- Ποιός
είσαι ;
-
Ιερεύς της Ίσιδος, αποκρίθηκε εκείνο σαν να το βίαζε μυστηριώδης δύναμη να μιλήσει.
Εσύ είσαι ο Μακάριος. Δεν είναι έτσι ; Άκουσε λοιπόν : Κάθε φορά που νιώθεις συμπάθεια
για τους κολασμένους και προσεύχεσαι γι΄ αυτούς, παίρνουν λίγο άνεση.
Ο
Όσιος βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει να ρωτήσει για τις τιμωρίες του άδου και
για την άνεση που μπορεί να δοθεί στους δυστυχισμένους φυλακισμένους του.
- Όσο
απέχει ο ουρανός από τη γη, εξήγησε το κρανίο, τόση απόσταση πιάνει η
βασανιστική φωτιά. Εμείς βρισκόμαστε στη μέση και είναι αδύνατο να ιδούμε ο ένας
τον άλλον στο πρόσωπο, γιατί έχουμε στραμμένα τα νώτα. Αλλ΄ όταν κάποιος ευσεβής
στη γη προσεύχεται για μας, τότε γυρίζουμε και, βλέποντας ο ένας τον άλλον, παίρνομε
μικρή παρηγοριά.
- Καταραμένη
η ώρα, που γεννήθηκε στον κόσμο ο άθλιος αμαρτωλός. Καλύτερα να μην είχε
γεννηθεί, όπως είπε ο Χριστός για τον Ιούδα, αναστέναξε πάλι ο Όσιος.
Ύστερα
ρώτησε πάλι το κρανίο :
- Υπάρχουν
και μεγαλύτερα βασανιστήρια ;
- Ω,
βέβαια. Κάτω από μας.
- Ποιοί
πάνε εκεί ;
- Εμείς,
που δεν γνωρίσαμε ποτέ τον αληθινό Θεό, είπε ο απόκοσμος συνομιλητής, βρίσκομε
κάποιο έλεος. Εκείνοι όμως που Τον γνώρισαν, αλλά με τα έργα Τον αρνούνται, βασανίζονται
ανελέητα.
Όταν
πήρε τις πληροφορίες, που παραχώρησε ο Θεός, έθαψε το κρανίο ο Όσιος και συνέχισε
το δρόμο του, θρηνώντας τους αμετανόητους αμαρτωλούς και μάλιστα τους χριστιανούς.
ΠΗΓΗ
: ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 165 κ.ε,