Περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μισοὺς Ἕλληνες συνδέουν τὴν ἐθνική τους ταυτότητα μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Μάλιστα, σὲ ἔρευνα τοῦ ἰνστιτούτου Pew Research Center, ἡ Ἑλλάδα εἶναι μακρὰν ἡ πρώτη χώρα ποὺ ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα συνδέεται μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα θρησκεία. Εἰδικότερα, δημοσκόπηση τοῦ Pew Research Center -θεωρεῖται κορυφαῖο σὲ θέματα θρησκείας- σὲ 13 χῶρες δείχνει ὅτι τὸ 54% τῶν Ἑλλήνων συνδέει τὴν ἑλληνικότητα μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀκολουθοῦν οἱ Πολωνοὶ μὲ 34% (γιὰ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό).
Ὁ μέσος ὅρος τῆς δημοσκόπησης εἶναι 15%. Μὲ βάση τὶς ἠλικιακὲς ὁμάδες, τὸ 39% τῶν Ἑλλήνων 18 ἕως 34 ἐτῶν θεωρεῖ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, ἐνῶ τὸ ποσοστὸ φτάνει στὸ....49% στὴν ὁμάδα 35-49 ἐτῶν καὶ στὸ 65% γιὰ τὰ ἄτομα ἄνω των 50 ἐτῶν. Τὸ ἴδιο ἀπάντησε τὸ 40% ὅσων δηλώνουν Ἀριστεροί.
«Οἱ Ἕλληνες θρησκεύουν χωρὶς ὅμως νὰ ἐκκλησιάζονται τακτικά, ὅπως φάνηκε σὲ ἄλλη σύγχρονη ἔρευνα. Προσεύχονται ἀτομικὰ - ἰδιωτικὰ πιὸ πολὺ παρὰ δημόσια. Ἡ πίστη τους εἶναι προσωπική, μυστική, βιωματικὴ κι ἐμπειρική, μακριὰ ἀπὸ τὸ δόγμα, τὸ ἱερατεῖο ἢ τὴ Γραφή. Περισσότερο “μυστικοὶ” παρὰ “θρησκευτικοὶ” (θρῆσκοι ἢ θρησκόληπτοι) εἶναι οἱ Ἕλληνες ἀνέκαθεν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα κιόλας μὲ τὰ Μυστήρια ἀντὶ γιὰ τὸ Ὀλύμπιο Δωδεκάθεο, μὲ τὸ σωκρατικὸ “δαιμόνιον” καὶ τὸ ἀρεοπαγιτικὸ ἀνάθημα “τῷ ἀγνώστω θεῷ”. Ἡ Ἀθήνα ἦταν πόλη “κατείδωλος” (γεμάτη εἴδωλα) κατὰ τὸν Παῦλο» ἀνέφερε, μιλώντας στὴν «Κ», ὁ Μάριος Μπέγζος, καθηγητὴς Συγκριτικῆς Φιλοσοφίας τῆς Θρησκείας στὸ Παν. Ἀθηνῶν.
