.......Το μήνυμα
της Επανάστασης του 1821 βρίσκει τον Αθω να δονείται από ενθουσιασμό. Η
ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και τα πνεύματα εξημμένα. Η διάδοση της
συγκλονιστικής είδησης του απαγχονισμού του Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄
(10 Απριλίου 1821), της τραγικής εκείνης μορφής της τόσο συνδεδεμένης με το
Αγιον Όρος. Η αναγγελία της Επανάστασης στο Μωριά και η μόνιμη τούρκικη
τυραννία, είναι ισχυρά εναύσματα για ν ανάψουν μεγάλη πυρκαγιά.
Στον πυρετό
της Επανάστασης οι Μονές παραχωρούν στους επαναστάτες τα κανόνια τους,
πυρομαχικά και τρόφιμα, ενώ μετατρέπουν τα χαλκιάδικα σε οπλουργεία.
Η Ιερά
Κοινότητα συντονίζει τις ενέργειες όλες, κι αυτή συγκεντρώνει τα χρήματα του
αγώνα. Ταυτόχρονα καλεί τον Εμμανουήλ Παπά, που βρίσκεται από το Μάρτιο του
ιδίου έτους στη Μονή Εσφιγμένου να παραλάβει τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.
Ήταν πολύ
εντυπωσιακός ο ξεσηκωμός εκείνος και δεν επέτρεπε αμφιταλαντεύσεις. Ένα θούριο
ποίημα Αγιορείτη υμνογράφου, ψάλλει εναντίον του «αιμοβόρου τυράννου Σουλτάν
χασάπη» και προσανατολίζει τις συνειδήσεις των επαναστατών στην ένδοξη Ιστορία
τους:
Ναι, ω πατριώται
μου, ας ορκισθώμεν
ή να νικήσωμεν ή
να χαθώμεν
θάνατος ο ένδοξος
ειν ίδιον ημών.
Γενναίοι οπλίται,
μαζί πολεμείτε
τους τυράννους
φωνείτε: σηκτίριν μπουρτά!
Ας επαναλάβωμεν
κάθε φροντίδα
να ελευθερώσωμεν
φίλην πατρίδα
ναι να
ανακτήσωμεν την γην την πατρικήν
............................................
Αλλά και η
Ιερά Κοινότητα, χωρίς ποιητική έξαρση, όπως ο παραπάνω στιχουργός, με
ανυποχώρητη όμως σταθερότητα, έγραφε προς όλους τους μοναχούς:
«Να στεκώμεθα δια
το καλόν του Κοινού μας έως θανάτου κατά χρέος... μάχου υπέρ Πατρίδος και
Πίστεως».
Κι οι
αντιπρόσωποι των Μονών μεταβαίνουν στα πεδία των μαχών και εμψυχώνουν τους μαχητές
τους «εν όπλοις αδελφούς Κελλιώτας και άλλους» «ποτέ μεν με λόγους
αδρούς και δραστηρίους, ποτέ δε δι υποσχέσεων μεγάλων εκκλησιαστικών βραβείων,
ποτέ δε δια δόσεως ...», «δια να πολεμούν όλοι με περισσότερον θάρρος και
θερμότερον ενθουσιασμόν, και επομένως να καταβληθή ο εχθρός».
Επιστρατεύει
έναν ασκητή «επιστήμονα κατασκαφής χανδακίων», «μαστόρι τογραματζί» που
εργαζόταν στον Αλή Πασά και στέλνει στη Βίγλα να επιστατήσει στη διάνοιξη
τάφρων.
Άλλος πάλι,
ο Διονύσιος Πύρρος ο φαρμακοποιός, επιστρατεύεται για την κατασκευή πυρίτιδας.
Επίσης
επιστρατεύονται τοπζίδες, δραγουμάνοι, ράφτες, κανονιέροι.
Προσευχές
διαβάζονται στους ναούς και κινούν σε συμπάθεια τη Μητέρα του Θεού: «Αφάνισον,
Δέσποινα, τας εν τω μέσω ημών μνησικακίας, και χάρισαι ημίν αγάπην, ειρήνην,
ομόνοιαν ... (οι τύραννοι) δια την μεγάλην αυτών απανθρωπίαν, εισίν άνθρωποι
άσπλαγχνοι και λύκοι αχόρταστοι. Ελευθέρωσον ημάς τα τέκνα σου νυν, Δέσποινα,
ελευθέρωσον εκ των χειρών των Αγαρηνών και λύτρωσαι ημάς ταχέως εκ της πικράς
και πολυχρονίου αιχμαλωσίας ...».
Ο Εμμανουήλ
Παπάς, ο αγνός εκείνος και ανιδιοτελής πατριώτης, μετά την επίσημη ανακήρυξή
του σε αρχιστράτηγο του αγώνα, κατά την τελετή που έγινε στο Πρωτάτο,
μεταβαίνει στον Πολύγυρο, όπου κηρύσσει την Επανάσταση, στα επαναστατημένα ήδη
χωριά της Χαλκιδικής. Ο στρατός αποτελείται από 3.900 πολεμιστές. Από αυτούς οι
1.000 τουλάχιστον είναι Αγιορείτες μοναχοί.
Δύο Μονές, η
Εσφιγμένου και η Χιλιανδαρίου γίνονται τα προκεχωρημένα φυλάκια.
Η
Εσφιγμένου, έχοντας ηγούμενο τον Ευθύμιο, ιδιαίτερο γραμματέα του Αγίου
Γρηγορίου του Ε΄, Φιλικό και στενό συνεργάτη του Εμμ. Παπά, δίνεται ολόκληρη,
με όλους τους μοναχούς της, στην Επανάσταση.
Εντός του
Όρους, «με θέλημα του Άρχοντος (του Εμμ. Παπά) και των Πατέρων
του Όρους, εψηφίσθη ο κυρ Νικηφόρος (ο Ιβηρήτης) διοικητής και
κριτής..., να κρίνη δηλαδή και να διορθώνη τον καθένα με φόβον Θεού και
διάκρισιν πολλήν, ως επίσταται».
Πηγή: Δωροθέου
Μοναχού