Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Mέσα σου κυκλοφορεί το DNA του Παπουλάκου, αφού του έμοιαζες σε πολλά

ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΑΡΜΠΟΥΝΙΩΤΗ 

Ακριβώς κάτω από τον φωτισμένο πολυέλαιο του Ναού του Αγίου Γεωργίου του χωριού Λαγοβούνι Καλαβρύτων, αυτήν την ημέρα, Κυριακή 22 Ιουλίου 2018, ­κείτεται ανοικτό το φέρετρο με το σκήνωμα του μακαριστού πλέον Ευθυμίου Ι. Αρμπουνιώτη. Αναπαύεται ροδαλός και με τα χέρια του σταυρωμένα. Με τα μάτια του κλειστά, αλλά με το μειδίαμα ελπίδος της αναστάσεως ζωγραφισμένο στα χείλη του. Στολισμένος με άνθη ολόλευκα και ευωδιαστά. Με λαμ­πάδα υψωμένη δίπλα του να καίει αθόρυβα, αλλά δυναμικά, και την εικόνα του αναστάντος Χριστού τοποθετημένη με ευλάβεια στο ογδονταεξάχρονο σώμα του.

Απόλυτη σιγή! Κόσμος για τον αοιδιμο γέροντα έσπευσε πολύς. Όλοι σιωπηλοί, με πρώτη την πιστή γυναίκα σου Μαγδαληνή, μαζί και τα παιδιά σας και τους λοιπούς συγγενείς. Μαζί με τους συγχωριανούς και τους υπόλοιπους που συμμετείχαμε στον τελευταίο αποχαιρετισμό σου, μάλλον προσ­ευχόμενοι, περιμένοντας να ανοίξουμε εμείς, το Πρεσβυτέριο την Ωραία Πύλη, για να αρχίσει η εξόδια Ακολουθία. Και ο ελάχιστος π. Νεκτάριος, γιος τον αγιασμένων, όπως έλεγες γέροντα Ευθύμιε, του π. Νικολάου και της πρεσβυτέρας του Ανθίας, δεν χόρταινα να απορροφώ τη πνευματικότητα εκείνης της ώρας, μέσα στο ιλαρό φως του καλο-καιρινού απογευματινού ήλιου, που έμπαινε από τα πολύχρωμα παράθυρα, μεταμορφώνοντας το Ναό σε χώρο ὑπερκόσμιο, χώρο που παραπέμπει σε μικρόκοσμο του Παραδείσου.

Προϊστάμενου του πνευματικού σου πατρός, Καθηγουμένου της Μονής Αγίας Λαύρας αρχιμ. Ευσεβίου Σπανού, και των έξι κληρικών που συμμετείχαμε, άρχισε η εξοδιος Ακολουθία. Οι παρόντες ακλόνητοι επι ώρα συμπαρίστανται το ταξίδι σου της Ιθάκης, που ψάχνει ο καθένας μας, σε συνδυασμό με την εν Χριστώ ζωή σου. Τα αυτιά μας γαλήνευαν με τους ηχους των τροπαρίων, που τιμητικά τα αποδώσαμε εμείς, το ιερατείο. Όσοι σε ζήσαμε εκ του σύνεγγυς, Ευθύμιε, την στιγμή εκείνη τα μάτια μας κοιτούσαν τὴ μακαρία νεκρική σου σορό και πήγαν να βουρκώσουν. Συνάμα ο νους μας ταξίδευε στην πολυκύμαντη ζωή σου, που την σημάδεψαν ολοκληρωτικά ο Χριστός και η Παναγία Του Μητέρα. Επίσης ως παράδειγμα στην ζωή σου είχες τον συντοπίτη σου οσιωτατο Χριστοφόρο Παναγιωτόπουλο, γνωστότερο ως Παπουλάκο. Σαν αστραπή πέρασαν αυτές οι σκέψεις μέσα από τις πολλές μας συναντήσεις. Η Ακολουθία συνεχίσθηκε και στο τέλος, πριν ασπασθούμε με σεβασμό το χέρι του επίγειου αυτού αγωνιστή Χριστιανού, δύο λόγια, με πολλά όμως νοήματα κατάθεσε ενώπιον σου ο σεμνός γέροντας π. Ευσέβιος.

