Ποια είναι η καταγωγή των Μογγόλων- Νέα στοιχεία για την καταγωγή των Τούρκων- Ποια είναι η σχέση Μογγόλων και Τούρκων- Η συντριβή των Οθωμανών από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας (1402)- Η σφαγή των Ελλήνων της Σμύρνης και ο θρύλος για τον τάφο του Ταμερλάνου
Ένα από τα θέματα που απασχολεί πολύ συχνά τους αναγνώστες , είναι η σχέση Μογγόλων και Τούρκων. Ορισμένοι θεωρούν ότι υπάρχει άμεση συγγένεια των μεν με τους δε και αποκαλούν, μάλλον υποτιμητικά «Μογγόλους» τους Τούρκους. Είναι όμως αυτό σωστό; Είναι οι Τούρκοι μογγολικής καταγωγής; Διακεκριμένοι ιστορικοί έχουν ασχοληθεί εξονυχιστικά με το θέμα. Ωστόσο και πάλι τα πράγματα δεν είναι τελείως ξεκάθαρα. Θα προσπαθήσουμε με το σημερινό μας άρθρο να δώσουμε κάποιες απαντήσεις στηριζόμενοι τόσο σε παλαιότερες πηγές όσο και σε σύγχρονα βιβλία Ελλήνων και ξένων ιστορικών. Σίγουρα είναι αδύνατο να δώσουμε απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα.
Η καταγωγή των Μογγόλων
Η Μογγολία σήμερα είναι μια χώρα της Ανατολικής Ασίας (κάποιοι θεωρούν ότι ανήκει στην Κεντρική Ασία) με έκταση 1.564.116 τ. χλμ και πληθυσμό περίπου 3,3 εκατ. κατοίκους. Πρωτεύουσά της είναι η Ουλάν Μπατόρ. Συνορεύει βόρεια με τη Ρωσία και νότια με την Κίνα. Υπάρχει βέβαια και η Εσωτερική Μογγολία αυτόνομη περιφέρεια της Κίνας νότια της Μογγολίας. Έχει έκταση 1.183.000 τ. χλμ και πληθυσμό γύρω στα 25 εκατ. Πρωτεύουσά της είναι η πόλη Χοχότ. Οι κάτοικοί της είναι Κινέζοι κυρίως αλλά και Μογγόλοι και βρίσκεται νότια της (ανεξάρτητης) Μογγολίας ,η οποία μερικές φορές αναφέρεται και ως Εξωτερική Μογγολία. Το ανάγλυφο της Μογγολίας αποτελείται κατά τα 4/5 από μια ομαλή στέπα που δημιουργεί εξαιρετικούς βοσκότοπους. Άλλωστε οι Μογγόλοι ασχολούνται με την ομαδική κτηνοτροφία εδώ κι αιώνες. Στα βόρεια και δυτικά της χώρας υπάρχουν επιμήκεις οροσειρές με ψηλότερη από αυτές τα Αλτάια Όρη. Στα βορειοδυτικά σε ένα σύμπλεγμα από γραφικές λεκάνες, υπάρχουν περισσότερες από 300 λίμνες ενώ νότια και ανατολικά υπάρχουν τεράστια οροπέδια και αχανείς έρημοι.
Παραδοσιακή πατρίδα των Μογγόλων είναι το λεγόμενο Μογγολικό Οροπέδιο στην Κεντρική Ασία που σήμερα είναι πολιτικά διαιρεμένο μεταξύ Μογγολίας και Εσωτερικής Μογγολίας. Η γεωγραφική καταγωγή των Μογγόλων τοποθετείται στο βορειοανατολικό άκρο της σύγχρονης Μογγολίας. Στα ανατολικά, η αρχαία ιστορία τους ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ιστορία των Τουνγκούζων(στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι πρόγονοι των Μαντσού) και στα δυτικά με την ιστορία των Σιούνγκ-νου και των τουρκόφωνων διαδόχων τους, τους οποίους τελικά οι Μογγόλοι εκτόπισαν ή απορρόφησαν εν μέρει.
Αν και ασαφείς αναφορές για φυλές που μπορούν να ταυτιστούν με τους Μογγόλους υπάρχουν σε κινεζικά χρονικά της 2ης π. Χ. χιλιετίας, οι πρώτοι βεβαιωμένα κάτοικοι της Μογγολίας ήταν οι Σιούνγκ-νου ή Χαν γύρω στον 4ο π. Χ. αιώνα.
Για την γλώσσα τους υπάρχει διχογνωμία. Παλαιότερα πίστευαν ότι ήταν Τούρκοι- τουρκόφωνοι αλλά στα τέλη του 20ού αιώνα γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτό ότι μιλούσαν μια παλαιοασιατική γλώσσα που σήμερα αντιπροσωπεύεται από μία εκ των γλωσσών Γενισέι. Την αυτοκρατορία των Σιούνγκ-νου διαδέχθηκαν Τούρκοι ή τουρκόφωνοι λαοί, αλλά και άλλοι που αναγνωρίζονται από ορισμένους ειδικούς ως Μογγόλοι ή Μογγολόφωνοι. Σημαντικότεροι από αυτούς τους λαούς ήταν οι Σιεν-πι που μπορεί όμως να ήταν και Τουνγκούζοι και οι Τζουάν Τζουάν που ορισμένοι τους ταυτίζουν με τους Αβάρους(4ος-6ος αι). Η ονομασία Μογγόλοι εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα κατάλογο φυλών της περιόδου της δυναστείας Τανγκ (618-970) και εξαφανίζεται, για να εμφανιστεί εκ νέου τον 11ο αιώνα όταν οι Κιτάν διοικούσαν την Μαντζουρία, τη Βόρεια Κίνα όπου ίδρυσαν τη δυναστεία Λιάο (907-1125) και έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος Μογγολίας. Ήταν κι αυτοί Μογγόλοι αλλά πατρίδα τους ήταν η Μαντζουρία. Επόμενος μεγάλος σταθμός στην ιστορία των Μογγόλων ήταν η εμφάνιση του Τεμιουτζέν, γνωστότερου ως Τζένγκις Χαν, τον 12ο αιώνα.
Ας δούμε όμως τι γράφουν για τους Μογγόλους παλαιότεροι αλλά και σύγχρονοι ιστορικοί:
‘’Πριν από την εμφάνιση του Τζένγκις Χαν αυτοί (οι Μογγόλο)ι δεν είχαν ούτε φύλαρχους ούτε ηγεμόνες. Καθεμιά φυλή –ή δύο φυλές- ζούσαν χωριστά χωρίς να είναι ενωμένες μεταξύ τους αφού υπήρξε συνεχής διαμάχη και εχθρότητα ανάμεσά τους. Ορισμένοι από αυτούς θεωρούσαν την ληστεία και την χρήση βίας, την ανηθικότητα και την ακολασία ως πράξεις ανδρισμού και διάκρισης. Ως ρούχα τους χρησιμοποιούσαν τα δέρματα σκύλων και ποντικών, ενώ η τροφή τους αποτελείτο από το κρέας αυτών των ζώων καθώς και άλλων νεκρών πλασμάτων. Ως κρασί έπιναν γάλα φοράδας’’.
