Ήδη
από την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου οι Άραβες έδειξαν τις
επεκτατικές τους διαθέσεις εις βάρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
διαδεχόμενοι τους Σασσανίδες Πέρσες στη θέση της πλέον σημαντικής
απειλής στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Σταδιακα, και εκμεταλλευόμενοι την τρομακτική εξασθένηση των Σασσανιδών οι
διάδοχοι του Προφήτη Μωάμεθ εξαπέλυσαν σειρά πολέμων με στόχο να
υποτάξουν τους «απίστους» στο Ισλάμ και να επεκτείνουν την κυριαρχία
τους πέραν της Αραβικής χερσονήσου. Κύριος αντίπαλος τους στην προσπάθεια αυτή ήταν οι Βυζαντινοί (ή σωστότερα
η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ) που κατείχαν την Αίγυπτο, τη
Μεσοποταμία, την Παλαιστίνη , περιοχές δηλαδή ζωτικού ενδιαφέροντος για
τους Άραβες χαλίφηδες.
Απέναντι
στην αραβική επιθετικότητα και τις επεκτατικές τους βλέψεις, οι
Βυζαντινοί αντέταξαν μια νωθρότητα που πήγαζε κυρίως από την κούραση που
είχε δημιουργήσει η μακρόχρονη αντιπαράθεση με τους Σασσανίδες.
Υποτίμησαν τον κίνδυνο και έτσι η αντίδραση τους ήταν εξαιρετικά αργή
και σπασμωδική. Ήδη από το 633 μ.Χ είχε ξεκινήσει η διείσδυση των
μουσουλμανικών δυνάμεων στη Συρία ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι του
634 μ.Χ τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας συγκρούστηκαν στην Παλαιστίνη
(κοντά στη Γάζα ) και βορειότερα και ηττήθηκαν από τους Άραβες . Στα τέλη του ίδιου έτους και μέσα στο 635 μ.Χ οι
Βυζαντινοί έχασαν σημαντικά ερείσματα τους στην περιοχή όπως η
Σκυθόπολη, η Δαμασκός και η Έμεσα . Το 636 μ.Χ ισχυρές στρατιωτικές
δυνάμεις που απέστειλε στην περιοχή ο αυτοκράτορας Ηράκλειος
συνετρίβησαν στην αποφασιστικής σημασίας μάχη στον ποταμό Ιερομίακα
(Γιαρμούκ)[1].
Η ήττα αυτή ήταν το τελικό χτύπημα στο ήδη αποσαθρωμένο αμυντικό
σύστημα των Βυζαντινών στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας και της
Παλαιστίνης και είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της Αιγύπτου και των
ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας.
Σταδιακά η αραβική
προέλαση οδήγησε σε κατάκτηση της Μεσοποταμίας ενώ οι βλέψεις των
Αράβων έφταναν ως την Κωνσταντινούπολη , η κατάληψη της οποίας θα ήταν η
ζωτικής σημασίας κίνηση που θα κατέλυε την αυτοκρατορία. Επί
Κώνσταντα Β’ (641-668 μ.Χ) ολοκληρώθηκε η αραβική κατάκτηση της
Αιγύπτου με την είσοδο των Αράβων στην Αλεξάνδρεια το 642 μ.Χ [2]. Η Κυρηναϊκή , αποκομμένη από κάθε ενίσχυσε δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ και το 643 μ.Χ έπεσε η Τρίπολη[3]. Παράλληλα
η αραβική δραστηριότητα συνεχιζόταν στην Μικρά Ασία με επιθέσεις που
έφταναν ως την Αρμενία. Οι Άραβες ήξεραν πως για να έχουν βάσιμες
πιθανότητες επιτυχίας έπρεπε να κατασκευάσουν ισχυρό ναυτικό και
πράγματι πολύ σύντομα είχαν δημιουργήσει μια φοβερή δύναμη κρούσης που
εξαπολύθηκε σε επιδρομές στα παράλια της ανατολικής Μεσογείου . Το
650 μ.Χ οι Άραβες επιτέθηκαν στην περιοχή της Ισαυρίας και προκάλεσαν
μεγάλες καταστροφές ενώ συνέλαβαν χιλιάδες αιχμαλώτους. Λίγο αργότερα
την καταστροφή γνώρισε και η Ρόδος που λεηλατήθηκε άγρια . Η βυζαντινή
αντίδραση οδήγησε σε ταπεινωτική ήττα σε ναυμαχία που έγινε στο Φοίνικα
της Λυκίας[4] .
