Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Το βυζαντινό ναυτικό (Πληρώματα, καράβια και νεώρια)


Στον τεράστιο τω όντι πίνακα, τον οποίο συνθέτει η επί χίλια και τόσα χρόνια ζωή του Βυζαντινού Κράτους, το Ναυτικόν κατέχει ιδιαίτερα ξεχωριστή θέσι. Αποτελεί του αρμούς της Αυτοκρατορίας, υπηρετεί τη δόξα της και την ευημερία και αποτρέπει τον κίνδυνο.

‘Οταν το Ναυτικόν παραμελήται,ο Βυζαντινός κόσμος πάσχει κι η χώρα οδηγείται στην ταπείνωσι. Το λυκόφως του Ναυτικού προδικάζει το λυκόφως του Βυζαντίου και όταν εκείνο εκλείπει, σαν πραγματική δύναμις, ακολουθεί η κατάρρευσις της Αυτοκρατορίας.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι με τις μεγάλες νίκες των στρατηγών του Ιουστινιανού Α’ (527 — 565) εναντίον των Βανδάλων και των ‘Οστρογότθων της Ιταλίας, η Μεσόγειος ολόκληρη έγινε μιά Βυζαντινή θάλασσα. Μόνον ένα μέρος της Νοτίου Γαλλίας, κοντά στις εκβολές του Ροδανου, παρέμεινε στα χέρια των Φράγκων, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν ναυτική δύναμι. Ο στόλος των Βανδάλων της Αφρικής, που ήλεγχε μέχρι τότε τη Δυτική Μεσόγειο, εξαφανίζεται. Οι Οστρογότθοι εγκαταλείπουν τη θάλασσα, μετά από μάταιη προσπάθεια να εγκατασταθούν στη Νότιο Ιταλία, τη Σικελία και την Σαρδηνία.
Επί πλέον κατορθώνει το Βυζάντιο να αποκαταστήση την ειρήνη στην Κριμαία και, απομακρύνοντας τους Ούννους και τους Γότθους, να αποκτήσει ανεμπόδιστο τον έλεγχο του Ευξείνου Πόντου (τον οποίο άλλωστε θα διατηρήσει, βασικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας του).
Έτσι κατά το τέλος του 6ου αιώνος μ.Χ. παρουσιάζεται η ακόλουθη εικόνα. Κλονίζεται το Βυζάντιο στα σύνορα του Δουνάβεως και στις Βαλκανικές του επαρχίες από τις εισβολές των βαρβάρων, υποχωρεί στην Ιταλία εμπρός στις νέες επιθέσεις των Οστρογότθων και είναι εξαντλημένο από τον ατελεύτητον αγώνα εναντίον των Περσών, στην Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά όμως βρίσκεται επί κεφαλής μιας απέραντου θαλασσινής αυτοκρατορίας, η οποία απλώνεται από τα βάθη του Ευξείνου Πόντου μέχρι το Σουέζ και μέχρι το Γιβραλτάρ. Ο Αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως είναι κύριος όλων των θαλασσών μέχρι των Στηλών του Ηρακλέους, γράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (912—959), στο «Περί Θεμάτων» έργο του.
Γύρω από τις θάλασσες αυτές είναι εγκατεστημένοι οι λαοί της Αυτοκρατορίας. Η θάλασσα είναι εκείνη, που ενώνει τις βυζαντινές επαρχίες και αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για την επικοινωνία της Πρωτευούσης με αυτές. Γιατί η παράκτια χώρα είναι σε πολλά σημεία στενή και στην ξηρά κυκλώνεται, ολόγυρα, από εχθρούς. Η θάλασσα λοιπόν είναι το κέντρο του Βυζαντινού κράτους καί όχι το σύνορο του, ένα όριο της απέραντου κυριαρχίας του.

Τούτο όμως μέχρις ότου εισέλθουν στην μεσογειακή σκηνή οι Άραβες, περί τα μέσα του 7ου αιώνος. Αλλά και τότε ακόμη, όταν οι χαλίφαι εδημιούργησαν ναυτική δύναμι στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Τύνιδα και πάλι οι Βυζαντινοί στόλοι υπεράσπισαν, σ’ ένα αδυσώπητον αγώνα, τις χώρες της αυτοκρατορίας και έσωσαν και αυτή η Βασιλεύουσα, το έτος 717. Αργότερα όμως το Ναυτικόν παρεμελήθη, και η Αυτοκρατορία το επλήρωσε ακριβά, τον 9ον αιώνα. Οι Μουσουλμάνοι πειραταί, κύριοι της Κρήτης από το 827 καί της Σικελίας καί ταξιδεύοντας ανενόχλητοι στην Αδριατική, ερήμωσαν καί «εξάφρισαν» επί ένα αιώνα τις ακτές του Αιγαίου και ουσιαστικά απόκοψαν την Πρωτεύουσα από την Βυζαντινή Δύσι.
Ο κίνδυνος, ο μέγας κίνδυνος ωδήγησε στην ανασυγκρότησι του Ναυτικού, που αρχίζει τον 9ον και συμπληρώνεται τον 10ον αιώνα, καί στην ανακατάληψι της Κρήτης. Βλέπομε έτσι το Βυζάντιο να είναι πάλι και μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνος μια μεγάλη ναυτική δύναμις και να έχη τη θαλασσοκρατία της Μεσογείου.