(Τζουβάυνι στονTurnbull ‘’Cenghis Khan and Mongol conquests’’ ,μετάφραση Αλέξης Γ. Κ. Σαββίδης)
Ο Βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς στη Ρωμαϊκή Ιστορία, Α’ Περίοδος (1204-1341), νεοελληνική απόδοση Δ. Μόσχος, Αθήνα Νέα Σύνορα Λιβάνης 1997 γράφει: ‘’ Ήδη λοιπόν και ενώ κατείχε ο Ιωάννης Δούκας (Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, αυτοκράτορας Νίκαιας 1222-1254) τα σκήπτρα των Ρωμαίων (Βυζαντινών), πολυάνθρωπη ομάδα Σκυθών(Μογγόλων) που αριθμούσε πολλές χιλιάδες αποσπάστηκε από πάνω από τους υποβόρειους (ενν.Σκύθες) και κατέβηκε αθρόα ως την Κασπία θάλασσα. Ξεχύθηκαν σαν ακρίδες κατά της Ασίας με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή κατακτώντάς την σχεδόν ολόκληρη όταν διέβησαν τα στενά κοντά στην Κασπία αφήνοντας νότια τους Σογδιανούς και τους Βακτριανούς και τον Ώξο ποταμό (Αμού Νταριά) της Σογδιανής’’.
Ο J. Saunders στο έργο του «Medieval Islam» σ. 175-176 γράφει (μετάφραση Α. Γ. Κ. Σαββίδης):
‘’Οι Μογγόλοι που έμελλε να συνδεθούν με το όνομα του τρόμου για τους περισσότερους από τους κατοίκους της υδρογείου για μια εκατονταετία, είχαν αρχικά την κατοικία τους στις δασώδεις περιοχές των ποταμών άνω Ονόν και Κερουλέν ανατολικά της λίμνης Βαϊκάλης. Στα ανατολικά τους στην περιοχή του Μπουίρ-Νορ ζούσαν οι Τάταροι, πιθανόν εκμογγολισμένοι Τούρκοι.
Στα δυτικά τους ζούσαν οι Κεραΐτες και οι Ναϊμάνοι προφανώς τουρκόφωνοι λαοί γλωσσικά και εθνολογικά. Οι φυλές αυτές βρίσκονταν σε διαφορετικές φάσεις πολιτιστικής εξέλιξης. Οι Μογγόλοι και οι Τάταροι ήταν κυνηγοί και ψαράδες στις λίμνες και τα δάση (αν και οι πρώτοι δεν ήταν αμέτοχοι της ποιμενικής ζωής), ενώ ως προς τη θρησκεία τους ήταν πρωτόγονοι σαμανιστές. Οι Κεραΐτες και οι Ναϊμάνοι ήταν εκτροφείς ίππων και αιγοπροβάτων στις στέπες και είχαν κατά μεγάλο ποσοστό ασπαστεί το νεστοριανό Χριστιανισμό.
Οι Μογγόλοι, οι οποίοι συχνά στην ιστοριογραφία τους ταυτίζονται, όχι πάντα επακριβώς με τους Τατάρους, ανήκαν στον ουραλο-αλταϊκό φυλετικό τύπο των επονομαζόμενων κίτρινων φυλών ,σε αντίθεση με τα περισσότερα τουρκόφωνα (τουρανικής προέλευσης) φύλα του μεσαίωνα που ανήκαν στον φιννο-ουγγκριτικό κλάδο. Στις βυζαντινές πηγές αναφέρονται συνήθως ως Μουγούλιοι, Σκύθαι, Τάταροι και Τόχαροι. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς(14ος αι.) τους αναφέρει ως Σκύθες.
Τουρούκ: Οι πρώτοι «ιστορικά» Τούρκοι
Το 522, ο Μπουμίν, αρχηγός μιας τουρκικής φυλής της περιοχής Αλτάι, γνωστής αργότερα με την κινεζική ονομασία Τουκιέ, συμμάχησε με τη φυλή Ταμπγκάτς, τους Βέι των Κινέζων και κινήθηκε εναντίον των Αβάρων, τους οποίους κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Μάλιστα ο χαγάνος των Αβάρων αυτοκτόνησε.
Κάτω από τη λέξη Του-κιέ, κρύβεται η λέξη «τουρούκ», ουσιαστικά η λέξη Τούρκος. Η λέξη αυτή σημαίνει «δυνατός» ή «οι δυνατοί» και πιθανότατα αρχικά δεν αποτελούσε έκφραση μιας φυλετικής ή εθνικής οντότητας, αλλά μιας πολιτικής οργάνωσης.
Η μεταγενέστερη λέξη «Τούρκος», χρησιμοποιήθηκε για να ορίσει όλους τους τουρκόφωνους και οφείλεται πιθανότατα στους μουσουλμάνους που παρατήρησαν ότι διάφοροι λαοί με τους οποίους έρχονταν σε επαφή, μιλούσαν την ίδια γλώσσα ή μια γλώσσα συγγενική με αυτή των Τουρούκ και άρχισαν να τους αποκαλούν όλους με το ίδιο όνομα.
Η άρχουσα πατριά των Τουρούκ, η οικογένεια του Μπουμίν, υποστηρίζει ότι κατάγεται από τους Χιόνγκ-νου.
Οι Τουρούκ, θεωρούνται οι πρώτοι «ιστορικά» Τούρκοι.
Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, οι Τουρούκ διαδέχονται τους Αβάρους και εξασφαλίζουν την υπεροχή τους σε όλες τις τουρκόφωνες φυλές, που είναι κουρασμένες από τη μογγολική κυριαρχία. Σταδιακά, οι Τουρούκ εγκαταστάθηκαν στην Άνω Μογγολία, στις όχθες των ποταμών Όρχον και Σελένγκα και απειλούν την Κίνα.
Κάτω από την καθοδήγησή του Χαγάνου Ιστεμί και του γιου του Ταρντού (περ. 575-603), οι Τουρούκ έχουν πολλές επιτυχίες. Αρχικά, ο Ιστεμί αρχίζει διαπραγματεύσεις με την Περσία των Σασσανιδών. Ο Χοσρόης, Πέρσης βασιλιάς, παντρεύεται με πριγκίπισσα Τουρούκ, με την οποία αποκτούν τον Ορμίσδα Δ’, γνωστό και ως «γιο του Τούρκου». Ο Χοσρόης, εισάγει στον στρατό του Τούρκους μισθοφόρους, οι οποίοι ίσως είναι Χριστιανοί. Την πολιτική αυτή θα ακολουθήσουν το Βυζάντιο, το αραβικό χαλιφάτο των Αβασιδών και η Αίγυπτος.
Στη συνέχεια, Πέρσες και Τουρούκ συμμαχούν και στρέφονται εναντίον των Εφθαλιτών, τους οποίους συντρίβουν γύρω στο 565 και μοιράζονται τα λάφυρα. Οι Εφθαλίτες ήταν μία συνομοσπονδία λαών ιρανικής ή τουρκικής προέλευσης, η οποία στο απόγειο της δύναμής της (πρώτο μισό του 6ου αιώνα), κατείχαν περιοχές του σημερινού Αφγανιστάν, του Τουρκμενιστάν, του Ουζμπεκιστάν, του Τατζικιστάν, της Κιργισίας, του Πακιστάν, του Τατζικιστάν, της Κιργισίας, του Πακιστάν, της Ινδίας και την Κίνα. Απ’ το 567, ο Ιστεμί αποκτά στενούς δεσμούς με το Βυζάντιο.
