Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Ας προσπαθήσουμε να περιγράψουμε
την καθημερινότητα στην Ελλάδα, 100 χρόνια πίσω στο παρελθόν. Ήταν μια
χώρα που μπορεί να μην διέθετε Internet και τηλεόραση, αλλά που οι
ειδήσεις ήταν τόσες και τόσο σημαντικές που ούτε με την βοήθεια της
τεχνολογίας θα τις προλάβαινε όλες κάποιος.
Γιατί ήταν μια χώρα που
άλλαζε με ρυθμούς καταιγιστικούς. Ονειρευόταν το μέλλον της, προσπαθούσε
να επουλώσει ακόμη τις πληγές από την χρεωκοπία του 1893 και τον πόλεμο
του 1897, αλλά την ίδια ώρα είχε το βλέμμα στις αλύτρωτες πατρίδες του
Βορρά και της Ανατολής.
Στα ρομαντικά λευκώματα των δεσποινίδων
της Αθήνας που ντύνονταν πια σαν Ευρωπαίες, δεν υπήρχαν μόνο ποιήματα
και σημειώσεις για ευγενείς νέους, αλλά και πολιτικές και οικονομικές
σκέψεις, που έφερνε ο επιδραστικός Ελευθέριος Βενιζέλος, καθώς και η ωμότητα που φέρνει ο συμβιβασμός με την ιδέα του πολέμου: Ο Μακεδονικός Αγώνας, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος αργότερα… Η Ελλάδα βρισκόταν συνεχώς στα χαρακώματα.
Βάλτε τώρα έναν επιχειρηματία
στην εξίσωση. Κάποιον που έχει μια ιδέα και θέλει να ζήσει από αυτή,
στήνοντας ένα μικρό μαγαζάκι, μια βιοτεχνία, ένα εργαστήρι. Ίσως λίγο οι
συνθήκες να σας θυμίσουν αυτές που επικρατούν σήμερα, έναν αιώνα μετά:
Οικονομικές δυσκολίες, αλλά και ευρωπαϊκή προοπτική. Αβεβαιότητα για το
αύριο, αλλά και γερά θεμέλια στην ελληνική φύση και το ελληνικό
δαιμόνιο. Ακριβώς σε αυτό το περιβάλλον που περιγράφουμε, γεννήθηκε η
πρώτη ελληνική κονσερβοποιία. Δεν είναι άλλη από την γνωστή σε όλους
μας «Κύκνος». 101 χρόνια μετά την ίδρυσή της, είναι σήμερα μια από τις
πιο υγιείς επιχειρήσεις στην Ελλάδα, με προϊόντα υψηλής ποιότητας και εξαγωγές στο εξωτερικό. Μια εταιρεία – πρότυπο, μια επιχείρηση – ιδανικό παράδειγμα για την στήλη μας «Ψωνίζουμε Ελληνικά» που κάθε Τρίτη σας παρουσιάζει μια μάρκα στην οποίαν αξίζει να επενδύσουμε όλοι (μέχρι σήμερα: Boxer Φειδάς, Bic-Βιολέξ, Apivita, Herbal Tea, Κορρές, Κρι-Κρι).
Όχι μόνο επειδή είναι ελληνική. Αλλά επειδή το κάνει σωστά και δείχνει
το δρόμο και στους άλλους. Και η «Κύκνος», με εμπειρία 100 και βάλε
ετών, έχει πολλά να μας διηγηθεί…
Η Ελλάδα σε μια κονσέρβα
Όταν το καλοκαίρι του 1911 ο Μιχαήλ Μανουσάκης, καθηγητής Φυσικής τότε στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, παρασκεύασε μαζί με τον αδελφό του Κωστή, 1.000 κουτιά τομάτες σε κονσέρβα,
η μέθοδος αυτή διατήρησης των τροφίμων μετρούσε ήδη έναν αιώνα ζωής.
Είχε θεωρηθεί μια επαναστατική εφεύρεση για την εποχή της, αλλά η
δυσκολία στην παραγωγή της την έκανε ένα προϊόν πολυτελείας στην αρχή
–ένα σύμβολο προόδου και ευμάρειας. Η Ελλάδα του 1911, 100 χρόνια από
την πρώτη κονσέρβα, ήταν μια χώρα που ήθελε να προοδεύσει. Η αγροτική
κρίση είχε οδηγήσει ήδη ένα μεγάλο κύμα μεταναστών στην Αμερική,
αλλά οι περισσότεροι επιστήμονες έψαχναν τρόπους για την βελτίωση της
παραγωγής και της συντήρησης των προϊόντων. Και το επίτευγμα των αδελφών
Μανουσάκη δεν πέρασε απαρατήρητο…
Η οικογένεια Παπαντωνίου αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ιδέα του Μιχαήλ Μανουσάκη και το 1914 η παραγωγή κουτιών με ολόκληρες τομάτες, μπάμιες και τοματοπολτό είχε φτάσει τις 100.000.
Χρειαζόταν πια δικές της, μεγάλες εγκαταστάσεις. Από την Ασίνη της
Αργολίδας, όπου βρισκόταν το κτήμα του Κωστή Μανουσάκη, μεταφέρθηκε λίγο
πιο πέρα, στο Ναύπλιο, σ’ ένα δικό της εργοστάσιο. Τι φιλόδοξη και
ριψοκίνδυνη κίνηση με τον πόλεμο προ των θυρών! Τον Απρίλιο του 1915,
μάλιστα, συντάχθηκε το καταστατικό της “Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρίας Κονσερβών”,
πρώτης όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, με
ιδρυτές τους: Μιχαήλ Μανουσάκη, Αθανάσιο Παπαντωνίου, Κωνσταντίνο
Μανουσάκη, Βασίλειο Παπαντωνίου, Ιωάννη Δάρμο.
