Στην έναρξη του προγράμματος ανάπτυξης του μαχητικού 6ης γενιάς, που
θα αντικαταστήσει τα F-22 Raptor, F-35 Lightning II και F/A-18E/-F Super
Hornet προχώρησε το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα αποφασίστηκε όπως η υπηρεσία ανάπτυξης προηγμένων αμυντικών προγραμμάτων (DARPA: Defence Advanced Research Projects Agency) αναλάβει την ευθύνη για τη διαχείριση ενός προγράμματος «καθορισμού σχεδιαστικής σύλληψης» (concept definition) διάρκειας 18 μηνών και προϋπολογισμού 30 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ.
Σκοπός του προγράμματος είναι η συλλογή ιδεών και προτάσεων από την αμερικανική αεροδιαστημική βιομηχανία, την Αεροπορία και το Ναυτικό των ΗΠΑ. Όμως ιδεών και προτάσεων που μπορούν να μετουσιωθούν σε ένα πραγματικό μαχητικό και όχι θεωρητικών κατασκευασμάτων.
Την αρχική φάση των 18 μηνών θα ακολουθήσει μία πενταετία όπου διαφορετικές προταθείσες σχεδιάσεις θα πρέπει να επιδειχθούν στο πλαίσιο μίας ανταγωνιστικής διαδικασίας. Στη διαδικασία θα γίνουν αποδεκτές σχεδιάσεις τόσο για επανδρωμένα όσο και μη επανδρωμένα μαχητικά ή συνδυασμό αυτών ακόμη και στο επίπεδο της ίδιας πλατφόρμας. Το ίδιο ισχύει και για τις τεχνολογίες που αφορούν το σκάφος, το σύστημα πρόωσης, τα ηλεκτρονικά συστήματα και τους αισθητήρες, τον οπλισμό, κ.λπ.
Αν και η σχετική απόφαση αφορά μία από τις πολύ αρχικές φάσεις του προγράμματος εν τούτοις είναι πολύ σημαντική. Για πολλούς στις ΗΠΑ και για πλειάδα λόγων η έναρξη του προγράμματος ανάπτυξης του αμερικανικού μαχητικού 6ης γενιάς έχει καθυστερήσει πολύ με αποτέλεσμα να απομειώνεται συνεχώς και δραματικά η ικανότητα της βιομηχανικής βάσης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. Η γήρανση του προσωπικού και η αποτυχία προσέλκυσης νέων μηχανικών στην αεροδιαστημική βιομηχανία των ΗΠΑ, που σε σχέση με άλλους βιομηχανικούς κλάδους έχει απολέσει την αίγλη της (και όχι μόνο), θεωρείται ως κίνδυνος με σημαντικές μελλοντικές συνέπειες.
Μάλιστα η διαπίστωση αυτή περιλαμβάνεται στο σκεπτικό της απόφασης, η οποία ξαφνιάζει και για έναν άλλο λόγο. Με ασυνήθιστη για γραφειοκρατικό έγγραφο ωμότητα, το Πεντάγωνο διαπιστώνει ότι περαιτέρω καθυστέρηση της έναρξης του προγράμματος οι πιθανότητες να εμφανιστεί ανταγωνιστής της Lockheed Martin, κατασκευάστριας των F-22 και F-35 θα μειωθούν σημαντικά ή θα εκμηδενιστούν. Η εξάλειψη του εμπορικού ανταγωνισμού εκτιμάται ότι θα σημάνει και το τέλος της αμερικανικής τεχνολογικής υπεροχής στη σχεδίαση των μαχητικών, γεγονός με σημαντικές στρατιωτικές – στρατηγικές συνέπειες.
Ήδη σήμερα οι ΗΠΑ βρίσκονται με μόνο τρεις εταιρίες που θεωρούνται ικανές να αναλάβουν ως κύριοι ανάδοχοι την υλοποίηση τέτοιου εύρους και πολυπλοκότητας προγράμματος, όπως αυτό ενός μαχητικού αεροσκάφους. Τη Lockheed Martin, τη Boeing (F/A-18E/F Super Hornet) και τη Northrop Grumman (που σήμερα αποτελεί τον κύριο υποκατασκευαστή της Lockheed Martin στο πρόγραμμα του F-35). Σε αντιπαραβολή αξίζει να αναφερθεί ότι στην περίπτωση του F-22 Raptor στην αντίστοιχη περίοδο, οι πιθανοί κύριοι ανάδοχοι ανέρχονταν σε 10: Boeing, McDonnel Douglas, Vought, Lockheed, Martin Marietta, General Dynamics, Fairchild, Rockwell, Northrop και Grumman (αρκεί μία ματιά στα ονόματα των σημερινών πιθανών κύριων αναδόχων για να αντιληφθεί κανείς τι έγιναν οι υπόλοιπες εταιρίες).