Τότε στέλνει μία επιστολή στον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β’. Ο γιος του Ταρντού, εγκαταλείπει τη συμμαχία με τους Πέρσες και προσεταιρίζεται τους Βυζαντινούς, εχθρούς των Περσών. Επιτίθεται στην Περσία το 584, το 588 και το 590 και τελικά καταλαμβάνει το Τοχαρεστάν. Σταδιακά, οι Τουρούκ επέκτειναν την ηγεμονία τους στη Μογγολία, στο ρωσικό Τουρκεστάν, σ’ ένα τμήμα του κινεζικού Τουρκεστάν, στα δυτικά της Κασπίας, στο βόρειο και ανατολικό τμήμα του Αφγανιστάν και έφτασαν σχεδόν ως την Ινδία.
Σχέσεις Τούρκων και Μογγόλων
Οι Τούρκοι και οι Μογγόλοι, δεν έχουν μεγάλες διαφορές. Όπως γράφει ο Jean-Paul Roux στην «Ιστορία των Τούρκων», «η απόσταση ανάμεσα σε δύο τουρκικές φυλές δεν είναι πιο μεγάλη απ’ ό,τι είναι ανάμεσα σε μια τουρκική και σε μια μογγολική φυλή.
Και μπορεί οι γλώσσες να μην είναι οι ίδιες, οι συντακτικές δομές, όμως είναι ταυτόσημες και φανερώνουν τον ίδιο τρόπο σκέψης». Τούρκοι, Μογγόλοι και Τουνγκούζοι, είχαν κοινές ρίζες στην αλταϊκή στέπα.
Έτσι, δεν μπορούμε να μιλάμε για ταύτιση Τούρκων και Μογγόλων, αλλά για (κάποιου είδους) συγγένεια.
Στο πέρασμα τόσων εκατοντάδων χρόνων βέβαια, υπήρξαν επιμειξίες που είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχει μια «γενετική ροή και διείσδυση» πληθυσμιακών ομάδων της Κεντρικής Ασίας με μογγολική καταγωγή στην επικράτεια της σημερινής Τουρκίας.
Από ανάλυση δεικτών DNA σε πληθυσμιακά δείγματα που προέρχονταν από τις περιοχές της Σμύρνης, της Αττάλειας, της Άγκυρας και της λίμνης Βαν στην Ανατολική Τουρκία, προέκυψε ότι η γενετική συνεισφορά τουρκόφωνων πληθυσμών της Κεντρικής Ασίας στη γενετική σύσταση των σημερινών κατοίκων της Τοθρκίας είναι 30%, αν και εξαρτάται από την περιοχή δειγματοληψίας, όπως προέκυψε από έρευνα του Ιταλού G. Di Benedetto και άλλων, το 2001. Η ανάλυση που έγινε το 2014 του συνολικού γονιδιώματος (DNA) από κατοίκους της Τουρκίας, έδειξε ότι η γενετική κληρονομιά των σύγχρονων Τούρκων, ομαδοποιείται με τους πληθυσμούς της Νότιας Ευρώπης/Μεσογειακής γενετικής δεξαμενής και ότι η πρόσφατη γενετική συνεισφορά πληθυσμών της Κεντρικής Ασίας στους σύγχρονους κατοίκους της Τουρκίας, είναι της τάξης του 21,7%.
Τέλος, μελέτη του Β. Yunusbayev και άλλων, το 2015, πληθυσμιακού δείγματος από την Τουρκία, έδειξε ότι η γενετική επιμειξία ανάμεσα στους γηγενείς κατοίκους της Ανατολίας και νομαδικούς τουρκικούς πληθυσμούς και των συγγενών τους μογγολικών προγονικών πληθυσμών, συνέβη από τον 9ο ως τον 17ο αιώνα, σε χρονικό διάστημα εννιά περίπου αιώνων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις καταγεγραμμένες ιστορικά μετακινήσεις πληθυσμών στην ευρύτερη περιοχή.
Η μάχη που… ξεχνά ο Ταγίπ Ερντογάν: Άγκυρα 1402, ο Ταμερλάνος συντρίβει τους Οθωμανούς
Ο Τιμούρ Λενκ (Τιμούρ ο Χωλός), γνωστότερος ως Ταμερλάνος, γεννήθηκε το 1336 σε μια κοιλάδα μεταξύ της Σαμαρκάνδης και της οροσειράς Hindukush (στην Κεντρική Ασία), στην περιοχή δηλαδή που αποτελεί την κοιτίδα της τουρκικής ομοεθνίας. Με επιδέξιες διπλωματικές ενέργειες κατόρθωσε τη δεκαετία 1360-1370 να αναλάβει την ηγεσία της τουρκικής φυλής Μπαρλάς, από την οποία καταγόταν και στη συνέχεια να ιδρύσει ισχυρό κράτος στην κεντρική Ασία με πρωτεύουσα τη Σαμαρκάνδη, όπου στέφθηκε αυτοκράτορας το 1370 (πιθανότατα, καθώς υπάρχει και η εκδοχή ότι αυτό έγινε το 1388). Το προσωνύμιο «χωλός», οφείλεται στο ότι τραυματίστηκε από βέλος στο δεξί γόνατο τη διάρκεια μιας μάχης και από τότε, ως το τέλος της ζωής του χώλαινε. Σύντομα ο Ταμερλάνος ίδρυσε μία τεράστια αυτοκρατορία, η οργάνωση της οποίας έγινε με βάση μογγολικά πρότυπα. Άλλωστε, σχεδόν παντού, ο Ταμερλάνος αναφέρεται ως Μογγόλος.
Και ο στρατός του είχε μογγολική οργάνωση. Τον αποτελούσαν αποκλειστικά ιππείς που κινούνταν διαρκώς σε αναζήτηση τροφής για τα άλογά τους και πολεμικής λείας για τους ίδιους. Οι εκστρατείες του σπάνια αποτύγχαναν, καθώς στηρίζονταν σε μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, πανουργία, ύπουλη συμπεριφορά και υπερβολική σκληρότητα. Συχνά, ο Ταμερλάνος θανάτωνε με φριχτά βασανιστήρια τους αιχμαλώτους εχθρούς του, ενώ αγαπημένη του συνήθεια ήταν η κατασκευή πυραμίδων από τα κρανία τους…
Ο Ταμερλάνος κατέλαβε δυο φορές τη Βαγδάτη (το 1393 και το 1401 οπότε και τη λεηλάτησε), το Χαλέπι (1400) και τη Δαμασκό. Επίσης, εισέβαλε στην Ινδία (1398-1399), ενώ νίκησε επανειλημμένα το μογγολικό Χανάτο της Χρυσής Ορδής στη νότια Ρωσία (1385-1386, 1391,1395). Η σύγκρουσή του με τους Οθωμανούς του Βαγιαζήτ, προήλθε τόσο από την εμπλοκή του τελευταίου στον χώρο επιρροής του Ταμερλάνου, όσο και από τις αιτιάσεις των εξόριστων Τουρκομάνων εμίρηδων που είχαν καταφύγει στην αυλή του Μογγόλου ηγεμόνα μετά την προσάρτηση των εμιράτων τους στο οθωμανικό κράτος.
Αρχικά, ο Ταμερλάνος πολιόρκησε τη Σεβάστεια, την οποία και κατέλαβε στις 26 Αυγούστου 1400. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, γράφει ότι οι άμαχοι ποδοπατήθηκαν από το ιππικό του, ενώ ο Δούκας αναφέρει ότι οι ηγέτες της πόλης είχαν φρικτό τέλος: καθένας τους δέθηκε κουβάρι και στη συνέχεια ρίχτηκαν ανά δέκα σε λάκκους, που καλύφθηκαν με σανίδες και χώμα.
