1) Ο Φλάβιος Βελισάριος (505 -565) ήταν στρατηγός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους στρατιωτικούς της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου και ένας από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες όλων των εποχών.
Διακρίθηκε σε όλα τα μέτωπα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους εκείνης της εποχής (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Ιταλία, Βαλκάνια) με την εξαίρεση της Ισπανίας. Επίσης εισήγαγε πολλές καινοτομίες στην εκπαίδευση και οργάνωση του ρωμαϊκού στρατού της εποχής, καθώς και στην τακτική των επιχειρήσεων. Υπήρξε ένας από τους στενούς συνεργάτες του Ιουστινιανού, στην προσπάθεια του τελευταίου να ανασυστήσει την αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Η ζωή και η σταδιοδρομία του παρουσιάζουν εντονότατες εναλλαγές της τύχης, από τον θρίαμβο και τη δόξα στον παραμερισμό και την απώλεια κάθε εύνοιας, αξιωμάτων και περιουσίας και αντιστρόφως.
Ο βίος και τα κατορθώματά του τροφοδότησαν πολλές λαϊκές αφηγήσεις αλλά και λογίους και καλλιτέχνες από τη βυζαντινή μέχρι την νεότερη εποχή, καθώς ο Βελισάριος έγινε παράδειγμα τραγικού ήρωα. Η απόκρουση της εισβολής των νομάδων Κουτριγούρων ήταν η τελευταία στρατιωτική επιχείρηση του Βελισάριου. Έπειτα αποσύρθηκε οριστικά από τον ενεργό δημόσιο βίο και πέθανε το Μάρτιο του 565, λίγους μήνες πριν το θάνατο του Ιουστινιανού, όχι όμως χωρίς ενοχλήσεις από την βασιλική Αυλή.
Το 561 κατηγορήθηκε ακόμη μία φορά ότι συμμετείχε σε μια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα με συνέπεια τη δήμευση της περιουσίας του και τον κατ’ οίκον περιορισμό. Έξι μήνες αργότερα, ο Ιουστινιανός αποκατέστησε τον γηραιό πλέον στρατηγό. Η ζωή και τα κατορθώματά του έγιναν αντικείμενο θαυμασμού ανά τους αιώνες και τροφοδότησαν πολλούς θρύλους και διηγήσεις. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της στρατιωτικής ευφυΐας και ανδρείας και αποδιδόταν σε δαφνοστεφείς στρατηγούς, όπως ο δημοφιλής Ιωάννης Κουρκούας (10ος αι.) που ονομάστηκε από τους συγχρόνους του «άλλος Τραϊανός ή Βελισάριος».
Επίσης, ιδίως από τον 11ο αι., στην ιστορική παράδοση υπεισέρχονται στοιχεία και περιστατικά από βίους και κατορθώματα άλλων προσωπικοτήτων. Επιπλέον, οι διηγήσεις που αναφέρονται στον Βελισάριο, παίρνουν έναν έντονα δραματικό χαρακτήρα, επηρεασμένες από τις έντονες μεταβολές της τύχης του ήρωά τους και τις τεταμένες σχέσεις του με τα ανάκτορα.
Ο Μιχαήλ Γλυκάς (11ος αιώνας) δραματοποιεί τις τύχες του Βελισάριου αναφέροντας ότι ο νικητής Περσών, Βανδάλων, Γότθων και Ούννων καθόταν αναμένοντας από τον δήμιο να τον αποκεφαλίσει. Τον επόμενο αιώνα ο Ιωάννης Ζωναράς προχωρεί ακόμη περισσότερο λέγοντας ότι ο Βελισάριος έμεινε φυλακισμένος μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ ο Ιωάννης Τζέτζης περιγράφει πώς ο ήρωάς του τυφλώθηκε και αναγκάστηκε να επαιτεί από τον μνησίκακο Ιουστινιανό.
2) Ο Κατακαλών Κεκαυμένος ήταν Βυζαντινός στρατιωτικός και συγγραφέας στα μέσα του 11ου αιώνα. Ο Κατακαλών Κεκαυμένος γεννήθηκε στην Κολώνεια του Πόντου, και παρόλο που προφανώς ήταν μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας Κατακαλών, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη δεν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Διακρίθηκε για πρώτη φορά στην σικελική εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη.
Εκεί, ο Κεκαυμένος, με το βαθμό του πρωτοσπαθάριου, διέταξε ένα στρατιωτικό απόσπασμα από το Θέμα Αρμενιακών και οδήγησε την επιτυχή υπεράσπιση της Μεσσήνης από την αραβική επίθεση το 1040. Το 1043 νίκησε τους Ρως στην επιδρομή τους κατά την αυτοκρατορικής πρωτεύουσας, και ονομάστηκε βέστης και άρχοντας των παραδουνάβιων πόλεων. Επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ (1042 έως 1055)είχε μια άκρως επιτυχημένη καριέρα.
Υπηρέτησε στην Ανατολή ως δούξ της Ιβηρίας, και έγινε κυβερνήτης της Ανίον στην Γεωργία του Καυκασου, όταν η πόλη προσαρτήθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1045, και οδήγησε τις τοπικές δυνάμεις στις πρώτες συγκρούσεις με τους Σελτζούκους Τούρκους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1040, είχε προαχθεί στη θέση του στρατηλάτη της Ανατολής, και συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον των νομάδων Πετσενέγκων, ως δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον άπειρο στρατιωτικά Νικηφόρο. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας, τραυματίστηκε σοβαρά.