– Μόνον εγώ, έλεγε ο Νικηφόρος Φωκάς τον 10ον αιώνα στον Πρεσβευτή του Γερμανού Βασιλέως, έχω τη ναυτική δύναμι.
– Ο στόλος, έγραφε επίσης ένας συγγραφεύς του 11ου αιώνος, ο στρατηγός Κεκαυμένος, αποτελεί τη δόξα της Ρωμανίας.

Πάντα ταύτα εγίνοντο μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε, για την κακή του τύχη, προσφορώτερο ν’ ανάθεση σε άλλους (Πιζάνους, Γενοβέζους και Ενετούς) τη φροντίδα για τις κατά θάλασσαν επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν οδυνηρό: κατάληψι της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, το 1204 και -μετά από μερικές αναλαμπές- οριστική συντριβή της Αυτοκρατορίας…
Από τον 4ον αιώνα
Ποια ήταν η αυγή του Ναυτικού του Βυζαντίου; Στο παλιό ρωμαϊκό κράτος, ήδη από τις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνος, τα βαρβαρικά στοιχεία εδέσποζαν στο στρατό των Ρωμαίων οι οποίοι, «εντελώς εκλελυμένοι» όπως ήσαν, είχαν εγκαταλείψει κάθε στρατιωτικό έργο. Η κατάστασις στο Ναυτικό των Ρωμαίων δεν ήταν καλύτερη. Και ο ιδρυτής του νέου κράτους, Κωνσταντίνος ο Μέγας, εζήτησε φεύγοντας να λυτρωθή από την ατμόσφαιρα της παρακμής, πούυ επεσκίαζε τη Ρώμη, και να αναβαπτίση το κράτος του με νέα και ρωμαλέα στοιχεία. Εζήτησε όμως πέραν από αυτό, γράφει ο Γάλλος συγγραφεύς Louis Bréhier «ανεζήτησε εις την Κωνσταντινούπολι τη θάλασσα».
Και άλλος συγγραφεύς, Ρουμάνος αυτός, ό Nicolae Iorga συμπληρώνει με την παρατήρησι ότι «η καινούρια αυτοκρατορία δεν ήτο μιά άλλη μορφή του ηπειρωτικού ρωμαϊκού κράτους, αλλά μιά καινούργια θαλασσοκρατία, μιά κυριαρχία της θαλάσσης». Για την θαλασσοκρατία όμως αυτή εχρειάζοντο καράβια και ένα από τα μεγάλα έργα του νέου κράτους εστάθη η δημιουργία Ναυτικού.
Αλλά πότε εδημιουργήθη το Ναυτικόν αυτό του Βυζαντίου; Τούτο, όπως και τόσα άλλα σημεία πού έχουν σχέσι με το Ναυτικόν, δεν είναι με ακρίβεια γνωστό. Ωρισμένοι συγγραφείς τοποθετούν την απαρχή του Βυζαντινού Ναυτικού στη βασιλεία του Λέοντος Α’, του Θρακός, περί το έτος 457.
Ο Λέων Α’, ο Θράξ εδημιούργησε πολεμικό στόλο για να αποκρούση τις επιθέσεις των βαρβάρων στην Αφρική. Την εποχή του Ιουστινιανού όμως δεν υπήρχαν ακόμη, τα απαραίτητα πλοία, για να μεταφέρουν από τη Δαλματία στην Ιταλία 10-12 χιλ. άνδρες. Τα πλοία που χρησιμοποιούσαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, την εποχή του Ιουστινιανού, δεν ήσαν κρατικά αλλά ιδιωτικά και τα επέτασσαν ανάλογα με τις ανάγκες τους, γεγονός πού είχε σαν αποτέλεσμα την απροθυμία των αξιωματικών και των πληρωμάτων.
Το καινούριο πάντως Ναυτικό έχει την έδρα του στην Κωνσταντινούπολι και τελεί υπό ενιαία διοίκησι, τη διοίκησι «του Στόλου των Καραβησιάνων». Ο αρχηγός του λέγεται «Στρατηγός των Καραβησιάνων», για να μετονομασθή αργότερα σε Δρουγγάριον (που σημαίνει χιλίαρχος). Το Ναυτικό αυτό, που διοικείται από τη Βασιλεύουσα και κατανέμεται σε διαφόρους στόλους, θα προστατεύη το εμπόριο και τα παράλια της Αυτοκρατορίας και θα επιχειρή τις υπερπόντιες εκστρατείες, «τας υπερορίους στρατείας», κατά την έκφρασιν των Βυζαντινών, ανάλογα με τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ανάγκες, θα κυριαρχή στη Μεσόγειο.
Αναδιοργάνωσις
Αργότερα, στο πρώτο ήμισυ του 8ου αιώνος γίνεται αναδιοργάνωσις του Ναυτικού από τον Λέοντα Γ’, τον Ίσαυρο. Με την αναδιοργάνωσι αυτή καταργείται η ενιαία διοίκησις του στόλου δηλ. η «Διοίκησις των Καραβησιάνων» και δημιουργούνται περισσότερες διοικήσεις της Ναυτικής δυνάμεως, που είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και εδρεύουν, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, στις περιοχές οι οποίες απειλούνται από τους Άραβες. Ο γενικός αρχηγός του Ναυτικού, ο αρχιναύαρχος όπως θα ελέγαμε σήμερα, έφερε το τίτλο «Δρουγγάριος» και κατόπιν «Δρουγγάριος των Πλωΐμων» (αργότερα, κατά τον llον αιώνα, ωνομάζετο και «Μέγας Δούξ» παράλληλα προς τον τίτλο του «Δρουγγαρίου των Πλωΐμων»). Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων ήταν από τους ανωτάτους αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας και στην κρατική Ιεραρχία ερχόταν μετά τους Δομεστίχους δηλ. τους Αρχηγούς του στρατού.