Μετά την πτώση της Σεβάστειας, ο Ταμερλάνος στράφηκε προς την Συρία. Έτσι η σύγκρουσή του με τον Βαγιαζήτ έγινε στις 28 Ιουλίου 1402 στην πεδιάδα της Άγκυρας. Ο Ταμερλάνος είχε 140.000-200.000 άνδρες και ο Βαγιαζήτ 85.000-200.000.
Ο στρατός του Βαγιαζήτ, που βασιζόταν κυρίως στο πεζικό του, είχε καταπονηθεί από τις συνεχείς πορείες σε αναζήτηση του εχθρού, ως τα βάθη της Μ. Ασίας.
Τα οθωμανικά στρατεύματα ήταν ετερογενή, καθώς σ’ αυτά ήταν προσαρτημένοι άνδρες από τα τουρκομανικά εμιράτα, όπως και μονάδες σερβικού ιππικού (η Σερβία μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389, στην οποία θα αναφερθούμε, όπως μας ζητήθηκε, σε μελλοντικό μας άρθρο, ήταν υποτελής στο οθωμανικό κράτος). Η μάχη κράτησε σχεδόν όλη μέρα. Οι Σέρβοι ιππείς πολέμησαν γενναία. Όταν όμως τα τουρκομανικά στρατεύματα του Βαγιαζήτ αυτομόλησαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, η πλάστιγγα έγειρε προς την μεριά του Ταμερλάνου. Ο Βαγιαζήτ, αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Ταμερλάνου, όπου κρατήθηκε υπό αξιοπρεπείς συνθήκες. Μεταγενέστερες φήμες, υποστηρίζουν ότι κλείστηκε σ’ ένα κλουβί και ακολουθούσε τον Ταμερλάνο στις μετακινήσεις του, ενώ η σύζυγός του σέρβιρε κρασί γυμνή στα συμπόσια του Ταμερλάνου!
Άραγε ο «πολύς» Ταγίπ Ερντογάν, θα γιορτάσει στις 28 Ιουλίου την ωραία επέτειο για τα 618 χρόνια από τη μάχη της Άγκυρας;
Οι υπόλοιπες κατακτήσεις του Ταμερλάνου – Η σφαγή των Ελλήνων στη Σμύρνη.
Η συντριβή του Βαγιαζήτ στην Άγκυρα, βύθισε το οθωμανικό κράτος στο χάος. Οι τέσσερις γιοι του, αφού κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το πεδίο της μάχης, σκόρπισαν έντρομοι σε απομακρυσμένα σημεία του οθωμανικού κράτους και δήλωσαν υποταγή στον Ταμερλάνο. Ο Τιμούρ Λενκ, πέντε μέρες μετά τον θρίαμβό του στην Άγκυρα, κατέλαβε την Προύσα, πρωτεύουσα του Βαγιαζήτ και πήρε όλους τους θησαυρούς του.
Στη συνέχεια λεηλατήθηκαν η Νίκαια, η Νικομήδεια, η Λάμψακος, το Αδραμύτιο, η Άσσος, η Πέργαμος, οι Σάρδεις, η Μαγνησία, η Έφεσος, η Φιλαδέλφεια, η Πέργη, η Αττάλεια, το Ικόνιο και η Καισάρεια. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή φυλής υπέστησαν τα πάνδεινα. Αποκορύφωμα της εκστρατείας ήταν η καταστροφή του παραθαλάσσιου φρουρίου της Σμύρνης που βρισκόταν υπό την κατοχή των Ιωαννιτών ιπποτών της Ρόδου από το 1344. Στη Σμύρνη, υπήρχε και δεύτερο φρούριο-ακρόπολη στην κορυφή του όρους Πάγος που κατείχαν οι Τούρκοι.
Ο Ταμερλάνος σε μία επίδειξη δύναμης προς τη Δύση, κατέλαβε μέσα σε 2 εβδομάδες το φρούριο των Ιωαννιτών (η πολιορκία άρχισε στις 2 Δεκεμβρίου 1402). Οι ιππότες πρόλαβαν να φύγουν με τις γαλέρες τους. Ωστόσο 1.000-4.000 Έλληνες πρόσφυγες από τις γειτονικές περιοχές της Εφέσου, των Θύρων και του Νυμφαίου εμποδίστηκαν από τους Ιωαννίτες να επιβιβαστούν σ’ αυτές. Οι άνδρες του Ταμερλάνου τους έφεραν μπροστά του. Εκείνος διέταξε να τους αποκεφαλίσουν με ξίφη και κατασκεύασε έναν πύργο, τοποθετώντας ανά μια πέτρα και ένα κεφάλι ώστε τα πρόσωπα να είναι στη σειρά. «Παράξενη, τερατώδης και απάνθρωπη επινόηση», γράφει για τη βάρβαρη ενέργεια του Μογγόλου ο Δούκας που την εξιστορεί.
Κάτι ανάλογο με τις πυραμίδες από κομμένα κεφάλια γινόταν ως και την Επανάσταση του 1821… Ο Ταμερλάνος πέθανε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Κίνα το 1405 και τάφηκε στη Σαμαρκάνδη (Σάμαρκαντ) του Ουζμπεκιστάν. Ο τάφος του συνδέθηκε με μία περίεργη ιστορία, έναν θρύλο. Στις 21 Ιουνίου 1941 ανακαλύφθηκε από τους Σοβιετικούς αρχαιολόγους Gerasimov και Miyazov.
Ανοίγοντας τον ,βρήκαν τον σκελετό ενός ψηλού άνδρα (1,93 μ.), με εμφανείς κακώσεις στο δεξί του γόνατο.
Στην επιγραφή που υπήρχε στα τοιχώματα του τάφου, διάβασαν: «Μην ανοίξετε τον τάφο μου γιατί αλλιώς μεγάλο κακό, χειρότερο από εμένα θα πέσει πάνω σας».
Ο Στάλιν επέμεινε να βγάλουν τον σκελετό του και να τον μεταφέρουν αεροπορικώς στη Μόσχα, παρά τις εκκλήσεις μουσουλμάνων κληρικών να αφήσουν τον Ταμερλάνο στην «ησυχία» του. Ο σκελετός μεταφέρθηκε και 4 ώρες αργότερα, ξεκίνησε η γερμανική εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. Το 1942, ο Στάλιν έδωσε εντολή να ταφεί ξανά το λείψανο του Ταμερλάνου. Ακολούθησε ο θρίαμβος του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ και η πανωλεθρία του Χίτλερ…
Η συντριβή των Οθωμανών από τον Ταμερλάνο, ήταν «μάννα εξ ουρανού» για το Βυζάντιο. Δυστυχώς, η αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια και δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει το χάος στο οθωμανικό κράτος. Σε λιγότερο από 50 χρόνια από τον θάνατο του Ταμερλάνου η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων…
πηγή
Πηγές: Νικόλαος Γ. Νικολούδης, «Η σύγκρουση οθωμανικής αυτοκρατορίας και Ταμερλάνου», στο βιβλίο Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης-Νικόλαος Γ. Νικολούδης, «Ο ΥΣΤΕΡΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΟΔΟΤΟΣ 2007
ΑΛΕΞΙΟΣ Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΓΓΟΛΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ», Β’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ IOLKOS, 2009
JEAN-PAUL ROUX, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ», Δ’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, «Η ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, 2020.