Μεταξύ των άλλων σε χαρακτήρισε Χριστιανό με τον κατά Θεόν ζήλο. Γνήσιο αγωνιστή των δικαίων του Θεού και των ανθρώπων. Σωστό χριστιανό, ο οποίος τηρούσες με ακρίβεια τις χριστιανικές επιταγές. Ακόμα και Πατέρες του Άθωνα επικοινωνούσαν μαζί σου, για να λάβουν την ορθή γνώμη σου για θέματα που τους απασχολούσαν. Υπήρξες παράδειγμα οικογενειάρχη και ανθρώπου, που βίωσε σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής τον χριστιανικό νόμο. Όπου χρειαζόταν, γινόσουν ελεγκτικός και αυστηρός, διότι, όπως είπε ο πνευματικός πατέρας σου, θεωρούσες τους νόμους του Θεού ανώτερους από αυτούς των ανθρώπων, οι οποίοι έρχονται και παρέρχονται. Σε ανέβασε, και δικαίως, ο πνευματικός σου στην τάξη των λαϊκών κηρύκων του θείου Ευαγγελίου. Σε χαρακτήρισε γνήσιο Ρωμιό πατριώτη, που ανησυχούσε για τις προδοσίες που συντελούνται εναντίον του τόπου μας, οι οποίες γίνονται φανερότερες στο άμεσο μέλλον.

Είπε ακόμα και άλλα για το σκάμα των αρετών σου. Σε κατέταξε ο Πνευματικός σου στους γνήσιους θιασώτες του Χριστόφορου Παπουλάκου, ο οποίος καταγόταν από το πλησίον χωριό Άρμπουνα Καλαβρύτων, αναφερθείς σύντομα, αλλά ουσιαστικά, στη συμβολή σου για τη διάδοση του ονόματος του οσιωτάτου Παπουλάκου. Έκανε λόγο για το βιβλίο, που έγραψες προς τιμήν του, για τους χαιρετισμούς, που έκανες σε επιστημονικές εκδηλώσεις για εκείνον στην Κλειτορία και στο Τρίκορφο. Για την αλληλογραφία που είχες με τις κεφαλές της Ορθοδοξίας, για το θέμα της δικαίωσης του Παπουλάκου. Για την τριπλή ίαση σου κατά τον παρελθόν, μετά από την εμφάνιση του οσιωτάτου Χριστοφόρου, όταν νοσηλευόσουν σε κρίσιμες στιγμές και ερχόταν, για να σε θεραπεύσει ζητώντας σου να κήρυξεις το όνομά του στους σύγχρονους Έλληνες.

Τ’ άκουγα αυτά συγκλονισμένος. Όχι μόνο με τα αυτιά του σώματος, αλλά περισσότερο με εκείνα της ψυχής. Καὶ τὰ μάτια μου ήταν κλειστά, σφαλισμένα, αφού ο νους μου ταξίδευε στην ιερά σφαίρα του παρελθόντος. Είχα σκύψει το κεφάλι και διακριτικά είχα αποτραβηχτεί στο Ιερό Βημα, γιατί δεν άντεχα να με βλέπει κανένας, καθὼς δεχόμουν τον ιερό συγκλονισμο της ­παρουσίας του ζωντανού Θεού μας. Ένιωθα να σπάζει η σκληρή ψυχή μου και είχα καταληθεί από ένα ρίγος που διαπερνούσε το κορμί μου. Αυτό πρέπει να είναι άγγιγμα Θεοῦ, σκεφτόμουν. Άκουγα με δέος τα λόγια του επικήδειου, που ήταν σε εξέλιξη. Μου φάνηκε κάποια στιγμή ότι βρισκόμουν στο μπαλκόνι του σπιτιού σου, Ευθύμιε, εδώ στο Λαγοβούνι και, αφού από σεβασμό, όπως πάντοτε, ασπάσθηκες την δεξιά της αειμνήστης μητέρας μου, της Ανθίας, σου έλεγε με δάκρυα, κάτι που έκλεινε κάθε συνάντηση των τριών μας: «Γέροντα Ευθύμιε, να προστατεύεις τον γιο μου π. Νεκτάριο. Διότι τα θηρία έφαγαν τον παπα μου π. Νικόλαο και δεν χόρτασαν από το αθώο αίμα του! Βρυχώνται και επιδιώκουν να πιούν και του γιού μου. Φοβάμαι».