Γύρω στο 1055 διορίστηκε στο διάσημο και ισχυρό αξίωμα του δούξ της Αντιόχειας. Όταν έγινε αυτοκράτορας ο Μιχαήλ ΣΤ΄ (1056 – 1057) είχε μία καχυποψία με τους εξέχοντες στρατηγούς και τους φέρθηκε άσχημα, ο Κατακαλών ενώ ήταν ήδη μάγιστρος του δόθηκε ο τίτλος του προέδρου που την απέρριψε. Με τη σειρά του, Κεκαυμένος στήριξε ενεργά την εξέγερση του Ισαακίου Κομνηνού το 1057, και ανταμείφθηκε με τον τίτλο του κουροπαλάτη.
Ο Κεκαυμένος έγραψε ένα βιβλίο – αυτοβιογραφία, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως κύρια πηγή για τα γεγονότα του 1042-1057 από τον Ιωάννη Σκυλίτζη στη δική του ιστορία. Ως εκ τούτου, η αφήγηση του Σκυλίτζη περιγράφει την καριέρα του με μεγάλη λεπτομέρεια και είναι ιδιαίτερα εγκωμιαστικό για αυτόν και τα επιτεύγματά του. Ο Κατακαλών Κεκαυμένος πιστεύεται ότι είναι ο συγγραφέας του λεγόμενου «Στρατηγικόν του Κεκαυμένου», σύγχρονοι μελετητές απορρίπτουν ότι το έγραψε αυτός αλλά κάποιος με το ίδιο όνομα Κεκαυμένος.
3) Ο Γεώργιος Μανιάκης (998 – 1043) ήταν Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε κατά το β’ τέταρτο του 11ου αιώνα. Από πολλούς νεώτερους ιστορικούς θεωρείται συνεχιστής της «Μακεδονικής εποποιίας», δηλαδή των στρατιωτικών επιτευγμάτων των αυτοκρατόρων-στρατηλατών Νικηφόρου Β’ Φωκά, Ιωάννη Α’ Τσιμισκή και Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου. Υπό την ηγεσία του Μανιάκη τα βυζαντινά όπλα θριάμβευσαν στο ανατολικό (Συρία) και δυτικό (Κάτω Ιταλία, Σικελία) μέτωπο κατά την περίοδο παρακμής που ακολούθησε τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου.
Όμως, η συνεχής υπονόμευσή του από την αυτοκρατορική αυλή, τον εξώθησε σε ανταρσία με άδοξο τέλος. Οι επιτυχίες του ήταν από τα ελάχιστα δείγματα δυναμισμού του Βυζαντίου εκείνης της περιόδου, καθώς η επιπολαιότητα και η κακοδιοίκηση της κεντρικής εξουσίας οδήγησαν στην συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, που ανεστάλη με την άνοδο του Αλεξίου Α’ Κομνηνού στον αυτοκρατορικό θώκο.
4) Ο Βάρδας Σκληρός ήταν Βυζαντινός στρατηγός που ηγήθηκε μιας ευρείας Ασιατικής επανάστασης κατά του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ το 976–979. εκτάσεων στις ανατολικές παρυφές της Μικράς Ασίας. Η μητέρα του Γρηγορία καταγόταν από τον αδελφό του Βασιλείου Α΄ τον Βάρδα. Ως μεγαλύτερο κατόρθωμα του λογίζεται η εξαιρετική άμυνα της Κωνσταντινούπολης κατά του στρατού του Σβιάτοσλαβ Α΄ του Κιέβουτο 970.
Κατά τη Μάχη της Αρκαδιούπολης, αναφέρεται ότι κατάφερε να επιφέρει 20.000 απώλειες στους Ρως, ενώ η εκστρατεία κόστισε τις ζωές μόλις 25 Ελλήνων στρατιωτών. Αφότου έδειξε ότι ο ίδιος ήταν ικανός να αντιμετωπίσει τους φοβερότερους εχθρούς του Βυζαντίου, ο Βάρδας έγινε έμπιστος σύμβουλος του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή και ήταν κουνιάδος του. Με τον θάνατο του Ιωάννη, ο Σκληρός επιδίωξε να τον αντικαταστήσει ως ενεργών αυτοκράτορας.
Ο ευνούχος Βασίλειος Λεκαπηνός όμως, που στην πραγματικότητα ηγούνταν της αυτοκρατορικής κυβέρνησης είχε άλλα σχέδια, καθαιρώντας τον Βάρδα από την θέση κλειδί που είχε ως στρατηγός στην Ανατολή το 975. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο Βάρδας ήταν «άνθρωπος που δεν ήταν μόνο ικανός στο σχεδιασμό, αλλά εξαιρετικά έξυπνος κατά την εκτέλεση των σχεδίων του, κατείχε τεράστιο πλούτο, με το κύρος του βασιλικού αίματος και της επιτυχίας σε μεγάλους πολέμους, με όλη τη στρατιωτική κάστα στο πλευρό για να βοηθήσει το σκοπό του.»
5) Ο Ρωμανός Σκληρός ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, στρατηγός, μέλος της επιφανούς αριστοκρατικής οικογένειας των Σκληρών. Είχε διοριστεί Δούξ (διοικητής) της Αντιόχειας το 990-991. Ήταν γιος, και το μοναδικό παιδί, του στρατηγού και σφετεριστή του θρόνου Βάρδα Σκληρού και άγνωστης μητέρας. Το 976 απελευθερώθηκε, κρατούνταν στην Κωνσταντινούπολη, και μεταμφιεσμένος έφτασε στην περιοχή της Μεσοποταμίας.
Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του πατέρα του Βάρδα το 979 τον ακολούθησε στην φυγή του στο χαλιφάτο των Αββασιδών για να επιστρέψουν το 987 και να συμμετάσχουν σε μια άλλη εξέγερση με τον Βάρδα Φωκά. Ο Ρωμανός την ίδια χρονιά αυτομόλησε στο στρατόπεδο του αυτοκράτορα, αναφέρεται ότι η φυγή του ήταν στρατήγημα του πατέρα του ή έφυγε επειδή διαφωνούσε με την συνεργασία στην στάση με τους Φωκάδες.
Μετά την αποτυχία και αυτής της εξέγερσης ο Ρωμανός Σκληρός φαίνεται ότι παρέμεινε σε σημαντικές θέσεις, και υπηρέτησε ως δούξ της Αντιόχειας. Κατά μία τοπική λαϊκή παράδοση του δόθηκε προσωπικό φέουδο («Πρόνοια») όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στην Πελοπόννησο. Ο Ρωμανός είχε κόρη την ονομαζόμενη Μαρια «Σκλήραινα» σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ του μονομάχου. Από το όνομα του Ρωμανού ονομάστηκε και το χωριό «Σκληρού», ο σημερινός Σκληρός Μεσσηνίας.
6) Ο Ρωμανός Σκληρός ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, στρατηγός, μέλος της επιφανούς αριστοκρατικής οικογένειας των Σκληρών. Είχε διοριστεί δύο φορές Δούξ (διοικητής) της Αντιόχειας το 1054 – 1055 και το 1057. Είχε επίσης τα αξιώματα μάγιστρος, πρόεδρος, στρατοπεδάρχης της ανατολής και πρωτοστράτορας. Το όνομα του πατέρα του και της μητέρας του δεν διασώζονται, ο πατέρας του ήταν γιος τουΡωμανού Σκληρού παππού του Ρωμανού.
Ο Ρωμανός έγινε σύμβουλος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄, ενώ το 1057 υποστήριξε τον Ισαάκιο Κομνηνό να διεκδικήσει τον θρόνο από τον Μιχαήλ ΣΤ΄. Αργότερα ο Ισαάκιος τον διόρισε σε ανώτατα αξιώματα και για δεύτερη φορά δούξ Αντιόχειας το 1057. Πιθανότατα να σχετίζεται με μία λαϊκή παράδοση που δίνεται για τον παππού του και να είναι αυτός.
7) Ο Μιχαήλ Βούρτζης (περίπου 930/935 – μετά από το 996) ήταν ο κορυφαίος Βυζαντινός στρατηγός στα τέλη του 10ου αιώνα. Έγινε ονομαστός για την κατάληψη της Αντιόχειας το 969, αλλά έπεσε σε δυσμένεια από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β΄ Φωκά. Αγανακτισμένοι η Οικογένεια Βούρτζη ένωσε τις δυνάμεις της με τους συνωμότες που δολοφόνησαν τον Φωκά λίγες εβδομάδες αργότερα.
Ο Βούρτζης επανεμφανίζεται σε εξέχοντα ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ και του επαναστάτη Βάρδα Σκληρού, όπου άλλαξε στρατόπεδα, από υποταγή στον αυτοκράτορα κι έπειτα στους αντάρτες και πάλι στον Βασίλειο Β΄. Παρ’ όλα αυτά, είχε διοριστεί εκ νέου ως δούξ της Αντιόχειας από τον Βασίλειο, μια θέση που κατείχε μέχρι το 995, όταν κι αντικαταστάθηκε εξαιτίας τής αποτυχίες του στον πόλεμο εναντίον των Φατιμιδών Αράβων της Αιγυπτου.
8) Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος γεννήθηκε τα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα. Ήταν στρατηγός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και είχε λάβει το αξίωμα του Μεγάλου Δομέστικου επί βασιλείας του Μιχαήλ Η´ του Παλαιολόγου. Έμεινε γνωστός κυρίως λόγω της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, η οποία αποτέλεσε την πιο λαμπρή αλλά ταυτόχρονα και η τελευταία νικηφόρα στρατιωτική επιχείρισή του, καθώς στην συνέχεια ηττάται σε όλες τις επόμενες μάχες, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστεί και να παραμείνει ταπεινωμένος μέχρι τον θάνατό του.
Το 1261, απελευθερώνεται αργότερα από τον ίδιο τον Δεσπότη της Νίκαιας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, με τον όρο να κατευθυνθεί με στρατό 800 ξένων μισθοφόρων του ιππικού στα περίχωρα της Βασιλεύουσας προκειμένου να κατασκοπεύσει τους Λατίνους και να φοβίσει τους Βουλγαρους. Όταν το στρατιωτικό τμήμα με διοικητή τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο έφθασε κοντά στην πόλη της Σηλυμβρίας στην Θράκη, αγρότες της περιοχής τον πληροφόρησαν ότι ο λατινικός στρατός και ο βενετικός στόλος της Κωνσταντινουπόλης απουσίαζαν σε μία εκστρατεία κατάληψης του νησιού Δαφνουσία στον Εύξεινο Πόντο την οποία κατείχαν οι Νικαιάτες.
Επίσης αναφέρεται ότι κάποιος γεωργός είπε στον στρατηγό της Νίκαιας πως έμενε μέσα στην Πόλη, μπορούσε όμως να βγαίνει κάθε ημέρα για να βόσκει τα ζώα του από την Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής, η οποία παρέμενε αφύλακτη. Ο Αλέξιος δεν θα μπορούσε να αφήσει αυτή την ιδανική ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Το ίδιο βράδυ στις 25 Ιουλίου εισήλθε με το στράτευμά του από την Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής και χωρίς να γίνει αντιληπτός σταμάτησε σε μια μονή κοντά στην πύλη, ενώ απέστειλε κάποιους στρατιώτες ως αγγελιοφόρους στην Νίκαια να ανακοινώσουν την καταπληκτική αυτή είδηση.
