Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Ο παπά Αναστάσης που τον φοβόντουσαν οι Αριστεροί άθεοι του Λαϊκού νοσοκομείου

"Και τι θέλετε; Να σφάξω, σαν τον Ηλία, τους ιερείς της αισχύνης";

Ό παπά-’Ανάστασης ο θορυβώδης, εφημέριος στο Λαϊκό νοσοκομείο

Ήταν τό όλως αντίθετο των προμνημονευθέντων από την φύση ανδρειωμένος. Δεν χωρούσαν οί οι προσφωνήσεις «παππούλη» καί «παππουλάκο». υδραίος μπρατσωμένος, έτρεμε στο περπάτημά του ή γή πού πατούσε. Πατέρας δέκα, ίσως καί περισσοτέρων, παιδιών 'ξευρε να κρατά ηνία στα χέρια του. Μούτσος στα καράβια τού Αργοσαρωνικού τα χρόνια του αγίου Νεκταρίου, κατείχε καλά την γλώσσα τού λιμανιού καί, όταν ή ανάγκη καί ή περίσταση τό ’φερνε, την ξεδίπλωνε σαν δρέπανο θεριστικό. Εφημέριος τοποθετήθηκε στην 'Αγία Τριάδα στην οδό Κηφισίας. Όταν είδε την άθεοφοβία, την ασέβεια του συνεφημερίου του, ζήτησε να έφημερεύση σε νοσοκομείο μόνος του, χωρίς άλλους παπάδες. Του είπαν:
- Τό νοσοκομείο δεν έχει τυχερά. Τα παιδιά σου πολλά. Ό μισθός μικρός. Θα πεινάσεις.
- Καί τί θέλετε; Να σφάξω, σάν τον Ηλία, τούς ιερείς τής αισχύνης; Στο νοσοκομείο τό προσωπικό ήταν «εξ εύωνύμων», άθεοι από τον πρώτο μέχρι τον έσχατο. Ό συμμοριτοπόλεμος δεν είχε τελειώσει.- Ευτυχώς ό Θεός μου έδωσε ρώμη καί με φοβούνταν, αλλιώς θα με λάκτιζαν -έλεγε χαριεντιζόμενος. Έπρεπε να ’χω όλη την προσοχή μου εστραμμένη να μην αφεθώ καθόλου
Και συνέχισε να μου διηγείται:

Εκεί πού πειράσθηκα ήταν στον επιούσιο άρτο. ήταν φθινόπωρο του ’48. Γιά μιά εβδομάδα κανεις δεν πλησίασε ούτε γιά κερί ούτε γιά λάδι. Καί αύτό τό ευλογημένο τελείωσε καί έσβησαν τά καντήλια των ' Αγίων Αναργύρων. Σάββατο βράδυ παρέμεινα μέχρι αργά στο έξομολογητάρι. Έξω τό ξεροβόρι μετέφερε τά φύλλα, αλλά ανθρώπου βηματισμός δεν άκουγότανε. Κάθε τόσο κοίταζα στο παραθύρι. Κανείς δεν περιδιάβαινε. Μονολογούσα: «Πώς να πάω στο σπίτι; Πώς να κοιτάξω την παπαδιά; Μιά βδομάδα τίποτε μά τίποτε δεν τής πήγα». Γονάτισα καί αγκάλιασα τά πόδια τού Εσταυρωμένου, χωρίς να ’χω τί να τού πώ.

Πέρασε ή ώρα καί έπρεπε να φύγω.

Την ώρα πού έστριβα τό κλειδί της πόρτας μιά γυναίκα φώναξε μέσα στο σκοτάδι:

- Παπά-Άναστάση, παπα-Άναστάση, περίμενε, μη κλείσης. Πέθανε ή μητέρα μου καί σού αφήνω τρεις χιλιάδες γιά σαρανταλείτουργο.

Γύρισα πίσω. Γονάτισα στον Σταυρό καί εύχαρίστησα τόσο, ό σο δεν τό έκανα γιά την γυναίκα μου καί τά παιδιά μου.

Πηγα καί τα ψώνισα όλα. Γέμισα τό τραπέζι απ’ όλα. Αφήνοντας μια-μια τις σακούλες, έλεγα στην παπαδιά:

- Να μωρή γκρινιάρα, απ’ όλα που κλαίγεσαι.

Καί είχε ή δύστυχη βδομάδα καί περισσότερο να δη στο σπίτι έλεος.

Σ` αυτόν τον ίδιο Σταυρό τής συνεχούς προσευχής του γονάτισε ό εξομολογούμενος. Τό ήθος καί τό ύφος τού παπά- ΑΝΑΣΤΑΣΗ δεν ήταν για να παίξουμε. Γινότανε κανονικό χειρουργείο, χωρίς να βάλει νυστέρι ό θεράπων. Δεν μπορούσες να κρύψεις τίποτε. Αβίαστα σού έβγαιναν καινά καί παλαιά.

Ένα καυτό Αύγουστο τού λέγω:

- Δεν αντέχω άλλο. Ή σάρκα ξεπέρασε τά όρια τής αντοχής

Με άρπαξε από τό χέρι. Μ’ έσφιξε δυνατά, δείχνοντάς _ :. τίς φλέβες. Με ρωτά δακρυσμένος:
- Τί τρέχει εδώ μέσα, παιδί μου;
- Αίμα -τού λέγω.
- Λάθος. 'Αμαρτία, παιδί μου! Έλα αύριο τό πρωί να κοινωνήσεις. Γιά σένα θα λειτουργήσω.
Αυτοί οί πνευματικοί είχαν τρόπους Χάριτος, πού δρόσισαν . την κάμινο τού πυρός, χωρίς να σού αναφλέγουν καθησυχασμένα πάθη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...