Θά σάς πω κάτι πού μου συνέβη τότε στήν πείνα, στήν Κατοχή.
Είχα ένα χρέος, πού έπρεπε νά τό δώσω. Είχα εντολή νά τό εξοφλήσω μέχρι τό Πάσχα. Καί έκανα μεγάλη οικονομία, γιά νά κλείσω τό χρέος. Ετρωγα όλη τήν Μεγάλη Εβδομάδα λίγο ψωμάκι, πενήντα δράμια ψωμί, πού καί αυτό ακόμη δέν μπορούσα νά τό άγοράσω- έβρεχα τό ψωμί μου μέσα στό νερό καί τό έτρωγα, δέν είχα τίποτε άλλο. Θέλω νά σάς πω, τι κάνει ό Θεός στήν στέρησι, στήν ανέχεια τήν μεγάλη καί πώς βοηθάει. Όχι ότι είχα άξια, άλλά μέ γλύκανε, γιά νά μου δείξη πόσο δυνατός είναι καί πόσο πρέπει νά Τον λατρεύουμε.
Ηλθε τό Μέγα Σάββατο καί πήγα στις οκτώ τό βράδυ στήν εκκλησία, γιατί ό πνευματικός μας διάβαζε νωρίς τις Πράξεις των Αποστόλων. Όπως γίνεται στό Αγιον Όρος. Καί κάθησα σέ μία γωνιά καί τραβούσα κομποσχοινάκι. Όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δέν είχα τίποτε, ούτε ένα κεράκι, τίποτε. Τώρα πώς νά πήγαινα στο «Δεύτε λάβετε φως», δεν είχα κερί. Είπα μέ τό νου μου: «Αφού θέλεις, Χριστέ μου, νά μή έχω μία λαμπαδούλα νά πάρω τό άγιο φως, νάναι εύλογημένο τό θέλημά Σου».
’Έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα, έλεγα τον πόνο μου. Θυμήθηκα τούς άσκητάδες και σκεφτόμουν: «Πώς οι άσκητάδες στήν έρημο δεν έχουν ψωμάκι, δέν έχουν φαγάκι και κείνους ό Θεός τούς φροντίζει, τί στενοχωριέμαι; Καί μένα ό Θεός θά μέ φροντίση.
Αμα θελήση ό Θεός, θά στείλη άνθρώπους νά μου φέρουν καί μένα κάτι, θά φωτίση νά μου φέρουν και μία λαμπαδούλα». Είδα λοιπόν μία γυναίκα νά έρχεται καί νά μου λέη:
-Δέν έχεις λαμπάδα;
-Όχι δέν έχω, τής απάντησα.
-Τέτοια μέρα, δέν έχεις λαμπάδα, άναστάσιμη μέρα νά μή έχης λαμπάδα; Απόρησε ή γυναίκα.
-Αμα θέλης, φέρε μου άπ’ τό παγκάρι μία λαμπάδα καί ’γώ θά σου τά δώσω τά χρήματα. Τώρα δέν έχω, τήν άλλη βδομάδα θά σ’ τά δώσω, τής είπα.
-Σώπα, παιδάκι μου, πού θά μου τήν πληρώσης, θά σου πάρω έγώ μία λαμπαδούλα.
Πήγε καί μου έφερε μία λαμπαδούλα καί μέ έπιασε τό παράπονο. Συλλογιζόμουν: «Άς πάω μέ τούς ερημίτες, θά συνεορτάσω εκεί πέρα πού είναι μακριά οι εκκλησίες τους, πού δέν έχουν κανένα νά τούς πάη τίποτε».
