Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης
Στήν περίοδο τῶν ἀνταρτῶν τό Καρά-Ντερέ ἦταν τό κέντρο τῶν ἐφόδων τους καί τό ἐπιτελεῖο τους.
Μία ἡμέρα ξεκίνησαν οἱ ἀντάρτες ἀπό τό Καρά-Ντερέ γιά τή Σίψα, μέ σκοπό νά κάψουν τό χωριό καί νά φονεύσουν τούς κατοίκους του. Τά διπλανά χωριά τά εἶχαν κάψει καί εἶχαν φονεύσει πολλούς. Πῆγαν στή Σίψα καί ἦταν ἕτοιμοι νά τήν καταστρέψουν ὁλότελα. Ὁ ἀρχηγός τους ὅμως μετανόησε καί εἶπε στούς συντρόφους του:
«Αὐτοί φτωχοί ἄνθρωποι εἶναι, γιατί νά τούς πειράξουμε;»
Ἔτσι ἐπέστρεφαν στή βάση τους. Οἱ ὑπόλοιποι ἀξιωματικοί τοῦ ἐπιτελείου, ὅταν τούς εἶδαν νά ἐπιστρέφουν στή βάση τους, βγῆκαν πρός συνάντησή τους, γιά ν' ἀκούσουν τ' ἀποτελέσματα τῆς ἐπιδρομῆς τους.
Ὁ ἀρχηγός τῆς ὁμάδος τούς εἶπε: «Γιατί νά τούς καίγαμε; Φτωχοί ἄνθρωποι εἶναι καί μένουν ἥσυχοι στά σπίτια τους».
Ἕνας ἄλλος ὅμως διαφώνησε μαζί του καί εἶπε: «Ἐγώ θά πάω νά καταστρέψω τό χωριό».
Πῆγε στή Σίψα, ἀλλά γύρισε κι ἐκεῖνος ἄπρακτος, αἰσθανόμενος κατά παράξενο τρόπο ὅπως καί ὁ προηγούμενος.
Τότε ἀνέλαβε ἕνας τρίτος, γιά νά συμβεῖ παραδόξως καί σέ ἐκεῖνον τό ἴδιο πράγμα. Τελικά συναντήθηκαν καί οἱ τρεῖς στό ἐπιτελεῖο τους καί ἀποροῦσαν πῶς ἐπέστρεφαν ἄπρακτοι ἀπό αὐτό τό χωριό. Θεωροῦσαν ὅτι κάποια δύναμη σκέπαζε τή Σίψα, γιατί ἄλλη ἐξήγηση δέν μποροῦσαν νά δώσουν. Τή συζήτηση τῶν ἀξιωματικῶν τήν πληροφορήθηκε ἕνας κάτοικος τοῦ χωριοῦ, τόν ὁποῖο εἶχαν συλλάβει μέ σκοπό νά τόν ἐκτελέσουν. Δύο φορές εἶχαν ἐπιχειρήσει νά τόν ἐκτελέσουν καί τίς δύο φορές τήν τελευταία στιγμή μετανοοῦσαν.
πηγή