Ευχαριστούμε θερμά τον κορυφαίο βυζαντινολόγο, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, για την πολύτιμη βοήθειά του.
Ένα από τα θέματα που απασχολεί πολύ συχνά τους αναγνώστες , είναι η σχέση Μογγόλων και Τούρκων. Ορισμένοι θεωρούν ότι υπάρχει άμεση συγγένεια των μεν με τους δε και αποκαλούν, μάλλον υποτιμητικά «Μογγόλους» τους Τούρκους. Είναι όμως αυτό σωστό; Είναι οι Τούρκοι μογγολικής καταγωγής; Διακεκριμένοι ιστορικοί έχουν ασχοληθεί εξονυχιστικά με το θέμα. Ωστόσο και πάλι τα πράγματα δεν είναι τελείως ξεκάθαρα. Θα προσπαθήσουμε με το σημερινό μας άρθρο να δώσουμε κάποιες απαντήσεις στηριζόμενοι τόσο σε παλαιότερες πηγές όσο και σε σύγχρονα βιβλία Ελλήνων και ξένων ιστορικών. Σίγουρα είναι αδύνατο να δώσουμε απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα.
Η καταγωγή των Μογγόλων
Η Μογγολία σήμερα είναι μια χώρα της Ανατολικής Ασίας (κάποιοι θεωρούν ότι ανήκει στην Κεντρική Ασία) με έκταση 1.564.116 τ. χλμ και πληθυσμό περίπου 3,3 εκατ. κατοίκους. Πρωτεύουσά της είναι η Ουλάν Μπατόρ. Συνορεύει βόρεια με τη Ρωσία και νότια με την Κίνα. Υπάρχει βέβαια και η Εσωτερική Μογγολία αυτόνομη περιφέρεια της Κίνας νότια της Μογγολίας. Έχει έκταση 1.183.000 τ. χλμ και πληθυσμό γύρω στα 25 εκατ. Πρωτεύουσά της είναι η πόλη Χοχότ. Οι κάτοικοί της είναι Κινέζοι κυρίως αλλά και Μογγόλοι και βρίσκεται νότια της (ανεξάρτητης) Μογγολίας ,η οποία μερικές φορές αναφέρεται και ως Εξωτερική Μογγολία. Το ανάγλυφο της Μογγολίας αποτελείται κατά τα 4/5 από μια ομαλή στέπα που δημιουργεί εξαιρετικούς βοσκότοπους. Άλλωστε οι Μογγόλοι ασχολούνται με την ομαδική κτηνοτροφία εδώ κι αιώνες. Στα βόρεια και δυτικά της χώρας υπάρχουν επιμήκεις οροσειρές με ψηλότερη από αυτές τα Αλτάια Όρη. Στα βορειοδυτικά σε ένα σύμπλεγμα από γραφικές λεκάνες, υπάρχουν περισσότερες από 300 λίμνες ενώ νότια και ανατολικά υπάρχουν τεράστια οροπέδια και αχανείς έρημοι.
Παραδοσιακή πατρίδα των Μογγόλων είναι το λεγόμενο Μογγολικό Οροπέδιο στην Κεντρική Ασία που σήμερα είναι πολιτικά διαιρεμένο μεταξύ Μογγολίας και Εσωτερικής Μογγολίας. Η γεωγραφική καταγωγή των Μογγόλων τοποθετείται στο βορειοανατολικό άκρο της σύγχρονης Μογγολίας. Στα ανατολικά, η αρχαία ιστορία τους ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ιστορία των Τουνγκούζων(στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι πρόγονοι των Μαντσού) και στα δυτικά με την ιστορία των Σιούνγκ-νου και των τουρκόφωνων διαδόχων τους, τους οποίους τελικά οι Μογγόλοι εκτόπισαν ή απορρόφησαν εν μέρει.
Αν και ασαφείς αναφορές για φυλές που μπορούν να ταυτιστούν με τους Μογγόλους υπάρχουν σε κινεζικά χρονικά της 2ης π. Χ. χιλιετίας, οι πρώτοι βεβαιωμένα κάτοικοι της Μογγολίας ήταν οι Σιούνγκ-νου ή Χαν γύρω στον 4ο π. Χ. αιώνα.
Για την γλώσσα τους υπάρχει διχογνωμία. Παλαιότερα πίστευαν ότι ήταν Τούρκοι- τουρκόφωνοι αλλά στα τέλη του 20ού αιώνα γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτό ότι μιλούσαν μια παλαιοασιατική γλώσσα που σήμερα αντιπροσωπεύεται από μία εκ των γλωσσών Γενισέι. Την αυτοκρατορία των Σιούνγκ-νου διαδέχθηκαν Τούρκοι ή τουρκόφωνοι λαοί, αλλά και άλλοι που αναγνωρίζονται από ορισμένους ειδικούς ως Μογγόλοι ή Μογγολόφωνοι. Σημαντικότεροι από αυτούς τους λαούς ήταν οι Σιεν-πι που μπορεί όμως να ήταν και Τουνγκούζοι και οι Τζουάν Τζουάν που ορισμένοι τους ταυτίζουν με τους Αβάρους(4ος-6ος αι). Η ονομασία Μογγόλοι εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα κατάλογο φυλών της περιόδου της δυναστείας Τανγκ (618-970) και εξαφανίζεται, για να εμφανιστεί εκ νέου τον 11ο αιώνα όταν οι Κιτάν διοικούσαν την Μαντζουρία, τη Βόρεια Κίνα όπου ίδρυσαν τη δυναστεία Λιάο (907-1125) και έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος Μογγολίας. Ήταν κι αυτοί Μογγόλοι αλλά πατρίδα τους ήταν η Μαντζουρία. Επόμενος μεγάλος σταθμός στην ιστορία των Μογγόλων ήταν η εμφάνιση του Τεμιουτζέν, γνωστότερου ως Τζένγκις Χαν, τον 12ο αιώνα.
Ας δούμε όμως τι γράφουν για τους Μογγόλους παλαιότεροι αλλά και σύγχρονοι ιστορικοί:
‘’Πριν από την εμφάνιση του Τζένγκις Χαν αυτοί (οι Μογγόλο)ι δεν είχαν ούτε φύλαρχους ούτε ηγεμόνες. Καθεμιά φυλή –ή δύο φυλές- ζούσαν χωριστά χωρίς να είναι ενωμένες μεταξύ τους αφού υπήρξε συνεχής διαμάχη και εχθρότητα ανάμεσά τους. Ορισμένοι από αυτούς θεωρούσαν την ληστεία και την χρήση βίας, την ανηθικότητα και την ακολασία ως πράξεις ανδρισμού και διάκρισης. Ως ρούχα τους χρησιμοποιούσαν τα δέρματα σκύλων και ποντικών, ενώ η τροφή τους αποτελείτο από το κρέας αυτών των ζώων καθώς και άλλων νεκρών πλασμάτων. Ως κρασί έπιναν γάλα φοράδας’’.