Τότε είχε Τυπικό ό πνευματικός μας μετά τήν Ανάστασι, μόλις μπαίναμε μέσα, νά προσκυνάμε την εικόνα τής Άναστάσεως. Μόλις προσκύνησα μου φάνηκε ότι ή αγία Άνάστασι ήρθε μέσα στήν καρδιά μου και τήν κατάπια καί ακόυσα μιά φωνή, σάν νά είχαν άνοίξει όλα τά ραδιόφωνα του κόσμου, πού έλεγε: «Έν αρχή ήν ό Λόγος, καί ό Λόγος ήν προς τον Θεόν, καί Θεός ήν ό Λόγος». Άκουγα μέσα μου τό πασχαλινό Εύαγγέλιο, χωρίς νά τό λέη ό παπάς, καί λιποθύμησα- δέν κατάλαβα τίποτε, ούτε πώς μέ σήκωσαν, τίποτε. Όταν συνήλθα, αυτός ό λόγος ήταν μέσα στα αυτιά μου καί μέσα στήν καρδιά μου' καί μου ήρθε ένας χορτασμός, σάν νά είχα φάει τά αύγά, τά τυριά, τά κρέατα όλου του κόσμου καί αισθανόμουν σάν νά μή βρισκόμουν στήν έκκλησία. Δέν ξέρω πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη- πήγαν νά μέ συνεφέρουν, αλλά εμένα αύτά τά λόγια είχαν τυπωθή μέσα στήν ψυχή μου. Άκουγα αυτή τήν ώραία φωνή σ’ όλη τήν Πασχαλινή Ακολουθία καί αύτά τά λόγια μου φέρνανε ένα χορτασμό.
Πώς τρώς κατά κόρον καί δέν μπορείς νά σταθής, έτσι ακριβώς αισθανόμουν καί υστέρα μου ήρθε ό λογισμός: «νά, καί οί Πατέρες στήν έρημο πού δέν τρώνε, πού δέν γεύονται τίποτε, αύτόν τόν χορτασμό αισθάνονται». Έτσι μια φωνή μου τό- λεγε αυτό τό πράγμα καί δέν μπορώ νά σάς περιγράφω, τί άρρητα ρήματα γλύκαιναν μέσα τήν ψυχή μου καί αισθανόμουν άρρητη ευωδία καί άρρητη γεύση, σάν νά είχα φάει του κόσμου τά μέλια, του κόσμου τά γλυκά. Καί ενώ τήν Μεγάλη Εβδομάδα είχα εξαντληθεί άπό τήν άφαγιά καί τήν στέρησι, μετά έλαβα δυνάμεις. Πώς αισθάνεται ένας πολύ δυνατός άνθρωπος;
"Υστερα λοιπόν έλαβα ισχυρές δυνάμεις και τήν ώρα πού μου είπε ό πνευματικός μου «Χριστός Ανέστη!» ήρθε καί απλώθηκε πιο πολύ αύτός ό πλούτος μέσα στήν ψυχή μου. Όταν κοινώνησα συμπληρώθηκε αύτός ό κορεσμός και ούτε να φάω ούτε νά πιω ήθελα. Και παίρνω ένα δρόμο και πηγαίνω στο σπίτι, γιά νά μή χάσω αύτό τό μεγαλείο. Πήγα σπίτι. Δέν ήθελα νά φάω, μά τίποτε, τίποτε. Ούτε νεράκι ούτε ψωμί, τίποτε δέν ήθελα. Μέ φώναξε ή έξαδέλφη μου, πού ήταν άπέναντι άπό τό σπίτι μου, νά πάω νά φάω πατσά. Έγώ πού νά πω ότι είχα «φάει»; Δέν είπα τίποτε. Πήγα νά φάω, ούτε ή πρώτη κουταλιά δέν κατέβαινε. Τό μεσημέρι μέ είχε καλέσει γιά φαγητό ή κουμπάρα μου, πού τής είχα βαπτίσει δυο παιδάκια. 'Ηταν πολύ πλούσια αυτή.
Μέχρι τό μεσημέρι δέν είχα φάει τίποτε και σκεφτόμουν «πώς θά πάω σ’ αύτό τό σπίτι τώρα;». Ηταν πνευματικός κόσμος καί ντρεπόμουν, γιατί θά με ρωτούσαν τό ένα, τό άλλο, καί δέν ήθελα νά καταλάβουν τήν πνευματική αυτή κατάστασι πού μου έδωσαν ό Θεός.
