Στὰ μέρη τῆς Καισαρείας βρίσκεται ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Στὸ
σπίτι τοῦ Φιλίππου, ἑνὸς ἐκ τῶν ἑπτὰ διακόνων. Εὐαγγελίζεται τὸν λόγο
τοῦ Θεοῦ.
Κηρύττει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ξαφνικὰ τὸν ἐπισκέπτεται ἕνας προφήτης, ὁ Ἄγαβος. Αὐτὸς πῆρε τὴ ζώνη τοῦ Παύλου καὶ ἔδεσε μ’ αὐτὴν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του καὶ εἶπε: «Αὐτὰ λέει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: Τὸν ἄνδρα στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζώνη αὐτή, θὰ τὸν δέσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι ἔτσι ὅπως εἶμαι τώρα δεμένος ἐγώ, καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὰ χέρια τῶν εἰδωλολατρῶν Ρωμαίων». Οἱ Χριστιανοὶ ἄκουσαν μὲ ἔκπληξη κι ἀπορία τὰ λεγόμενα τοῦ προφήτη. Ταράχθηκαν, ξέσπασαν σὲ δάκρυα καὶ θερμὲς ἱκεσίες πρὸς τὸν Παῦλο. Τὸν παρακάλεσαν ν’ ἀλλάξει τὸ σχέδιό του καὶ νὰ μὴν προχωρήσει στὰ Ἰεροσόλυμα. Τότε ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε: –Γιατί κλαῖτε καὶ μὲ τὰ δάκρυά σας μοῦ συντρίβετε τὴν καρδιά; Δὲν πρόκειται νὰ πετύχετε τίποτε μὲ τὰ κλάματά σας. Διότι ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος ὄχι μόνο νὰ δεθῶ, ἀλλὰ καὶ νὰ πεθάνω στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. «Τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; ἐγὼ γὰρ οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἑτοίμως ἔχω ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ». Κι ἐπειδὴ ὁ Παῦλος δὲν πειθόταν, σημειώνει ὁ ἱερὸς συγγραφέας τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, σιωπήσαμε καὶ εἰρηνεύσαμε λέγοντας: Τοῦ Κυρίου τὸ θέλημα ἂς γίνει. «Μὴ πειθομένου δὲ αὐτοῦ ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. κα΄ [21] 8-14). Προσπάθησαν οἱ πιστοὶ νὰ μεταπείσουν τὸν Παῦλο, ἀλλὰ μάταιες οἱ προσπάθειές τους. Ὁ Παῦλος σταθερὸς προχωρεῖ μὲ τέλεια αὐταπάρνηση στὸ δρόμο τοῦ καθήκοντος καὶ ἕτοιμος νὰ θυσιασθεῖ, ἂν χρειασθεῖ. Οἱ πιστοὶ θαύμαζαν τὴν ἡρωικὴ στάση τοῦ Ἀποστόλου καὶ διδασκάλου τους, ἀλλὰ ἔνιωθαν καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ παραμείνει ζωντανὸς κοντά τους γιὰ νὰ τοὺς διδάσκει καὶ καθοδηγεῖ. Ἡσύχασαν, ἠρέμησαν, ὅταν ἀποφάσισαν νὰ ἐμπιστευθοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ! Μιλᾶ πολὺ δυνατὰ μέσα μας τὸ παράδειγμα τῶν Χριστιανῶν, μαθητῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τὰ λόγια τους μᾶς ἀναπαύουν, καθὼς ἔρχονται στὸ νοῦ μας, ὅταν βρισκόμαστε σὲ παρόμοιες καταστάσεις. Ὅταν τὰ σχέδιά μας βλέπουμε ν’ ἀλλάζουν, ὅταν οἱ στόχοι μας καὶ οἱ ἐπιθυμίες μας δὲν ἱκανοποιοῦνται ὅπως θέλαμε, ὅταν μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό μας ἀλλιῶς τὰ εἴχαμε ὑπολογίσει καὶ διαφορετικὰ ἐξελίσσονται. Μιὰ ἀσθένεια, ἕνα ἀτύχημα, ἕνας ἀπροσδόκητος θάνατος, μιὰ ἀποτυχία, ἀλλάζουν τὴ ροὴ τῶν πραγμάτων. Τότε;... Τότε ἂς μὴν ταραζόμαστε, ἂς μὴ θορυβούμαστε πανικόβλητοι. Ἀλλὰ νὰ ἡσυχάζουμε, νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ἀφήνουμε νὰ μᾶς φανερώσει ὁ ἅγιος Θεὸς τὸ θέλημά Του. Νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τί θέλει, τί ἔχει στὸ πάνσοφο σχέδιο τῆς ἀγάπης Του γιὰ μᾶς. Εἶναι εὐκαιρία νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸ θέλημά του. Μᾶς δίνεται ἡ ἀφορμὴ νὰ σκεφθοῦμε πὼς Ἐκεῖνος, ὁ Θεὸς καὶ Δημιουργός μας, ἔχει τὸ σχέδιό Του. Τὰ ἐπιτρέπει ὅλα μὲ βάση τὸ αἰώνιο συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Μόνο ἔτσι