Πάνε λίγα χρόνια που ήμουν παιδί. (Τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται εμένα).
Από τότε, χάθηκαν πολλά.
Φύγαμε από την Αθήνα, όταν ήμουν 13 ετών.
Πήγαμε να κατοικήσουμε έξω από ένα χωριό το 1979, σε μια περιοχή που δεν υπήρχε άσφαλτος, δεν υπήρχε ρεύμα, ούτε τηλέφωνο.
Ήταν μια όμορφη κοιλάδα που σύνορο τα μάτια μου, είχαν τα βουνά ολόγυρα.
Πήγαινα στο σχολείο τον χειμώνα με την λάσπη ίσα με το γόνατο.
Αργότερα πήγαινα στην δουλειά πάλι με τις ίδιες συνθήκες.
Το αυτοκίνητο δεν περνούσε έτσι κι αλλιώς, εκτός αν είχες τρακτέρ.
Κάποιες φορές έριχνε χιόνι και στο δρόμο παίζαμε με την αδερφή μου χιονοπόλεμο μέχρι να πάμε και όταν γυρνούσαμε από την δουλειά.
Μετά, χωνόμασταν στην μασίνα (σόμπα ξύλου που μαγειρεύει) και μοσχομύριζαν τα φαγητά της μάνας.
Τα καλοκαίρια, κοιμόμασταν έξω στην βεράντα, κοιτώντας το ταξίδι της σελήνης και των νεφών!
Ακούγοντας τον γκιώνη, την κουκουβάγια, ενίοτε την αλεπού να φωνάζει σαν παιδί.
Τις μέρες μου σαν παιδί, θυμάμαι να τις περνώ περπατώντας στο δάσος καθημερινά.
Έφτιαχνα ανάμεσα σε θάμνους, καταφύγιο.
Παραμέριζα τα κλαδιά και έκανα άνοιγμα ώστε να παίρνει το σχήμα μιας φωλιάς.
Έτσι, όταν ερχόντουσαν τα ξαδέρφια μου από τας Αθήνας, αμέσως τους έλεγα, «πάμε για εξερεύνηση».
Είχα ονομάσει τα μονοπάτια θυμάμαι, «καλής ελπίδας», «παράξενων φαινομένων», «ησυχίας», «γαλήνης», «ηρεμίας» κλπ.
Όλα αυτά σε ηλικία 13 ετών.
Κάπου μέσα μου λυπόμουν για όσα θαυμάσια έχαναν τα ξαδέρφια στην πόλη.
Ο κόσμος από τότε άλλαξε, όμως η νοσταλγία για εκείνη την ζωή που έχασα, δεν έπαψε λεπτό.
Νοσταλγία, όμορφη λέξη.
Νόστος = νοστιμιά
Άλγος = πόνος
Ο πόνος για κείνο το γλυκό παρελθόν…