Λέω λοιπόν: «Τί κάνει ό Θεός! Αισθανόμουν τήν μεγαλωσύνη τού Θεού καί θαύμαζα πόσο πλουτίζη τον άνθρωπο!». Γι’ αύτό είναι άλήθεια πού λέει στό Εύαγγέλιο ότι δέν ζουν οί άνθρωποι μόνο μέ τήν τροφή, άλλα καί μέ τήν Χάρι τού Θεού. Εις δόξαν Χριστού σάς τό λέω, αισθάνθηκα τήν Χάρι τού Χρίστου λόγω τής πείνας καί τής κακομοιριάς πού είχα καί τής στερήσεως. Μου έδωσε νά καταλάβω ό Θεός, τί δίνει στήν στέρησι έπάνω. Ή εγκράτεια καί ή προσευχή πόσο καλό κάνουν στον άνθρωπο! Όταν άφήση κανείς τον έαυτό του στον Θεό ολοκληρωτικός, ό Θεός τόν ταΐζει, ό Θεός τον ποτίζει, γεύεται τον Θεό- καί όλα αυτά τά μεγαλεία τά αισθάνεται ή ψυχή τού ανθρώπου, τά δίνει δωρεάν ό Θεός.
Δέν μάς στερεί τίποτε. Εμείς δέν πλησιάζουμε τόν Χριστό μας, γιά νά μάς δώση αύτό τό ούράνιο μεγαλείο, νά τό γευώμαστε, νά τό σκεφτώμαστε, νά Τόν άγαπάμε. Εκείνος μάς καλεί συνέχεια, νά μάς δώση τό ένα, νά μάς δώση τό άλλο, ό,τι έχει νά μάς τά χαρίση. Αμα δούμε τί μάς έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θά φρίξουμε. Δέν μπορεί νά τά συλλάβη ή διάνοια τού ανθρώπου τά κάλλη τού Παραδείσου. Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι καί τόση άγαλλίασι αισθάνεται ή ψυχή τού ανθρώπου! Θέλει νάχουμε άγάπη, νά άγαπήσουμε τόν Θεό. Άν τόν άγαπήσουμε, θά μάς τά δώση όλα δωρεάν. Μόνο νά δώσουμε τήν καρδιά μας σ’ Εκείνον. «Νάναι ευλογημένο καί εύλόγησον». Αυτά χρειάζονται, γιά νά βρή κανείς στήν ψυχή του τόν Θεό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ
Είχα ένα χρέος, πού έπρεπε νά τό δώσω. Είχα εντολή νά τό εξοφλήσω μέχρι τό Πάσχα. Καί έκανα μεγάλη οικονομία, γιά νά κλείσω τό χρέος. Ετρωγα όλη τήν Μεγάλη Εβδομάδα λίγο ψωμάκι, πενήντα δράμια ψωμί, πού καί αυτό ακόμη δέν μπορούσα νά τό άγοράσω- έβρεχα τό ψωμί μου μέσα στό νερό καί τό έτρωγα, δέν είχα τίποτε άλλο. Θέλω νά σάς πω, τι κάνει ό Θεός στήν στέρησι, στήν ανέχεια τήν μεγάλη καί πώς βοηθάει. Όχι ότι είχα άξια, άλλά μέ γλύκανε, γιά νά μου δείξη πόσο δυνατός είναι καί πόσο πρέπει νά Τον λατρεύουμε.
Ηλθε τό Μέγα Σάββατο καί πήγα στις οκτώ τό βράδυ στήν εκκλησία, γιατί ό πνευματικός μας διάβαζε νωρίς τις Πράξεις των Αποστόλων. Όπως γίνεται στό Αγιον Όρος. Καί κάθησα σέ μία γωνιά καί τραβούσα κομποσχοινάκι. Όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δέν είχα τίποτε, ούτε ένα κεράκι, τίποτε. Τώρα πώς νά πήγαινα στο «Δεύτε λάβετε φως», δεν είχα κερί. Είπα μέ τό νου μου: «Αφού θέλεις, Χριστέ μου, νά μή έχω μία λαμπαδούλα νά πάρω τό άγιο φως, νάναι εύλογημένο τό θέλημά Σου».
’Έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα, έλεγα τον πόνο μου. Θυμήθηκα τούς άσκητάδες και σκεφτόμουν: «Πώς οι άσκητάδες στήν έρημο δεν έχουν ψωμάκι, δέν έχουν φαγάκι και κείνους ό Θεός τούς φροντίζει, τί στενοχωριέμαι; Καί μένα ό Θεός θά μέ φροντίση.