Πρακτικά η ίδρυση της “Ανωνύμου
Ελληνικής Εταιρίας Κονσερβών” σήμαινε ότι η παραγωγή που δεν έβρισκε
άμεσα διάθεση και αναγκαστικά σάπιζε στα χωράφια και τα καρότσια, πλέον
θα έμπαινε σε κονσέρβες και θα πουλιόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Και με
τον πόλεμο σύντομα να στέλνει τα απόνερά του και στη χώρα μας, η
κονσέρβα έγινε, από είδος πολυτελείας, ένα είδος πρώτης ανάγκης.
Ταχύρρυθμη ανάπτυξη
Δεν δίστασαν, λοιπόν, οι Μανουσάκηδες και οι Παπαντωνίου
να επενδύσουν ακόμη κι όταν οι συνθήκες ήταν αντίξοες. Δουλεύοντας
σωστά το προϊόν τους, παρακολουθώντας τις τεχνολογικές εξελίξεις (το
1928 εγκατέστησαν στο δεύτερο εργοστάσιό τους πρώτους ταχυσυμπυκνωτές
που ήλθαν ποτέ στην Ελλάδα), ξεπέρασαν κάθε αντιξοότητα της πολεμικής
και οικονομικής κρίσης και έφτασαν πολύ γρήγορα πολύ ψηλά. Το 1960 η
εταιρεία διέθετε ήδη τρίτο εργοστάσιο στην Αργολίδα ενώ τρία χρόνια αργότερα άνοιξε άλλο ένα στην Ηλεία.
Ήταν όχι μόνο η παλαιότερη, αλλά και η κορυφαία ελληνική κονσερβοποιία
και σύντομα ξεκίνησε και την παρασκευή και άλλων προϊόντων. Και,
βέβαια, σύντομα έφυγε από τα στενά πλαίσια της Ελλάδας (που, η αλήθεια
είναι ότι μεγάλωνε με κάθε πόλεμο) και άρχισε να εξάγει στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Με την ίδια συνταγή πορεύεται μέχρι σήμερα: Όσφρηση για τις νέες τεχνολογίες (Το 2005 έγινε η πρώτη εταιρία μεταποίησης τομάτας, που
εφάρμοσε, ολοκληρωμένο σύστημα προσέγγισης και διαχείρισης της
καλλιέργειας της βιομηχανικής τομάτας σε συνεργασία με τους παραγωγούς
που την προμηθεύουν), προσήλωση στην ποιότητα και συνετές, σωστές
επενδυτικές κινήσεις, που βασίζονται περισσότερο στις δυνατότητες της
ελληνικής φύσης, παρά σε φιλοδοξίες εύκολου πλουτισμού.
100 χρόνια μετά
Η εταιρεία, ακόμη και σήμερα, διοικείται από τους απογόνους των ιδρυτών της. Απασχολεί περίπου 150 υπαλλήλους
(και, φυσικά, συνεργάζεται με εκατοντάδες Έλληνες παραγωγούς), οι
οποίοι αυξάνονται στους 400 από τα μέσα Ιουλίου ως τα μέσα Σεπτέμβρη,
κατά την διάρκεια, δηλαδή, της παραγωγικής περιόδου. Σήμερα, από το μεγάλο της εργοστάσιο στην Ηλεία, βγαίνουν καθημερινά 2.100 τόνοι νωπού προϊόντος.
Το οποίο, βέβαια, μπαίνει στις κονσέρβες και τις χάρτινες συσκευασίες
της εταιρείας, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν βραβευθεί σε
διεθνείς διαγωνισμούς για την αισθητική τους!
Η Ελλάδα, φυσικά, αποτελεί την μεγαλύτερη αγορά για την «Κύκνος».
Ποια νοικοκυρά δεν έχει χρησιμοποιήσει τα προϊόντα της στο μαγείρεμα
άραγε; Αλλά η εταιρεία έχει προχωρήσει και σε σημαντική εξαγωγική
δραστηριότητα. Οι χώρες στις οποίες μπορεί κανείς να βρει της προϊόντα
της σήμερα είναι κυρίως η Μεγάλη Βρετανία, η Ολλανδία και ο Καναδάς.
Αλλά, σύμφωνα με την διοίκηση της εταιρείας, αναζητούνται αυτήν την
περίοδο κι άλλες πιθανές συνεργασίες. Με βασικό γνώμονα, πάντα, να
πρόκειται για αγορές υψηλής ποιότητας, αφού σε καμία περίπτωση η
«Κύκνος» δεν θα ήθελε να ρίξει τα στάνταρ της απλά για να παρασκευάσει
κάποιο πιο οικονομικό προϊόν.
Όχι ότι τα προϊόντα της είναι πανάκριβα
κι απρόσιτα: Το αντίθετο! Ακόμη και τώρα με την κρίση, η συμπυκνωμένη
ντομάτα που έχει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από την φρέσκια, είναι εκ των
ων ουκ άνευ για ένα νοικοκυριό. Η «Κύκνος» όχι μόνο δεν επλήγη
από την κρίση, αλλά και ατενίζει με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον,
αφού μπορεί στην Ελλάδα να προσφέρει τα προϊόντα της σε καλύτερες τιμές
απ’ ότι οι αντίστοιχες ξένες. Όχι τυχαία, το ινστιτούτο ICAP την κατέταξε ανάμεσα στις υγιέστερες οικονομικά επιχειρήσεις στην Ελλάδα…