Εν τω μεταξύ, ο στρατηγός με το απόσπασμά του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους φρουρούς και μετά από κάποιες αψιμαχίες πήρε τον έλεγχο των μεσόγειων τειχών. Μόλις η εισβολή και η ήττα της φραγκικής φρουράς έγινε ευρέως αντιληπτή, ο Αυτοκράτορας των Λατίνων Βαλδουϊνος Β’ μαζί τον Λατίνο Πατριάρχη της Πόλης και τους υπόλοιπους Καθολικούς κατοίκους της, κατέφυγαν στο λιμάνι προσμένοντας με αδημονία τον βενετικό στόλο να επιστρέψει, ελπίζοντας ότι θα επιβιβασθούν σε αυτόν ώστε να μην θανατωθούν ή να αιχμαλωτιστούν.
Οι Βενετοί κατέφθασαν εγκαίρως και παρέλαβαν το τρομαγμένο πλήθος. Δεν επέτυχαν όμως τίποτε παραπάνω, αφού οι ενισχύσεις από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας είχαν ήδη φτάσει και διέφυγαν από την θάλασσα αφήνοντας την Πόλη στους Βυζαντινούς. Τον επόμενο μήνα, στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της εορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου εισήλθε ο Μιχαήλ Η’ μετά πομπής και γονυπετής στην Χρυσή Πύλη, όπου ακούσθηκαν οιΔεκατρείς Προσευχές, τις οποίες συνέθεσε ο Γεώργιος Ακροπολίτης με παραγγελία του Δεσπότη με σκοπό να ευχαριστήσει τον Θεό για την νίκη του. Έπειτα στην Αγία Σοφία στέφθηκε αυτοκράτωρ των Ρωμαίων.
9) Ο Ιωάννης Κουρκούας ήταν Βυζαντινός στρατηγός του 10ου αιώνα που διακρίθηκε κυρίως στους αγώνες της αυτοκρατορίας εναντίον των Αράβων. Ως δομέστικος των σχολών της Ανατολής διεξήγαγε πολλές εκστρατείες σε περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τους Άραβες τρεις αιώνες προ της εποχής του και θεωρούντο πλέον αραβικά εδάφη (Αρμενία, βόρεια Μεσοποταμία, βόρεια Συρία). Αρκετοί σύγχρονοί του τον χαρακτήρισαν «άλλον Τραϊανόν ή Βελισάριον».
Από πολλούς ιστορικούς θεωρείται πρόδρομος της λεγόμενης «Βυζαντινής εποποιίας» των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Β΄ Φωκά, Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή και Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνέχισαν και ολοκλήρωσαν το έργο του. Την ίδια χρονιά που ο Κουρκούας εκπόρθησε οριστικά την Θεοδοσιούπολη, οι ναυτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας απέτυχαν για πολλοστή φορά να καταλάβουν την Κρήτη.
Όμως η πλάστιγγα είχε γύρει προς την πλευρά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που είχε περάσει στην αντεπίθεση κατά των Αράβων σε όλα τα μέτωπα. Οι επιτυχίες του Ιωάννη Κουρκούα στην Μέση Ανατολή και του ναυάρχου Ιωάννη Ραδηνού στο Αιγαίο οδήγησαν στην επέλαση των Βυζαντινών στις περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης, Μεσοποταμίας και Καυκάσου καθώς και στην ανακατάληψη της Κρήτης αντίστοιχα.
10) Ο Νικηφόρος Φωκάς (912 – 11 Δεκεμβρίου 969) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 963 έως το 969. Τα λαμπρά στρατιωτικά κατορθώματά του συνέβαλαν στην αναζωπύρωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα.
Το 960, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, ο μετέπειτα αυτοκράτορας ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (Άραβες). Συγκέντρωσε το βυζαντινό στρατό στα Φύγελα της Μ. Ασίας, κατέπλευσε στον κόλπο του Αλμυρού και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του αραβικού στρατού.
Στρατοπέδευσε κοντά στο Xάνδακα (Ηράκλειο), την πρωτεύουσα της Κρήτης, επιχειρώντας ταυτόχρονα επιθέσεις εναντίον των τειχών και εξορμήσεις στο εσωτερικό, για να υποτάξει ολόκληρο το νησί. Ύστερα από εννέα μήνες δραματικής πολιορκίας, το Μάρτιο του 961, κατέλαβε το Χάνδακα και επανέφερε την Κρήτη στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας για τα επόμενα 250 χρόνια. Μέρος από τα λάφυρα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Πριν από την αναχώρησή του, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί (αφήνοντας για τον επανεκχριστιανισμό του νησιού, τον Άγιο Νίκωνα τον «Μετανοείτε») και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα, όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος.
Βασική κατεύθυνση της πολιτικής του υπήρξε η συνέχιση των αγώνων εναντίον των Αράβων στην Ανατολή, τους οποίους είχε εγκαινιάσει με επιτυχία σε όλα τα επίπεδα. Απομάκρυνε τους Άραβες από την Κιλικία, ανακατέλαβε την Κύπρο και προσάρτησε μεγάλο μέρος της Συρίας, προχωρώντας έως την Τρίπολη του Λιβανου. Παράλληλα, έδειξε ενδιαφέρον για την περιφρούρηση των βυζαντινών συμφερόντων στις επαρχίες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας.
Επιβεβαίωσε έτσι τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο και εκτίναξε τα σύνορα της αυτοκρατορίας έως πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Με ανάλογη ευαισθησία αντιμετώπισε και τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, επιχειρώντας σύντομη εκστρατεία κατά μήκος των βυζαντινο-βουλγαρικών συνόρων και καταλαμβάνοντας χωρίς δυσκολίες όλα τα σημαντικά φρούρια.
