Στὴν Καμπότζη (χώρα τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας, ἡ ὁποία συνορεύει μὲ τὴν Ταϊλάνδη, τὸ Λάος καὶ τὸ Βιετνάμ), μερικοὶ Χριστιανοὶ εἶχαν συγκεντρωθεῖ, σ’ ἕνα ναὸ ὑποτυπώδη, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Δὲν
πρόλαβαν καλὰ-καλὰ νὰ ἀρχίσουν καὶ ὁ ναὸς βρέθηκε περικυκλωμένος ἀπὸ
μουσουλμάνους στρατιῶτες. Προχώρησαν μέσα στὸ ναὸ καὶ ξεκρέμασαν ἀπὸ τὸν
τοῖχο μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία πέταξαν μὲ περιφρόνηση κάπου
κοντὰ στὴν εἴσοδό του.
Μιὰ δυνατὴ φωνὴ ἀντήχησε στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο χῶρο, ποὺ σκόρπιζε τὸν τρόμο:
- Ὅποιος θέλει νὰ βγεῖ ζωντανὸς ἀπὸ ‘δῶ μέσα, μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει: νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ φτύσει τὴν εἰκόνα Του. Διαφορετικὰ, θὰ τουφεκισθεῖ τὴν ἴδια στιγμή.
Τὸ
δίλημμα ἦταν τρομερὸ καὶ περιθώρια ἐκλογῆς δὲν ὑπῆρχαν. Καὶ ἡ ἄθεη
ἐξουσία δὲν ἀστειευόταν. Συχνὰ εἶχε δείξει τὸ ἀποτρόπαιο πρόσωπό της.
Ἀλλὰ καὶ ὁ συμβιβασμὸς εἶναι πάντα ἑλκυστικὸς καὶ ὁ πειρασμὸς μεγάλος.
Τί θὰ κάνουν; Θὰ ὁμολογήσουν ἢ θὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό;
Ὁ ἕνας ἦταν ἀρραβωνιασμένος καὶ σὲ λίγες ἡμέρες ἐπρόκειτο νὰ παντρευτεῖ. Ἀξίζει
νὰ θυσιασθεῖ καὶ νὰ σβήσουν τὰ ὄνειρά του καὶ οἱ ὄμορφες προσδοκίες
του; Ὁ δεύτερος σκεπτόταν τὸ σπίτι του, τὴν οἰκογένειά του, τὴ γυναίκα
του, τὰ παιδιά του… Ὁ τρίτος , ὁ τέταρτος, ὁ πέμπτος, ὅλοι κάτι καὶ
κάποιον εἶχαν νὰ σκεφθοῦν. Κέρινες καρδιὲς ποὺ ἄρχισαν κιόλας νὰ λιώνουν
μέσα στὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ὁ φιλῶν… ὑπὲρ ἐμὲ
οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10:37), εἶχαν κιόλας ἀτονίσει μέσα τους.
Ἔτσι, ἕνας-ἕνας προχώρησε μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ πιὸ πολὺ μὲ σκυμμένη καὶ ντροπιασμένη τὴν ψυχή. Δὲν
ἦταν πορεία μελλοθανάτων, ἦταν νεκρικὴ πομπὴ ἀρνητῶν, ποὺ ἐπορεύετο μὲ
στιγματισμένο μέτωπο, γιὰ νὰ θάψει τὴ νεκρή της πίστη. Ἔφθασαν στὴν
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἔφτυσαν καὶ βγῆκαν ἔξω ζωντανοί. Ζωντανοί, ἀλλὰ
νεκροί. «Ὄνομα ἔχουν ὅτι ζοῦν καὶ νεκροὶ εἶναι» (πρβλ. Ἀποκ. 3:1), κατὰ τὸ θεόπνευστο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Γιατί ποιὰ ζωὴ μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ ἀρνητὴς καὶ ὁ προδότης;
Καὶ τελευταία ἔμεινε μιὰ νεαρὴ κοπέλα, δεκαπέντε-δεκαέξι ἐτῶν, ποὺ ἡ ἀγάπη της γιὰ τὸν Χριστὸ τῆς ἔφερε στὴ μνήμη τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τὶς ἠμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» (Ρωμ. 8:35). Τίποτε ἀπολύτως!
Οἱ
στρατιῶτες δὲν εἶχαν καμιὰ ἀμφιβολία. «Καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο θὰ κάνει»,
ἐσκέφθηκαν. «Λύγισαν οἱ μεγάλοι, δὲ θὰ λυγίσει ἡ μικρή;» Κι ὅμως ἔμειναν
κατάπληκτοι ἀπὸ τὴ στάση της. Ἀτάραχη ἐκείνη πλησίασε τὴν εἰκόνα. Τὰ
μάτια της βούρκωσαν, ὅταν ἀτένισε τὸν Ἀρχηγὸ τῆς πίστεώς της μὲ τὰ
φτυσίματα τῆς προδοσίας τῶν δειλῶν. Γονάτισε. Πῆρε τὴν εἰκόνα στὰ χέρια
της. Τὴ σκούπισε, τὴν ἀσπάσθηκε εὐλαβικὰ ἐνῶ τὰ χείλη της ψιθύριζαν:
- Δὲ θὰ Σὲ ἀρνηθῶ, Χριστέ μου!
Οἱ
στρατιῶτες πρόταξαν τὰ ὅπλα. Μία ὁμοβροντία ἦλθε νὰ αἱματοκυλίσει τὸ
γενναῖο κορίτσι καὶ νὰ τὸ προσθέσει στὴ χορεία τῶν Μαρτύρων. Στολισμένη
τώρα πιὰ μὲ τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου προβάλλει ἐνώπιόν μας.
Ἐμεῖς ἄραγε, θὰ κάναμε τὸ ἴδιο στὴ θέση της;
πηγή