Μπούνταλης Αθανάσιος
Οι πρόσφατες αναφορές στον “δικτάτορα” Ιωάννη Καποδίστρια και τον “υψηλό μισθό” του, έφεραν στο προσκήνιο το εξής παράδοξο: να έχει ανατεθεί ο εορτασμός των 200 χρόνων της Επανάστασης του ’21 σε “επιστήμονες”, η καριέρα των οποίων συνίσταται στην αποδόμηση ακριβώς της Επανάστασης αυτής. Σαν να είχε αναθέσει το σοβιετικό πολίτμπιρο τον εορτασμό της Επανάστασης του 1917 στον Μίλτον Φρίντμαν και την Άυν Ραντ!
Σε έναν καφέ που είχα πιει πριν τρία χρόνια με ένα από τα μέλη της Επιτροπής με είχε συμβουλέψει με απογοήτευση: «Κύριε Μπούνταλη καλά είστε στην Γαλλία. Μείνετε εκεί και μη κοιτάτε πίσω». Λες και η Ελλάδα είναι μια γάγγραινα που έπρεπε να ακρωτηριάσω. Πώς μπορείς να τιμήσεις κάτι που δεν αγαπάς; Πράγματι, στις μέχρι τώρα ανακοινώσεις της Επιτροπής δεν διαφαίνεται πουθενά η αγάπη.
Οι αποδομητές θα υποστηρίξουν ότι η ψυχρή απομυθοποίηση της επαναστατικής περιόδου είναι μια ορθολογική διαδικασία χρήσιμη για την άντληση μαθημάτων για το μέλλον. Όμως, δεν μας εξηγούν τι χρησιμότητα έχουν τα όποια μαθήματα αν η διαδικασία μας οδηγήσει στην συλλογική κατάθλιψη. Είναι σαν να σου ανακοινώνουν ότι ο πατέρας σου ήταν ένα κάθαρμα. Αν ήταν, έστω! Αν όμως δεν ήταν; Αν η μνήμη του φονεύεται με ψεύδη;
Επειδή λοιπόν πολλοί “ορθολογικοί” αποδομητές σκουπίζουν τα πόδια τους σε τάφους ηρώων, ας εφαρμόσουμε την μέθοδό τους στο υποκείμενο που τελευταίως αγάπησαν να μισούν, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ας τον αναλύσουμε ψυχρά. Στην πολιτική και διπλωματική του ιδιοφυΐα έχουν αναφερθεί άλλοι, που κατέχουν το αντικείμενο καλύτερα από μένα. Στην αυτοθυσία, την αφιλοκέρδεια και την ευλάβεια του, επίσης. Θα σχολιάσω το μνημειώδες έργο του στον στενό αλλά κρίσιμο τομέα της νομισματικής πολιτικής.
Ο ταχύτατος Καποδίστριας
Άμα τη αφίξει του τον Ιανουάριο 1828, ο Καποδίστριας εισήγαγε και υλοποίησε με ανεπανάληπτη ταχύτητα νέους θεσμούς, μεταξύ των οποίων Κρατική Τράπεζα και Νομισματοκοπείο. Δεν πρόκειται για σχήμα λόγου. Το ψήφισμα Περί Συστάσεως της Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης εκδόθηκε στις 2/2/1828, σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες από την άφιξή του, ενώ αμέσως ξεκίνησε η έκδοση “μετοχών”, με πρώτο “μέτοχο” (ουσιαστικά δωρητή) τον ίδιο (για 1000 δίστηλα) και την ακολουθία του (για 1200 δίστηλα). Η πρότασή του για εθνικό νόμισμα κατετέθη στο Πανελλήνιον τον Απρίλιο 1828, τα μηχανήματα του νομισματοκοπείου έφτασαν τον Νοέμβριο και τα πρώτα δοκίμια κόπηκαν στα τέλη Ιουνίου 1829. Οι πρώτοι χάρτινοι Φοίνικες θα εκτυπώνονταν τον Ιούλιο του 1831.
Ως μέτρο σύγκρισης, η βαυαροκρατία χρειάστηκε τρία χρόνια μόνον για την ίδρυση του Βασιλικού Νομισματοκοπείου (1836), ενώ οι παλινωδίες που οδήγησαν στην ίδρυση της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος καθυστέρησαν εννέα χρόνια την έναρξη λειτουργίας της (πραγματοποιήθηκε στις 22/1/1842). Κι αυτό διότι δεν ιδρύθηκε ως αμιγώς κρατική τράπεζα, αλλά ως Προνομιούχος Ανώνυμη Εταιρεία, για το προνόμιο της οποίας έριζαν πολλές ιδιωτικές κοινοπραξίες.