Καὶ προσθέτει: «Ἡ σχέση τῶν Ἑλλήνων μὲ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἀμφίσημη, διττή, διπλὴ κι ὄχι ἁπλὴ οὔτε ἁπλοϊκὴ ἢ ἀφελής. Ἐμμένουν στὴν ὀρθόδοξη πίστη ὡς τὸ συνεκτικὸ στοιχεῖο, τὴν “κόλλα”, ποὺ συνέχει κάθε ὄμαιμο ὁμογενῆ ἀπὸ τὴ Νέα Φιλαδέλφεια τῆς χώρας μας μέχρι τὴ Φιλαδέλφεια τῶν ΗΠΑ καὶ τὴ Φιλαδέλφεια τῆς Μικρασίας. Παρόλο ποὺ αὐτοὶ οἱ τρεῖς Ἕλληνες (Φιλαδελφεῖς) δὲν ὁμιλοῦν τὴν ἑλληνικὴ καλὰ ἢ καθόλου οὔτε ἀνήκουν στὸ ἴδιο κράτος, ὡστόσο ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν τὴν ζωὴ τοὺς τελετουργικὰ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία στὴ βάπτιση καὶ στὸν γάμο ἢ στὴν κηδεία καὶ στὸ μνημόσυνο. Ἡ ἑλληνικὴ ζωὴ ἱερουργεῖται ὀρθόδοξα, τὸ λαϊκὸ πανηγύρι καὶ ἡ θεία λειτουργία συγχορεύουν, ὁ ἁγνὸς ἰδεολόγος τῆς Ἀριστερᾶς προκρίνει τὴν πίστη, ἐπικρίνοντας τοὺς φορεῖς της καὶ τελώντας τὴν κηδεία του ἐκκλησιαστικὰ ἢ τὴ βάπτιση τῶν παιδιῶν τοῦ πολιτικοῦ γάμου του. Ἡ στάση του εἶναι μιὰ κριτικὴ συμπάθεια. Ἐνστερνίζεται τὴν τελετουργία διαισθητικὰ (σὰν τὸν Καβάφη “Εἰς τὴν ἐκκλησίαν” ἢ τὴ “Λαμπρὴ” τοῦ Σολωμοῦ) καὶ ἐνωτίζεται τὴν πίστη ἐνστικτωδῶς (σὰν τὸ “ἱερὸ” τοῦ Ἐμπειρίκου ἢ τὸν “ἐπιτάφιο” τοῦ Ἐλύτη). Συνάμα κρίνει τὸ ἱερατεῖο, ἐπικρίνει τὴ θεοκρατία, ἀποστρέφεται τὸν δῆθεν ἑλληνοχριστιανισμὸ καὶ ἀπολακτίζει κάθε κόμμα μὲ τάχα χριστιανικὴ προσωνυμία. Σὰν τὸ κύμα στὸν γιαλὸ ποὺ ἔρχεται καὶ πάει, μοιάζει ὁ Ἕλληνας μπρὸς στὴν Ὀρθοδοξία».
Ἀπὸ τὴν πλευρά του, ὁ γ.γ. Θρησκευμάτων Γεώργιος Καλαντζὴς ἑρμήνευσε τὰ ἀποτελέσματα τῆς δημοσκόπησης, λέγοντας στὴν «Κ» ὅτι «στὴν Ἑλλάδα, ἡ σύνδεση τῆς θρησκείας μὲ τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα ἀφορᾶ δύο γνωστὲς παραμέτρους.
Ἡ πρώτη εἶναι ὁ ἀναντικατάστατος ρόλος τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν αὐτοσυνειδησία μας, τόσο ὡς πρὸς τὴ Δύση (βλέπε τὸ «Χρονικό τοῦ Μορέως») ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴν Ἀνατολὴ (ἐπὶ τουρκοκρατίας ὅποιος ἀρνοῦνταν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀσπαζόταν τὸ Ἰσλὰμ ἔχανε καὶ τὴ συνείδηση τῆς Ρωμηοσύνης του).
Ἡ δεύτερη παράμετρος εἶναι ὅτι τὴ στιγμὴ τοῦ Ἀγώνα γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ κράτους μας, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσέφερε τὰ πάντα γιὰ τὴ νίκη τοῦ Γένους μας.
Ἡ ἴδια ἡ γλώσσα μας διασώθηκε χάρη στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὰ λειτουργικά της κείμενα. Ἂν πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε ἕνα ἀδιάψευστο γεγονὸς ποὺ μαρτυρᾶ τὴν ἀδιάκοπη συνέχεια τοῦ Γένους μας, αὐτὸ εἶναι ἡ γλώσσα μας ποὺ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ μιλιέται».
Ἀλλὰ ὁ κ. Καλαντζὴς προσθέτει: «Ὅμως, τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας μας τὸ ἔχυσαν, ὁπότε χρειάστηκε, καὶ οἱ Ἕλληνες ποὺ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀλλὰ ἀνῆκαν σὲ μιὰ ἄλλη θρησκευτικὴ κοινότητα ἢ δὲν ἀνῆκαν σὲ καμία θρησκευτικὴ κοινότητα».