Όταν έγινε Ο Μέγας Δομέστιχος δηλ. Ο Αρχηγός ολοκλήρου του Στρατού («κεφαλή άπαντος του φοσσάτου») ο Μέγας Δούξ δηλ. ο Αρχηγός του Στρατού θαλάσσης (του Ναυτικού) ερχόταν αμέσως μετά από αυτόν. Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων είχε υπό τας διαταγάς του ένα ή και περισσοτέρους «Δρουγγαρίους» (αρχηγούς στόλου) που αργότερα (αρχές του 14ου αιώνος ωνομάσθησαν με το αραβικής προελεύσεως όνομα «αμιράληδες» (αμιράλης = ναύαρχος). Επιτελείο ανάλογο προς τό επιτελείο του Δομεστίχου (και αργότερα του μεγάλου Δομεστίχου) είχε και ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων, (μόλον που ο όρος επιτελείον ήταν άγνωστος στο Βυζάντιο).
Υπηρετούσαν σ’ αυτό ο Πρωτοσπαθάριος (είδος επιτελάρχου ή αρχιεπιστολέως), ο Σακελλάριος δηλαδή ο Γενικός Ταμίας του Ναυτικού, ο Χαρτουλάριος (αρχιγραμματεύς), ο Πραίτωρ (δικαστής), ο ιατρός, ο ιερεύς κ.ά. Υπήρχε δε στην Κωνσταντινούπολι ναυτικό δικαστήριο (ναυτοδικείο, θα ελέγαμε σήμερα) , που ο Πρόεδρός του έφερε τον τίτλο του «Πρωτοσπαθαρίου της Φιάλης».
Το δικαστήριο αυτό εδίκαζε κυρίως τα παραπτώματα των πληρωμάτων, που υπηρετούσαν στους βασιλικούς δρόμωνες δηλ. στα πολεμικά καράβια του κεντρικου, του αυτοκρατορικού στόλου. Γιατί κάτω από τον Αρχηγό του Ναυτικοί (τον Δρουγγάριον των Πλωΐμων) υπήρχαν, μετά τη μεταρύθμισι του Λέοντος Γ’ (717-741), τρεις τελείως ξεχωριστοί στόλοι η ορθότερα, κατηγορίες στόλων, του οποίους σε αδρές γραμμές θα σκιαγραφήσουμε.
Οι στόλοι αυτοί είναι:
Π ρ ώ τ ο ν:
Ο κεντρικός ή αυτοκρατορικός στόλος, το Βασιλικόν Πλώϊμον, το μητροπολιτικόν ναυτικόν, όπως θα ελέγαμε σήμερα, χρησιμοποιώντας την ορολογία των τελευταίων αιώνων. Αποτελείται από βαριά πλοία, του δρόμωνες, οπλίζεται, επανδρώνεται και συντηρείται από την Κωνσταντινούπολι και επιφορτίζεται βασικά με μακρυνές αποστολές. Τον καιρό της ειρήνης σταθμεύει στην πρωτεύουσα ή τα στρατηγικά σημεία του θαλασσινού μετώπου της Αυτοκρατορίας, πού ελέγχουν τους διεθνείς θαλάσσιους δρόμους. Τα πληρώματα του στρατολογούνται στην Πρωτεύουσα και τα περίχωρα της ανάμεσα στους επαγγελματίες ναυτικούς αλλά και σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία, ακόμη δε και ανάμεσα στους ξένους, οι οποίοι προσφέρουν, επί πληρωμή βέβαια, τις υπηρεσίες του στο Βυζάντιο. Καθώς όμως δεν επαρκεί ο στόλος αυτός να υπερασπίση τα απέραντα παράλια των χωρών της Αυτοκρατορίας βοηθείται από το «Θεματικόν Πλώϊμον» δηλ. τους περιφερειακούς στόλους πού χωρίζονται σε επαρχιακούς και τους (καθαρά) θεματικούς.
Δ ε ύ τ ε ρ ο ν:
Ο επαρχιακός στόλος. Αποτελείται βασικά από ελαφρές πολεμικές μονάδες (τις γαλέες ή μονήρια και τα χελάνδια ή του μικρούς δρόμωνες). Oι μοίρες του σταθμεύουν στην επαρχία, στην οποία ανήκει, υπάγεται διοικητικά στις αρχές της επαρχίας αυτής (ή του θέματος) δηλ. στο στρατηγό του θέματος, οπλίζεται και συντηρείται από την κεντρική εξουσία δηλ. το Θησαυροφυλάκιο της Πρωτευούσης και επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται επί τόπου άλλα και σέ διάφορα σημεία της Αυτοκρατορίας, άσχετα συχνά προς την περιοχή, στην οποία ανήκουν και την οποία προστατεύουν. Επιφορτισμένος με την φρούρησι των ακτών της επαρχίας του είναι βασικά ένας αμυντικός σχηματισμός. Όταν όμως το απαιτήσουν οι ανάγκες, μετακινείται και σ’ άλλες περιοχές. Έχει επί κεφαλής του τον «Τουρμάρχη του Πλωΐμου» (δηλ. τον διοικητή μοίρας) και εφόσον δρα στην επαρχία του υπάγεται στον στρατηγό, διοικητή της Επαρχίας, όταν όμως μετέχη σε γενικώτερες επιχειρήσεις υπάγεται στον Αρχηγό του Ναυτικού (τον Δρουγγάριον των Πλωΐμων). Ο Τουρμάρχης, διορίζεται από τον Αυτοκράτορα και έχει συνήθψς στη δύναμί του 3-4 ελαφρά πλοία, σπανίως δε περισσότερα.
