Στα τέλη της δεκαετίας του 1820 ή στις αρχές της δεκαετίας του 1830 ο π. Λεωνίδας επισκέφτηκε το μοναστήρι Σωφρόνιεφ.
Εκείνη την εποχή ζούσε εκεί έγκλειστος ο ιερομόναχος Θεοδόσιος. Πολλοί ήταν εκείνοι που τον λογάριαζαν για πνευματικό άνθρωπο με προορατικό χάρισμα, γιατί είχε προβλέψει τον πόλεμο του 1812 αλλά και διάφορα άλλα περιστατικά.
Ο π. Λεωνίδας είχε αμφιβολίες για την περίπτωσή του. Μίλησε μαζί του και τον ρώτησε πώς μπορούσε να προλέγει το μέλλον.
Ο έγκλειστος του απάντησε ότι το Άγιο Πνεύμα του αποκάλυπτε τα μέλλοντα.
Όταν ο π. Λεωνίδας τον ρώτησε με ποιο τρόπο του τα αποκαλύπτει, ο έγκλειστος απάντησε πως το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται σαν κάποιο είδος περιστεριού και του μιλάει με ανθρώπινη φωνή.
Ο π. Λεωνίδας είδε καθαρά πως αυτό ήταν απάτη του πονηρού. Άρχισε να προειδοποιεί τον έγκλειστο πως δεν πρέπει να πιστεύει κανείς αυτά τα πράγματα.
Ο έγκλειστος πειράχτηκε κι απάντησε περιφρονητικά:
– Πίστευα πως ήρθες όπως κι οι άλλοι για να ωφεληθείς από μένα. Βλέπω όμως πως εσύ ήρθες να με διδάξεις.
Ο π. Λεωνίδας αποτραβήχτηκε.
Όταν έφευγε από το μοναστήρι όμως είπε στον ηγούμενο:
– Προσέχετε τον έγκλειστό σας μην πάθει κανένα κακό.
Δεν είχε φτάσει καλά καλά μέχρι το Όρελ ο π. Λεωνίδας όταν άκουσε πως ο π. Θεοδόσιος είχε κρεμαστεί…
Συμπεραίνουμε απ’ αυτό πώς αν κι ο έγκλειστος, είχε πέσει στην παγίδα του εχθρού, ο Θεός δεν τον εγκατέλειψε αμέσως. Όταν όμως αρνήθηκε να δεχτεί την καλοπροαίρετη συμβουλή ενός σοφού κι έμπειρου γέροντα, ο Κύριος τον εγκατέλειψε και χάθηκε με οικτρό θάνατο.
(από το βιβλίο «Στάρετς Λεωνίδας της Όπτινα», μετάφραση, επιμέλεια Πέτρου Μπότση, Αθήνα 2000)