Δευτέρα, 6 Ιουνίου 1960, το Time Magazine δημοσίευε την ακόλουθη νεκρολογία:
Πέθανε μετά από εγκεφαλική αιμορραγία στο Σαν Φρανσίσκο, όπου εργαζόταν ως υπάλληλος γραφείου, ο Αρμένιος ήρωας Σαρό Μελικιάν (γεννημένος ως Σογομόν Τεχλιριάν), 63 ετών, ο οποίος σε μια συγκλονιστική δίκη που έγινε στο Βερολίνο το 1921, αθωώθηκε, αν και είχε ομολογήσει ότι δολοφόνησε τον Ταλαάτ Πασά, τον τούρκο Μεγάλο Βεζίρη (ο οποίος στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχε διατάξει τη σφαγή των Αρμενίων).
Γεννημένος στις 2 Απριλίου 1897, ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι η ζωή του θα μετατρεπόταν σε ένα αβάσταχτο δράμα που τον τραυμάτισε ψυχικά και σωματικά μέχρι το θάνατό του. Είδε να συνθλίβουν το κεφάλι του αδερφού του, να δολοφονούν τη μητέρα και τον πατέρα του, να βιάζουν και μετά να σκοτώνουν την αδερφή του. Ο ίδιος επέζησε ανάμεσα σε διαμελισμένα πτώματα γιατί τον θεώρησαν νεκρό.
Είναι το παλικάρι που στις 11 το πρωί της Τρίτης 15 Μαρτίου 1921, στην οδό Χάρντεμπεργκ στη συνοικία Σαρλότεμπουργκ του Βερολίνου , μετά από συστηματική παρακολούθηση δέκα ημερών συναντά κατά πρόσωπο τον δήμιο της οικογένειάς του να κάνει ανέμελος το συνηθισμένο του περίπατο, ντυμένος ευρωπαϊκά και ακολουθούμενος σε απόσταση μερικών μέτρων, -σύμφωνα με τα μουσουλμανικά έθιμα, από τη σύζυγό του. Ο οργανωτής του μεγάλου εγκλήματος, πρώην υπουργός Εσωτερικών και μέλος της τριανδρίας των Νεότουρκων που κυβέρνησε ουσιαστικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του πολέμου, Ταλαάτ Πασας απολαμβάνει ανυποψίαστος τις τελευταίες του στιγμές.
Ο Τεχλιριάν ξεκινά από το απέναντι πεζοδρόμιο, διασταυρώνεται με τον «στόχο», τον προσπερνά και επιβραδύνει το βήμα του. Κατόπιν γυρίζει πίσω. Ο Ταλαάτ φαίνεται σαν κάτι να διαισθάνεται, αλλά είναι πλέον αργά. Ο Τεχλιριάν βγάζει το περίστροφο από την τσέπη του και με μια αστραπιαία κίνηση τον πυροβολεί στο ύψος του κεφαλιού. Ο Ταλαάτ Πασάς εγκαταλείπει ….επιτυχώς τα εγκόσμια.
«Σκότωσα μα δεν είμαι δολοφόνος» δήλωσε ο Τεχλιριάν στη δίκη που ακολούθησε στο Βερολίνο και προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον.
Υποστήριξε ότι ενήργησε μόνος του από παρόρμηση καθότι λόγω των όσων έζησε έβλεπε στον ύπνο του τις νύχτες τη μητέρα του να του ζητά να πάρει εκδίκηση. Ήξερε ότι με κάθε τρόπο έπρεπε να αποκρύψει ότι εκτελούσε μέρος της ειδικής επιχείρησης ‘’Νέμεσις’’. Και το κατάφερε.
Οι συνήγοροί του επικαλέστηκαν ως ελαφρυντικά τις ταλαιπωρίες που υπέστη από την εκτόπισή του και τις κρίσεις επιληψίας που τον βασάνιζαν κάθε φορά που ανακαλούσε στη μνήμη του τις εικόνες φρίκης από την κακοποίηση και τη θανάτωση των γονιών του, του αδελφού και της αδελφής του. Τρεις μήνες μετά την πολύκροτη δίκη, οι ένορκοι του κακουργιοδικείου του Βερολίνου έκριναν αθώο τον Σογομόν Τεχλιριάν, απόφαση που έγινε δεκτή με ενθουσιώδη χειροκροτήματα από ένα πλήθος ομοεθνών και συμπαθούντων που είχαν κατακλύσει το δικαστήριο.