Τ ρ ί τ ο ν:
Ο θεματικός στόλος. Συγκροτείται μόνο στα ναυτικά θέματα δηλ. στα θέματα (ή περιφέρειες) εκείνα, στα οποία λόγω της γεωγραφικής των θέσεως ή της εκτάσεως των παραλίων δικαιολογείται να υπάρχη ισχυρός στόλος. Αποτελείται από πλοία όλων των ειδών (δρόμωνες και ελαφρά πλοία), από τα οποία οι δρόμωνες είναι εφοδιασμένα με ύγρόν πυρ, όπως τα καράβια του αυτοκρατορικού στόλου.
Eξοπλίζεται και συντηρείται στις Επαρχίες-Θέματα, από τις οποίες και εξαρτάται. Διαθέτει βάσεις, ναυπηγεία και ναυστάθμους. Επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται στην επαρχία, όπου σταθμεύει. Αποστολήν έχει να προστατεύη την περιοχή, που τον συγκροτεί και τον συντηρεί και να προσβάλλη στην ακτίνα δράσεως του τους εχθρικούς στόλου και τις βάσεις. Είναι με άλλους λόγους ένας ολοκληρωμένος τοπικός στόλος, ανεξάρτητος από κάθε πλευρά από τον στόλο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο θεματικός στόλος υπάγεται στον διοικητή της περιοχής ή του θέματος, ο οποίος επειδή το θέμα είναι ναυτικό δεν είναι στρατιωτικός αλλά ναυτικός και φέρει τον τίτλο του Δρουγγαρίου δηλ. του ναύρχου.
Γενικά οι περιφερειακοί στόλοι (επαρχιακοί και θεματικοί) παράλληλα με την αποστολή, που έχουν στην περιοχή τους, χρησιμεύσουν και σαν εφεδρεία του αυτοκρατορικού στόλου (ή βασιλικού πλωΐμου) και γι’ αυτό μετακινούνται ανάλογα με τις γενικώτερες ανάγκες της Αυτοκρατορίας. Οι στόλοι υποδιαιρούντο σε μοίρες, κάθε δε μοίρα αποτελείτο από 3-5 δρόμωνες και είχε διοικητή τον «κόμη». Ο «πολεμικός άρχων» κάθε πλοίου ωνομαζόταν Κεντυρίων, από το λατινικό CENTURIO δηλ. εκατόνταρχος, διότι ο δρόμων -το καθ’ αυτό πολεμικό καράβι των Βυζαντινών- είχε βασικώς εκατό κουπιά, με ισάριθμους κωπηλάτες. Ο Κεντύρων και αργότερα «Κυβερνήτης», τους τελευταίους δε αιώνες της Αυτοκρατορίας «Κατ’ επάνω» και κατ’ αναγραμματισμό «Καπετάνιος» ή «Καπιτάνιος», είχε το φλάμουλο δηλ. τη μακρόστενη σημαία, που αποτελούσε και το σήμα της διοικήσεως του (αντίστοιχο προς τον σημερινό επιστείοντα των πολεμικών μας πλοίων).
Φυσικά κάθε πολεμικό πλοίο είχε την εσωτερική του οργάνωσι, στην οποία η θέσις του καθενός ήταν καθωρισμένη. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι σε κάθε πολεμικό καράβι υπηρετούσαν οι στρατιώτες πολεμισταί (που ελέγοντο καβαλλαρικοί) και οι κωπηλάτες. Οι τελευταίοι αυτοί λέγονται ελάται, ερέται ή κωπηλατούντες και διατάσσονται σε δύο σειρές ή «ελασίες»: την «ανω ελασίαν» (που είναι στο κατάστρωμα) και την «κάτω ελασίαν» (που είναι κάτω από το κατάστρωμα). Στην επάνω «ελασία» τοποθετούνται οι πιο τολμηροί και έμπειροι, που είναι «κατάφρακτοι» δηλ. βαρύτερα ώπλισμένοι (φέρουν τόξα, σαγίττες, δηλ. βέλη και σκουτάρια δηλ. ασπίδες) και όταν πλησιάζουν το εχθρικό πλοίο, αφήνουν τα κουπιά και παίρνουν μέρος στή μάχη, μαζί με του καβαλλαρικούς. Οι λιγώτερο τολμηροί τοποθετούνται στην κάτω ελασία.