Διακρίθηκε σε όλα τα μέτωπα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους εκείνης της εποχής (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Ιταλία, Βαλκάνια) με την εξαίρεση της Ισπανίας. Επίσης εισήγαγε πολλές καινοτομίες στην εκπαίδευση και οργάνωση του ρωμαϊκού στρατού της εποχής, καθώς και στην τακτική των επιχειρήσεων. Υπήρξε ένας από τους στενούς συνεργάτες του Ιουστινιανού, στην προσπάθεια του τελευταίου να ανασυστήσει την αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Η ζωή και η σταδιοδρομία του παρουσιάζουν εντονότατες εναλλαγές της τύχης, από τον θρίαμβο και τη δόξα στον παραμερισμό και την απώλεια κάθε εύνοιας, αξιωμάτων και περιουσίας και αντιστρόφως.
Ο βίος και τα κατορθώματά του τροφοδότησαν πολλές λαϊκές αφηγήσεις αλλά και λογίους και καλλιτέχνες από τη βυζαντινή μέχρι την νεότερη εποχή, καθώς ο Βελισάριος έγινε παράδειγμα τραγικού ήρωα. Η απόκρουση της εισβολής των νομάδων Κουτριγούρων ήταν η τελευταία στρατιωτική επιχείρηση του Βελισάριου. Έπειτα αποσύρθηκε οριστικά από τον ενεργό δημόσιο βίο και πέθανε το Μάρτιο του 565, λίγους μήνες πριν το θάνατο του Ιουστινιανού, όχι όμως χωρίς ενοχλήσεις από την βασιλική Αυλή.
Το 561 κατηγορήθηκε ακόμη μία φορά ότι συμμετείχε σε μια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα με συνέπεια τη δήμευση της περιουσίας του και τον κατ’ οίκον περιορισμό. Έξι μήνες αργότερα, ο Ιουστινιανός αποκατέστησε τον γηραιό πλέον στρατηγό. Η ζωή και τα κατορθώματά του έγιναν αντικείμενο θαυμασμού ανά τους αιώνες και τροφοδότησαν πολλούς θρύλους και διηγήσεις. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της στρατιωτικής ευφυΐας και ανδρείας και αποδιδόταν σε δαφνοστεφείς στρατηγούς, όπως ο δημοφιλής Ιωάννης Κουρκούας (10ος αι.) που ονομάστηκε από τους συγχρόνους του «άλλος Τραϊανός ή Βελισάριος».
Επίσης, ιδίως από τον 11ο αι., στην ιστορική παράδοση υπεισέρχονται στοιχεία και περιστατικά από βίους και κατορθώματα άλλων προσωπικοτήτων. Επιπλέον, οι διηγήσεις που αναφέρονται στον Βελισάριο, παίρνουν έναν έντονα δραματικό χαρακτήρα, επηρεασμένες από τις έντονες μεταβολές της τύχης του ήρωά τους και τις τεταμένες σχέσεις του με τα ανάκτορα.
Ο Μιχαήλ Γλυκάς (11ος αιώνας) δραματοποιεί τις τύχες του Βελισάριου αναφέροντας ότι ο νικητής Περσών, Βανδάλων, Γότθων και Ούννων καθόταν αναμένοντας από τον δήμιο να τον αποκεφαλίσει. Τον επόμενο αιώνα ο Ιωάννης Ζωναράς προχωρεί ακόμη περισσότερο λέγοντας ότι ο Βελισάριος έμεινε φυλακισμένος μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ ο Ιωάννης Τζέτζης περιγράφει πώς ο ήρωάς του τυφλώθηκε και αναγκάστηκε να επαιτεί από τον μνησίκακο Ιουστινιανό.
2) Ο Κατακαλών Κεκαυμένος ήταν Βυζαντινός στρατιωτικός και συγγραφέας στα μέσα του 11ου αιώνα. Ο Κατακαλών Κεκαυμένος γεννήθηκε στην Κολώνεια του Πόντου, και παρόλο που προφανώς ήταν μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας Κατακαλών, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη δεν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Διακρίθηκε για πρώτη φορά στην σικελική εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη.
Εκεί, ο Κεκαυμένος, με το βαθμό του πρωτοσπαθάριου, διέταξε ένα στρατιωτικό απόσπασμα από το Θέμα Αρμενιακών και οδήγησε την επιτυχή υπεράσπιση της Μεσσήνης από την αραβική επίθεση το 1040. Το 1043 νίκησε τους Ρως στην επιδρομή τους κατά την αυτοκρατορικής πρωτεύουσας, και ονομάστηκε βέστης και άρχοντας των παραδουνάβιων πόλεων. Επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ (1042 έως 1055)είχε μια άκρως επιτυχημένη καριέρα.
Υπηρέτησε στην Ανατολή ως δούξ της Ιβηρίας, και έγινε κυβερνήτης της Ανίον στην Γεωργία του Καυκασου, όταν η πόλη προσαρτήθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1045, και οδήγησε τις τοπικές δυνάμεις στις πρώτες συγκρούσεις με τους Σελτζούκους Τούρκους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1040, είχε προαχθεί στη θέση του στρατηλάτη της Ανατολής, και συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον των νομάδων Πετσενέγκων, ως δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον άπειρο στρατιωτικά Νικηφόρο. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας, τραυματίστηκε σοβαρά.
