Μία Μεγάλη Σαρακοστή βρέθηκα στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ Αγγλίας για το Τριήμερο. Το Μοναστήρι πήρε άλλη όψη. Μία γλυκιά μελαγχολία γέμιζε την ψυχή και η σκέψη προσπαθούσε να τακτοποιήσει πολλές εκκρεμότητες της ψυχής, ώστε να βάλει καινούργια αρχή στη ζωή της, αναθεωρώντας πολλά πράγματα. Όλα και όλοι στο Μοναστήρι βοηθούσαν στον αγώνα αυτόν.
Οι ακολουθίες κατανυκτικές, η παρουσία του μακαριστού Γέροντα Σωφρονίου (Ζαχάρωφ, 1896–1993) συγκινητική· συμμετείχε και αυτός στο αυστηρό πρόγραμμα του Τριημέρου. Όμως το απόγευμα της πρώτης ημέρας, την ώρα του Αποδείπνου, έπαθα υπογλυκαιμία και βγήκα έξω να πιω λίγο νερό και να βρω λίγη ζάχαρη.
Πήγα στην κουζίνα· εκεί βλέπω τον Γέροντα Σωφρόνιο να ψάχνει κάτι. Του είπα πως θα πρέπει να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν νιώθω καλά. «Ναι», μου είπε, «γι’ αυτό ψάχνω να βρω λίγο χαλβά, ψωμί και ελιές να σου δώσω να φας. Να, εδώ είναι αυτά…». Τα έβαλε σε ένα πιάτο και μου είπε να πάω στο δωμάτιό μου να φάω· έτσι και έγινε.
Μετά πήγα στον Ναό, αλλά τους συνάντησα όλους στην έξοδο, γιατί είχε τελειώσει το Απόδειπνο. Συνάντησα και τον Γέροντα Σωφρόνιο και αμέσως με ρώτησε:
–Είσαι καλά;
–Ναι, Γέροντα, ευχαριστώ! απάντησα.
Κι εκείνος έφυγε με αργό βηματισμό προς το σπιτάκι του…
Οι ακολουθίες κατανυκτικές, η παρουσία του μακαριστού Γέροντα Σωφρονίου (Ζαχάρωφ, 1896–1993) συγκινητική· συμμετείχε και αυτός στο αυστηρό πρόγραμμα του Τριημέρου. Όμως το απόγευμα της πρώτης ημέρας, την ώρα του Αποδείπνου, έπαθα υπογλυκαιμία και βγήκα έξω να πιω λίγο νερό και να βρω λίγη ζάχαρη.
Πήγα στην κουζίνα· εκεί βλέπω τον Γέροντα Σωφρόνιο να ψάχνει κάτι. Του είπα πως θα πρέπει να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν νιώθω καλά. «Ναι», μου είπε, «γι’ αυτό ψάχνω να βρω λίγο χαλβά, ψωμί και ελιές να σου δώσω να φας. Να, εδώ είναι αυτά…». Τα έβαλε σε ένα πιάτο και μου είπε να πάω στο δωμάτιό μου να φάω· έτσι και έγινε.
Μετά πήγα στον Ναό, αλλά τους συνάντησα όλους στην έξοδο, γιατί είχε τελειώσει το Απόδειπνο. Συνάντησα και τον Γέροντα Σωφρόνιο και αμέσως με ρώτησε:
–Είσαι καλά;
–Ναι, Γέροντα, ευχαριστώ! απάντησα.
Κι εκείνος έφυγε με αργό βηματισμό προς το σπιτάκι του…