Οι θεόπτες, μετέχοντας της φωτιστικής και
θεοποιού ενεργείας του Θεού, βλέπουν τους αγγέλους και τους
κεκοιμημένους Αγίους μέσα στην δόξα του Θεού και διακρίνουν μια άλλη
διάσταση χρόνου.
Αυτό, το
υψηλότερο επίπεδο του χρόνου, το αποκάλεσαν «αιώνα» και το διέκριναν από
τον αισθητό χρόνο της δημιουργίας που ζούσαν, πριν από την θεοπτική
εμπειρία, αλλά και από το απρόσιτο Φως, στο οποίο κατοικεί ο Θεός και το
οποίο αποκάλεσαν «αΐδιον». Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι
αιώνας είναι ο χρόνος που θα σταματήση να κινήται, και χρόνος είναι ο
αιώνας που μετράται κινούμενος. Πάντως, ο αιώνας είναι άλλο επίπεδο του
χρόνου, και διακρίνεται από το αΐδιο, το οποίο αποδίδεται στον Θεό.
Μέσα στους αιώνες ζουν και οι άγγελοι, τα
νοερά πνεύματα που δημιουργήθηκαν από τον Θεό, γι’ αυτό και οι άγγελοι
καλούνται και αυτοί αιώνες. Είναι χαρακτηριστικό το χωρίο του Αποστόλου
Παύλου: «επ’ έσχατων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ, ον έθηκε
κληρονόμον πάντων, δι’ ου και τους αιώνας εποίησεν» (Εβραίους Α’, 2).
«Εις τους αιώνες είναι και ο χρόνος των
αγγέλων, που δεν είναι περιορισμένος ο Άγγελος από την ύλη. Οπότε,
κινείται μέσα σε χρονικά διαστήματα, τα οποία δεν ομοιάζουν με τα δικά
μας».
«Ο άνθρωπος κάτι ολίγον συλλαμβάνει από τον
χρόνον. Από τον αιώνα τίποτε περίπου, εκτός αν φθάνη στην θέωση και έχη
διορατικότητα και ο ίδιος βλέπη έναν Άγγελο, οπότε έχει μια εμπειρία του
Αγγέλου».
Εφ’ όσον οι άγγελοι είναι δημιουργήματα του
Θεού και ήλθαν εκ του μη όντος στο είναι, σημαίνει ότι έχουν αρχή και
είναι κτιστοί. Παράλληλα, στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται λόγος για τον
άκτιστο Άγγελο, τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, που είναι ο Λόγος, και για
τους κτιστούς αγγέλους, τα δημιουργήματα του Θεού.
«Και υπάρχει ένας ερμηνευτικός κανόνας, που
τον εκφράζει ο Μέγας Βασίλειος σαφέστατα, όπου ο Άγγελος στην Παλαιά
Διαθήκη λέγεται Θεός -διότι υπάρχουν άγγελοι και άγγελοι, υπάρχουν και
κτιστοί άγγελοι. Όπου ο Άγγελος που εμφανίζεται στους Προφήτες λέγεται
Θεός, αυτός είναι ο Χριστός».
Ο Απόστολος Παύλος παρουσιάζει την διαφορά μεταξύ άκτιστου Λόγου και κτιστών αγγέλων:
«Τίνι γαρ ειπέ ποτέ των άγγέλων Υιός μου ει
συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε, και πάλιν εγώ έσομαι αυτώ εις πατέρα, και
αυτός έσται μοι εις υιόν, όταν δε πάλιν εισαγάγη τον πρωτότοκον εις την
Οικουμένην, λέγει· και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού, και
προς μεν τους αγγέλους λέγει ο ποιων τους αγγέλους αυτού πνεύματα, και
τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα· προς δε τον υιόν ο θρόνος σου, ο
Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος· ράβδος ευθύτητος, η ράβδος της βασιλείας
σου· ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας ανομίαν δια τούτο έχρισέ σε ο
Θεός, ο Θεός σου έλαιον αγαλλιάσσεως παρά τους μετόχους σου» (Εβραίους
Α’, 5-9).
Ο Λόγος του Θεού κάθεται εκ δεξιών του
Πατρός, ενώ οι άγγελοι είναι λειτουργικά και διακονικά πνεύματα: «προς
τίνα δε των αγγέλων ειρηκέ ποτέ· κάθου εκ δεξιών μου έως αν θω τους
εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου; ουχί πάντες εισί λειτουργικά
πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν
σωτηρίαν;» (Εβραίους Α’, 13-14).
Ως δημιουργήματα του Θεού οι άγγελοι είναι
υλικοί, αλλά έχουν λεπτότερη ύλη από την δική μας. Γι’ αυτό δεν λέγονται
άϋλα όντα, γιατί άϋλος-Πνεϋμα είναι ο Θεός, αλλά χαρακτηρίζονται
«αιθέρια όντα».
«Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι όχι μόνο η
ψυχή είναι σώμα -υλική η ψυχή- αλλά και οι άγγελοι. Θυμάστε εκείνο το
περίφημο χωρίο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, που λέει ότι εν
συγκρίσει με τα ορατά οι άγγελοι είναι ασώματοι; Γιατί λέμε ασωμάτους
τους αγγέλους; διότι είναι αόρατοι, δηλαδή· εν συγκρίσει με τον Θεό
είναι παχειά ύλη.
Λοιπόν, δεν δέχονται οι Πατέρες ότι υπάρχουν
άϋλα πράγματα· ο μόνος άυλος και φύσει αθάνατος είναι ο Θεός· ούτε οι
άγγελοι ούτε η ψυχή».