Αμα θελήση ό Θεός, θά στείλη άνθρώπους νά μου φέρουν καί μένα κάτι, θά φωτίση νά μου φέρουν και μία λαμπαδούλα». Είδα λοιπόν μία γυναίκα νά έρχεται καί νά μου λέη:
-Δέν έχεις λαμπάδα;
-Όχι δέν έχω, τής απάντησα.
-Τέτοια μέρα, δέν έχεις λαμπάδα, άναστάσιμη μέρα νά μή έχης λαμπάδα; Απόρησε ή γυναίκα.
-Αμα θέλης, φέρε μου άπ’ τό παγκάρι μία λαμπάδα καί ’γώ θά σου τά δώσω τά χρήματα. Τώρα δέν έχω, τήν άλλη βδομάδα θά σ’ τά δώσω, τής είπα.
-Σώπα, παιδάκι μου, πού θά μου τήν πληρώσης, θά σου πάρω έγώ μία λαμπαδούλα.
Πήγε καί μου έφερε μία λαμπαδούλα καί μέ έπιασε τό παράπονο. Συλλογιζόμουν: «Άς πάω μέ τούς ερημίτες, θά συνεορτάσω εκεί πέρα πού είναι μακριά οι εκκλησίες τους, πού δέν έχουν κανένα νά τούς πάη τίποτε».
Τότε είχε Τυπικό ό πνευματικός μας μετά τήν Ανάστασι, μόλις μπαίναμε μέσα, νά προσκυνάμε την εικόνα τής Άναστάσεως. Μόλις προσκύνησα μου φάνηκε ότι ή αγία Άνάστασι ήρθε μέσα στήν καρδιά μου και τήν κατάπια καί ακόυσα μιά φωνή, σάν νά είχαν άνοίξει όλα τά ραδιόφωνα του κόσμου, πού έλεγε: «Έν αρχή ήν ό Λόγος, καί ό Λόγος ήν προς τον Θεόν, καί Θεός ήν ό Λόγος». Άκουγα μέσα μου τό πασχαλινό Εύαγγέλιο, χωρίς νά τό λέη ό παπάς, καί λιποθύμησα- δέν κατάλαβα τίποτε, ούτε πώς μέ σήκωσαν, τίποτε. Όταν συνήλθα, αυτός ό λόγος ήταν μέσα στα αυτιά μου καί μέσα στήν καρδιά μου' καί μου ήρθε ένας χορτασμός, σάν νά είχα φάει τά αύγά, τά τυριά, τά κρέατα όλου του κόσμου καί αισθανόμουν σάν νά μή βρισκόμουν στήν έκκλησία. Δέν ξέρω πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη- πήγαν νά μέ συνεφέρουν, αλλά εμένα αύτά τά λόγια είχαν τυπωθή μέσα στήν ψυχή μου. Άκουγα αυτή τήν ώραία φωνή σ’ όλη τήν Πασχαλινή Ακολουθία καί αύτά τά λόγια μου φέρνανε ένα χορτασμό.
