ΓΕΡΟΝΤΑ, ΘΑ ΠΑΩ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ;
Μαρτυρία κ. Εὐγενίας Ραχούτη, Ἀθήνα
Ἡ ἀδερφή μου ζοῦσε στὸ Ἀλιβέρι καὶ
θυμᾶμαι ποὺ μία ἡμέρα μοῦ εἶπε:
-Εὐγενία, ἐπάνω στὴν Ἀχλαδερή, ἔχει ἕναν μάγο! Εἶναι
ἕνας παπὰς ποὺ μένει στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου
καὶ κάνει μαγεῖες.
Τηλέφωνα
-Πῶ, πῶ…., τί γίνεται! Νὰ μᾶς φυλάει ὁ Θεός!
Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετὰ χρόνια, μία ἡμέρα μοῦ εἶπε:
-Κάναμε λάθος ποὺ τὰ πιστέψαμε αὐτά. Αὐτὸς ὁ παπὰς
εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος. Πῆγα καὶ τὸν γνώρισα καὶ μοῦ τὰ εἶπε
ὅλα... ὅλα σοῦ λέω! Πολὺ μὲ βοήθησε... Νὰ πᾶς κι ἐσύ.
Μοῦ ἔδωσε τὸ τηλέφωνό του καὶ σκέφτηκα νὰ τοῦ τηλεφωνήσω καὶ νὰ τοῦ μιλήσω γιὰ τὸν ἄντρα μου ποὺ ἦταν μὲν
δίκαιος καὶ ἠθικὸς ἄνθρωπος ἀλλὰ δὲν εἶχε καμία ἀπολύτως
σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Πρὶν τὸν καλέσω, προετοιμαζόμουνα
τί θὰ τοῦ πῶ καὶ σκεφτόμουνα:
«Μόλις τὸ σηκώσει θὰ τοῦ πῶ: Γέροντα..., σᾶς παρακαλῶ
νὰ προσευχηθεῖτε γιὰ τὸν ἄντρα μου νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεός».
Μόλις ἄνοιξε ἡ γραμμή, πρὶν προλάβω νὰ μιλήσω, ἄκουσα
στὸ βάθος μία γεροντικὴ φωνὴ νὰ μοῦ λέει:
-Εὔχομαι, εὔχομαι γιὰ τὸν ἄντρα σου..., νὰ τὸν φωτίσει ὁ
Θεός!
Τὰ ἔχασα σὲ τέτοιο βαθμὸ πού ἔκλεισα ἀμέσως τὸ τηλέφωνο χωρὶς νὰ πῶ οὔτε μία λέξη..., ἔστω ἕνα εὐχαριστῶ. Ἀπὸ
ἐκείνη τὴ στιγμὴ στριφογύριζε συνέχεια στὸ μυαλό μου αὖ-
τὸς ὁ Γέροντας καὶ μοῦ γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσω ἀπὸ κοντά. Μία ἡμέρα μίλησα γιὰ τὸν Ἅγιο σὲ τρεῖς γνωστές μου κυρίες, τρεῖς πνευματικὲς ἀδερφὲς καὶ ἐξέφρασαν καὶ ἐκεῖνες τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσουνε. Τελικὰ ὅμως
σκέφτηκα ὅτι θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ πρώτη φορὰ νὰ πάω
μόνη μου. Πῆρα θάρρος καὶ τοῦ ξανατηλεφώνησα:
-Γέροντα, ἔχω τὴν εὐλογία νὰ ἔρθω νὰ σᾶς δῶ;
-Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε...
Δὲν εἶπε: «ἔλα», εἶπε: «ἐλᾶτε» καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐνημέρωσα καὶ
τὶς ἄλλες κυρίες καὶ πήγαμε ὅλες μαζί.
Ἦταν τὸ 1984-85 καὶ, καθὼς πλησιά-
ζαμε στὸ Μοναστήρι, βγῆκε μία μοναχὴ στὴ
βεράντα καὶ μᾶς φώναξε:
-Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε..., ὁ Γέροντας μόλις ξύπνησε καὶ μοῦ εἶπε
ὅτι σᾶς περιμένει.