Η κτιστότητα συνδέεται με την ύλη και το
θνητό. Μόνος κατά φύση άκτιστος, άυλος και αθάνατος είναι ο Θεός, ενώ οι
άνθρωποι και οι άγγελοι είναι κατά φύση κτιστοί, υλικοί και θνητοί.
«Οι Πατέρες εξηγούν ότι φύσει αθάνατος είναι μόνον ο Θεός, και ο άνθρωπος και οι άγγελοι δεν είναι φύσει αθάνατοι.
Οπότε, στους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχει η
διδασκαλία ότι οι άγγελοι είναι υλικά όντα τουλάχιστον συγκρινόμενοι με
τον Θεό, δεν είναι καθαρά άϋλα πνεύματα. Και αυτό βέβαια βασίζεται στην
πατερική διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Το μόνο φύσει αθάνατον
είναι το άκτιστο, ο ίδιος ο Θεός που είναι άκτιστος».
Έτσι, οι άγγελοι και οι ψυχές των ανθρώπων
είναι «φύσει θνητοί αλλά χάριτι αθάνατοι. Γιατί κάθε τι που έχει αρχή
έχει και τέλος. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποτε οι άγγελοι και οι άνθρωποι
θα παύσουν να υπάρχουν, αφού ο Θεός θέλησε να παραμένουν αθάνατοι.
Ακόμη, οι άγγελοι λέγονται «νόες», γιατί έχουν νοερά ενέργεια, όχι όμως
λογική. Ο άνθρωπος έχει και νοερά και λογική ενέργεια, ενώ οι άγγελοι
μόνον νοερά ενέργεια. Ο άνθρωπος είναι η περίληψη της δημιουργίας και το
τελειότερο δημιούργημα του Θεού, και γι’ αυτό ο Λόγος του Θεού
προκειμένου να σώση τον άνθρωπο και να αγιάση την κτίση, προσέλαβε την
ανθρώπινη φύση και όχι την αγγελική.
«Εκτός από την λογική ενέργεια οι Πατέρες
μιλούν για μια νοερά ενέργεια. Και έκαναν σαφή διάκριση και λένε ότι οι
άγγελοι μεν είναι νόες, ενώ οι άνθρωποι έχουν λόγους. Ο άνθρωπος έχει
λόγο και οι άγγελοι έχουν νόες. Οπότε, άλλο είναι η νοερά ενέργεια, άλλο
είναι η λογική ενέργεια. Γίνεται αυτή η συνεχής διαφοροποίηση στους
Πατέρες της Εκκλησίας.
Αν θέλετε να δήτε, έτσι από κοντά, το θέμα
αυτό, θα πρέπει να διαβάζετε τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος, όταν
μιλάη για τους ανθρώπους, κάθε φορά που λέει «λόγο», λέει και «νου» και
κάθε φορά που λέει «νου» λέει και «λόγο». Βλέπει κανείς λόγο και νου να
συμβαδίζουν, όταν μιλάη για τον άνθρωπο. Όταν μιλάη για τους αγγέλους,
τους ονομάζει συνήθως νόες. Αυτοί είναι οι νόες, νοερές δυνάμεις κ.ο.κ.
Εμείς είμαστε λογικά όντα, αλλά είμεθα και νοερά όντα, γιατί έχουμε και
τα δύο εμείς, ενώ οι άγγελοι είναι μονοκόμματοι νόες».
Έπειτα, βασική αρχή της πατερικής διδασκαλίας
είναι ότι δεν υπάρχουν αμετάβλητα όντα, γι’ αυτό όλα τα όντα βρίσκονται
σε μια κίνηση. Ούτε στην άλλη ζωή θα υπάρξη στασιμότητα.
«Ο άγιος Διονύσιος πιστεύει στην αιώνια
κίνηση, ότι η τελειότητα είναι η αιώνια κίνηση. Την στασιμότητα την
αποβάλλει. Πιστεύει στην τελειότητα, που ακόμα και τα Χερουβείμ και τα
Σεραφείμ και οι Κυριότητες και όλοι οι άγγελοι, πάντα από δόξα σε δόξα
και διαρκώς ευρίσκονται σε διαρκή ανοδική πορεία, παρά το γεγονός ότι
είναι Θεούμενοι και βλέπουν την δόξα του Θεού, ενώ για την πλατωνική
παράδοση η τελείωση είναι η ακινησία και το αμετάβλητο.
Οπότε, έχουμε το αμετάβλητο στους Έλληνες
φιλοσόφους, ως το τέλος της ανθρωπίνης τελειότητος. Ενώ, στον κατ’
εξοχήν Ελληνίζοντα, δήθεν, φιλόσοφο Πατέρα της Εκκλησίας έχουμε την
αεικινησία, ως το θεμέλιο της Θεώσεως».
Ακόμη και οι άγγελοι, παρά την συνεχή κίνηση,
ποτέ δεν μπορούν να φθάσουν στην γνώση της ουσίας του Θεού, ποτέ δεν
μπορούν να γίνουν άκτιστοι. Την ουσία του Θεού «ούτε οι άγγελοι
γνωρίζουν».
*Σε
προηγούμενη αναφορά εκτέθηκε η πατερική διδασκαλία για την διαφορά
μεταξύ χρόνου, αιώνος και αϊδίου. Και αυτή η διδασκαλία είναι εμπειρική,
καρπός της αποκαλυπτικής θεωρίας που έχουν οι Θεούμενοι Άγιοι.
Πηγή:
«Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις
προφορικές παραδόσεις του π. Ι. Ρωμανίδη» Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ.
Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου (ΟΟΔΕ).
https://iliaxtida.wordpress.comhttps://simeiakairwn.wordpress.com