Τέλος, ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα που αντιμετωπίζει η απόφαση είναι αυτό του χρόνου. Με βάση τα δεδομένα για το F-22 χρειάστηκαν 20 χρόνια από το σχεδιαστήριο μέχρι την απόκτηση της αρχικής επιχειρησιακής ικανότητας (IOC: Initial Operational Capability). Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επιχειρησιακός βίος των F-22 των αρχικών φάσεων παραγωγής εξαντλείται τα τέλη της δεκαετίας του 2020, ο χρόνος που σήμερα απομένει για την ανάπτυξη του μαχητικού 6ης γενιάς είναι περίπου 15 έτη. Αυτός είναι και ο λόγος που πρόσφατα η Αεροπορία των ΗΠΑ αποφάσισε να αυξήσει το ποσοστό της εκπαίδευσης σε εξομοιωτή για τους ιπτάμενους των F-22 σε σχέση με το σύνολο της απαιτούμενης για να εξοικονομήσει ώρες πτήσης στα F-22 και άρα να επεκτείνει την επιχειρησιακή τους ζωή.
Από την άλλη πλευρά βέβαια το τόσο μεγάλο διάστημα ανάπτυξης πέρα από την υπέρμετρη αύξηση του κόστους που πάντα καταλήγει στη μείωση των ποσοτήτων της παραγωγής σειράς, αποτελεί μία οδό που πλέον ούτε το Πεντάγωνο δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά. Κατά συνέπεια το πρόγραμμα ανάπτυξης του αμερικανικού μαχητικού 6ης γενιάς για να είναι «βιώσιμο» πέρα από τις επιχειρησιακές και τεχνολογικές καινοτομίες θα πρέπει να συνοδεύεται και από ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και παραγωγής.
πηγή
Συγκεκριμένα αποφασίστηκε όπως η υπηρεσία ανάπτυξης προηγμένων αμυντικών προγραμμάτων (DARPA: Defence Advanced Research Projects Agency) αναλάβει την ευθύνη για τη διαχείριση ενός προγράμματος «καθορισμού σχεδιαστικής σύλληψης» (concept definition) διάρκειας 18 μηνών και προϋπολογισμού 30 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ.
Σκοπός του προγράμματος είναι η συλλογή ιδεών και προτάσεων από την αμερικανική αεροδιαστημική βιομηχανία, την Αεροπορία και το Ναυτικό των ΗΠΑ. Όμως ιδεών και προτάσεων που μπορούν να μετουσιωθούν σε ένα πραγματικό μαχητικό και όχι θεωρητικών κατασκευασμάτων.
Την αρχική φάση των 18 μηνών θα ακολουθήσει μία πενταετία όπου διαφορετικές προταθείσες σχεδιάσεις θα πρέπει να επιδειχθούν στο πλαίσιο μίας ανταγωνιστικής διαδικασίας. Στη διαδικασία θα γίνουν αποδεκτές σχεδιάσεις τόσο για επανδρωμένα όσο και μη επανδρωμένα μαχητικά ή συνδυασμό αυτών ακόμη και στο επίπεδο της ίδιας πλατφόρμας. Το ίδιο ισχύει και για τις τεχνολογίες που αφορούν το σκάφος, το σύστημα πρόωσης, τα ηλεκτρονικά συστήματα και τους αισθητήρες, τον οπλισμό, κ.λπ.
