Θυμάμαι μιά φορά, όταν ήθελα νά άκολουθήσω τή μοναχική πολιτεία,
συνάντησα μιά Γερόντισσα, Ακακία την έλεγαν, καί μου είπε πώς ή μοναχική πολιτεία είναι σαν ένα βουνό καί άμα την καταλάβη κανείς είναι σαν ένα αυγό. Θυμάμαι καί τό δενδράκι πού στάθηκα γιά δέκα λεπτά καί άναρωτήθηκα, «πώς θά γίνη τό βουνό αυγό;». Καί μετά είπα: «Τί, είναι άδύνατο στον Θεό νά γίνη τό βουνό αύγό;». Τότε άποφάσισα ν’ άκολουθήσω τη ζωή αυτή.
Κάποτε είχα δει καί ένα όνειρο, σάν οπτασία ήταν. Βρέθηκα σ’ ένα περιβόλι, όπως είναι τό άμπέλι άπέναντι. Ηταν ένα πολύ ωραίο μέρος, όλο καταπράσινο. Ηταν εκεί καί μιά μαυροφόρα γυναίκα μαζί μέ ένα παιδάκι τριών ετών. Άφησε τό παιδάκι καί έτρεχε μέσα στή χλόη, από βουναλάκι σέ βουναλάκι. Γιά μιά στιγμή μέ φωνάζει καί μου λέει: «Μαρία, έλα κοντά μου». Πήγα κοντά της καί μου ξαναλέει: «Μπορείς νά πιάσης αυτό τό παιδάκι;». «Θά μπορέσω», τής είπα. «Άν μπορέσης, θά δής τί θά σου δώσω». Άρχισα καί εγώ νά τρέχω, ίδρωσα μέχρι νά πιάσω τό παιδάκι. Αφού τό έπιασα, τό άγκάλιασα σφιχτά καί τού είπα: «Πόσο γλυκύς είναι ό Χριστός;». Εκείνο μέ τά στρουμπουλά του χεράκια μου κάνει μέσα στο στόμα «χχχ». Μέ τό «χχχ» πού μου έκανε, μου ήρθε μιά γλυκύτητα, σάν νά έφαγα του κόσμου τά μυρωδάτα λουκούμια, σάν άπό τριαντάφυλλο- ήρθε μέσα στο στόμα μου τό μέλι τής Χάριτος. Τότε ή γυναίκα, πού είχε δυο δακτυλίδια, φόρεσε τό ένα σ’ εμένα καί τό άλλο στο παιδάκι. Κι άμέσως ξύπνησα. Ξύπνησα χωρίς τό δακτυλίδι καί αισθάνθηκα σάν νά μου έλειπε ένα δακτυλιδάκι άπό τό χέρι πού τό φορούσα χρόνια- αυτή την αίσθηση είχα. Υστερα άπό εκείνο τό όνειρο δέν ήθελα νά φάω τίποτε. Μέ φώναζε ή θεία μου, «έλα, σου έκανα μπιφτέκι νά φας», τίποτε εγώ- ούτε νά φάω ούτε νά πιω ήθελα, γιά νά μή χάσω τή γεύση αυτή. Τήν είχα αυτή τή γεύση γιά πολύ καιρό, ενάμιση-δυό χρόνια! Δέν είχα φάει ούτε γλυκό ούτε λουκούμι ούτε ζάχαρι έβαζα στο τσάι μου, τίποτε τό γλυκό, γιά νά μή χάσω αυτή τήν ούράνια γεύση! Υστερα είπα, πρέπει νά πάρω τήν άπόφασι νά γίνω μοναχή!
-Πόσων χρόνων ήσασταν; -Δέν θυμάμαι, μικρούλα ήμουν. Πήρα τήν άπόφασι νά γίνω μοναχή. Τελείωσε ή ύπόθεσι. Έγώ θά γίνω μοναχή! Όμως που νά τό πω αυτό; Δέν είχα πνευματικό νά τό πω. Υστερα ήρθε ό π. Έφραίμ, ό πρώτος μου πνευματικός- του τό είπα και μου άπάντησε: «Είναι κάλεσμα Θεού, παιδί μου, πρέπει νά γίνης μοναχή». Άπό τότε άρχισα καί φορούσα μιά μπλέ ρομπίτσα, ένα μαντηλάκι στο κεφάλι και ζούσα σάν μοναχή. Θέλω νά πω, πώς είναι ή Χάρις του Θεού καί πώς ήταν τό θέλημα του Θεού. Διότι, ποιος ξέρει, όπως ήμουν ορφανή και δέν είχα κανένα, σέ τί βούρκο θά έπεφτα, σέ τί χέρια- καί τί θά γινόμουν; Αλλά οί εύχές τών γονέων μου μέ προστάτεψαν.
Ό πατέρας μου οκτώ ήμέρες πριν πεθάνη φώναξε τή μητέρα μου καί τής είπε: «Τώρα θά πεθάνω έγώ καί τον άλλο χρόνο θά πεθάνης κι εσύ. Θά βρεθή ένα μεγάλο χέρι, πολύ μεγάλο χέρι, πού θά προστατέψη τά παιδιά μας». Καθαρή Δευτέρα, στις τέσσερις ή ώρα πέθανε ό πατέρας μου καί στο χρόνο επάνω άκριβώς Καθαρή Δευτέρα στις τέσσερις ή ώρα πέθανε και ή μητέρα μου. Βρέθηκαν άνθρωποι πού μάς προστάτεψαν. Ενας παντοπώλης κοντά μας κάθε μέρα μάς έφερνε ένα καλάθι μέ ένα σημείωμα έπάνω πού έλεγε: «Νά άδειάσης τό καλάθι και νά τό άφήσης έξω άπό τό σπίτι». Μέ αυτό τό καλάθι πού είχε μέσα άπ’ όλα τά είδη, περνούσαμε μέ τον άδελφό μου όλον τον καιρό. Θυμάμαι τον πατέρα μου πού δάκρυσε, όταν έλεγε στή μητέρα μου «θά βρεθή ένα μεγάλο χέρι νά προστατέψη τά παιδιά μας». Όπως και μάς προστάτεψαν. Τακτοποιήθηκε καί ό άδελφός μου στ’ άνάκτορα καί γνωρίσαμε καλούς άνθρώπους πού μάς προστατέψανε, μάς νουθετήσανε και μάς δείξανε πολλή αγάπη, καλύτερα καί άπό γονείς. Τί κάνει ή Χάρις τού Θεού!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/02/blog-post_52.html