Έπρεπε νὰ πεθάνεις, αειμνήστε Ευθύμιε, για να προσέξω με πόση επιμέλεια κράτησες την πνευματική παρακαταθήκη της κυρα-πρεσβυτέρας Ανθίας, που την τηρήσες με τόση ευλάβεια και διάκριση. Ο Ηγούμενος ολοκλήρωσε το θεόπνευστο λόγο του για την σεβάσμια μνήμη σου. Στο Ιερό Βήμα του είπα με σεβασμό, ότι μας άγγιξαν τα λόγια του. Και απάντησε με ταπείνωση και παρρησία: «π. Νεκτάριε είπα αυτά ακριβώς που βιώσαμε κοντά του. Έτσι δεν είναι;»

Καθώς αντικρίζω για τελευταία φορά τη φωτισμένη σορό σου, σου υπόσχομαι ότι θα προσέχω ακόμα περισσότερο, για να γλυτώνω από τα θηρία που με κυκλώνουν και ζητούν να μου αρπάξουν την ψυχή. Σήμερα διαπίστωσα ακόμα περισσότερο από πού έπαιρνες χάρη και δύναμη, για να νικάς τις παγίδες του πονηρού, που μας κυνηγά σαν ωρυόμενο θηρίο, και η ακράδαντη πίστη σου στην Ανάσταση να σου δίνει τόσο φώς, ώστε να σε λούζει ­ακόμα και στο θάνατο.

Αιωνία και αγήραστη να ειναι η μνήμη σου, γέροντα Ευθύμιε του Παπουλάκου! Το όνομά σου το έκανες πράξη. Με την ελπίδα σου στο Χριστό νίκησες. Και εμάς μας νίκησες και μας κέρδισες, μακάριε Ευθύμιε. Για αυτό άλλωστε ο κρυφός μαθητής σου από τα Καλάβρυτα Κωνσταντίνος, αντί για λουλούδι την στιγμή, που θα σε σφραγίσουν στην τελευταία σου κατοικία σου, έβαλε μέσα στις παλάμες σου την εικόνα του Παπουλάκου. Άλλωστε ο γνωστός μας δημοσιογράφος κ. Αλέξανδρος σου έλεγε ότι πρέπει μέσα σου να κυκλοφορεί το DNA του Παπουλάκου, αφού του έμοιαζες σε πολλά.

Ο ήλιος έδυε και οι καθαρές ανταύγειες των ακτίνων του έκαναν σπάνιο τὸ τοπίο του βουκολικού αυτού τόπου της ορεινής Αχαΐας. Η ώρα είχε περάσει. Έπρεπε να βιασθώ για τον τόπο της κατοικίας μου, μιας αετοφωλιάς των Αορανείων Ορέων. Ἡ αναχώρησή μου είχε αρχίσει, αλλά η φωτογραφία σου, Ευθύμιε, ήταν δίπλα μου. Και στην καρδιά μου χαραγμένες οι διδαχές σου και η έντονη ζωή σου.

Πόσος ύμνος ανήκει στον Θεό για τον τόπο μας, που μας φανέρωσε τόσο φως! Και πόσο δίκαιο είχαν οι αείμνηστοι γονείς μου, όταν έλεγαν ότι η Ελλάδα γίνεται από εμάς τους μικρούς!

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...