Ο Ταλαάτ Πασάς που διέφυγε στο Βερολίνο κρυβόταν με το όνομα Αλή Σαλιέχ Μπέη. Είχε ξυρίσει το μουστάκι του για να μην τον αναγνωρίζουν, όμως ο Σογομόν Τεχλιριάν, κατάφερε να ταυτοποιήσει τον Ταλαάτ, χρησιμοποιώντας ένα ξυραφάκι για να «σβήσει» το μουστάκι του στη φωτογραφία που του είχαν δώσει οι σύντροφοί του.
Ο Ταλαάτ ήταν ο ουσιαστικός ηγέτης του Κομιτάτου ‘’Ένωση και Πρόοδος’’ και θεωρείται ως ο κύριος υπαίτιος της Γενοκτονίας των Αρμενίων μεταξύ 1915-1917. Είχε δηλώσει δημόσια την πρόθεσή του να εξαλείψει τους Αρμένιους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σχεδίασε και οργάνωσε την εθνοκάθαρση των Αρμενίων και επέβλεψε όλες τις φάσεις της εκτέλεσής της.
Η σορός του επεστράφη στο τουρκικό κράτος από τον Χίτλερ το 1943. Στην Κωνσταντινούπολη βρίσκεται το μαυσωλείο του και μια λεωφόρος φέρει το όνομά του στην ΄Άγκυρα.
Από κάθε άποψη από δυσάρεστο έως εξοργιστικό…
Την ίδια τακτική θα ακολουθήσει κι ένας άλλος Αρμένιος τιμωρός, ο Μισάκ Τορλακιάν που θα εκτελέσει στην Κωνσταντινούπολη, τον υπουργό Εσωτερικών του Αζερμπαϊτζάν, Μπεχούντ Χαν Τζιβανσίρ, υπεύθυνο της σφαγής 20.000 Αρμενίων κατά την είσοδο των Τούρκων στο Μπακού το Σεπτέμβρη του 1918.
Στις 18 Ιουλίου 1921, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, ο Αζέρος αξιωματούχος επιστρέφει στο ξενοδοχείο ''Πέρα Παλάς'', συνοδευόμενος από τον αδελφό του και άλλα τέσσερα άτομα μετά από μια οινοποσία σ’ ένα γειτονικό δημόσιο πάρκο.
Ένας μικρόσωμος άνδρας εμφανίζεται ξαφνικά στην είσοδο του ξενοδοχείου πυροβολώντας μια φορά στα πλευρά του Τζιβανσίρ που τον περνούσε ένα κεφάλι. Ο υπουργός γυρίζει λίγο το σώμα του και καταφέρνει να πιάσει το μπράτσο του θύτη του. Αυτός όμως προλαβαίνει και του φυτεύει δυο σφαίρες στο στήθος. Κι ενώ ο τραυματίας σωριάζεται καταγής, οι συνοδοί του πανικόβλητοι το βάζουν στα πόδια και κρύβονται πίσω από τα αυτοκίνητα. Οι δυο τούρκοι αστυνομικοί της φρουράς που βρίσκονται μπροστά στο ξενοδοχείο εξαφανίζονται.
Ο Τορλακιάν στρίβει στη γωνία του δρόμου, αλλά ξαναεμφανίζεται ακούγοντας τις εκκλήσεις του θύματος για βοήθεια. Οι τριάντα περίπου αποσβολωμένοι μάρτυρες δεν τολμούν να επέμβουν, βλέπουν έντρομοι τον εκτελεστή να πλησιάζει και να δίνει τη χαριστική βολή στον τραυματισμένο που θα υποκύψει λίγο αργότερα κατά τη μεταφορά του στο ξενοδοχείο. Ο Τορλακιάν ακουμπά το όπλο του στο καπό ενός αυτοκινήτου και παραδίδεται.
Στους Γάλλους και κατόπιν στους ΄Άγγλους αξιωματικούς που τον ανακρίνουν, απαντά ότι η οικογένειά του εξοντώθηκε με διαταγή του Τζιβανσίρ στο Μπακού και δείχνει τις τρεις ουλές που φέρει στο σώμα του ενώ μια σφαίρα είναι ακόμα σφηνωμένη στο μηρό του από εκείνη την τραγική ημέρα..