(Τζουβάυνι στονTurnbull ‘’Cenghis Khan and Mongol conquests’’ ,μετάφραση Αλέξης Γ. Κ. Σαββίδης)
Ο Βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς στη Ρωμαϊκή Ιστορία, Α’ Περίοδος (1204-1341), νεοελληνική απόδοση Δ. Μόσχος, Αθήνα Νέα Σύνορα Λιβάνης 1997 γράφει: ‘’ Ήδη λοιπόν και ενώ κατείχε ο Ιωάννης Δούκας (Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, αυτοκράτορας Νίκαιας 1222-1254) τα σκήπτρα των Ρωμαίων (Βυζαντινών), πολυάνθρωπη ομάδα Σκυθών(Μογγόλων) που αριθμούσε πολλές χιλιάδες αποσπάστηκε από πάνω από τους υποβόρειους (ενν.Σκύθες) και κατέβηκε αθρόα ως την Κασπία θάλασσα. Ξεχύθηκαν σαν ακρίδες κατά της Ασίας με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή κατακτώντάς την σχεδόν ολόκληρη όταν διέβησαν τα στενά κοντά στην Κασπία αφήνοντας νότια τους Σογδιανούς και τους Βακτριανούς και τον Ώξο ποταμό (Αμού Νταριά) της Σογδιανής’’.
Ο J. Saunders στο έργο του «Medieval Islam» σ. 175-176 γράφει (μετάφραση Α. Γ. Κ. Σαββίδης):
‘’Οι Μογγόλοι που έμελλε να συνδεθούν με το όνομα του τρόμου για τους περισσότερους από τους κατοίκους της υδρογείου για μια εκατονταετία, είχαν αρχικά την κατοικία τους στις δασώδεις περιοχές των ποταμών άνω Ονόν και Κερουλέν ανατολικά της λίμνης Βαϊκάλης. Στα ανατολικά τους στην περιοχή του Μπουίρ-Νορ ζούσαν οι Τάταροι, πιθανόν εκμογγολισμένοι Τούρκοι.
Στα δυτικά τους ζούσαν οι Κεραΐτες και οι Ναϊμάνοι προφανώς τουρκόφωνοι λαοί γλωσσικά και εθνολογικά. Οι φυλές αυτές βρίσκονταν σε διαφορετικές φάσεις πολιτιστικής εξέλιξης. Οι Μογγόλοι και οι Τάταροι ήταν κυνηγοί και ψαράδες στις λίμνες και τα δάση (αν και οι πρώτοι δεν ήταν αμέτοχοι της ποιμενικής ζωής), ενώ ως προς τη θρησκεία τους ήταν πρωτόγονοι σαμανιστές. Οι Κεραΐτες και οι Ναϊμάνοι ήταν εκτροφείς ίππων και αιγοπροβάτων στις στέπες και είχαν κατά μεγάλο ποσοστό ασπαστεί το νεστοριανό Χριστιανισμό.
Οι Μογγόλοι, οι οποίοι συχνά στην ιστοριογραφία τους ταυτίζονται, όχι πάντα επακριβώς με τους Τατάρους, ανήκαν στον ουραλο-αλταϊκό φυλετικό τύπο των επονομαζόμενων κίτρινων φυλών ,σε αντίθεση με τα περισσότερα τουρκόφωνα (τουρανικής προέλευσης) φύλα του μεσαίωνα που ανήκαν στον φιννο-ουγγκριτικό κλάδο. Στις βυζαντινές πηγές αναφέρονται συνήθως ως Μουγούλιοι, Σκύθαι, Τάταροι και Τόχαροι. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς(14ος αι.) τους αναφέρει ως Σκύθες.
Τουρούκ: Οι πρώτοι «ιστορικά» Τούρκοι
Το 522, ο Μπουμίν, αρχηγός μιας τουρκικής φυλής της περιοχής Αλτάι, γνωστής αργότερα με την κινεζική ονομασία Τουκιέ, συμμάχησε με τη φυλή Ταμπγκάτς, τους Βέι των Κινέζων και κινήθηκε εναντίον των Αβάρων, τους οποίους κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Μάλιστα ο χαγάνος των Αβάρων αυτοκτόνησε.
Κάτω από τη λέξη Του-κιέ, κρύβεται η λέξη «τουρούκ», ουσιαστικά η λέξη Τούρκος. Η λέξη αυτή σημαίνει «δυνατός» ή «οι δυνατοί» και πιθανότατα αρχικά δεν αποτελούσε έκφραση μιας φυλετικής ή εθνικής οντότητας, αλλά μιας πολιτικής οργάνωσης.
Η μεταγενέστερη λέξη «Τούρκος», χρησιμοποιήθηκε για να ορίσει όλους τους τουρκόφωνους και οφείλεται πιθανότατα στους μουσουλμάνους που παρατήρησαν ότι διάφοροι λαοί με τους οποίους έρχονταν σε επαφή, μιλούσαν την ίδια γλώσσα ή μια γλώσσα συγγενική με αυτή των Τουρούκ και άρχισαν να τους αποκαλούν όλους με το ίδιο όνομα.
Η άρχουσα πατριά των Τουρούκ, η οικογένεια του Μπουμίν, υποστηρίζει ότι κατάγεται από τους Χιόνγκ-νου.
Οι Τουρούκ, θεωρούνται οι πρώτοι «ιστορικά» Τούρκοι.
Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, οι Τουρούκ διαδέχονται τους Αβάρους και εξασφαλίζουν την υπεροχή τους σε όλες τις τουρκόφωνες φυλές, που είναι κουρασμένες από τη μογγολική κυριαρχία. Σταδιακά, οι Τουρούκ εγκαταστάθηκαν στην Άνω Μογγολία, στις όχθες των ποταμών Όρχον και Σελένγκα και απειλούν την Κίνα.
Κάτω από την καθοδήγησή του Χαγάνου Ιστεμί και του γιου του Ταρντού (περ. 575-603), οι Τουρούκ έχουν πολλές επιτυχίες. Αρχικά, ο Ιστεμί αρχίζει διαπραγματεύσεις με την Περσία των Σασσανιδών. Ο Χοσρόης, Πέρσης βασιλιάς, παντρεύεται με πριγκίπισσα Τουρούκ, με την οποία αποκτούν τον Ορμίσδα Δ’, γνωστό και ως «γιο του Τούρκου». Ο Χοσρόης, εισάγει στον στρατό του Τούρκους μισθοφόρους, οι οποίοι ίσως είναι Χριστιανοί. Την πολιτική αυτή θα ακολουθήσουν το Βυζάντιο, το αραβικό χαλιφάτο των Αβασιδών και η Αίγυπτος.
Στη συνέχεια, Πέρσες και Τουρούκ συμμαχούν και στρέφονται εναντίον των Εφθαλιτών, τους οποίους συντρίβουν γύρω στο 565 και μοιράζονται τα λάφυρα. Οι Εφθαλίτες ήταν μία συνομοσπονδία λαών ιρανικής ή τουρκικής προέλευσης, η οποία στο απόγειο της δύναμής της (πρώτο μισό του 6ου αιώνα), κατείχαν περιοχές του σημερινού Αφγανιστάν, του Τουρκμενιστάν, του Ουζμπεκιστάν, του Τατζικιστάν, της Κιργισίας, του Πακιστάν, του Τατζικιστάν, της Κιργισίας, του Πακιστάν, της Ινδίας και την Κίνα. Απ’ το 567, ο Ιστεμί αποκτά στενούς δεσμούς με το Βυζάντιο.
