Το 1979 ο Γέροντας Παϊσιος μετακόμισε από τον Τίμιο Σταυρό στο
κουτλουμουσιανό κελί της Παναγούδας. Ήταν 3 Ιουνίου και ο Γέροντας λόγω
της μετακόμισης δεν είχε βγάλει από τα κιβώτια τα εκκλησιαστικά βιβλία
και δεν ήξερε ακριβώς την ημερομηνία ούτε φυσικά και τον εορταζόμενο
άγιο. Έκανε τις ακολουθίες με κομποσχοίνι και όταν άρχισε να εύχεται και
για τον άγιο της ημέρας, τον απασχόλησε ο λογισμός ποιος ήταν αυτός ο
άγιος. Τότε εμφανίστηκαν μέσα στο εκκλησάκι δύο άγιοι, ο ένας μπροστά
και ο άλλος από πίσω. Ο δεύτερος ήταν ο άγιος Παντελεήμων, τον οποίο αναγνώρισε ο Γέροντας. Ο πρώτος όμως τού ήταν άγνωστος.
Από την απορία τον έβγαλε ο ίδιος ο άγιος που τού είπε: «Γέροντα, είμαι ο
Λουκιλιανός.» Ο Γέροντας δεν πρόσεξε καλά το όνομα και ρώτησε: «Πώς;
Λουκιανός;». «Όχι, Γέροντα. Είμαι ο Λουκιλιανός.» Και αμέσως οι δύο
άγιοι εξαφανίστηκαν. Ο Γέροντας εντυπωσιάστηκε και βρήκε το μηναίο του
Ιουνίου για να βεβαιωθεί αν γιόρταζε ο άγιος Λουκιλιανός..
πηγή: Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΟΥΔΑΣ, σελ. 46