Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Είδε την Δευτέρα Παρουσία

Έβλεπες δαίμονες τρομερούς, ένα πράγμα φοβερό!
Τί πράγμα είδε αύτή ή μοναχή! Οπως τά είδε, έτσι καί τά αγιογράφησε

Ήρθε ένας πνευματικός άνθρωπος σήμερα καί μου έλεγε γιά τήν κα Μαρία Παπαμακαρίου στήν Αθήνα, τη ήταν σάν τήν άδελφή Ταβιθά. Πολύ πλούσια κυρια. Όλη τήν περιουσία της τήν διέθεσε σέ πτωχούς.Εκείνα τά δύσκολα χρόνια τής Κατοχής μάς είχε προστατέψει μέ τον άδερφό μου σαν μητέρα. Τελευταία είχε κάνει ένα μεγάλο ορφανοτροφείο, είχε βοηθήσει πολλά παιδάκια. Τήν ώρα πού ξεψυχούσε, έλαμψε τό πρόσωπό της σάν τον ήλιο. Ενα φως ύπέρλαμπρο είδαν οι δικοί της μέσα στο δωμάτιο- καί μέ ζητούσε: «Πού είναι ή Μακρίνα, τό Μακρινάκι νά τό δω;». Πρόφθασα νά τήν δω τήν τελευταία ώρα.



Θυμήθηκε ή κυρία Μαρία κάποιον Γέροντα πού είχε πολλή εγκράτεια καί άσκησι στήν μοναχική του ζωή. Αυτόν τον άνθρωπο, τον έζησα καί έγώ άπό κοντά, τότε πού ήμουν στήν Αθήνα. Μέναμε μέ τον αδελφό μου στο Μαρούσι, στήν κα Παπαμακαρίου, καί πηγαίναμε πολλές φορές στο Μοναστηράκι του καί βοηθούσαμε. Γιά κελί είχε ένα φούρνο χτισμένο άπό πλινθιά καί έμπαινε μέσα καί κοιμόταν. Άπό τό κελλάκι του έβγαιναν ζουζούνια καί διάφορα ζωύφια. «Άφησέ τα, παιδί μου, νά βγούνε, είναι εύλογημένα άπ’ τον Θεό καί αύτά, τά έστειλε νά μέ επισκεφτούν», έλεγε. Τόση αγάπη είχε άκόμη καί στά ζώα! Μιά φορά πήγανε κάποιοι Αρχιερείς νά τον δουν καί όπως ήταν μέσ’ τίς στάχτες, ξυπόλητος, σάν διά Χριστόν σαλός, παρουσιάστηκε, έβαλε μετάνοια καί άσπάστηκε τό χέρι τους. Τί πράγμα ήταν αύτό! Θαύμασαν τήν άσκησι καί τήν αύταπάρνησί του. Σ’ όλο τό σώμα φορούσε άλυσίδες. Μιά πνευματική του κόρη πού πήγε νά μονάση σέ Μοναστήρι -τήν έλεγαν Παρθενία- είδε ολόκληρη οπτασία τήν Δευτέρα Παρουσία. Παρουσιάστηκε ή Παναγία καί τής έδωσε ένα νόμισμα στο χέρι. Άπό τότε καί χωρίς νάχη τάλαντο άγιογραφίας, άρχισε νά άγιογραφή ότι είδε.

Οταν πήγαμε μέ τον Γέροντα και τον κ. καί τήν κα Παπαδημητρίου των εκδόσεων «Άστήρ» ήταν χειμώνας, έκανε κρύο καί είχε τρεις πιθαμές χιόνι. Τήν είδαμε πού αγιογραφούσε την εκκλησία. Ήταν άνεβασμένη στήν σκαλωσιά καί πήγαινε τό χέρι της λες καί ήταν μηχανή. Τόσο γρήγορα αγιογραφούσε. Έβλεπες δαίμονες τρομερούς, ένα πράγμα φοβερό! Καί έκανε τόσο κρύο! Πώς δέν κοκκάλιαζε εκεί χωρίς σόμπα, χωρίς τίποτε. Εμείς είχαμε παγώσει καί αύτή ήταν άνεβασμένη στήν σκαλωσιά καί αγιογραφούσε. Καί λέει ή Γερόντισσά της, αυτό καί αύτό είδε. Τελείωσε μία δουλειά σέ τρεις μήνες, ενώ ήταν δουλειά έξι-έπτά μηνών. Τόσο γρήγορα δούλευε. Θαύμασε καί ό Γέροντάς της. Τί πράγμα είδε αύτή ή μοναχή! Οπως τά είδε, έτσι καί τά αγιογράφησε. Καί άγιογράφησε όλη την εκκλησία. Μιά μοναχή πολύ εκλεκτή.