Ειδικότητες
Ο αριθμός των κωπηλατών και πολεμιστών εποίκιλλε ανάλογα με το μέγεθος του πλοίου, υπολογίζεται όμως ότι στους «μείζονες» δρόμωνες υπηρετούσαν 230 «πλώϊμοι» (ναυτικοί, κωπηλάτες και πολεμισταί) και 70 καβαλλαρικοί (ειδικοί πολεμισταί). Τα ελαφρότερα πλοία είχαν 130-160 «πλωΐμους». Υπάρχουν βεβαίως και «ειδικότητες» εις το πλοίον. Είναι «δ’ επί των αυχένων» δηλ. ο πηδαλιούχος (αυχένες ήσαν τα δύο κουπιά, δεξιά και αριστερά από το ποδόστημα της πρύμης, τα οποία μέχρι τον 12ον αιώνα -που εφαρμόσθη το πηδάλιο με τη σημερινή του μορφή- εχρησίμευαν για τη διεύθυνσι του πλοίου: ο «αρμενιστής», αυτός που χειριζόταν τα άρμενα δηλ. τα ιστία, ο «βιγλεοφόρος» ή βιγλάτορας (παρατηρητής, οπτήρας), που εβίγλιζε, σκαρφαλωμένος στην κεραία ή το «ξυλόκαστρο» (θωράκιο ή κόφα), αν φαινόταν κάπου εχθρικό καράβι και εξακρίβωνε τον καιρό και τους άνεμους και γενικά κατώπτευε τον γύρω ορίζοντα.
Ο «κελευστής» (αντίστοιχος προς τον αρχαίο τριηράρχη) που εσυντόνιζε το ρυθμό της κωπηλασίας, με τον αυλό ή με επιφωνήματα (έέέ, ώπ!). Για να συμπληρώσωμε δε τον πίνακα θα πρέπει να προσθέσουμε τον «πρωτοκάραβο», που στεκόταν κατά το ταξίδι στη μέση του καραβιού και ενθάρρυνε του ερέτας και τους παρακινούσε. Τελευταίος προς την κορυφή μέσα στο πλοίο έρχεται ο εκατόνταρχος (Κεντυρίων) ή Κυβερνήτης. Η θέσις του είναι στην πρύμη, από όπου εποπτεύει το πλήρωμα, το καράβι, τη γύρω θάλασσα και τους άνεμους.
Από το ναυτικό αποκλείονταν εκείνοι, που είχαν τιμωρηθή με βαριές ποινές ή είχαν υποδικία για σοβαρά παραπτώματα. Με τον καιρό όμως και ανάλογα με την αυτοκρατορική πολιτική και τις ανάγκες των περιστάσεων εμπήκαν πολλοί ξένοι στο Ναυτικό του Βυζαντίου και έφθασε ημέρα — από τις σκοτεινές βεβαίως — κατά την οποία το Βυζάντιο εξεμίσθωνε ολόκληρους στόλους ξένων, για την άμυνα των θαλασσινών του συνόρων και την προστασία της Αυτοκρατορίας. Τα πληρώματα ελάβαιναν μισθό, που τον έλεγαν «χρυσική ρόγα». «Του στόλου την νενομισμένην ρόγαν λαβόντες», λένε οι πηγές. Αυτονόητον είναι ότι μισθόν ελάβαιναν οι οπωσδήποτε στρατολογούμενοι ξένοι υπήκοοι. Εξαίρεσι πρέπει να δεχθούμε για τους «αυτερέτας» δηλ., τους ερέτας, που εσυντηρούντο με δικά τους μέσα.
Ο τρόπος της μισθοδοσίας σημειώνει σημαντική εξέλιξι με την εμφάνισι του θεσμού, που λέγεται «στρατιωτική πρόνοια». Τούτο γίνεται κατά τους τελευταίους αιώνες. Όταν οι μακροχρόνιες και πολύριθμες εκστρατείες των Κομνηνών προκαλέσουν, με τις βαριές δαπάνες τους, απίσχνασι του κρατικού θησαυροφυλακίου, θα καταφύγουν στη φορολογική πρόσοδο του εδάφους.
Οι ευνοούμενοι του Παλατιού και αξιωματούχοι στην αρχή, τα μόνιμα στελέχη του στρατού και του ναυτικού αργότερα, αλλά και οι στρατιώτες θα παίρνουν αντί μισθού την πρόσοδο μιας περιοχής, μικρής ή μεγάλης εκτάσεως, που ήταν ανάλογη με την εύνοια ή τον βαθμό του στρατιωτικού. Ο θεσμός αυτός ωνομάσθη «στρατιωτική πρόνοια», ο δικαιούχος «προνοητής» και οι περιοχές ή τα κτήματα που είχαν αυτή τη δουλεία, «στρατιωτόπια». Τα στρατιωτόπια είχαν ειδικό νομικό καθεστώς, όπως λ.χ. ότι μετεβιβάζοντο εν ζωη ή εκληρονομούντο, μετά θάνατον, με το βάρος της στρατιωτικής προνοίας.
Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για τα βυζαντινά πλοία θα βρούμε πολλές δυσκολίες. Με το ίδιο όνομα βλέπομε στις διάφορες πηγές πλοία, που δεν ανήκουν στον ίδιο τύπο και το αντίθετο. Πιθανόν τούτο να οφείλεται στο ότι πολλοί απ’ όσους έγραψαν για τα βυζαντινά καράβια δεν ήσαν ειδήμονες. Το «ως φασίν οι ειδότες» είναι μιά φράσις, την οποία συναντούμε συχνά στά βυζαντινά κείμενα. Το πλοίον λέγεται από τους βυζαντινούς ναυς, πλοίον, ολκάς — όταν χρησιμοποιούν την Αρχαΐζουσα — και καράβι, πλώϊμο, κάτεργο ή ξύλο. Υπάρχουν και οι οροί αγράριον, σανδάλιον, άρκλιον και γρίπος, αυτά όμως τα καράβια ανήκουν στον «εμπορευματικό» ‘η αλιευτικό στόλο και σπάνια χρησιμοποιούνται σαν βοηθητικά των πολεμικών.