Οι
εσωτερικές έριδες που ανέκυψαν στο αραβικό στρατόπεδο έφεραν μια κάποια
ηρεμία στο ανατολικό μέτωπο , αλλά οι Βυζαντινοί δεν έτρεφαν
ψευδαισθήσεις πως όλα αυτά δεν ήταν ο προάγγελος μιας μεγάλης
καταιγίδας. Στα πρώτα χρόνια μάλιστα της εξουσίας του Κωνσταντίνου Δ’ ,
υιού και διαδόχου του Κώνσταντα Β’ οι Άραβες κατέλαβαν την Κύζικο[5]
, ένα σημείο στρατηγικής σημασίας κοντά στην Κωνσταντινούπολη που θα
τους χρησίμευε ως βάση στις μελλοντικές τους επιχειρήσεις κατά της
Βασιλεύουσας . Παράλληλα με στρατό και στόλο
επιτέθηκαν κατά της Λυκίας και της Κιλικίας σε μια προσπάθεια να
παρασύρουν σε ανοιχτές μάχες τους Βυζαντινούς και να τους συντρίψουν .
Όμως ο Κωνσταντίνος Δ’ δεν είχε καμιά πρόθεση να συγκρουστεί μαζί τους
καθώς ήταν πεπεισμένος πως ο επόμενος στόχος τους ήταν η
Κωνσταντινούπολη και θα έπρεπε να παραμείνει εκεί ενισχύοντας τις
οχυρώσεις της προετοιμαζόμενος για την πολιορκία που δεν αργούσε να
ξεκινήσει .
Η Α΄ πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες
Οι
προετοιμασίες των Βυζαντινών κάτω από την καθοδήγηση του Κωνσταντίνου
Δ’ στόχευαν στην ενίσχυση των οχυρώσεων της πρωτεύουσας που πολύ σύντομα
θα έπρεπε να αντέξουν το βάρος μιας παρατεταμένης πολιορκίας .
Αναδιοργάνωσε την άμυνα της Κωνσταντινούπολης ενώ κατανόησε πως το κύριο
βάρος του αγώνα θα έπεφτε στη θάλασσα γιατί έπρεπε με κάθε θυσία να
αποτραπεί ένας πλήρης αποκλεισμός της Πόλης από ξηρά και θάλασσα ώστε να
υπάρχει απρόσκοπτος ανεφοδιασμός , έτσι φρόντισε να προετοιμάσει
κατάλληλα το αυτοκρατορικό ναυτικό ναυπηγώντας νέα πολεμικά πλοία ,
κυρίως όμως σκάφη με τη δυνατότητα να φέρουν μηχανισμούς εκτόξευσης
υγρού πυρός.
Ὁ δὲ προλεχθεὶς Κωνσταντίνος τὴν τοιαύτην τῶν θεομάχων κίνησιν ἐγνωκὠς κατεσκεύασε καὶ αὐτὸς διήρεις εὐμεγέθεις κακκαβοπυρφόρους καὶ δρόμωνας σιφωνοφόρους και τούτους προσορμίσαι ἐκέλευσεν ἐν τῷ Προκλιανησίῳ τῶν Καισαρίου λιμένι . (Theophanes Chronographia , 353.19-23)
Οι νέες αυτές ναυτικές δυνάμεις δεν
ναυλοχούσαν αποκλειστικά στους πολεμικούς λιμένες της Κωνσταντινούπολης
αλλά υπήρξε προσεκτική διασπορά τους σε κοντινά και σχετικά ασφαλή
λιμάνια ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να επέμβουν εφόσον το αραβικό
ναυτικό κινείτο απειλητικά.
Η μεγάλη πολιορκία άρχισε τον Απρίλιο του 674 μ.Χ[6]
όπως το προέβλεψε ο Κωνσταντίνος Δ’ , δηλαδή με μια επίδειξη ισχύος του
αραβικού στόλου που προσπάθησε να παρασύρει τον βυζαντινό στόλο σε
ναυμαχία και να τον καταναυμαχήσει , ώστε να μείνει απροστάτευτη η
Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα .
Τούτῳ τῷ ἔτει ὁ προλεχθεὶς τῶν θεομάχων στόλος ἀναβάλας προσώρμισεν ἐν τοῖς Θρᾳκῴοις μέρεσιν ἀπὸ τῆς πρὸς δύσιν ἀκρότητος τοῦ Ἑβδόμου , ἤτοι τῆς λεγομένης Μαγναύρας , μέχρι πάλιν τοῦ πρὸς τὴν ἀνατολὴν ἀκρωτηρίου τοῦ λεγομένου Κυκλοβίου . (Theophanes Chronographia , 353.23-28)
Η
αραβική ηγεσία ήλπιζε πως ενδεχόμενη ήττα του βυζαντινού στόλου θα
σήμανε την πλήρη ελευθερία κινήσεων τους και κυρίως στον τομέα της
μεταφοράς στρατιωτικών δυνάμεων απευθείας δια θαλάσσης ώστε να πετύχουν
έναν ασφυκτικό αποκλεισμό και μια πιο στενή πολιορκία μέσω των οποίων θα έπεφτε εν τέλει και η πολιορκημένη πόλη [7]. Το
στρατηγικό τους σχέδιο περιλάμβανε δύο κύρια πλάνα δράσης . Το πρώτο
αφορούσε την διεξαγωγή συνεχών εφόδων με στόχο την κατάληψη της Πόλης ,
ενώ το δεύτερο θα τίθετο σε εφαρμογή εάν οι επιθέσεις δεν στέφονταν με
επιτυχία , και προέβλεπε την πολιορκία της Βασιλεύουσας μέχρι να
παραδοθούν οι υπερασπιστές της από ασιτία λόγω του παρατεταμένου
αποκλεισμού . Αλλά κανένα από το σχέδια των Αράβων δεν ευοδώθηκε.
Σε
σειρά ναυμαχιών που δόθηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 674 μ.Χ το
βυζαντινό ναυτικό ήταν αυτό που θριάμβευσε ενώ οι Άραβες υπέστησαν
σοβαρές απώλειες στις ναυτικές τους δυνάμεις , με αποτέλεσμα να μην
μπορούν να αποκόψουν τον ανεφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης αλλά ούτε και
να εξασφαλίσουν απρόσκοπτα τις μεταφορές τους[8].
Έτσι η πολιορκία που επιδίωκαν είχε εκφυλιστεί σε μια επιτήρηση της
Βασιλεύουσας χωρίς ιδιαίτερη ένταση καθώς από το φθινόπωρο του 674 οι
αραβικές δυνάμεις άρχισαν να αποσύρονται προς την Κύζικο που ήταν η
προωθημένη τους βάση ανεφοδιασμού για να διαχειμάσουν αποδεχόμενες την
αποτυχία τους , την οποία θεωρούσαν βέβαια πρόσκαιρη αφού ήλπιζαν πως με
νέες ενισχύσεις και καλύτερη οργάνωση θα πετύχαιναν τους στόχους τους
όταν ο καιρός θα βελτιωνόταν , δηλαδή την άνοιξη του 675 μ.Χ .
καὶ ὑποστρέψαντες ἀπέρχονται ἐν Κυζίκῳ, καὶ ταύτην παραλαβόντες ἐκεῖσε παρεχείμαζον . καὶ κατὰ τὸ ἔαρ ἀναβάλλων ὁμοίως πόλεμον διὰ θαλάσσης συνῆπτε μετὰ τῶν Χριστιανῶν . (Theophanes Chronographia , 354.2-5)
Βέβαια
η Κύζικος απείχε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη
και έτσι δεν ήταν τόσο στενή η πολιορκία, που ούτως ή άλλως δίχως
ναυτική υποστήριξη θα ήταν άνευ ουσίας και προοπτικών [9]. Οι
επιχειρήσεις συνεχίστηκαν με την βελτίωση των καιρικών συνθηκών την
άνοιξη του 675 μ.Χ και για τα επόμενα τρία χρόνια , αλλά με την ίδια
τακτική και το ίδιο ατυχές για τους Άραβες αποτέλεσμα. Ναυτικές
ενέργειες σε Ελλήσποντο και Προποντίδα παράλληλα με επιθετικές
ενέργειες στην ξηρά, κυρίως στην ασιατική ακτή . Το 678 οι Άραβες
υπέστησαν σημαντική ήττα στην ξηρά όταν μια βυζαντινή δύναμη κάτω από
την διοίκηση των στρατηγών Πετρωνά, Κυπριανού και Φλώρου αποδεκάτισε
ένα απόσπασμα τους στέλνοντας στο θάνατο 30000 χιλιάδες στρατιώτες.