Ό Γέροντας αύτός ήταν πολύ φιλάνθρωπος καί φιλόξενος. Μόλις πήγαινε κάποιος στο Μοναστήρι, έλεγε στούς μοναχούς του νά μή ρωτούν άπό πού είναι, πώς τον λένε καί τί κάνει. Μόνο νά τού δίνουν νά φάη. Βάζανε ένα σκαμνάκι, ένα πιάτο φαΐ, λίγο ψωμάκι, ένα πηρούνι, ένα κουμαράκι νερό καί έτρωγε ό επισκέπτης.

Μιά μέρα, πήρε ένα ξύλο, τόκοψε καί είπε σέ ένα μοναχό νά άνοιξη μισό μέτρο γούρνα. ’Έπιασε και άνοιξε την γούρνα χωρίς αντιλογία. Τίποτε, ύπακοή χωρίς αντιλογία και έσκαψε την γούρνα. Μετά τού ζήτησε νά φυτέψη τό ξύλο καί νά ρίξη νερό. Τού είπε ότι αν καί ήταν ξερό, τό ξύλο θά βλαστήση. Καί πραγματικά έγινε ένα πελώριο δένδρο. Εκανε πολλή ύπακοή ό μοναχός αύτός!

Ή ελεημοσύνη τού Γέροντα αυτού δέν λεγόταν. Δεν μπορείτε νά φανταστήτε, τί ελεημοσύνη είχε. Βάδιζε στο δρόμο καί, όταν έβλεπε ένα φτωχό, τού έδινε τά παπούτσια καί γυρνούσε ξυπόλητος. Στον δρόμο πήγαινε, έβγαζε τό ράσο, τόδινε καί γυρνούσε μέ τό ζωστικό. Τούς έζησα αυτούς τούς ανθρώπους καί τούς πόνεσα. Βίωμα άγιασμένο, ευωδίαζαν. Είχε ό Γέροντας πνευματική καλλιέργεια πάρα πολύ. Καί όταν έψελνε τό τροπάριο τού άγιου Αθανασίου τού Αθωνίτου, έκλαιγε.

Ηταν μία κοπέλλα, ύποψήφια μοναχή, πού την έλεγαν Καλλιόπη. Ήταν ψηλή καί πολύ όμορφη. Αύτή πάει καί λέει σ’ αυτόν τον Γέροντα: «Γέροντα, θέλω νά κοινωνήσω, άλλά χωρίς την ευλογία σας διάβασα κάποιο θεολογικό βιβλίο». «Τώρα δέν έχει Θεία Κοινωνία. Μόλις τελειώσει ή εκκλησία, θά βάλης σ’ όλους μετάνοια καί θά λές: “συγχωρέστε με, χωρίς ευλογία διάβασα θεολογικό βιβλίο”». Λοιπόν, τό κάνει. Στάθηκε στήν πόρτα καί έβαζε μετάνοια. Έγώ κάθισα σέ μία γωνιά καί έκλαιγα σκεπτόμενη πώς θά τό κάνη αυτό τό πράγμα. Ό κόσμος νάναι άτέλειωτος. Στο τέλος την περίμενα καί φύγαμε μαζί. Καί τής είπα: «θέλω νά μου πής τί αίσθάνθηκες τόση ώρα». «Σάν νά ξαναγεννήθηκα, σάν νά μπήκα στήν κολυμβήθρα καί νά βγήκα. Τέτοια άγαλλίασι αίσθάνθηκα καί χαρά αισθάνομαι». Δέν μπορούσε νά συγκρατήση τά δάκρυά της άπό την χαρά πού αισθανόταν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...