Γύρω στο 1055 διορίστηκε στο διάσημο και ισχυρό αξίωμα του δούξ της Αντιόχειας. Όταν έγινε αυτοκράτορας ο Μιχαήλ ΣΤ΄ (1056 – 1057) είχε μία καχυποψία με τους εξέχοντες στρατηγούς και τους φέρθηκε άσχημα, ο Κατακαλών ενώ ήταν ήδη μάγιστρος του δόθηκε ο τίτλος του προέδρου που την απέρριψε. Με τη σειρά του, Κεκαυμένος στήριξε ενεργά την εξέγερση του Ισαακίου Κομνηνού το 1057, και ανταμείφθηκε με τον τίτλο του κουροπαλάτη.
Ο Κεκαυμένος έγραψε ένα βιβλίο – αυτοβιογραφία, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως κύρια πηγή για τα γεγονότα του 1042-1057 από τον Ιωάννη Σκυλίτζη στη δική του ιστορία. Ως εκ τούτου, η αφήγηση του Σκυλίτζη περιγράφει την καριέρα του με μεγάλη λεπτομέρεια και είναι ιδιαίτερα εγκωμιαστικό για αυτόν και τα επιτεύγματά του. Ο Κατακαλών Κεκαυμένος πιστεύεται ότι είναι ο συγγραφέας του λεγόμενου «Στρατηγικόν του Κεκαυμένου», σύγχρονοι μελετητές απορρίπτουν ότι το έγραψε αυτός αλλά κάποιος με το ίδιο όνομα Κεκαυμένος.
3) Ο Γεώργιος Μανιάκης (998 – 1043) ήταν Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε κατά το β’ τέταρτο του 11ου αιώνα. Από πολλούς νεώτερους ιστορικούς θεωρείται συνεχιστής της «Μακεδονικής εποποιίας», δηλαδή των στρατιωτικών επιτευγμάτων των αυτοκρατόρων-στρατηλατών Νικηφόρου Β’ Φωκά, Ιωάννη Α’ Τσιμισκή και Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου. Υπό την ηγεσία του Μανιάκη τα βυζαντινά όπλα θριάμβευσαν στο ανατολικό (Συρία) και δυτικό (Κάτω Ιταλία, Σικελία) μέτωπο κατά την περίοδο παρακμής που ακολούθησε τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου.
Όμως, η συνεχής υπονόμευσή του από την αυτοκρατορική αυλή, τον εξώθησε σε ανταρσία με άδοξο τέλος. Οι επιτυχίες του ήταν από τα ελάχιστα δείγματα δυναμισμού του Βυζαντίου εκείνης της περιόδου, καθώς η επιπολαιότητα και η κακοδιοίκηση της κεντρικής εξουσίας οδήγησαν στην συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, που ανεστάλη με την άνοδο του Αλεξίου Α’ Κομνηνού στον αυτοκρατορικό θώκο.
4) Ο Βάρδας Σκληρός ήταν Βυζαντινός στρατηγός που ηγήθηκε μιας ευρείας Ασιατικής επανάστασης κατά του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ το 976–979. εκτάσεων στις ανατολικές παρυφές της Μικράς Ασίας. Η μητέρα του Γρηγορία καταγόταν από τον αδελφό του Βασιλείου Α΄ τον Βάρδα. Ως μεγαλύτερο κατόρθωμα του λογίζεται η εξαιρετική άμυνα της Κωνσταντινούπολης κατά του στρατού του Σβιάτοσλαβ Α΄ του Κιέβουτο 970.
Κατά τη Μάχη της Αρκαδιούπολης, αναφέρεται ότι κατάφερε να επιφέρει 20.000 απώλειες στους Ρως, ενώ η εκστρατεία κόστισε τις ζωές μόλις 25 Ελλήνων στρατιωτών. Αφότου έδειξε ότι ο ίδιος ήταν ικανός να αντιμετωπίσει τους φοβερότερους εχθρούς του Βυζαντίου, ο Βάρδας έγινε έμπιστος σύμβουλος του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή και ήταν κουνιάδος του. Με τον θάνατο του Ιωάννη, ο Σκληρός επιδίωξε να τον αντικαταστήσει ως ενεργών αυτοκράτορας.
Ο ευνούχος Βασίλειος Λεκαπηνός όμως, που στην πραγματικότητα ηγούνταν της αυτοκρατορικής κυβέρνησης είχε άλλα σχέδια, καθαιρώντας τον Βάρδα από την θέση κλειδί που είχε ως στρατηγός στην Ανατολή το 975. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο Βάρδας ήταν «άνθρωπος που δεν ήταν μόνο ικανός στο σχεδιασμό, αλλά εξαιρετικά έξυπνος κατά την εκτέλεση των σχεδίων του, κατείχε τεράστιο πλούτο, με το κύρος του βασιλικού αίματος και της επιτυχίας σε μεγάλους πολέμους, με όλη τη στρατιωτική κάστα στο πλευρό για να βοηθήσει το σκοπό του.»
5) Ο Ρωμανός Σκληρός ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, στρατηγός, μέλος της επιφανούς αριστοκρατικής οικογένειας των Σκληρών. Είχε διοριστεί Δούξ (διοικητής) της Αντιόχειας το 990-991. Ήταν γιος, και το μοναδικό παιδί, του στρατηγού και σφετεριστή του θρόνου Βάρδα Σκληρού και άγνωστης μητέρας. Το 976 απελευθερώθηκε, κρατούνταν στην Κωνσταντινούπολη, και μεταμφιεσμένος έφτασε στην περιοχή της Μεσοποταμίας.
Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του πατέρα του Βάρδα το 979 τον ακολούθησε στην φυγή του στο χαλιφάτο των Αββασιδών για να επιστρέψουν το 987 και να συμμετάσχουν σε μια άλλη εξέγερση με τον Βάρδα Φωκά. Ο Ρωμανός την ίδια χρονιά αυτομόλησε στο στρατόπεδο του αυτοκράτορα, αναφέρεται ότι η φυγή του ήταν στρατήγημα του πατέρα του ή έφυγε επειδή διαφωνούσε με την συνεργασία στην στάση με τους Φωκάδες.