Η δίκη του ξεκινά τέλη Αυγούστου, ενώπιον του βρετανικού στρατιωτικού δικαστηρίου στο κτίριο της παλιάς οθωμανικής σχολής πολέμου.
Διαρκεί δυο μήνες και ο συνήγορος υπεράσπισης στηριζόμενος στο πόρισμα του γιατρού-πραγματογνώμονα, υποστηρίζει ότι ο πελάτης του αφού υπέστη κρίση επιληψίας – τακτική που ακολουθήθηκε και στην υπόθεση Τεχλιριάν – είχε προβεί σε φόνο σε κατάσταση κρίσης όταν πληροφορήθηκε για την παρουσία του Τζιβανσίρ στην Κωνσταντινούπολη. Στις 20 Οκτωβρίου, ο Τορλακιάν κρίνεται ένοχος χωρίς να του επιβληθεί ποινή καθότι είχε το ακαταλόγιστο των πράξεών του τη στιγμή της εκτέλεσης. ΄Έτσι απελαύνεται στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.
Ο Τορλακιάν όπως και ο Τεχλιριάν, ακολούθησαν πιστά τις οδηγίες της οργάνωσης που ανήκαν και σκοπό είχε τη τιμωρία με θάνατο των πρωταιτίων της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Στις 5 Δεκεμβρίου 1921 ο Αρσαβίρ Σιρακιάν θα εκτελέσει στη Ρώμη κατά τρόπο μυθιστορηματικό – κρεμασμένος στο μαρσπιέ της άμαξας που μετέφερε το θύμα – με μια σφαίρα στο κεφάλι, τον πρώην αρχηγό της κυβέρνησης των Νεότουρκων Σαΐντ Χαλίμ μετά από συστηματική παρακολούθηση πέντε μηνών.
Ο Σιρακιάν μαζί με τον Αράμ Γεργκανιάν θα ξαναχτυπήσουν στο Βερολίνο στις 17 Απριλίου 1922 ταυτόχρονα και θα εκτελέσουν τον δρ. Μπεχαεντίν Σακίρ, έναν από τους κυριότερους υπεύθυνους της γενοκτονίας και τον πρώην διοικητή της Τραπεζούντας, Τζεμάλ Αζμί.
Η καταδίωξη του πρώην υπουργού Ναυτικών, Τζεμάλ Πασά, μέλους της τριανδρίας των Νεότουρκων, που έγινε σύμβουλος των Σοβιετικών στις καυκασιανές υποθέσεις, θα οδηγήσει τους αποφασισμένους τιμωρούς Στεπάν Τζαγικιάν, Μπεντρός Τερ Μπογοσιάν και Αρντασέζ Κεβορκιάν να τον εντοπίσουν και εκτελέσουν στις 25 Ιουλίου 1922, μπροστά στο στρατηγείο της Τσέκα, (πολιτικής αστυνομίας των μπολσεβίκων) στην Τιφλίδα.
Ειρωνεία της τύχης: ο Εμβέρ Πασάς, το τρίτο μέλος της τριανδρίας των Νεότουρκων, πρώην υπουργός Πολέμου, που είχε στραφεί προς την κομμουνιστική κυβέρνηση της Μόσχας, θα χάσει τη ζωή του στις 4 Αυγούστου 1922 από τον Αγκόπ Μελκουμιάν αξιωματικό μιας διμοιρίας Αρμενίων μπολσεβίκων κοντά στη Σαμαρκάνδη, στα σύνορα του Αφγανιστάν, όντας επικεφαλής μιας ομάδας επαναστατημένων μουσουλμάνων του εμιράτου της Μπουχάρας.
Και ο δρ. Ναζίμ, ο τελευταίος που απέμεινε από τη λίστα των «στόχων» που είχαν συντάξει οι εκδικητές, θα εκτελεστεί δια απαγχονισμού στην ΄Άγκυρα στις 26 Αυγούστου 1926. ΄Όχι όμως επειδή συμμετείχε στην οργάνωση των σφαγών του 1915, αλλά διότι συνωμότησε εναντίον του κεμαλικού καθεστώτος.