Τότε στέλνει μία επιστολή στον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β’. Ο γιος του Ταρντού, εγκαταλείπει τη συμμαχία με τους Πέρσες και προσεταιρίζεται τους Βυζαντινούς, εχθρούς των Περσών. Επιτίθεται στην Περσία το 584, το 588 και το 590 και τελικά καταλαμβάνει το Τοχαρεστάν. Σταδιακά, οι Τουρούκ επέκτειναν την ηγεμονία τους στη Μογγολία, στο ρωσικό Τουρκεστάν, σ’ ένα τμήμα του κινεζικού Τουρκεστάν, στα δυτικά της Κασπίας, στο βόρειο και ανατολικό τμήμα του Αφγανιστάν και έφτασαν σχεδόν ως την Ινδία.
Σχέσεις Τούρκων και Μογγόλων
Οι Τούρκοι και οι Μογγόλοι, δεν έχουν μεγάλες διαφορές. Όπως γράφει ο Jean-Paul Roux στην «Ιστορία των Τούρκων», «η απόσταση ανάμεσα σε δύο τουρκικές φυλές δεν είναι πιο μεγάλη απ’ ό,τι είναι ανάμεσα σε μια τουρκική και σε μια μογγολική φυλή.
Και μπορεί οι γλώσσες να μην είναι οι ίδιες, οι συντακτικές δομές, όμως είναι ταυτόσημες και φανερώνουν τον ίδιο τρόπο σκέψης». Τούρκοι, Μογγόλοι και Τουνγκούζοι, είχαν κοινές ρίζες στην αλταϊκή στέπα.
Έτσι, δεν μπορούμε να μιλάμε για ταύτιση Τούρκων και Μογγόλων, αλλά για (κάποιου είδους) συγγένεια.
Στο πέρασμα τόσων εκατοντάδων χρόνων βέβαια, υπήρξαν επιμειξίες που είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχει μια «γενετική ροή και διείσδυση» πληθυσμιακών ομάδων της Κεντρικής Ασίας με μογγολική καταγωγή στην επικράτεια της σημερινής Τουρκίας.
Από ανάλυση δεικτών DNA σε πληθυσμιακά δείγματα που προέρχονταν από τις περιοχές της Σμύρνης, της Αττάλειας, της Άγκυρας και της λίμνης Βαν στην Ανατολική Τουρκία, προέκυψε ότι η γενετική συνεισφορά τουρκόφωνων πληθυσμών της Κεντρικής Ασίας στη γενετική σύσταση των σημερινών κατοίκων της Τοθρκίας είναι 30%, αν και εξαρτάται από την περιοχή δειγματοληψίας, όπως προέκυψε από έρευνα του Ιταλού G. Di Benedetto και άλλων, το 2001. Η ανάλυση που έγινε το 2014 του συνολικού γονιδιώματος (DNA) από κατοίκους της Τουρκίας, έδειξε ότι η γενετική κληρονομιά των σύγχρονων Τούρκων, ομαδοποιείται με τους πληθυσμούς της Νότιας Ευρώπης/Μεσογειακής γενετικής δεξαμενής και ότι η πρόσφατη γενετική συνεισφορά πληθυσμών της Κεντρικής Ασίας στους σύγχρονους κατοίκους της Τουρκίας, είναι της τάξης του 21,7%.
Τέλος, μελέτη του Β. Yunusbayev και άλλων, το 2015, πληθυσμιακού δείγματος από την Τουρκία, έδειξε ότι η γενετική επιμειξία ανάμεσα στους γηγενείς κατοίκους της Ανατολίας και νομαδικούς τουρκικούς πληθυσμούς και των συγγενών τους μογγολικών προγονικών πληθυσμών, συνέβη από τον 9ο ως τον 17ο αιώνα, σε χρονικό διάστημα εννιά περίπου αιώνων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις καταγεγραμμένες ιστορικά μετακινήσεις πληθυσμών στην ευρύτερη περιοχή.
Η μάχη που… ξεχνά ο Ταγίπ Ερντογάν: Άγκυρα 1402, ο Ταμερλάνος συντρίβει τους Οθωμανούς
Ο Τιμούρ Λενκ (Τιμούρ ο Χωλός), γνωστότερος ως Ταμερλάνος, γεννήθηκε το 1336 σε μια κοιλάδα μεταξύ της Σαμαρκάνδης και της οροσειράς Hindukush (στην Κεντρική Ασία), στην περιοχή δηλαδή που αποτελεί την κοιτίδα της τουρκικής ομοεθνίας. Με επιδέξιες διπλωματικές ενέργειες κατόρθωσε τη δεκαετία 1360-1370 να αναλάβει την ηγεσία της τουρκικής φυλής Μπαρλάς, από την οποία καταγόταν και στη συνέχεια να ιδρύσει ισχυρό κράτος στην κεντρική Ασία με πρωτεύουσα τη Σαμαρκάνδη, όπου στέφθηκε αυτοκράτορας το 1370 (πιθανότατα, καθώς υπάρχει και η εκδοχή ότι αυτό έγινε το 1388). Το προσωνύμιο «χωλός», οφείλεται στο ότι τραυματίστηκε από βέλος στο δεξί γόνατο τη διάρκεια μιας μάχης και από τότε, ως το τέλος της ζωής του χώλαινε. Σύντομα ο Ταμερλάνος ίδρυσε μία τεράστια αυτοκρατορία, η οργάνωση της οποίας έγινε με βάση μογγολικά πρότυπα. Άλλωστε, σχεδόν παντού, ο Ταμερλάνος αναφέρεται ως Μογγόλος.
Και ο στρατός του είχε μογγολική οργάνωση. Τον αποτελούσαν αποκλειστικά ιππείς που κινούνταν διαρκώς σε αναζήτηση τροφής για τα άλογά τους και πολεμικής λείας για τους ίδιους. Οι εκστρατείες του σπάνια αποτύγχαναν, καθώς στηρίζονταν σε μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, πανουργία, ύπουλη συμπεριφορά και υπερβολική σκληρότητα. Συχνά, ο Ταμερλάνος θανάτωνε με φριχτά βασανιστήρια τους αιχμαλώτους εχθρούς του, ενώ αγαπημένη του συνήθεια ήταν η κατασκευή πυραμίδων από τα κρανία τους…
Ο Ταμερλάνος κατέλαβε δυο φορές τη Βαγδάτη (το 1393 και το 1401 οπότε και τη λεηλάτησε), το Χαλέπι (1400) και τη Δαμασκό. Επίσης, εισέβαλε στην Ινδία (1398-1399), ενώ νίκησε επανειλημμένα το μογγολικό Χανάτο της Χρυσής Ορδής στη νότια Ρωσία (1385-1386, 1391,1395). Η σύγκρουσή του με τους Οθωμανούς του Βαγιαζήτ, προήλθε τόσο από την εμπλοκή του τελευταίου στον χώρο επιρροής του Ταμερλάνου, όσο και από τις αιτιάσεις των εξόριστων Τουρκομάνων εμίρηδων που είχαν καταφύγει στην αυλή του Μογγόλου ηγεμόνα μετά την προσάρτηση των εμιράτων τους στο οθωμανικό κράτος.
Αρχικά, ο Ταμερλάνος πολιόρκησε τη Σεβάστεια, την οποία και κατέλαβε στις 26 Αυγούστου 1400. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, γράφει ότι οι άμαχοι ποδοπατήθηκαν από το ιππικό του, ενώ ο Δούκας αναφέρει ότι οι ηγέτες της πόλης είχαν φρικτό τέλος: καθένας τους δέθηκε κουβάρι και στη συνέχεια ρίχτηκαν ανά δέκα σε λάκκους, που καλύφθηκαν με σανίδες και χώμα.