Το Βασιλικό Νομισματοκοπείο υπολειτούργησε σε όλη την διάρκεια λειτουργίας του. Χαρτονομίσματα δεν εκτύπωσε ποτέ. Από το μεν νομισματοκοπείο του Καποδίστρια κόπηκαν νομίσματα συνολικής αξίας 813.492,55 φοινίκων (αξίας περίπου 135.582 διστήλων, ή 27.900 στερλινών). Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ν. Βασιλόπουλου (1983, 30, 33), κατά την εικοσαετία 1836-1857 κόπηκαν επί Όθωνος περί τα 1,9 εκατ. δραχμές σε χαλκονομίσματα, αξίας 66.700 στερλινών και σχεδόν καθόλου αργυρά ή χρυσά. Δηλαδή οι κοπές μιας ολόκληρης εικοσαετίας της βαυαροκρατίας είναι μόλις 140% της παραγωγής του καποδιστριακού νομισματοκοπείου στα τριάμισι μόλις χρόνια λειτουργίας του (μέχρι τον Δεκέμβριο 1833).
Μέχρι την εποχή του Παπαδιαμάντη
Δεν είναι τυχαίο που τουρκικά και ευρωπαϊκά νομίσματα κυκλοφορούσαν για δεκαετίες. Δραχμικά κέρματα δεν υπήρχαν, διότι καμία κυβέρνηση δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό. Το 1855, ο Υπουργός Οικονομικών της Κυβέρνησης Μαυροκορδάτου, Περικλής Αργυρόπουλος, αναγνώρισε ότι τα τουρκικά νομίσματα «ἐπλημμύρησαν ἀπανταχοῦ, καὶ ἰδίως εἰς τὴν πρωτεύουσαν» και κατέθεσε νομοσχέδιο που έκανε δεκτά κάποια από αυτά στα δημόσια ταμεία. Ο δε Κοκκινάκης αναφέρει προβλήματα στην προμήθεια ψωμιού από την χρήση τουρκικών νομισμάτων στην αγορά της Σύρου τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη του 1879.
Ο Παπαδιαμάντης στον “Αμερικάνο” (1891) μας λέει ότι «τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ κάπηλος ἵστατο εἰς τὸ λογιστήριόν του, κ᾽ ἐμέτρει δεκάρας, εἰκοσιπενταράκια τοῦ Ὄθωνος καὶ σφάντζικα». Δύο δεκαετίες αργότερα, στο “Γράμμα στην Αμερική” (1910) αναφέρεται στον εμπορορράπτη ο οποίος όταν «εἶχες ν᾿ ἀλλάξῃς νόμισμα, ἂν ἐπαρουσίαζες μισὴ ρηγίνα, ἴσην μὲ 5,90, σοῦ τὴν ἄλλαζε διὰ σωστήν· σοῦ ἐκρατοῦσε 20 λεπτὰ διὰ τὰς βελόνας, τὴν κουβαρίστραν καὶ τὶς κλωστές, καὶ σοῦ ἔδιδε 5,60 ρέστα. Ἂν ἦτο ἥμισυ Γαλλικοῦ ταλλήρου, σοῦ ἔδιδε 5,40».
Με άλλα λόγια, το νομισματικό έργο του Καποδίστρια ήταν ανεπανάληπτο διότι δεν επαναλήφθηκε σε εύρος, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα από καμία μεταγενέστερη κυβέρνηση. Με εξαίρεση το διάλειμμα του Βασιλικού Νομισματοκοπείου (1836-1857), η Ελλάδα θα παρέμενε χωρίς ίδρυμα κοπής μεταλλικών νομισμάτων και εκτυπώσεως χαρτονομισμάτων για περίπου έναν αιώνα, μέχρι την ίδρυση του Νομισματοκοπείου του Χολαργού το 1938.
Έτσι, για πάνω από έναν αιώνα τα ελληνικά νομίσματα θα κόβονταν από ξένα νομισματοκοπεία και τα ελληνικά χαρτονομίσματα και τραπεζογραμμάτια θα εκτυπώνονταν από ξένα τυπογραφεία. Μόλις το 1954 θα εκτυπωνόταν η πρώτη πλήρης σειρά τραπεζογραμματίων στον Χολαργό, 123 χρόνια μετά τους χάρτινους Φοίνικες του Καποδίστρια, και μόλις το 1972 θα κόβονταν τα πρώτα ελληνικά μεταλλικά νομίσματα επί ελληνικού εδάφους μετά τις τελευταίες οθωνικές κοπές.
Ο τερματισμός του καποδιστριακού έργου
Το όλο επίτευγμα καθίσταται ακόμη πιο εντυπωσιακό εάν συνυπολογίσουμε ότι ο Καποδίστριας κυβερνούσε ένα κράτος σχεδόν ανύπαρκτο, σε εμπόλεμη κατάσταση, με ξένα στρατεύματα στην επικράτειά του (ο Ιμπραήμ θα αποχωρούσε από την Πελοπόννησο τον Οκτώβριο του 1828) και στασιαστές να κηρύττουν εξεγέρσεις (Μαυρομιχαλαίοι στην Μάνη) και να ανατινάζουν πλοία (ανατίναξη της φρεγάτας “Ελλάς” και της κορβέτας “Ύδρα” από τον Ανδρέα Μιαούλη τον Αύγουστο 1831).
