροντική του ἡλικία καί τήν ἀνωμαλία τοῦ καλντεριμιοῦ ἔτρεχε νά προλάβη νά ἴδη Αὐτήν πού ἀγαποῦσε. Ἤθελε νά ἀντικρύση καί νά χαιρετίση μέ τούς σωματικούς του ὀφθαλμούς Αὐτήν στήν ὁποία ἀνέθεσε τήν πᾶσαν ἐλπίδα του καί ἀφιέρωσε ὁλόκληρη τήν ζωή του. Ἐκύτταξε τόν βράχο μέ μεγάλο πόνο, διότι ἡ φαινομένη Μοναχή, ἡ Κεχαριτωμένη Κόρη τῆς Βηθλεέμ, εἶχε ἐξαφανισθῆ. Ἄρχισε νά κλαίη μέ λυγμούς σκεπτόμενος ὅτι, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του, δέν ἀξιώθηκε νά προσκυνήση τήν Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ και τῆς γῆς.
Τόν παρηγόρησε ὅμως ἡ Κυρία Θεοτόκος μέ τήν εὐωδία οὐρανίου μύρου, τό ὁποῖον ἐπλήρωσε τόν βράχον ἐκεῖνο καί ὅλη τήν γύρω περιοχή. Μέ τό θαυμάσιο αὐτό γεγονός τῆς ἐκχύσεως τοῦ ἁγίου Μύρου, ἐπίστευσε πλέον ἀκραδάντως ὁ ἀσκητής τοῦ Ἄθω, ὅτι Αὐτή ἦτο ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Μητέρα ὅλων τῶν ὀρθοδόξων Μοναχῶν καί Χριστιανῶν τῆς οἰκουμένης.
Μέ ἀνεκλάλητη χαρά καί χαροποιά δάκρυα στά μάτια ἐπέστρεψε στήν ἀσκητική του παλαίστρα. Μπῆκε στόν ναΐσκο του καί καταφιλοῦσε μέ λυγμούς τήν εἰκόνα τῆς Κυρίας τοῦ Ὄρους ὑποσχόμενος σ᾿ Αὐτήν ὅτ θ᾿ ἀγωνισθῆ νά εἶναι περισσότερον ὑπάκουος στίς ἐντολές τοῦ Υἱοῦ της καί Θεοῦ ἡμῶν.
από το βιβλίο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ» – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩ – 2005)