ἡσυχάζουμε πραγματικά, ὅταν ἐμπιστευόμαστε ἀπόλυτα τὴ ζωή μας στὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης συμβούλευε σχετικά: «Μεγάλη ὑπόθεση νὰ ἀφήνεται κανεὶς στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ! Οἱ ἄνθρωποι βάζουν στόχους καὶ προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἐπιτύχουν, χωρὶς νὰ ἀφουγκράζονται ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ συμμορφώνονται πρὸς αὐτό. Πρέπει νὰ ἀφεθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ νὰ κατευθύνει τὰ πράγματα καὶ ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ χρέος μας μὲ φιλότιμο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐμπιστευθεῖ τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψη τελείως τὸν ἑαυτό του στὰ χέρια Του, θὰ βασανίζεται. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως καταφεύγουν πρῶτα στὴν ἀνθρώπινη παρηγοριὰ καί, ὅταν ἀπογοητευθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τότε καταφεύγουν στὸν Θεό. Ἂν ὅμως θέλουμε νὰ μὴ βασανιζόμαστε, νὰ ζητοῦμε τὴν θεία παρηγοριά, γιατὶ αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μόνη ἀληθινὴ παρηγοριά. Δὲν φθάνει ἡ πίστη στὸν Θεό· χρειάζεται καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἡ ἐμπιστοσύνη μας στὸν Θεὸ μέχρι θανάτου, καὶ τότε βλέπουμε καθαρὰ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς σώζει. Ὅταν ἀναθέτουμε τὸ μέλλον μας στὸν Θεό, Τὸν ‟ὑποχρεώνουμε” νὰ μᾶς βοηθήση» (Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμ. Β΄: Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, σελ. 152). Στὶς δυσκολίες τῶν καιρῶν μας μᾶς χρειάζεται αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη καὶ γεμάτη ἐμπιστοσύνη ἀνάθεση τῶν θεμάτων μας στὸν πανάγαθο καὶ πάνσοφο Θεὸ καὶ Πατέρα μας. Μόνο ἔτσι θὰ ἡσυχάζουμε...
Κηρύττει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ξαφνικὰ τὸν ἐπισκέπτεται ἕνας προφήτης, ὁ Ἄγαβος. Αὐτὸς πῆρε τὴ ζώνη τοῦ Παύλου καὶ ἔδεσε μ’ αὐτὴν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του καὶ εἶπε: «Αὐτὰ λέει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: Τὸν ἄνδρα στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζώνη αὐτή, θὰ τὸν δέσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι ἔτσι ὅπως εἶμαι τώρα δεμένος ἐγώ, καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὰ χέρια τῶν εἰδωλολατρῶν Ρωμαίων». Οἱ Χριστιανοὶ ἄκουσαν μὲ ἔκπληξη κι ἀπορία τὰ λεγόμενα τοῦ προφήτη. Ταράχθηκαν, ξέσπασαν σὲ δάκρυα καὶ θερμὲς ἱκεσίες πρὸς τὸν Παῦλο. Τὸν παρακάλεσαν ν’ ἀλλάξει τὸ σχέδιό του καὶ νὰ μὴν προχωρήσει στὰ Ἰεροσόλυμα. Τότε ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε: –Γιατί κλαῖτε καὶ μὲ τὰ δάκρυά σας μοῦ συντρίβετε τὴν καρδιά; Δὲν πρόκειται νὰ πετύχετε τίποτε μὲ τὰ κλάματά σας. Διότι ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος ὄχι μόνο νὰ δεθῶ, ἀλλὰ καὶ νὰ πεθάνω στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. «Τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; ἐγὼ γὰρ οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἑτοίμως ἔχω ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ». Κι ἐπειδὴ ὁ Παῦλος δὲν πειθόταν, σημειώνει ὁ ἱερὸς συγγραφέας τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, σιωπήσαμε καὶ εἰρηνεύσαμε λέγοντας: Τοῦ Κυρίου τὸ θέλημα ἂς γίνει. «Μὴ πειθομένου δὲ αὐτοῦ ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. κα΄ [21] 8-14). Προσπάθησαν οἱ πιστοὶ νὰ μεταπείσουν