Δυστυχώς, το έργο αυτό έμεινε ημιτελές. Το πρόωρο τέλος του “μπάρμπα Γιάννη”, όπως τον αποκαλούσε ο λαός, και η έλευση της Βαυαροκρατίας κατεδάφισαν όλους τους υπάρχοντες νομισματικούς θεσμούς του νεαρού κράτους. Με διάταγμα (29/1/1833), η ευρισκόμενη ακόμη στο Ναύπλιο αντιβασιλεία διέταξε την Γραμματεία της Οικονομίας να προβεί στην άμεσο διακοπή κάθε κοπής νομίσματος.
Η διαταγή προωθήθηκε στον Έφορο του Νομισματοκοπείου, Νικόλαο Λεβίδη, στην Αίγινα, ο οποίος στις 2/12/1833 ανακοίνωσε ότι είχε προβεί στην απόλυση των υπαλλήλων και στην έναρξη της απογραφής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαταγή αυτή είναι εντελώς περιφραστική, αναφερόμενη σε «ἐκτύπωσι ἐλληνικῶν νομισμάτων […] λεπτῶν ἀπλῶν […] διπλῶν […] πενταπλασίων […] δεκαπλασίων […] εἰκοσαπλασίων». Πουθενά δεν αναφέρονται οι λέξεις “Εθνικό Νομισματοκοπείο” ή “φοίνικες”. Φαίνεται ότι η Αντιβασιλεία δεν ήθελε να αναγνωρίσει τους καποδιστριακούς θεσμούς ούτε καν δι’ απλής αναφοράς.
Η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα έπαψε να λειτουργεί το 1834, πριν από την εκπνοή της πενταετούς προθεσμίας της (1/4/1835). Αυτό δεν αποφασίσθηκε και ανακοινώθηκε επισήμως (δεν κατάφερα να εντοπίσω σχετικό ΦΕΚ), αλλά κάτι που απλώς συνέβη και το οποίο οι κρατικές υπηρεσίες κάποια στιγμή διαπίστωσαν σε εσωτερική αλληλογραφία. Όπως φαίνεται, η βαυαρική διοίκηση δεν είχε καμία πρόθεση να αναγνωρίσει τους θεσμούς της καποδιστριακής, ούτε καν καταργώντας τους επισήμως. Η Ελληνική Πολιτεία εν γένει αντιμετωπιζόταν σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Επαναστατικές καινοτομίες
Παρά
τις κάποιες απρονοησίες και ελλείψεις στο θεσμικό του πλαίσιο, το
νομισματικό έργο του Καποδίστρια εισήγαγε επαναστατικές καινοτομίες,
όπως την εισαγωγή κρατικού, άτοκου χαρτονομίσματος, το σύνηθες ανάθεμα
μονεταριστών και οπαδών της Αυστριακής Σχολής.
Είναι ελλιπώς
μελετημένο. Το σύνολο σχεδόν της έρευνας έχει διενεργηθεί από ιδιώτες
ερευνητές, όπως ο γράφων, όχι από δημόσια ακαδημαϊκά ιδρύματα. Το παρόν
άρθρο (άντλησε από το κεφ. 3 του βιβλίου μου “Το Χρήμα στην Ελλάδα”)
βασίσθηκε σε δημοσιευμένα επίσημα και ανεπίσημα έγγραφα (Επιστολαί,
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος κλπ), όμως πληθώρα πληροφοριών κρύβεται στα
Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Οι αποδελτιώσεις που διενήργησε ο Ν. Χ. Τρεμπέλλας για την έκδοση επετειακού τόμου ενόψει της εκατονταετηρίδας της Εθνικής Τραπέζης, έμειναν ανεκμετάλλευτες λόγω του ξεσπάσματος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την απλή και μόνο ανάγνωση των αποδελτιώσεων αποκόμισα αρκετά οφέλη κατά την συγγραφή, αλλά αισθάνομαι ότι έξυσα την επιφάνεια.
Δυστυχώς, η εις βάθος αναδίφηση στα αρχεία ξεφεύγει από τους περιορισμούς χώρου και τους χρονικούς περιορισμούς ενός μόνο ερευνητή. Θέλω να ελπίζω ότι ίσως αποτελέσει έναυσμα για την αξιοποίηση του πολύτιμου υλικού. Ίσως κάποιο από τα μέλη της Επιτροπής “Ελλάδα 2021” το αναθέσει ως θέμα διδακτορικής διατριβής. Τόσοι ακαδημαϊκοί στελεχώνουν αυτήν την Επιτροπή άλλωστε… Ιδού ένας τρόπος να δείξουν έμπρακτα την αγάπη τους για την Επανάσταση.