Σουφιᾶν δὲ , ὁ υἱὸς τοῦ Ἀῢφ , ὁ δεύτερος ἀδελφός , συνέβαλε πόλεμον μετὰ Φλώρου καὶ Πετρωνᾶ καὶ Κυπριανοῦ ἐχόντων δύναμιν Ῥωμαικὴν . Καὶ κτείνονται Ἄραβες χιλιάδες λ.(Theophanes Chronographia , 354.11-13)
Η
ήττα αυτή των Αράβων ακολουθήθηκε από μια εξίσου σοβαρή ήττα και στη
θάλασσα αφού ο βυζαντινός στόλος σε μια σειρά ναυμαχιών διέλυσε κάθε
ελπίδα των Αράβων για νίκη και επικράτηση , και αυτό οφειλόταν κατά
κύριο λόγο στην χρήση του υγρού πυρός από την πλευρά των Βυζαντινών . Το
υγρό πυρ προξένησε τρομερές απώλειες στον αραβικό στόλο και η φθορά δεν
περιορίστηκε στις υλικές απώλειες αλλά έφθειρε σημαντικά και την
ψυχολογία των πολιορκητών που βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα νέο όπλο για
το οποίο δεν είχαν αντίμετρα [10]. Για την απόκτηση του υγρού πυρός και την διαφυγή του Καλλινίκου στους Βυζαντινούς γράφει ο Θεοφάνης :
τότε Καλλίνικος ἀρχιτέκτων ἀπὸ Ἡλιουπόλεως Συρίας προσφυγῶν τοῖς Ῥωμαῖοις πῦρ θαλάσσιον κατασκευάσας τὰ τῶν Ἀράβων σκάφη ἐνέπρησε καὶ σύμψυχα κατέκαυσεν . καὶ οὖτως οἱ Ῥωμαῖοι ὑπέστρεψαν καὶ τὸ θαλάσσιον πῦρ εὖρον. (Theophanes Chronographia , 354.13-17)
Αποκαρδιωμένοι
από τις ήττες οι Άραβες είδαν τις δυνάμεις τους σε ξηρά και θάλασσα να
μειώνονται δραματικά και έτσι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το εγχείρημα
αποσυρόμενοι σταδιακά. Ακόμη
και στην υποχώρηση όμως στάθηκαν άτυχοι καθώς μια καταιγίδα κοντά στο
Σύλλαιο προξένησε σοβαρές απώλειες στα εναπομείναντα πολεμικά τους πλοία
, και όσα κατάφεραν να γλυτώσουν από την μανία της φύσης καταστράφηκαν
από τον βυζαντινό στόλο του θέματος των Κιβυρραιτωτών που εκμεταλλεύθηκε
την σύγχυση και την κακή κατάσταση της αραβικής αρμάδας και
αντεπιτέθηκε[11]. Στην ξηρά οι αραβικές δυνάμεις δέχονταν τις ενοχλητικές επιθέσεις των Μαρδαιτών[12] στα περάσματα της Κιλικίας με αποτέλεσμα να υποστούν νέες απώλειες πέρα από τις κακουχίες που είχαν να αντιμετωπίσουν[13]. Όλες
αυτές οι αντιξοότητες ανάγκασαν τον Χαλίφη Μωαβία να στείλει να
απεσταλμένους στον Βυζαντινό αυτοκράτορα για συναφθεί μια συνθήκη
ειρήνης μεταξύ των δύο δυνάμεων. Μια συνθήκη ειρήνης με δυσμενείς για
τους Άραβες όρους που προέβλεπαν μεταξύ άλλων και την ετήσια καταβολή
χρηματικού ποσού στους Βυζαντινούς [14].
Η
αποτυχία των αραβικών δυνάμεων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη ήταν
εξαιρετικά σημαντική αν αναλογιστούμε το χρόνο και τα μέσα που
δαπανήθηκαν σε υλικό αλλά και έμψυχο δυναμικό επί τέσσερα χρόνια δίχως
αποτέλεσμα . Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως πως οι επιθέσεις που σχεδίασαν
και εξαπέλυσαν οι Άραβες ήταν οι πλέον σκληρές στην έως τότε ιστορία
τους και απέναντι σε οχυρώσεις τέτοιου επιπέδου που δεν είχαν
ξανασυναντήσει στα προηγούμενα χρόνια των θυελλωδών τους προελάσεων και
επεκτάσεων στην Ανατολή. Θα έπρεπε να περάσουν δεκάδες χρόνια μέχρι να
αποτολμήσουν μια νέα επίθεση κατά της Βασιλεύουσας οι Άραβες [15].
Σημειώσεις
Σημειώσεις
[1] W.Kaegi/A.Kazhdan/A.Cutler – Herakleios , σ.916 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.24
[5] Π.Δεληγιάννης - Βυζάντιο , σ.25
[10] Π.Δεληγιάννης - Βυζάντιο , σ.25 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.27