Ἡ πρώτη κυρία ποὺ μπῆκε στὸ Κελλὶ του ἦταν νεωκόρος
στὸν Ἅγ. Γεράσιμο τῆς Πολυκλινικῆς καὶ εἶχε ἀναλάβει καθήκοντα λίγα χρόνια μετὰ τὴ συνταξιοδότηση τοῦ Ἁγίου. Εἶχε
ἀκούσει πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα γιὰ τὸν Ἅγιο ἀλλὰ δὲν
τὸν εἶχε γνωρίσει προσωπικά. Ὁ Ἅγιος τὴ ρώτησε:
-Ποιὸν ἱερέα ἔχετε στὸν Ἅγιο Γεράσιμο τώρα;
«Ζητεῖτε καὶ
εὑρήσετε...»
-Τὸν παπα-Ἀριστείδη (Κούκιο).
-Ἄαα! Εἶναι καλὸς ἱερέας... καλός!
Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ σήκωσε τὰ χέρια του στὸν Θεὸ καὶ
προσευχήθηκε γιὰ τὸν ἱερέα αὐτόν.
Ὅταν αὐτή ἡ κυρία βγῆκε ἀπὸ τὸ Κελλὶ, τῆς εἶπα:
-Δὲν ξέρω τί νὰ τοῦ πῶ….., τώρα ἀγχώθηκα πολύ. Ἐσὺ, τί
τοῦ εἶπες;
-Τὸν ρώτησα ἐὰν θὰ σωθῶ καὶ μοῦ εἶπε: «Ναί, ναί, ναί, θὰ
σωθεῖς, θὰ σωθεῖς...»! Αὐτὸ νὰ ρωτήσεις κι ἐσύ.
Μπῆκα μέσα καὶ τὸν εἶδα καθιστὸ στὸ κρεβάτι του. Ἀμέσως μὲ ἔπιασε ἕνα ρίγος, τρόμαξα... Φαινότανε ἐπιβλητικός,
αὐστηρὸς καὶ, ἐπειδὴ τὸν ντρεπόμουνα, στάθηκα όρθια σχεδὸν 2 μέτρα μακριά του. Ἐκεῖνος μὲ ρώτησε ἀμέσως:
-Μωρέ, ἐσὺ ἀπὸ ποῦ εἶσαι;
-Ἀπὸ τὴν Καλαμάτα, Γέροντα.
-Ἄχ μωρέ..., καὶ πῶς τὸ ἔπαθες αὐτό;
-Ποιὸ Γέροντα;
-Αὐτὸ μωρὲ ποὺ ἔπαθες ὅταν παντρεύτηκες...
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ φωτίστηκε τὸ μυαλό μου καὶ κατάλαβα
ὅτι ἐννοοῦσε τὴν ἀποβολὴ ποὺ ἔπαθα. Ἔχασα τὸ παιδί μου μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἀποκτήσω ποτὲ παιδιά. Τοῦ ἀπάντησα:
-Απ’ τὶς ἁμαρτίες μου τὸ ἔπαθα!
-Ὄχι μωρέ..., δὲν εἶναι ἀπ' αὐτό.
Ἔπρεπε νὰ τὸν ρωτήσω αὐτὸ πού μὲ βασάνιζε γιὰ πολλὰ
χρόνια: «Γιατί νὰ τὸ πάθω αὐτό; Τί ἔφταιξε κι έχασα τὸ παιδί
μου;». Κὶ ὅμως δὲν ρώτησα τίποτα. Φαίνεται πὼς ρωτᾶμε καὶ
μᾶς ἀπαντᾶνε μόνο ὅσα ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Μετὰ μὲ ρώτησε:
-Μωρέ, τί θὰ κάνουμε τώρα;
Καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ πῶ: «Γέροντα, σᾶς παρακαλῶ, κάντε ἕνα
θαῦμα, νὰ γίνω μαμά, νὰ κάνω κι ἐγὼ ἕνα παιδάκι!!!», τοῦ
εἶπα στεναχωρημένη:
-Γέροντα, ἐγὼ τώρα είμαι μεγάλη...