Δρόμων και Χελάνδιον
Τα πολεμικά όμως που κυριαρχούν στο πολεμικό Ναυτίκόν του Βυζαντίου είναι ο δρόμων και κατά δεύτερον λόγο το χελάνδιον. Το όνομα δρόμων σημαίνει το ταχύ πλοίο, το πλοίο δρομεύς και φαίνεται να έχη αρχαϊκή την προέλευσι, αφού οι Αρχαίοι ωνόμαζαν δρόμωνες τα ταχύπλοα εμπορικά καράβια, Αναφέρονται δε πλοία με αυτό το όνομα στην ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Υποστηρίζεται όμως και άλλη άποψις, ότι δηλ. ο όρος δρόμων ήταν καθαρά βυζαντινή λέξις.Ο όρος χελάνδιο προέρχεται από το χέλυς (έγχελυς) και δηλώνει το πλοίο, που έχει μακρύ σχήμα.
Το κύριο χαρακτηριστικό του δρόμωνος και του χελανδίου, που και τα δύο ήσαν πολεμικά πλοία, είναι η ταχύτης. Είναι μακρυά κωπήλατα πλοία, τα οποία ξεχωρίζουν από τα καράβια του εμπορικού ναυτικού, που ήσαν στρογγυλά και εκινούντο με ιστίο.
Στον δρόμωνα όπως και στο χελάνδιο υπήρχε «σίφων υγρού πυρός» και «ξυλόκαστρον», είναι και τα δύο καθαρώς πολεμικά πλοία και μόνο κατά το μέγεθος διαφέρουν — το χελάνδιον είναι μικρότερο. Ο δρόμων είχε μάκρος 36 — 55 μέτρα, πλάτος 5 — 6 μ. και βύθισμα, γύρω στο 1 — 1,5 μ. Οι διαστάσεις όμως αυτές είναι ενδεικτικές, άφού υπήρχαν — τουλάχιστον κατά τον 10ον αιώνα — τρεις τύποι δρομώνων: οι μείζονες ή μεγάλοι, οι μεσαίοι δρόμωνες και οι ελάσσονες (γαλέαι και μονήρια».
Ο μεσαίος μα και συνήθης τύπος είχε 50 κουπιά σε κάθε πλευρά, κατανεμημένα σε δυο καθ’ ύψος σειρές (ελασίες), από 25 κουπιά η κάθε μιά. Οι 50 κωπηλάτες της επάνω σειράς (της άνω ελασίας) δεν κωπηλατούσαν κατά τις συμπλοκές, αλλά εμάχοντο. Από τους εκατόν δε κωπηλάτες ο κυβερνήτης του πλοίου ωνομάσθη και εκατόνταρχος. Οι «μείζονες» δρόμωνες είχαν το λιγώτερο 200 κωπηλάτες, τον ίδιο όμως αριθμό κουπιών — δύο κωπηλάτες στο ίδιο κουπί. Οι ελάσσονες, «δρομικώτατοι, ταχινοί και ελαφροί», ήσαν δρόμωνες με μιά μόνο σειρά κουπιών σε κάθε πλευρά, γι’ αυτό ελέγοντο και μονήρια.
Ναυπηγεία από την Τραπεζούντα και την Πόλη ώς την Κρήτη και την Καρχηδόνα
Κατασκεύαζαν τον δρόμωνα από ξύλο κυπαρισσιού ή πεύκου με τη συνήθη τεχνική της εποχής, μόνο πως ήταν στερεώτερος από τα κοινά πλοία. Ήταν «κατάφρακτο» δηλ. είχε πλήρες κατάστρωμα από πλώρα και πρύμη, με το θάλαμο του κυβερνήτη στην Πρύμη (τον «κράββατο»). Βασικό και ιδιάζον στους δρόμωνες ήταν «ο κατά πρώραν έμπροσθεν χαλκού ημφιεσμένος σωλήν, δι’ ου το εσκευασμένον πυρ κατά των εναντίον ακοντίσαι», δηλ. ο σίφων, σωλήνας με τον οποίο εξακόντιζαν το υγρόν πυρ. Εξ άλλου η πρώρη πρέπει να ήταν γερή και να καταλήγη σε έμβολο, που το χρησιμοποιούσαν κατά την εφόρμησι και εμβολή.
Το ιστίο δεν λείπει τελείως από τον δρόμωνα, αφού αναφέρεται στα «ναυμαχικά», ότι υπάρχει ιστοδόκη και ένας ιστός. Παίζει όμως δευτερεύοντα ρόλο στους χειρισμούς και την κίνησι του πλοίου, κατά δε τη μάχη χρησιμοποιούνται μόνον τα κουπιά. Με τη σημειωθείσα εξέλιξι απέκτησαν οι δρόμωνες δύο ιστούς, η ιστιοφορία όμως εξακολουθεί να παίζη τον ίδιο δευτερεύοντα ρόλο. Κι ας μη ξεχάσουμε το θυράκιο (η κόφα), που κατασκεύαζαν στο πάνω μέρος του ιστού και τό ‘ντυναν γύρω με σανίδι — γι’ αυτό λεγόταν και «ξυλόκαστρον». Εκεί στεκόταν ο «βιγλεοφόρος» (βιγλάτορας) και από εκεί, όταν επλησίαζαν τον εχθρό, έρριχναν ιοβόλα ερπετά, πέτρες, κομμάτια από μέταλλο, καθώς και πήλινες χύτρες με υγρόν πυρ.