Μετά την πτώση της Σεβάστειας, ο Ταμερλάνος στράφηκε προς την Συρία. Έτσι η σύγκρουσή του με τον Βαγιαζήτ έγινε στις 28 Ιουλίου 1402 στην πεδιάδα της Άγκυρας. Ο Ταμερλάνος είχε 140.000-200.000 άνδρες και ο Βαγιαζήτ 85.000-200.000.
Ο στρατός του Βαγιαζήτ, που βασιζόταν κυρίως στο πεζικό του, είχε καταπονηθεί από τις συνεχείς πορείες σε αναζήτηση του εχθρού, ως τα βάθη της Μ. Ασίας.
Τα οθωμανικά στρατεύματα ήταν ετερογενή, καθώς σ’ αυτά ήταν προσαρτημένοι άνδρες από τα τουρκομανικά εμιράτα, όπως και μονάδες σερβικού ιππικού (η Σερβία μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389, στην οποία θα αναφερθούμε, όπως μας ζητήθηκε, σε μελλοντικό μας άρθρο, ήταν υποτελής στο οθωμανικό κράτος). Η μάχη κράτησε σχεδόν όλη μέρα. Οι Σέρβοι ιππείς πολέμησαν γενναία. Όταν όμως τα τουρκομανικά στρατεύματα του Βαγιαζήτ αυτομόλησαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, η πλάστιγγα έγειρε προς την μεριά του Ταμερλάνου. Ο Βαγιαζήτ, αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Ταμερλάνου, όπου κρατήθηκε υπό αξιοπρεπείς συνθήκες. Μεταγενέστερες φήμες, υποστηρίζουν ότι κλείστηκε σ’ ένα κλουβί και ακολουθούσε τον Ταμερλάνο στις μετακινήσεις του, ενώ η σύζυγός του σέρβιρε κρασί γυμνή στα συμπόσια του Ταμερλάνου!
Άραγε ο «πολύς» Ταγίπ Ερντογάν, θα γιορτάσει στις 28 Ιουλίου την ωραία επέτειο για τα 618 χρόνια από τη μάχη της Άγκυρας;
Οι υπόλοιπες κατακτήσεις του Ταμερλάνου – Η σφαγή των Ελλήνων στη Σμύρνη.
Η συντριβή του Βαγιαζήτ στην Άγκυρα, βύθισε το οθωμανικό κράτος στο χάος. Οι τέσσερις γιοι του, αφού κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το πεδίο της μάχης, σκόρπισαν έντρομοι σε απομακρυσμένα σημεία του οθωμανικού κράτους και δήλωσαν υποταγή στον Ταμερλάνο. Ο Τιμούρ Λενκ, πέντε μέρες μετά τον θρίαμβό του στην Άγκυρα, κατέλαβε την Προύσα, πρωτεύουσα του Βαγιαζήτ και πήρε όλους τους θησαυρούς του.
Στη συνέχεια λεηλατήθηκαν η Νίκαια, η Νικομήδεια, η Λάμψακος, το Αδραμύτιο, η Άσσος, η Πέργαμος, οι Σάρδεις, η Μαγνησία, η Έφεσος, η Φιλαδέλφεια, η Πέργη, η Αττάλεια, το Ικόνιο και η Καισάρεια. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή φυλής υπέστησαν τα πάνδεινα. Αποκορύφωμα της εκστρατείας ήταν η καταστροφή του παραθαλάσσιου φρουρίου της Σμύρνης που βρισκόταν υπό την κατοχή των Ιωαννιτών ιπποτών της Ρόδου από το 1344. Στη Σμύρνη, υπήρχε και δεύτερο φρούριο-ακρόπολη στην κορυφή του όρους Πάγος που κατείχαν οι Τούρκοι.
Ο Ταμερλάνος σε μία επίδειξη δύναμης προς τη Δύση, κατέλαβε μέσα σε 2 εβδομάδες το φρούριο των Ιωαννιτών (η πολιορκία άρχισε στις 2 Δεκεμβρίου 1402). Οι ιππότες πρόλαβαν να φύγουν με τις γαλέρες τους. Ωστόσο 1.000-4.000 Έλληνες πρόσφυγες από τις γειτονικές περιοχές της Εφέσου, των Θύρων και του Νυμφαίου εμποδίστηκαν από τους Ιωαννίτες να επιβιβαστούν σ’ αυτές. Οι άνδρες του Ταμερλάνου τους έφεραν μπροστά του. Εκείνος διέταξε να τους αποκεφαλίσουν με ξίφη και κατασκεύασε έναν πύργο, τοποθετώντας ανά μια πέτρα και ένα κεφάλι ώστε τα πρόσωπα να είναι στη σειρά. «Παράξενη, τερατώδης και απάνθρωπη επινόηση», γράφει για τη βάρβαρη ενέργεια του Μογγόλου ο Δούκας που την εξιστορεί.
Κάτι ανάλογο με τις πυραμίδες από κομμένα κεφάλια γινόταν ως και την Επανάσταση του 1821… Ο Ταμερλάνος πέθανε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Κίνα το 1405 και τάφηκε στη Σαμαρκάνδη (Σάμαρκαντ) του Ουζμπεκιστάν. Ο τάφος του συνδέθηκε με μία περίεργη ιστορία, έναν θρύλο. Στις 21 Ιουνίου 1941 ανακαλύφθηκε από τους Σοβιετικούς αρχαιολόγους Gerasimov και Miyazov.
Ανοίγοντας τον ,βρήκαν τον σκελετό ενός ψηλού άνδρα (1,93 μ.), με εμφανείς κακώσεις στο δεξί του γόνατο.
Στην επιγραφή που υπήρχε στα τοιχώματα του τάφου, διάβασαν: «Μην ανοίξετε τον τάφο μου γιατί αλλιώς μεγάλο κακό, χειρότερο από εμένα θα πέσει πάνω σας».
Ο Στάλιν επέμεινε να βγάλουν τον σκελετό του και να τον μεταφέρουν αεροπορικώς στη Μόσχα, παρά τις εκκλήσεις μουσουλμάνων κληρικών να αφήσουν τον Ταμερλάνο στην «ησυχία» του. Ο σκελετός μεταφέρθηκε και 4 ώρες αργότερα, ξεκίνησε η γερμανική εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. Το 1942, ο Στάλιν έδωσε εντολή να ταφεί ξανά το λείψανο του Ταμερλάνου. Ακολούθησε ο θρίαμβος του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ και η πανωλεθρία του Χίτλερ…
Η συντριβή των Οθωμανών από τον Ταμερλάνο, ήταν «μάννα εξ ουρανού» για το Βυζάντιο. Δυστυχώς, η αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια και δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει το χάος στο οθωμανικό κράτος. Σε λιγότερο από 50 χρόνια από τον θάνατο του Ταμερλάνου η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων…
πηγή
Πηγές: Νικόλαος Γ. Νικολούδης, «Η σύγκρουση οθωμανικής αυτοκρατορίας και Ταμερλάνου», στο βιβλίο Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης-Νικόλαος Γ. Νικολούδης, «Ο ΥΣΤΕΡΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΟΔΟΤΟΣ 2007
ΑΛΕΞΙΟΣ Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΓΓΟΛΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ», Β’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ IOLKOS, 2009
JEAN-PAUL ROUX, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ», Δ’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, «Η ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, 2020.
Ευχαριστούμε θερμά τον κορυφαίο βυζαντινολόγο, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, για την πολύτιμη βοήθειά του.