Μετά την αποτυχία και αυτής της εξέγερσης ο Ρωμανός Σκληρός φαίνεται ότι παρέμεινε σε σημαντικές θέσεις, και υπηρέτησε ως δούξ της Αντιόχειας. Κατά μία τοπική λαϊκή παράδοση του δόθηκε προσωπικό φέουδο («Πρόνοια») όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στην Πελοπόννησο. Ο Ρωμανός είχε κόρη την ονομαζόμενη Μαρια «Σκλήραινα» σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ του μονομάχου. Από το όνομα του Ρωμανού ονομάστηκε και το χωριό «Σκληρού», ο σημερινός Σκληρός Μεσσηνίας.
6) Ο Ρωμανός Σκληρός ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, στρατηγός, μέλος της επιφανούς αριστοκρατικής οικογένειας των Σκληρών. Είχε διοριστεί δύο φορές Δούξ (διοικητής) της Αντιόχειας το 1054 – 1055 και το 1057. Είχε επίσης τα αξιώματα μάγιστρος, πρόεδρος, στρατοπεδάρχης της ανατολής και πρωτοστράτορας. Το όνομα του πατέρα του και της μητέρας του δεν διασώζονται, ο πατέρας του ήταν γιος τουΡωμανού Σκληρού παππού του Ρωμανού.
Ο Ρωμανός έγινε σύμβουλος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄, ενώ το 1057 υποστήριξε τον Ισαάκιο Κομνηνό να διεκδικήσει τον θρόνο από τον Μιχαήλ ΣΤ΄. Αργότερα ο Ισαάκιος τον διόρισε σε ανώτατα αξιώματα και για δεύτερη φορά δούξ Αντιόχειας το 1057. Πιθανότατα να σχετίζεται με μία λαϊκή παράδοση που δίνεται για τον παππού του και να είναι αυτός.
7) Ο Μιχαήλ Βούρτζης (περίπου 930/935 – μετά από το 996) ήταν ο κορυφαίος Βυζαντινός στρατηγός στα τέλη του 10ου αιώνα. Έγινε ονομαστός για την κατάληψη της Αντιόχειας το 969, αλλά έπεσε σε δυσμένεια από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β΄ Φωκά. Αγανακτισμένοι η Οικογένεια Βούρτζη ένωσε τις δυνάμεις της με τους συνωμότες που δολοφόνησαν τον Φωκά λίγες εβδομάδες αργότερα.
Ο Βούρτζης επανεμφανίζεται σε εξέχοντα ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ και του επαναστάτη Βάρδα Σκληρού, όπου άλλαξε στρατόπεδα, από υποταγή στον αυτοκράτορα κι έπειτα στους αντάρτες και πάλι στον Βασίλειο Β΄. Παρ’ όλα αυτά, είχε διοριστεί εκ νέου ως δούξ της Αντιόχειας από τον Βασίλειο, μια θέση που κατείχε μέχρι το 995, όταν κι αντικαταστάθηκε εξαιτίας τής αποτυχίες του στον πόλεμο εναντίον των Φατιμιδών Αράβων της Αιγυπτου.
8) Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος γεννήθηκε τα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα. Ήταν στρατηγός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και είχε λάβει το αξίωμα του Μεγάλου Δομέστικου επί βασιλείας του Μιχαήλ Η´ του Παλαιολόγου. Έμεινε γνωστός κυρίως λόγω της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, η οποία αποτέλεσε την πιο λαμπρή αλλά ταυτόχρονα και η τελευταία νικηφόρα στρατιωτική επιχείρισή του, καθώς στην συνέχεια ηττάται σε όλες τις επόμενες μάχες, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστεί και να παραμείνει ταπεινωμένος μέχρι τον θάνατό του.
Το 1261, απελευθερώνεται αργότερα από τον ίδιο τον Δεσπότη της Νίκαιας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, με τον όρο να κατευθυνθεί με στρατό 800 ξένων μισθοφόρων του ιππικού στα περίχωρα της Βασιλεύουσας προκειμένου να κατασκοπεύσει τους Λατίνους και να φοβίσει τους Βουλγαρους. Όταν το στρατιωτικό τμήμα με διοικητή τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο έφθασε κοντά στην πόλη της Σηλυμβρίας στην Θράκη, αγρότες της περιοχής τον πληροφόρησαν ότι ο λατινικός στρατός και ο βενετικός στόλος της Κωνσταντινουπόλης απουσίαζαν σε μία εκστρατεία κατάληψης του νησιού Δαφνουσία στον Εύξεινο Πόντο την οποία κατείχαν οι Νικαιάτες.
Επίσης αναφέρεται ότι κάποιος γεωργός είπε στον στρατηγό της Νίκαιας πως έμενε μέσα στην Πόλη, μπορούσε όμως να βγαίνει κάθε ημέρα για να βόσκει τα ζώα του από την Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής, η οποία παρέμενε αφύλακτη. Ο Αλέξιος δεν θα μπορούσε να αφήσει αυτή την ιδανική ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Το ίδιο βράδυ στις 25 Ιουλίου εισήλθε με το στράτευμά του από την Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής και χωρίς να γίνει αντιληπτός σταμάτησε σε μια μονή κοντά στην πύλη, ενώ απέστειλε κάποιους στρατιώτες ως αγγελιοφόρους στην Νίκαια να ανακοινώσουν την καταπληκτική αυτή είδηση.