Αβέβαιο είναι επίσης το έδαφος για τον ερευνητή, που θα ήθελε να ασχοληθή με τις ναυτικές κατασκευές του Βυζαντίου. Οι πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές είναι πενιχρές και διεσπαρμένες, τα δε τεχνικά ζητήματα, φαίνεται, πως ολίγο απασχόλησαν τους ιστορικούς και τους γραμματισμένους στο Βυζάντιο. Τα «Τακτικά» του Λέοντος» Σοφού (886 — 912) περιγράφουν τους δρόμωνες και τα «Ναυμαχικά» ασχολούνται με την ναυτική στρατηγική και παρεμπίπτοντος δίνουν πληροφορίες για τις ναυτικές κατασκευές και περιορίζονται γενικά σε μιά στοιχειώδη περιγραφή του πλοίου.
Νεώριον και εξάρτυσις
Βασικοί όροι τους οποίους συναντούμε είναι οι όροι «νεώριον» και «εξάρτυσις», ο τελευταίος βυζαντινής προελεύσεως. Χρησιμοποιούνται και οι δύο καθ’ όλην τη διάρκεια του βυζαντινού βίου και σημαίνουν αντιστοίχως τους ναύσταθμους (ή αγκυροβόλια) και τα ναυπηγεία.
Ο όρος νεώριον είναι ταυτόσημος με τον αρχαίο νεώσοικος και σημαίνει τις ναυτικές εγκαταστάσεις ή οικήματα κοντά στη θάλασσα, που χρησιμεύουν για τη στέγασι των πλοίων. Σημαίνει επίσης τον ναύσταθμο, όπου τα πλοία επισκευάζονται και εξοπλίζονται. Σημαίνει τέλος τον τεχνητό λιμένα — κατ’ αντίθεσι προς τα ορμητήρια ή τους φυσικούς λιμένας, που δεν έχουν τεχνικές εγκαταστάσεις. Αντίθετα προς το νεώριο (δηλ. το αγκυροβόλιο πλοίων) ο όρος «εξάρτυσις» γίνεται από το εξαρτύω (εξοπλίζω) και είναι καθαρά τεχνικός ορός: δηλώνει όλες εκείνες τις ενέργειες που χρειάζονται για τον εξοπλισμό ενός καραβιού και κατ’ επέκτασι το μέρος όπου γίνονται οι εργασίες αυτές. Νεώρια (δηλ. ναύσταθμοι) και εξαρτύσεις (δηλ. ναυπηγεία) ήσαν και τα δύο εγκακατεστημένα σε προφυλαγμένα και υπήνεμα μέρη, τα οποία είχαν τον χώρο να δέχονται ώρισμένο αριθμό πλοίων.
Ήσαν τοποθεσίες που διέθεταν επί πλέον το ανθρώπινο υλικό και τα μέσα (ξυλεία κυρίως), τα απαιτούμενα δηλ. για την κατασκευή και συντήρησι των πλοίων. Υπάρχουν και οι «κατεργοκτίπτες» (οι ναυπηγοί), που είναι υπεύθυνοι για την κτίσι των κάτεργων (δηλ. των πλοίων), η δε εργασία τους λέγεται «κατεργοκτισία» ή «καραβοποιΐα». Εκτός από τους ναυπηγούς, που υπηρετούσαν στους ναύσταθμους και τα ναυπηγεία, υπηρετούσε σε κάθε μεγάλη πολεμική μονάδα τουλάχιστον ένας κατεργοκτίστης, για τις μικρές επισκευές και τη συντήρησι. του πλοίου.
Μελετώντας τους ναύσταθμους και τα ναυπηγεία του Βυζαντίου είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε τα ναυπηγεία τα εργαζόμενα για τους πολεμικούς στόλους, από εκείνα τα οποία εργάζοντο για το εμπορικό ναυτικό, δηλ. για την κατασκευή των «εμπορευματικών» και αλιευτικών πλοίων. Μολονότι σ’ ωρισμένες μεγάλες ναυτικές βάσεις της Αυτοκρατορίας, όπως λ.χ. της Κων)λεως, της Ρόδου, της Σμύρνης, της Κύπρου, της Ατταλείας κλπ., τα ναυπηγεία που εργάζονται για πολεμικά πλοία είναι χωρισμένα από τα άλλα, τα εργαζόμενα για τα εμπορικά, είναι βέβαιο ότι οι «επαρχιακοί» στόλοι και κυρίως οι ελαφρές τους μονάδες (γαλέες ή μονήρια) κατασκευάζοντο από ναυπηγεία και τεχνίτες, που ναυπηγούσαν παράλληλα και εμπορικά πλοία.
Τό βέβαιο είναι ότι το Βυζάντιο ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα ναυτικών κατασκευών, γιατί διέθετε άφθονα τα απαιτούμενα μέσα σε υλικό και τεχνίτες — που συχνά ήταν καλόγεροι — και τα κατάλληλα μέρη. Πραγματικά, συναντούμε καθ’ όλο σχεδόν το μήκος των βυζαντινών ακτών, μικρά ή μεγάλα ναυπηγεία που αποκαλούνται και «νεώρια» και δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι κάθε λιμάνι ή ναυτική σκάλα διέθετε, αν όχι άρτιο ναυπηγείο, τουλάχιστον τις απαραίτητες ναυτικές εγκαταστάσεις για τις επισκευές, την εξαρτία, ακόμη δε και την κατασκευή καραβιών, μικρού ή μέσου εκτοπίσματος.