τὸν Παῦλο, ἀλλὰ μάταιες οἱ προσπάθειές τους. Ὁ Παῦλος σταθερὸς προχωρεῖ μὲ τέλεια αὐταπάρνηση στὸ δρόμο τοῦ καθήκοντος καὶ ἕτοιμος νὰ θυσιασθεῖ, ἂν χρειασθεῖ. Οἱ πιστοὶ θαύμαζαν τὴν ἡρωικὴ στάση τοῦ Ἀποστόλου καὶ διδασκάλου τους, ἀλλὰ ἔνιωθαν καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ παραμείνει ζωντανὸς κοντά τους γιὰ νὰ τοὺς διδάσκει καὶ καθοδηγεῖ. Ἡσύχασαν, ἠρέμησαν, ὅταν ἀποφάσισαν νὰ ἐμπιστευθοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ! Μιλᾶ πολὺ δυνατὰ μέσα μας τὸ παράδειγμα τῶν Χριστιανῶν, μαθητῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τὰ λόγια τους μᾶς ἀναπαύουν, καθὼς ἔρχονται στὸ νοῦ μας, ὅταν βρισκόμαστε σὲ παρόμοιες καταστάσεις. Ὅταν τὰ σχέδιά μας βλέπουμε ν’ ἀλλάζουν, ὅταν οἱ στόχοι μας καὶ οἱ ἐπιθυμίες μας δὲν ἱκανοποιοῦνται ὅπως θέλαμε, ὅταν μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό μας ἀλλιῶς τὰ εἴχαμε ὑπολογίσει καὶ διαφορετικὰ ἐξελίσσονται. Μιὰ ἀσθένεια, ἕνα ἀτύχημα, ἕνας ἀπροσδόκητος θάνατος, μιὰ ἀποτυχία, ἀλλάζουν τὴ ροὴ τῶν πραγμάτων. Τότε;... Τότε ἂς μὴν ταραζόμαστε, ἂς μὴ θορυβούμαστε πανικόβλητοι. Ἀλλὰ νὰ ἡσυχάζουμε, νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ἀφήνουμε νὰ μᾶς φανερώσει ὁ ἅγιος Θεὸς τὸ θέλημά Του. Νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τί θέλει, τί ἔχει στὸ πάνσοφο σχέδιο τῆς ἀγάπης Του γιὰ μᾶς. Εἶναι εὐκαιρία νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸ θέλημά του. Μᾶς δίνεται ἡ ἀφορμὴ νὰ σκεφθοῦμε πὼς Ἐκεῖνος, ὁ Θεὸς καὶ Δημιουργός μας, ἔχει τὸ σχέδιό Του. Τὰ ἐπιτρέπει ὅλα μὲ βάση τὸ αἰώνιο συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Μόνο ἔτσι ἡσυχάζουμε πραγματικά, ὅταν ἐμπιστευόμαστε ἀπόλυτα τὴ ζωή μας στὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης συμβούλευε σχετικά: «Μεγάλη ὑπόθεση νὰ ἀφήνεται κανεὶς στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ! Οἱ ἄνθρωποι βάζουν στόχους καὶ προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἐπιτύχουν, χωρὶς νὰ ἀφουγκράζονται ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ συμμορφώνονται πρὸς αὐτό. Πρέπει νὰ ἀφεθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ νὰ κατευθύνει τὰ πράγματα καὶ ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ χρέος μας μὲ φιλότιμο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐμπιστευθεῖ τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψη τελείως τὸν ἑαυτό του στὰ χέρια Του, θὰ βασανίζεται. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως καταφεύγουν πρῶτα στὴν ἀνθρώπινη παρηγοριὰ καί, ὅταν ἀπογοητευθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τότε καταφεύγουν στὸν Θεό. Ἂν ὅμως θέλουμε νὰ μὴ βασανιζόμαστε, νὰ ζητοῦμε τὴν θεία παρηγοριά, γιατὶ αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μόνη ἀληθινὴ παρηγοριά. Δὲν φθάνει ἡ πίστη στὸν Θεό· χρειάζεται καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἡ ἐμπιστοσύνη μας στὸν Θεὸ μέχρι θανάτου, καὶ τότε βλέπουμε καθαρὰ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς σώζει. Ὅταν ἀναθέτουμε τὸ μέλλον μας στὸν Θεό, Τὸν ‟ὑποχρεώνουμε” νὰ μᾶς βοηθήση» (Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμ. Β΄: Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, σελ. 152). Στὶς δυσκολίες τῶν καιρῶν μας μᾶς χρειάζεται αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη καὶ γεμάτη ἐμπιστοσύνη ἀνάθεση τῶν θεμάτων μας στὸν πανάγαθο καὶ πάνσοφο Θεὸ καὶ Πατέρα μας. Μόνο ἔτσι θὰ ἡσυχάζουμε...