Ἤμουνα 42 ἐτῶν... Πάντως φάνηκα κουτὴ, διότι ὁ Ἅγιος
(ὅπως ὁ Θεὸς) σεβότανε τὴν ἐλευθερία μας καὶ δὲν ἔκανε
κάποιο θαῦμα ἐὰν δὲν ἐκδηλώναμε τὴν ἐπιθυμία μας. Λέει ὁ
Χριστός: «Ζητεῖτε καὶ εὐρήσετε...»! Ἐγὼ δὲν ζήτησα καὶ δὲν
πῆρα. Μόνο τὸν ρώτησα:
Γέροντα, ἐγὼ θὰ πάω στὸν Παράδεισο; Θὰ σωθῶ;
-Πῶς νὰ σωθεῖς μωρέ, ποὺ ἔχεις γκρίνια, ποὺ ἔχεις δειλία
καὶ στεναχώρια;
Ἔτσι ἀκριβῶς ἤμουνα. Καὶ ἀμέσως πρόσθεσε:
-Δὲν εἶναι ὅμως δικά σου...
Κατάλαβα πὼς ὁ πονηρὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ μὲ ἔσπρωχνε
νὰ γίνομαι ἀνυπόμονη καὶ νὰ γκρινιάζω. Αὐτὸς μὲ ἔβαζε νὰ
στεναχωριέμαι εὔκολα καὶ κατὰ περιόδους νὰ φοβᾶμαι μὲ τὸ
παραμικρό. Τὸν ξαναρώτησα δειλά:
-Γέροντα, δὲν θὰ σωθῶ;
-Ἔμ..., τί θὰ κάνεις; ...Θὰ σωθεῖς.
Καὶ τότε συνέβη κάτι πολὺ παράξενο, ποὺ μέχρι σήμερα
δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐξηγήσω μὲ τὴ λογική. Ὅπως ἦταν καθι-
σμένος στὸ κρεβάτι του, σήκωσε τὸ δεξιὸ χέρι πρὸς τὸ μέρος
μου, ἔτσι ὅπως τὸ ἁπλώνουμε ὅταν θέλουμε νὰ ἀγκαλιάσουμε κάποιον. Καὶ ἐνῶ στεκόμουνα τουλάχιστον ἐνάμιση μέτρο
μακριὰ ἔνιωσα καθαρὰ ἕνα χέρι νὰ χαϊδεύει πατρικά,
στοργικὰ τὴν πλάτη μου. Ἦταν τόσο ἔντονο ποὺ ἤθελα νὰ
γυρίσω νὰ κοιτάξω ἐὰν ὑπῆρχε κάποιος πίσω μου! Τὴν ἴδια
στιγμὴ αἰσθάνθηκα σὰν νὰ ἀναγεννήθηκε ἡ ψυχή μου καὶ τὸ
σῶμα μου. Πῆρα πολλή δύναμη καὶ ἐνέργεια μέσα μου! Αὐτὴ
ἡ δύναμη κράτησε καιρὸ καὶ μὲ βοήθησε πάρα πολὺ, διότι
μετὰ ἀπὸ ἀρκετά χρόνια ἀντιμετώπισα πολλὰ προβλήματα
ὑγείας τοῦ ἄντρα μου ἀλλὰ καὶ δικά μου (προβλήματα ὅρασης, καρκίνος, χειρουργεῖα... κ.ἄ.).
Τὸν ἀποχαιρέτησα καὶ βγῆκα ἔξω ἔνας ἄλλος ἄνθρωπος!
Μετὰ μπήκανε μέσα καὶ οἱ ἄλλες δύο κυρίες, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος
τούς εἶπε μόνο αὐτό: «Δὲν ἔχω πληροφορία...».