Είναι δύσκολο αν οχι αδύνατο να αναφέρη κανείς και να περιγράψη όλους τους ταρσανάδες του Βυζαντινού κράτους. Βασικά,, βέβαια, ήσαν στην Κων)λι, στη Τραπεζούντα και στη Χερσώνα, στη Ραβέννα της Ιταλίας, τη Καρχηδόνα (στην Αφρική), την Αλεξάνδρεια, τη Σελεύκεια, την Τύρο, τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου, όπως η Σικελία, η Κρήτη και η Κύπρος. με την εγκατάστασι όμως των Αράβων στις ακτές της Μεσογείου η Τύρος, η Σελεύκεια, η Αλεξάνδρεια, η Καρχηδών περνούν στον έλεγχο τους, ενώ απειλούνται από το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνος, οι βάσεις της Κύπρου, της Κρήτης και της Σικελίας. Κατά την περίοδο της ακμής του Βυζαντινού Ναυτικού, δηλ. από τον 9ο μέχρι και τον 12ο αιώνα εργάζονται, εκτός φυσικά από τα ναυπηγεία της Κων/εως και εκείνα που βρίσκονται στην Αττάλεια, τη Ρόδο, Λήμνο, Σάμο, Σμύρνη, Κρήτη, Άβυδο, Λάμψακο, Σαμψούντα, Τραπεζούντα. Θεσσαλονίκη, Εύβοια, Δυρράχιο, Ραγούζα και Παλέρμο.
Η τεχνική της κατασκευής των πλοίων, οι ναυτικές του ιδιότητες και τα σχετικά έθιμα που επικρατούσαν, αποτελούν ιδιαίτερο σημαντικό κεφάλαιο, που ο χώρος δεν μας επιτρέπει να το περιλάβουμε εδώ — έστω και συνοπτικά.
Προς το λυκόφως
Και τώρα ας έλθωμε στο λυκόφως του Βυζαντινού Ναυτικού.
Η τύχη του Ναυτικού, ακολουθεί την παλίρροια της αυτοκρατορικής πολιτικής και οι αμυντικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας, προσδιορίζουν, κατά ένα μέτρο, την εξέλιξί του. Και όταν έρθη η περίοδος του λυκόφωτος, το χρονικό της παρακμής του θά μας διδάξη περισσότερα από ό,τι ημπορεί να μας εδίδαξαν τα κλέη του. Όπως εσημείωσα παραπάνω, η ισχύς του Βυζαντινού Ναυτικού διετηρήθη μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε προσφορώτερο ν’ αναθέση σε άλλους τη φροντίδα για την άμυνα του. Και ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η κατάληψις της Κων) λεως από του Λατίνους.

Τον καιρό της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και μετά την αποκατάστασι του Βυζαντίου (1261) συνεκροτήθησαν κατά καιρούς πολεμικοί στόλοι, αλλά το ναυτικό είχε περάσει σε δευτερεύουσα θέσι. Είναι δε ο Ανδρόνικος Β’ (1282 – 1328) ο Αυτοκράτωρ εκείνος, που έδωσε τη χαριστική βολή κατά εκείνου, το οποίον άλλοτε απετέλεσε τη δόξα της Ρωμανίας. Μόλον που δεν ήταν τελείως αδικαιολόγητος σ’ αυτό ο Ανδρόνικος, επεκρίθη με αυστηρότητα από τους συγχρόνους του. Και δικαίως. Και είναι μελαγχολικές οι εκφράσεις των συγγραφέων της εποχής εκείνης για το γεγονός αυτό, το οποίον μαζί με άλλους παράγοντες, προεδίκασε το οριστικό τέλος του Βυζαντίου.
—Τα πλοία εγκατελείφθησαν στην τύχη των, γράφει ο Γεώργιος Παχυμέρης (1240 — 1310) και ο χρόνος συνεπλήρωσε την καταστροφή των.
Άλλος δε συγγραφεύς, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295 — 1360), σημειώνει:
—Αφημέναι αι Τριήρεις κεναί εις τόν Κεράτιον Κόλπον, σκορπισμέναι εδώ και εκεί, συνετρίβησαν και εθραύσθησαν ή εξώκειλαν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Εκτός από μερικάς, πολύ ολίγας, αι οποίαι εξηκολούθουν να συντηρούνται και παρέμειναν εν υπηρεσία — με την ελπίδα, φυσικά, ενός καλυτέρου μέλλοντος…

Και αλλού:
—Η εγκατάλειψις του στόλου υπήρξεν η απαρχή κάθε είδους δεινών… και οι Έλληνες έβλεπαν κάθε ημέραν να προσθέτη νέας εις τας συμφοράς της προτεραίας… Ώσπου ήλθε η πιο μεγάλη συμφορά, η άλωσις, κατά την οποία 13 μόνον καράβια, ευρίσκοντο πίσω από την αλυσίδα του Κερατίου Κόλπου, αντί για τα 300 και πλέον που διέθεταν εκεί τον καιρόν της ακμής.

Πηγή άρθρο του Μάρκου Μάριου Σίμψα από το περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ του 1971
πηγή: https://averoph.wordpress.com
https://simeiakairwn.wordpress.com

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...