Πώς τρώς κατά κόρον καί δέν μπορείς νά σταθής, έτσι ακριβώς αισθανόμουν καί υστέρα μου ήρθε ό λογισμός: «νά, καί οί Πατέρες στήν έρημο πού δέν τρώνε, πού δέν γεύονται τίποτε, αύτόν τόν χορτασμό αισθάνονται». Έτσι μια φωνή μου τό- λεγε αυτό τό πράγμα καί δέν μπορώ νά σάς περιγράφω, τί άρρητα ρήματα γλύκαιναν μέσα τήν ψυχή μου καί αισθανόμουν άρρητη ευωδία καί άρρητη γεύση, σάν νά είχα φάει του κόσμου τά μέλια, του κόσμου τά γλυκά. Καί ενώ τήν Μεγάλη Εβδομάδα είχα εξαντληθεί άπό τήν άφαγιά καί τήν στέρησι, μετά έλαβα δυνάμεις. Πώς αισθάνεται ένας πολύ δυνατός άνθρωπος;
"Υστερα λοιπόν έλαβα ισχυρές δυνάμεις και τήν ώρα πού μου είπε ό πνευματικός μου «Χριστός Ανέστη!» ήρθε καί απλώθηκε πιο πολύ αύτός ό πλούτος μέσα στήν ψυχή μου. Όταν κοινώνησα συμπληρώθηκε αύτός ό κορεσμός και ούτε να φάω ούτε νά πιω ήθελα. Και παίρνω ένα δρόμο και πηγαίνω στο σπίτι, γιά νά μή χάσω αύτό τό μεγαλείο. Πήγα σπίτι. Δέν ήθελα νά φάω, μά τίποτε, τίποτε. Ούτε νεράκι ούτε ψωμί, τίποτε δέν ήθελα. Μέ φώναξε ή έξαδέλφη μου, πού ήταν άπέναντι άπό τό σπίτι μου, νά πάω νά φάω πατσά. Έγώ πού νά πω ότι είχα «φάει»; Δέν είπα τίποτε. Πήγα νά φάω, ούτε ή πρώτη κουταλιά δέν κατέβαινε. Τό μεσημέρι μέ είχε καλέσει γιά φαγητό ή κουμπάρα μου, πού τής είχα βαπτίσει δυο παιδάκια. 'Ηταν πολύ πλούσια αυτή.
Μέχρι τό μεσημέρι δέν είχα φάει τίποτε και σκεφτόμουν «πώς θά πάω σ’ αύτό τό σπίτι τώρα;». Ηταν πνευματικός κόσμος καί ντρεπόμουν, γιατί θά με ρωτούσαν τό ένα, τό άλλο, καί δέν ήθελα νά καταλάβουν τήν πνευματική αυτή κατάστασι πού μου έδωσαν ό Θεός.
Λέω λοιπόν: «Τί κάνει ό Θεός! Αισθανόμουν τήν μεγαλωσύνη τού Θεού καί θαύμαζα πόσο πλουτίζη τον άνθρωπο!». Γι’ αύτό είναι άλήθεια πού λέει στό Εύαγγέλιο ότι δέν ζουν οί άνθρωποι μόνο μέ τήν τροφή, άλλα καί μέ τήν Χάρι τού Θεού. Εις δόξαν Χριστού σάς τό λέω, αισθάνθηκα τήν Χάρι τού Χρίστου λόγω τής πείνας καί τής κακομοιριάς πού είχα καί τής στερήσεως. Μου έδωσε νά καταλάβω ό Θεός, τί δίνει στήν στέρησι έπάνω. Ή εγκράτεια καί ή προσευχή πόσο καλό κάνουν στον άνθρωπο! Όταν άφήση κανείς τον έαυτό του στον Θεό ολοκληρωτικός, ό Θεός τόν ταΐζει, ό Θεός τον ποτίζει, γεύεται τον Θεό- καί όλα αυτά τά μεγαλεία τά αισθάνεται ή ψυχή τού ανθρώπου, τά δίνει δωρεάν ό Θεός.
Δέν μάς στερεί τίποτε. Εμείς δέν πλησιάζουμε τόν Χριστό μας, γιά νά μάς δώση αύτό τό ούράνιο μεγαλείο, νά τό γευώμαστε, νά τό σκεφτώμαστε, νά Τόν άγαπάμε. Εκείνος μάς καλεί συνέχεια, νά μάς δώση τό ένα, νά μάς δώση τό άλλο, ό,τι έχει νά μάς τά χαρίση. Αμα δούμε τί μάς έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θά φρίξουμε. Δέν μπορεί νά τά συλλάβη ή διάνοια τού ανθρώπου τά κάλλη τού Παραδείσου. Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι καί τόση άγαλλίασι αισθάνεται ή ψυχή τού ανθρώπου! Θέλει νάχουμε άγάπη, νά άγαπήσουμε τόν Θεό. Άν τόν άγαπήσουμε, θά μάς τά δώση όλα δωρεάν. Μόνο νά δώσουμε τήν καρδιά μας σ’ Εκείνον. «Νάναι ευλογημένο καί εύλόγησον». Αυτά χρειάζονται, γιά νά βρή κανείς στήν ψυχή του τόν Θεό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