Εν τω μεταξύ, ο στρατηγός με το απόσπασμά του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους φρουρούς και μετά από κάποιες αψιμαχίες πήρε τον έλεγχο των μεσόγειων τειχών. Μόλις η εισβολή και η ήττα της φραγκικής φρουράς έγινε ευρέως αντιληπτή, ο Αυτοκράτορας των Λατίνων Βαλδουϊνος Β’ μαζί τον Λατίνο Πατριάρχη της Πόλης και τους υπόλοιπους Καθολικούς κατοίκους της, κατέφυγαν στο λιμάνι προσμένοντας με αδημονία τον βενετικό στόλο να επιστρέψει, ελπίζοντας ότι θα επιβιβασθούν σε αυτόν ώστε να μην θανατωθούν ή να αιχμαλωτιστούν.
Οι Βενετοί κατέφθασαν εγκαίρως και παρέλαβαν το τρομαγμένο πλήθος. Δεν επέτυχαν όμως τίποτε παραπάνω, αφού οι ενισχύσεις από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας είχαν ήδη φτάσει και διέφυγαν από την θάλασσα αφήνοντας την Πόλη στους Βυζαντινούς. Τον επόμενο μήνα, στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της εορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου εισήλθε ο Μιχαήλ Η’ μετά πομπής και γονυπετής στην Χρυσή Πύλη, όπου ακούσθηκαν οιΔεκατρείς Προσευχές, τις οποίες συνέθεσε ο Γεώργιος Ακροπολίτης με παραγγελία του Δεσπότη με σκοπό να ευχαριστήσει τον Θεό για την νίκη του. Έπειτα στην Αγία Σοφία στέφθηκε αυτοκράτωρ των Ρωμαίων.
9) Ο Ιωάννης Κουρκούας ήταν Βυζαντινός στρατηγός του 10ου αιώνα που διακρίθηκε κυρίως στους αγώνες της αυτοκρατορίας εναντίον των Αράβων. Ως δομέστικος των σχολών της Ανατολής διεξήγαγε πολλές εκστρατείες σε περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τους Άραβες τρεις αιώνες προ της εποχής του και θεωρούντο πλέον αραβικά εδάφη (Αρμενία, βόρεια Μεσοποταμία, βόρεια Συρία). Αρκετοί σύγχρονοί του τον χαρακτήρισαν «άλλον Τραϊανόν ή Βελισάριον».
Από πολλούς ιστορικούς θεωρείται πρόδρομος της λεγόμενης «Βυζαντινής εποποιίας» των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Β΄ Φωκά, Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή και Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνέχισαν και ολοκλήρωσαν το έργο του. Την ίδια χρονιά που ο Κουρκούας εκπόρθησε οριστικά την Θεοδοσιούπολη, οι ναυτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας απέτυχαν για πολλοστή φορά να καταλάβουν την Κρήτη.
Όμως η πλάστιγγα είχε γύρει προς την πλευρά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που είχε περάσει στην αντεπίθεση κατά των Αράβων σε όλα τα μέτωπα. Οι επιτυχίες του Ιωάννη Κουρκούα στην Μέση Ανατολή και του ναυάρχου Ιωάννη Ραδηνού στο Αιγαίο οδήγησαν στην επέλαση των Βυζαντινών στις περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης, Μεσοποταμίας και Καυκάσου καθώς και στην ανακατάληψη της Κρήτης αντίστοιχα.
10) Ο Νικηφόρος Φωκάς (912 – 11 Δεκεμβρίου 969) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 963 έως το 969. Τα λαμπρά στρατιωτικά κατορθώματά του συνέβαλαν στην αναζωπύρωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα.
Το 960, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, ο μετέπειτα αυτοκράτορας ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (Άραβες). Συγκέντρωσε το βυζαντινό στρατό στα Φύγελα της Μ. Ασίας, κατέπλευσε στον κόλπο του Αλμυρού και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του αραβικού στρατού.
Στρατοπέδευσε κοντά στο Xάνδακα (Ηράκλειο), την πρωτεύουσα της Κρήτης, επιχειρώντας ταυτόχρονα επιθέσεις εναντίον των τειχών και εξορμήσεις στο εσωτερικό, για να υποτάξει ολόκληρο το νησί. Ύστερα από εννέα μήνες δραματικής πολιορκίας, το Μάρτιο του 961, κατέλαβε το Χάνδακα και επανέφερε την Κρήτη στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας για τα επόμενα 250 χρόνια. Μέρος από τα λάφυρα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Πριν από την αναχώρησή του, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί (αφήνοντας για τον επανεκχριστιανισμό του νησιού, τον Άγιο Νίκωνα τον «Μετανοείτε») και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα, όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος.
Βασική κατεύθυνση της πολιτικής του υπήρξε η συνέχιση των αγώνων εναντίον των Αράβων στην Ανατολή, τους οποίους είχε εγκαινιάσει με επιτυχία σε όλα τα επίπεδα. Απομάκρυνε τους Άραβες από την Κιλικία, ανακατέλαβε την Κύπρο και προσάρτησε μεγάλο μέρος της Συρίας, προχωρώντας έως την Τρίπολη του Λιβανου. Παράλληλα, έδειξε ενδιαφέρον για την περιφρούρηση των βυζαντινών συμφερόντων στις επαρχίες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας.
Επιβεβαίωσε έτσι τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο και εκτίναξε τα σύνορα της αυτοκρατορίας έως πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Με ανάλογη ευαισθησία αντιμετώπισε και τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, επιχειρώντας σύντομη εκστρατεία κατά μήκος των βυζαντινο-βουλγαρικών συνόρων και καταλαμβάνοντας χωρίς δυσκολίες όλα τα σημαντικά φρούρια.