Αν και η σχετική απόφαση αφορά μία από τις πολύ αρχικές φάσεις του προγράμματος εν τούτοις είναι πολύ σημαντική. Για πολλούς στις ΗΠΑ και για πλειάδα λόγων η έναρξη του προγράμματος ανάπτυξης του αμερικανικού μαχητικού 6ης γενιάς έχει καθυστερήσει πολύ με αποτέλεσμα να απομειώνεται συνεχώς και δραματικά η ικανότητα της βιομηχανικής βάσης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. Η γήρανση του προσωπικού και η αποτυχία προσέλκυσης νέων μηχανικών στην αεροδιαστημική βιομηχανία των ΗΠΑ, που σε σχέση με άλλους βιομηχανικούς κλάδους έχει απολέσει την αίγλη της (και όχι μόνο), θεωρείται ως κίνδυνος με σημαντικές μελλοντικές συνέπειες.
Μάλιστα η διαπίστωση αυτή περιλαμβάνεται στο σκεπτικό της απόφασης, η οποία ξαφνιάζει και για έναν άλλο λόγο. Με ασυνήθιστη για γραφειοκρατικό έγγραφο ωμότητα, το Πεντάγωνο διαπιστώνει ότι περαιτέρω καθυστέρηση της έναρξης του προγράμματος οι πιθανότητες να εμφανιστεί ανταγωνιστής της Lockheed Martin, κατασκευάστριας των F-22 και F-35 θα μειωθούν σημαντικά ή θα εκμηδενιστούν. Η εξάλειψη του εμπορικού ανταγωνισμού εκτιμάται ότι θα σημάνει και το τέλος της αμερικανικής τεχνολογικής υπεροχής στη σχεδίαση των μαχητικών, γεγονός με σημαντικές στρατιωτικές – στρατηγικές συνέπειες.
Ήδη σήμερα οι ΗΠΑ βρίσκονται με μόνο τρεις εταιρίες που θεωρούνται ικανές να αναλάβουν ως κύριοι ανάδοχοι την υλοποίηση τέτοιου εύρους και πολυπλοκότητας προγράμματος, όπως αυτό ενός μαχητικού αεροσκάφους. Τη Lockheed Martin, τη Boeing (F/A-18E/F Super Hornet) και τη Northrop Grumman (που σήμερα αποτελεί τον κύριο υποκατασκευαστή της Lockheed Martin στο πρόγραμμα του F-35). Σε αντιπαραβολή αξίζει να αναφερθεί ότι στην περίπτωση του F-22 Raptor στην αντίστοιχη περίοδο, οι πιθανοί κύριοι ανάδοχοι ανέρχονταν σε 10: Boeing, McDonnel Douglas, Vought, Lockheed, Martin Marietta, General Dynamics, Fairchild, Rockwell, Northrop και Grumman (αρκεί μία ματιά στα ονόματα των σημερινών πιθανών κύριων αναδόχων για να αντιληφθεί κανείς τι έγιναν οι υπόλοιπες εταιρίες).
Τέλος, ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα που αντιμετωπίζει η απόφαση είναι αυτό του χρόνου. Με βάση τα δεδομένα για το F-22 χρειάστηκαν 20 χρόνια από το σχεδιαστήριο μέχρι την απόκτηση της αρχικής επιχειρησιακής ικανότητας (IOC: Initial Operational Capability). Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επιχειρησιακός βίος των F-22 των αρχικών φάσεων παραγωγής εξαντλείται τα τέλη της δεκαετίας του 2020, ο χρόνος που σήμερα απομένει για την ανάπτυξη του μαχητικού 6ης γενιάς είναι περίπου 15 έτη. Αυτός είναι και ο λόγος που πρόσφατα η Αεροπορία των ΗΠΑ αποφάσισε να αυξήσει το ποσοστό της εκπαίδευσης σε εξομοιωτή για τους ιπτάμενους των F-22 σε σχέση με το σύνολο της απαιτούμενης για να εξοικονομήσει ώρες πτήσης στα F-22 και άρα να επεκτείνει την επιχειρησιακή τους ζωή.
Από την άλλη πλευρά βέβαια το τόσο μεγάλο διάστημα ανάπτυξης πέρα από την υπέρμετρη αύξηση του κόστους που πάντα καταλήγει στη μείωση των ποσοτήτων της παραγωγής σειράς, αποτελεί μία οδό που πλέον ούτε το Πεντάγωνο δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά. Κατά συνέπεια το πρόγραμμα ανάπτυξης του αμερικανικού μαχητικού 6ης γενιάς για να είναι «βιώσιμο» πέρα από τις επιχειρησιακές και τεχνολογικές καινοτομίες θα πρέπει να συνοδεύεται και από ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και παραγωγής.
πηγή